cebf cf86ceadcf81cebcceb1cf82 ceb4ceb9ceaeceb3ceb7cebcceb1 cf84cebfcf85 cebdceafcebacebfcf85 cf83ceb1cf81ceacceb2ceb1

fermasΣαν  αύριο, 14 Αυγούστου, πέθανε το 1972 ο ηθοποιός Νίκος Φέρμας, αγαπημένη φιγούρα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου σε δεύτερους αλλά πολύ χαρακτηριστικούς ρόλους  μάγκα, που ειδικευόταν σε ωραίες ατάκες στην αργκό. Με τον ερχομό του Διαδικτύου, μάλιστα, ο Φέρμας έχει  αποκτήσει μια νέα ζωή αφού εμφανίζεται σε διάφορα μιμίδια κι έτσι τον  μαθαίνουν  οι νεότεροι.

Ο Φέρμας ήταν πατριώτης μου, γεννημένος το 1905 στη Μυτιλήνη. Νίκος Χατζηανδρέου λεγόταν και σήμερα  θα μάθουμε μια εξήγηση  για το πώς πήρε το παρατσούκλι του.

Για να τιμήσω την  επέτειο, θα παρουσιάσω σήμερα ένα  διήγημα του 1930 στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Φέρμας, τότε νεαρός ηθοποιός. (Σημειώνω ότι στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιεύσει πιο παλιά ένα αφήγημα στο οποίο πρωταγωνιστεί επίσης ο Φέρμας/Χατζηανδρέου).

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στις  30 Ιανουαρίου 1930 στο λαϊκό περιοδικό Εβδομάς. Η Εβδομάς, που εκείνον τον  καιρό είχε αρχισυντάκτη τον Ντόλη Νίκβα (ψευδώνυμο βέβαια, Αποστόλης Βασιλειάδης  λεγόταν), ήταν ένα από τα περιοδικά ποικίλης ύλης του μεσοπολέμου που κάλυπτε τις φιλολογικές και αναγνωστικές ανάγκες πλατιών στρωμάτων, εντασσόμενο σε μια κατηγορία που ο πιο γνωστός (και ίσως ο καλύτερος) εκπρόσωπός της ήταν  το Μπουκέτο. Υπήρχαν όμως και πολλά άλλα παρόμοια περιοδικά, όπως η  Οικογένεια (που είχε ίδιον εκδότη με το Μπουκέτο), ο Θεατής και άλλα.

Σε άλλη περίοδο η Εβδομάς είχε διευθυντή τον λογοτέχνη  Φωτο Γιοφύλλη και είχε και λογοτεχνική ύλη μεγαλύτερων  αξιώσεων, αλλά και τα τεύχη του 1930 μπορούν να τραβήξουν την  προσοχή ενός σημερινού φιλέρευνου  αναγνώστη. Κάθε εβδομαδιαίο τεύχος είχε 28 ή 32 σελίδες, το εξώφυλλο πάντοτε είχε την  εικόνα μιας γυναίκας, στις πρώτες σελίδες υπήρχε  πάντοτε ένα «πρωτότυπο ελληνικό διήγημα» δηλαδή όχι δημοσιευμένο αλλού, ενώ στις τελευταίες υπήρχε σελίδα με ποιήματα, ως επί το πλείστον πρωτόλεια ποιητών που έμειναν για πάντα άγνωστοι, αν και στα τεύχη  του 1930 εμφανίζεται στη σελίδα αυτή με ποιήματά του και ο Σοστίρ, δηλαδή  ο Γιάννης Ρίτσος.

