Αυτές τις μέρες βρίσκομαι στην Κρήτη, όπου προχτές πήρα μέρος στην εσπερίδα της Βικελείου Μορφωτικής Εταιρείας για τον Γιώργο Σεφέρη. Επειδή με το ταξίδι δυσκολεύομαι να γράψω φρέσκα άρθρα, παρουσιάζω εδώ ένα τμήμα της ομιλίας μου. Όχι ολόκληρη, διότι είναι αρκετά μεγάλη.
Ο τίτλος της εισήγησής μου ήταν «Η γλώσσα του Σεφέρη και ο Σεφέρης για τη γλώσσα». Αυτοί ήταν και οι δυο άξονες της ομιλίας μου, ενώ στην αρχή αναφέρθηκα επίσης στη σχέση του Σεφέρη με την κρητική λογοτεχνία και ειδικά με τον Ερωτόκριτο.
Εδώ θα παρουσιάσω λοιπόν το τμήμα της ομιλίας όπου εξετάζεται η γλώσσα του Σεφέρη, μαζί με το κλείσιμο της ομιλίας μου.
Η γλώσσα του Σεφέρη
[…]
Ποια είναι η γλώσσα του Σεφέρη λοιπόν; Είναι βέβαια η δημοτική, η δημοτική της γενιάς του, κάπως διαφορετική όπως θα δούμε από τη σημερινή νέα ελληνική.
Όπως σημειώνει ο Μαρωνίτης, ως βασικό στοιχείο της γλώσσας του Σεφέρη πρέπει να αναγνωριστεί η απλότητα (λεξιλόγιο, γραμματική και σύνταξη), χωρίς βέβαια η απλή γλώσσα να σημαίνει εύκολη γλώσσα κι εύκολη ποίηση. Θα λέγαμε, η σοφή απλότητα.
Ο Σεφέρης ανανεώνει το φθαρμένο από τη χρήση ποιητικό λεξιλόγιο, για παράδειγμα αποφεύγει το σύνθετο επίθετο που αφθονεί στον Παλαμά ή στον Γρυπάρη, αποφεύγει το «υψηλό», ποιητικό λεξιλόγιο. (Στο δοκίμιό του για την ελληνική γλώσσα, μάλιστα, κάνει λόγο για «αριστερή καθαρεύουσα», που μερικά από τα γνωρίσματά της είναι: Ηχητικός πληθωρισμός· φραστική ακαμψία· κυνήγημα λέξεων χωρίς περιεχόμενο· ατέλειωτα, πολυσύνθετα, ταχυδακτυλουργικά επίθετα).
Το έχει εκφράσει και ποιητικά, στον Γέροντα στην Ακροποταμιά:
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Στον Σεφέρη δεν υπάρχει καμιά γλωσσική εκζήτηση. Λέξεις συνηθισμένες, σύνταξη ομαλή, κανένα υπερβατό, ρυθμός ήρεμος που ανεβαίνει χωρίς να ασθμαίνει.
Έτσι, οι ιδιωματικές ή λόγιες λέξεις ή τα αρχαία σύνθετα (π.χ. βαθύκολπη) ενσωματώνονται και χωνεύονται, σοφιλιάζονται που ίσως να έλεγε κι ο ίδιος, στις εσοχές μιας οικείας κατά βάση έκφρασης.
Όπως πολύ εύστοχα λέει ο Μαρωνίτης, η γλώσσα του Σεφέρη είναι με τη βαθύτερη έννοια της λέξης δημοτική, δεν είναι φορτωμένη με τίτλους ιδιοκτησίας, όπως π.χ. στον Κάλβο ή στον Καβάφη.
Ο καθηγητής Ξενοφών Κοκόλης είχε το μεράκι και την υπομονή να καταρτίσει, σε μιαν εποχή που δεν υπήρχαν ηλεκτρονικά βοηθήματα, έναν «Πίνακα λέξεων» των Ποιημάτων του Σεφέρη (στην 8η έκδοση, δηλαδή χωρίς το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’). Σύμφωνα με την αποδελτίωση αυτή, στο έργο του Σεφέρη απαντούν 3877 λέξεις-λήμματα, τις οποίες ο ποιητής χρησιμοποίησε 16297 φορές στους διάφορους λεκτικούς τύπους τους. Από αυτές οι 2025 λέξεις είναι άπαξ εμφανιζόμενες, ενώ 333 εμφανίζονται πάνω από 10 φορές.