Στο διήγημα βρίσκουμε μερικές γνωστές υπογραφές (Τέλλος Άγρας,  Άγγελος Δόξας, Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, Θάνος Δογάνης, Μίμης Ψαθάς -αργότερα Δημήτρης), ανάμεσά τους και του Νίκου Σαράβα που θα δούμε σήμερα. Ο Νίκος Σαράβας (1904-1930) έγραφε ταχτικά στην Εβδομάδα. Σε κάποια ιστοσελίδα βρίσκω ότι αλληλογραφούσε με τον  Καβάφη: συμπεριλαμβανόταν  στον κατάλογο παραληπτών στους οποίους έστελνε ο Καβάφης ποιήματα (μαζί και ο παππούς μου, γεννημένος το 1903) και δικά του  βιβλία βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη του Καβάφη.

saravas2Ήταν φυματικός και πέθανε νεότατος το 1930. Στο τεύχος της 29ης Μαΐου της Εβδομάδας  υπάρχει η νεκρολογία του, μαζί με ένα στρατιωτικό διήγημά του. (Προσέξτε ότι λέει για «δεύτερη πρόωρη και ανέλπιστη απώλεια» διότι είχε προηγηθεί ο θάνατος του στρατιωτικού και λογοτέχνη Θάνου Δογάνη, που τον δολοφόνησε ένας στρατηγός ε.α. μέσα στα γραφεία της Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας,  όπου εργαζόταν,  επειδή θεωρούσε πως ένα  άρθρο του Δογάνη τον είχε προσβάλει).

Λοιπόν, θα  δούμε σήμερα το διήγημα του Σαράβα για τον Φέρμα. Αυτό το  είχα βρει πληκτρολογημένο παλιά,  δεν  θυμάμαι πού, και το είχα ανεβάσει  στον παλιό μου ιστότοπο. Στο μεταξύ όμως βρήκα (από τον Γιώργο Μιχαηλίδη) και τα τεύχη της  Εβδομάδας φωτογραφημένα κι έτσι μπόρεσα και διασταύρωσα  το κείμενο.

Εδώ εκσυγχρονίζω  την ορθογραφία.

Ο ΦΕΡΜΑΣ

‘Ηταν μία γνωριμία τυχαία.

Καθόταν στο πλαϊνό μου τραπέζι ενός καφενείου απ’ αυτά της Ομόνοιας, που συχνάζουν ηθοποιοί.

Μόλις είχ’ αφήσει τη βραδινή εφημερίδα που διάβαζα, στο μάρμαρο του τραπεζιού και άκουσα μια φωνή βραχνιασμένη να μιλάη σιμά μου.

–  Τι διαβολεμένο κρύο που κάνει!..

–  Κρυώνετε;… είπα για να πω κάτι επειδή με κοιτούσε στα μάτια, περιμένοντας απάντηση.

–  Αν κρυώνω!..  Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω… Μα είναι κρύο το φετινό!..

‘Hταν ένα λιγνό κορίτσι με πρόσωπο χλωμό και παιδιάστικο που τόσο ερχότανε σε αντίθεση με τη χονδρή εκείνη φωνή της.

–  Τι;  σεις δεν κρυώνετε;…

–  Δεν κρυώνω τόσο, όσο πονάν τα μάτια μου απ’ τις καπνούρες των τσιγάρων, που καπνίζει εδώ τόσος κόσμος…

–  Και μένα μου πονάν τα μάτια… είπε ζαρώνοντας τα βλέφαρά της, σαν να ‘θελε να προφυλαχθεί από καμιά φωτεινή αντηλιά.

Κι επειδή εκείνης της επονούσαν τα πόδια από το κρύο, κι εμένα τα μάτια από τον καπνό του καφενείου, βγήκαμε έξω συντροφιά να περπατήσουμε.  Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, φύσηξε και μας περιέλουσε ένα κύμα ψυχρού αέρα.

Και το φουστάνι της συνοδού μου φορμαρίστηκε πάνω στο απαλόγραμμο σώμα της.

–  Ξέρεις μένω στη Λαχαναγορά, κάτω… μού’πε δυναμώνοντας τη φωνή της, γιατί ο αέρας σκορπούσε τις λέξεις.

–  Στη Λαχαναγορά!  Σαν πολύ μακριά είπα και σκεφτόμουνα αν θ’ άξιζε τον κόπο να πήγαινα με τόσο κρύο ως εκεί κάτω, για μερικές στιγμές της γυναίκας αυτής.

Αν μου ‘λεγε να μείνω τη νύχτα όλη μαζί της, θα ‘μενα;

–  Βρίσκουμε στο δωμάτιο του Φέρμα προς το παρόν… συμπλήρωσε απότομα την προηγούμενη φράση της.

–  Πώς;… Δεν άκουσα καλά!…  φώναξα μέσ’ απ’ το ξεροβόρι, σιμώνοντάς την.

–  Τον Φέρμα τον ξέρεις…  Σας είδα το μεσημέρι στο καφενείο μαζί να κουβεντιάζετε.

–  Ε και τι έχει να κάνει ο Φέρμας;

–  Σου είπα.  Μένω μαζί του…  Ήρθα προχτές από την «τουρνέ» που έκανα με το θιάσο που ‘μουνα και θυμήθηκα τα παλιά με το Φέρμα…  Έφερα και μερικά λεφτά, και καπνίζουμε αράδα κάθε βράδυ τσιγαριλίκια.

–  Τι;  τσιγαριλίκια!…  Ώστε κάπνιζε κι αυτή χασίς, όπως ο Φέρμας.

–  Τι είπες;  Δεν τον ξέρεις τον Φέρμα;…  με σίμωσε για να καταλάβει τι έλεγα, γιατί ο αέρας δεν άφηνε καμιάα λέξη ν’ ακουστεί σωστή.

Κι εγώ, ναι, ήξερα το Φέρμα, το μαυριδερό πρόσωπό του, που όταν γελούσε δεν ακουγόταν κανένας ήχος, αλλά μόνο το κεφάλι του πετούσε μπρος κι εζάρωνε λίγο το στόμα του.  Γι’ αυτόν τον είχαν βγάλει και «Φέρμα».

Φτάσαμε στο δωμάτιο.

‘Ητανε σε μια αυλή μέσα, ισόγειο, που όμοια μ’ αυτό θα ‘σαν γύρω κι άλλα δέκα κοντά νοικιασμένα όλα από επαρχιωτόπουλα φοιτητές.

Άνοιξε η πόρτα και μέσα είδα τον Φέρμα μ’ έναν άλλο να κάθουνται, που αργότερα μου τον σύστησε για φοιτητή της ιατρικής – γιατρό.

–  Σου φέρνω κι ένα σου φίλο!…  φώναξε μπαίνοντας εκείνη.

–  Βρε Δώρα, πού τους ξετρυπώνεις και γνωρίζεις όλο ανθρώπους «καθώς πρέπει»!…  της είπε ο Φέρμας, πρόσχαρος, με διάθεση να την πειράξει, που, καθώς φαίνεται, θα ‘χε καπνίσει πολύ, γιατί όλο το δωμάτιο μύριζε από χασίς –μια μυρωδιά πούρχονταν και γαργάλευε ηδονικά τη μύτη.

Κάθισα σε μια κασέλα.

Ο γιατρός κάπνιζε απλά τσιγάρα και, καθώς φαίνεται, δεν ήξερε «τι καπνό φούμαραν» οι γύρω του και κάθε τόσο έλεγε ν’ ανοίξουν την πόρτα να πάρει αέρα, γιατί άρχισε να του πονάει το κεφάλι.

–  Γιατρέ, του ‘λεγε ο Φέρμας, κοιτάζοντας με τα θολά του μάτια, δεν σου πονάει η καρδιά για να πειράζεσαι στο κεφάλι απ’ τον καπνό μας.!…

–  Κάνε μας τίποτα, κανένα φακιρικό… είπα στο Φέρμα, που τον ήξερα για ηθοποιό και στις επαρχίες  για ηθοποιό – φακίρη σε αποτυχημένες «τουρνέ».

–  Τι να κάνω;… είπε και χαμογέλασε σκεφτικά.

–  Τη νοομαντεία κάνε μας!… του λέγει η Δώρα.