Ενδιαφέρον έχουν οι κατατάξεις ρημάτων και ουσιαστικών:
ΡΗΜΑΤΑ (εξαιρείται το είμαι)
Βλέπω, λέω 102
κοιτάζω 84
έχω 80
ξέρω 63
μπορώ 60
μένω 58
γίνομαι 55
γυρεύω 54
βρίσκω, έρχομαι, μιλώ 47
Αν κάνουμε αντιπαραβολή με έναν πίνακα συχνότερων ρημάτων της ελληνικής γλώσσας, βλέπουμε ότι ο Σεφέρης υπερχρησιμοποιεί το βλέπω (1ο στον Σεφέρη ενώ 10ο στον γενικό πίνακα), και το κοιτάζω, μένω, γυρεύω (δεν είναι στην πρώτη εικοσάδα) ενώ υποχρησιμοποιεί ρήματα όπως υπάρχω (4ο), κάνω (5ο), πρέπει (6ο). Ίσως μπορούν να βγουν κάποια συμπεράσματα απ’ αυτή την αντιπαραβολή.
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
μάτι 96
άνθρωπος 81
θάλασσα 80
νύχτα 66
ήλιος 64
μέρα, χέρι, ψυχή 61
ζωή 57
νερό 51
φως 50
κορμί 47
Ως προς το λεξιλόγιο, παρατηρούμε ότι οι λέξεις τουρκικής ετυμολογίας στα ποιήματα του Σεφέρη είναι σχετικά λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα, πολύ λιγότερες από άλλους Μικρασιάτες ή και Ελλαδίτες συγγραφείς και ποιητές. Ακόμα, με μία-δυο εξαιρέσεις, είναι λέξεις αφομοιωμένες στην ελληνική: αμπάρι, καλντερίμι, μαβί, μαράζι, μενεξές, μεράκι, παζάρι, ραχάτι, σακάτης, τενεκές, τζάμι. Μόνη εξαίρεση η λέξη τζελάτης, μια λέξη που είχε δυσκολέψει τον Έντμουντ Κήλυ στη μετάφραση, και που μάλλον ως κυπριακό ιδιωματισμό θα πρέπει να τη λογαριάσουμε.
Είναι λοιπόν ανεπίληπτη, απλή και ανόθευτη δημοτική η γλώσσα του Σεφέρη, αλλά έχει κάποιες διαφορές από τη σημερινή κοινή νεοελληνική.
- Η διαφορά που φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού είναι η προτίμηση του Σεφέρη, που πάντως είναι χαρακτηριστική και σε άλλους λογοτέχνες της γενιάς του, στους τύπους με -ου στο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και του παρατατικού, -ουνται, -ούνταν, πχ:
Τα χέρια μου χάνουνται
ακούγουνται μόνο του χρόνου τα σείστρα
σκοτώνουνται μέσα στον ύπνο
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια
Η προτίμηση στο -ουνται είναι αδιάπτωτη σε όλο του το έργο, τόσο σε λόγια όσο και σε λαϊκά ρήματα, από τα πρώτα ποιήματα (δέουνται οι λυγμοί, στη Λυπημένη) έως τα τελευταία (φύλλα που στροβιλίζουνται, Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια στα Τρία κρυφά ποιήματα).
- Συναφής με αυτό είναι μια ιδιοτυπία του Σεφέρη, στον παρατατικό να χρησιμοποιεί τον τύπο -ουνταν και στο τρίτο ενικό πρόσωπο και όχι μόνο στο τρίτο πληθυντικό:
Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη αντί «απλωνόταν» (Κίχλη)
ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν αντί «κοντοστεκόταν» (Γάτες Αϊ-Νικόλα).
Την ιδιοτυπία αυτή τη συναντάμε και στο πεζογραφικό-ημερολογιακό του έργο, πχ όταν έρχουνταν η ώρα (ΜΗ317), καθώς μαζεύουνταν ένα πλήθος (ΜΔ280), Ο Χλέπουρας κοιμούνταν (6Ν248) κτλ.
- Σε επίπεδο συμφωνικών συμπλεγμάτων, ο Σεφέρης διατηρεί την προτίμηση στους τύπους με -χτ, που σήμερα έχουν σε ένα βαθμό υποχωρήσει υπέρ λογιότερων τύπων σε -κτ, όπως:
να σ’ αποχτήσει, στο ηλεχτρικό φως, σταλαχτίτες όχι αποκτήσει, ηλεκτρικό, σταλακτίτες·
αντίχτυποι, προσεχτικά, αρπαχτικό· ανύπαρχτα και όχι ανύπαρκτα, του δήμιου που αγανάχτησε και όχι αγανάκτησε, αχάραχτο, τον κόσμο τον ορυχτό, ακόμα και:
Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος [σήμερα θα γράφαμε «δακτυλοδεικτούμενος»
Επίσης, όχτη, εχτρός.
Επίσης ντ, πχ Κασσάντρα, Μεγάλου Αλεξάντρου, την αντρειωμένη Τροία, στο Σκάμαντρο.