–  Νοομαντεία…  κάτι έκανε να πει ο γιατρός που κοιτούσε εντατικά τη Δώρα, που κάθουνταν πλάι μου στην κασέλα μα τον διάκοψε ο Φέρμας.

–  Αφήστε με βρε παιδιά…  κι είμαι και γω βαρεμένος…

–  Θα καπνίσεις;…  μου βάζει η Δώρα στο στόμα ένα τσιγάρο.

–  Πρέπει να ξεχνάει κανείς…  ανάβει το τσιγάρο μου απ’ τ’ αναμμένο το δικό της.

Πώς λάμπουν τα μάτια αυτού του κοριτσιού!

Ξάφνου βλέπω τ’ αριστερό πόδι του Φέρμα νάναι δεμένο μ’ έναν επίδεσμο, μέσ’ από την κάλτσα και να μη φορεί παπούτσι όπως στο άλλο του το πόδι, αλλά παντούφλα.

–  Τι έχει το πόδι σου, Φέρμα;

Μ’ αυτός μου χαμογελάει μυστηριωδώς και δεν μ’ απαντάει

– Κι εγώ του ‘πα να το κοιτάξω το πόδι του, μα δεν μ’ αφήνει,…  λέει ο γιατρός, δίχως να μπορή να ξεκολλήσει το μάτι του από τα κάπως αμέριμνα ξεσκέπαστα πόδια της Δώρας.

–  Ναι. Να το ιδείς, όπως το δόντι μου, που γι’ αυτό με μαχαίρωσες και δεν μπορώ να φάω δέκα μέρες!…

–  Εγώ έκανα απλώς μια «τομή»…  Τι να σου πω εγώ, αν εσύ το μόλυνες ύστερα;…

–  ‘Ασ’ τα αυτά! τον αποπαίρνει ο Φέρμας και για ν’ αποφύγει το θέμα του ποδιού του έρχεται στα πειράματα.

–  Βλέπετε, κύριοι…  μιλάει με φωνή επίσημη σαν να βρίσκεται μπρος σε πολυπληθές ακροατήριο.  –  Βλέπετε αυτή την εφημερίδα…  Λοιπόν, την κάνουμε

έτσι, την κάνουμε αλλοιώς, την κάνουμε, κι έτσι…

–  Τι έχει το πόδι του Φέρμα;…  σκύβω και ρωτάω σιγά τη Δώρα γιατί κάτι υποψιάζουμαι.

Μ’ αυτή με πλησιάζει, βάζει το στόμα της απάνω στ’ αυτί μου και μου λέει, ψιθυριστά, πως του Φέρμα δεν του πονάει το πόδι, αλλά του ‘χει λιώσει πιότερο τ’ αριστερό του παπούτσι, και γι’ αυτό…

Και ξεσπάμε κι οι δύο σε κάτι γέλια, τρελά, παράξενα.

Κι ο Φέρμας, που κατάλαβε την αιτία των γέλιων μας, μας κοιτάει χαμογελώντας.

–  Ορίστε, για τον κόπο σου!…  προσφέρει στη Δώρα μια χάρτινη ανθοδέσμη, που τελείωσε με την εφημερίδα.

Κι’ ύστερα ξαπλώνει κι’ αυτός στο χαμηλό του κάθισμα κι αρχίζει ένα γέλιο όμοιο με το δικό μας, μα βουβό και ήρεμο.

Ο γιατρός μας κοιτάει παραξενεμένος και κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω.

Ύστερα νευριάζεται μη ξέροντας τι να κάνει, πού να ρίξει τη ματιά του, κι έτσι κόβει και σε μας την όρεξη που ‘χαμε να γελάμε, καθώς τον βλέπουμε.

Γέρνει η Δώρα το κεφάλι της ζαλισμένη, κοιτώντας με.

Το ‘να της χέρι είναι ριγμένο στον ώμο μου και με τραβάει σιμά της.

Αχ, εκείνα τα μάτια της πόσο είναι μεγάλα!…  Ένας σωστός λαβύρινθος…

Πώς εκείνος ο Φέρμας γελάει εκείνο το γέλιο του το άφωνο!…

Ο γιατρός μας καλονυχτίζει και φεύγει.

Πώς έχει γίνει τόσο μικρός σα νάνος;…  Τι γελοία εμφάνιση που έχει λάβει…

Και μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του, νιώθω δυο χείλια να ενώνουνται καυτερά πάνω στα δικά μου.

……………………………………………………………………………………………………………………………………..

–  Ξέρεις τι γούστο πο’χει ο γιατρός!…

Κάθε βράδυ φεύγει από δω μέσα «ντουμάνι» απ’ τα τσιγαριλίκια που καπνίζουμε κι ο «λελές» δεν καταλαβαίνει τίποτα.  Και με ρωτάει γιατί, λέει, το πρωί τού πονάει το κεφάλι…  Σήμερα ήρθε και μου ‘πε, ότι είναι βέβαιος, πως έχει η Αθήνα ελώδεις πυρετούς και γι΄αυτό του πονάει το κεφάλι, και πως από αύριο θαρχίση να παίρνει κινίνο…

Καλύτερα να μιλάη ο Φέρμας έτσι παρά να γελάει εκείνο το γέλιο του.

–  Να ξέρατε τι μου θυμίζει όποτε τον βλέπω;  Θυμάμαι βρε παιδιά, σαν τον βλέπω ένα φίλο μου στο στρατό, στη Μικρά Ασία… τον είδα στην οπισθοχώρηση να πεθαίνει πλάι μου, και φύλαξα να ξεψυχήσει για να του βγάλω τ’ άρβυλά του, που ‘σαν γερά πιότερο απ’ τα δικά μου για να μπορώ να τρέχω.  Μα νόμισα, σε μια στιγμή, εκεί που τον έσερνα, τραβώντας για να του τα βγάλω, πως μ’ αγριοκοίταζε με τα γουρλωμένα μάτια του…  Και πήρα ένα δρόμο!  Ωχ!…

Κοιτούσε ο Φέρμας εμπρός τρομαγμένος σα να ‘βλεπε κάτι το τρομερό ν’ αναδεύει μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα του δωματίου.

Κι’ απλώθηκε γύρω μας η σιωπή.

Κι’ από δίπλα μου, εγώ, ένοιωθα δυο άγρια μάτια να προβάλλουν και να ‘ρχονται, να’ ρχονται σιμά μου…  Γύριζα να τα ιδώ για να τ’ αποφύγω και ξάφνου με σίμωσαν, σαν αστραπή, κι’ έμπαιναν μέσ’ στα δικά μου και γίνονταν ένα.  Κι αυτό διαρκώς επαναλαμβανόνταν.  Αχ, τι εφιάλτης!

Η γυναίκα, καθισμένη πλάι μου στην ίδια κασέλα, σφίγγουνταν και πάλι πάνω μου.

Κι’ εγώ σφιγγόμουνα σιμά της, με δέος και πόθο μαζί.

–  ‘Αλλοτε μ’ αυτόν το φίλο μου, είχαμε τρυπώσει σ’ ένα σπίτι, για να ζητήσουμε ψωμί, γιατί είχαμε περιπλανηθεί μακρυά απ’ τους δικούς μας. Όταν ξάφνου, βρεθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο με μια λιμνίτσα στη μέση που πλένονταν τρεις γυναίκες, με πέντε κοριτσόπουλα… Μπήξανε ξεφωνητά σαν τρομαγμένα πουλιά…  Εμείς μόνο λίγο ψωμί θέλουμε!… τους φωνάξαμε…  Κι οι άνδρες τους, που ‘χαν κρυφτεί, μόλις μας είδανε, βγήκαν και μας έδωσαν λίγο ψωμί…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Τραβάω και την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου μου και το πετάω κάπου, δεν ξέρω πού.