Μπομπαρδίζεται, γέψη, δημοσιέψει, ξολοθρέψουν
Κι αυτές οι προτιμήσεις εκτείνουνται σε όλη τη δημιουργική περίοδο του Σεφέρη.
- Φυσικά, δεν βάζει τελικό ν στο αρσενικό άρθρο όταν ακολουθεί σύμφωνο εκτός των κ,π,τ. Επίσης παραλείπει το τελικό ν όχι μόνο στο δε(ν) και στο σα(ν) αλλά συχνά και στο α(ν): και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν, κι α φεύγουν μέσα στον ήλιο
- Συχνά αποφεύγει την εσωτερική αύξηση: ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν (Έγκωμη), Χτες μετάφρασα το… (ΜΓ158), η αρρώστια του φόβου που διάλυσε τον οργανισμό τόσων εθνών (ΜΓ 203)
- Χρησιμοποιεί τον λαϊκό τύπο δευτερόκλιτων θηλυκών τοπωνυμίων: Σαλαμίνα της Κύπρος τιτλοφορεί ένα ποίημά του, «τα βουνά της Νάξος, οι κορυφογραμμές της Νάξος» (ΜΗ182) «η χώρα της Αμοργός» (ΜΗ192, 8.9.61), τα νερά της Δαμασκός (ΚατσΑ228, 1932)
- Χρησιμοποιεί το «σαν» με κατηγορούμενο, κάτι που πολλοί το θεωρούν σήμερα (δεν συμφωνώ) ένδειξη αφροντισιάς, πχ. στον πρόλογο της Αποκάλυψης του Ιωάννη γράφει: Η εργασία μου –βιάζομαι να το τονίσω– δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν εργασία οριστική. Θα ευχόμουν να κοιταχτεί σαν αφορμή για σοβαρή σκέψη πάνω σ’ ένα σπουδαίο θέμα (Δ2.289)
- Εξομαλύνει κλίσεις: ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή (όχι φρενοβλαβούς)
- Χρησιμοποιεί λαϊκούς-ιδιωματικούς τύπους ρημάτων: Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε, Περνώ μπροστά σε εικόνες που χαλνώ, κολνούν εδώ κολνούν εκεί στην τύχη, αυτό που μεταδίνει τη ζωή, προσφέρνοντας μικρούς μαστούς.
- Χρησιμοποιεί το προθετικό α, κοινό βέβαια στην ποίηση: αμάχη, αστάχυ, αψηλός
- Χρησιμοποιεί, και στα πεζά του, τη λαϊκή τροπή του i σε e, όταν γειτονεύει με το ρ: βήματα ηχερά, πλερωμή, προχώρεσα, πνιγερή μοναξιά
- Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε «αντικανονική» χρήση της μετοχής, π.χ. Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι / και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό (Το θέμα το έχει μελετήσει εξαντλητικά ο Θανάσης Νάκας σε μελέτη του)
- Σπάνια, χρησιμοποιεί ενεργητικές μετοχές μέσων ρημάτων, πχ συλλογίζοντας, θυμώντας, συνουσιάζοντας.
- Είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε συστηματικά στη στιχουργική του τις παράφωνες ρίμες, όπου δηλαδή τα σύμφωνα διαφέρουν και ομοιοκαταληκτούν μόνο τα φωνήεντα: φωνογράφος – μονάχος, λόγια – μετόχια, στάξει – μαράζι.
Είδαμε τη γλώσσα, πιο σωστά τη γλωσσική ποικιλία, του Σεφέρη, ας δούμε τώρα τη στάση του απέναντι στη γλώσσα.
[………………..]
Μεγάλος έπαινος για έναν ποιητή είναι να πλουτίσει τη γλώσσα του· ο Σεφέρης μπορεί να καμαρώνει επειδή πολλοί στίχοι του έγιναν παροιμιώδεις και πολλοί τους χρησιμοποιούν, σαν γνωμικά ας πούμε, χωρίς πάντοτε να ξέρουν ποιος τους είπε.
Ο πιο γνωστός βέβαια είναι ο:
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
Αλλά δεν είναι μόνο αυτός:
Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες
Κύριε όχι μ’ αυτούς, ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν / που μ’ αρέσουν
«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Είτε βραδιάζει, είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες»
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας
Να τελειώσουμε μ’ αυτόν τον στίχο -ή μάλλον να τελειώσουμε με μερικούς ακόμα στίχους από το ίδιο ποίημα:
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Τα λόγια του Σεφέρη φυλάγουν λοιπόν τη μορφή του, τη μορφή που σήμερα σκιαγραφούμε.
Σας ευχαριστώ!