Κλείνουν τα μάτια μου βαριά.

… Τι ήσαν αυτές οι φωνές, που ‘βγαιναν απ’ τον θερμό λουτρώνα;

Μα πως νόμισα πως οι γυναίκες ξεφώνισαν μόλις μ’ είδαν με το σύντροφό μου πλάι;  Να, που αυτές χαμογελούν έτσι ολόγδυτες που τις βλέπω.  Και τα νερά χαμογελούν άλλη μια φορά, που τις καθρεφτίζουν απ’ τη μέση κι απάνω, όσο είναι έξω.

Και βγαίνει μια από δαύτες μέσ’ από το νερό και πατάει ντροπαλά χάμω τις μωσαϊκές πλάκες με το λεπτό της ποδάρι.

Κι έρχεται για μένα, λικνιστή έτσι, που κάνει να τρέμουν τα γιομάτα μπούτια της και τα μελαψά της στήθη.

Έρχεται αυτή για μένα και στο δρόμο της αφίνει τ’ αχνάρια της βρεγμένης πατούσας της απάνω στα μωσαϊκά… που, αχ!  Θε μου, έχουν ένα τέτοιο πολυποίκιλο σχέδιο με κόκκινες γραμμές, που όσο το κοιτάω ζαλίζουμαι.

Νιώθω να μ’ αγκαλιάζει αυτή και να με φιλεί στα χείλη…

Μα τώρα δεν είμαι εγώ ο στρατιώτης, αλλά η γυναίκα που βγήκε μέσ’ απ το λουτρό…  Νοιώθω τα νερά να στεγνώνουν απάνω μου κι ανατριχιάζω και κρυώνω, σα να πεθαίνω…  Και πεθαίνω… κι είμαι γω τώρα ο στρατιώτης, που σέρνει ο Φέρμας στο χώμα χάμου, κάτω απ’ τον φλογερό ήλιο, για να μου βγάλει τα παπούτσια…  Κι εγώ είμαι αυτός, που κοιτάω με θυμωμένα μάτια…  Με τραβάει και με σέρνει ο Φέρμας απ’ τα πόδια…

Όταν βλέπω γύρω μου όλα να ‘ναι αχνόφωτα.

Και τα μάτια μου τα νιώθω τώρα, καθώς τ’ ανοιγοκλείνω και καίνε.

–  Βρε, τι έπαθες και κλοτσάς!…  ακούω σιμά μια γνωστή μου φωνή – το Φέρμα – να φωνάζει.

‘Εχει αρχίσει να γλυκοχαράζει πια.

Τι εφιάλτες, Θεέ μου, που μ’ ετυράννησαν όλη τη νύχτα!

Η Δώρα κοιμάται ακόμη μισόγυμνη και ξετραχηλωμένη, ακουμπώντας απάνω μου.

Κι ο Φέρμας, βρίσκεται πεσμένος απ’ το χαμηλό του κάθισμα, κάτω στα πόδια μας.

Τα μάτια μου καίνε.  ‘Ολο μου το σώμα είναι κομμένο και κρυώνω, γιατί έξω μουγκρίζει ένας τέτοιος βοριάς!

–  Καλημέρα!…

Σηκώνεται η Δώρα να μας ψήσει τον καφέ!

–  Ε, κοιμόσαστε ακόμα;…  άνοιξε το θυρόφυλλο και μπήκε ο γιατρός.

–  Κλείσε γρήγορα την πόρτα, γιατί φυσάει!

–  Δεν ξέρω τι σόι αρρώστεια να ‘ναι αυτή.  Απόψε, όλο το βράδυ, μου πονούσε το κεφάλι κι έβλεπα και κάτι όνειρα…

–  ‘Ετσι, ε;…  γελάει ο Φέρμας.

–  Πήρα τρία κουφέτα κινίνο και το κεφάλι μου πάει να φύγει…

–  Ελονοσία που ‘χει η Αθήνα!…

–  ‘Ετσι, ε;…

ofermas

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *