Ο τελευταίος φύλακας
μυθιστόρημα
Δημήτρης Οικονόμου
εκδόσεις Ίκαρος
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Κάποιος να μείνει τελευταίος • Fractal (fractalart.gr)
Κάποιος να μείνει τελευταίος
Η ανάγκη να μείνεις φύλακας, τελευταίος και ανήμπορος, για ό,τι αξίζει να διατηρηθεί στη μνήμη των μεταγενέστερων. Ο Οικονόμου ανατρέχει στην ιστορία της Ηπείρου από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έως το τέλος του Εμφυλίου, μέσα από τρεις γενιές που η κάθε μια προσπάθησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών. Αν είναι κάτι που μετράει εδώ είναι η πίστη στην ελευθερία, που ακόμη κι όταν αποβαίνει ιδανικό απλησίαστο, αρκεί ότι ήσουν μαζί με όσους προσπάθησαν να αποτρέψουν το κακό που έβλεπαν να έρχεται.
Ιστορικό το μυθιστόρημα (με τη μυθοπλασία να συμπληρώνει το υλικό, αντλημένο από μια πληθώρα πηγών), με την προσωπική άποψη αλλά και τη συναισθηματική μέθεξη του γράφοντος, αναφέρεται στην Ηπειρωτική Εταιρεία (Ηπειρωτικό Κομιτάτο), που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1906 από επιφανείς Ηπειρώτες, κατά τα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας. Σκοπός της Εταιρείαςήταν η προετοιμασία των ανθρώπων της υπαίθρου για την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον Οθωμανικό ζυγό, καθώς η περιοχή δεν αποτέλεσε μέρος του ελληνικού κράτους το 1830. Ο Οικονόμου, συνδυάζοντας ιστορικά ντοκουμέντα, υπαρκτά πρόσωπα και επινοημένες λογοτεχνικές περσόνες, θα παρουσιάσει αρχικά τη μύηση στην Εταιρεία του Γιώργη (με το παρατσούκλι Μπάρκος), ενός ψαρά στη λίμνη Παμβώτιδα των Ιωαννίνων. Θα δούμε πώς αντιμετώπιζαν οι απλοί Ηπειρώτες την υπόθεση της ελευθερίας, ως αποκατάσταση της αδικίας, πέρα από αδιέξοδο εθνικισμό. Ο ηρωισμός τους ήταν μια πηγαία ενέργεια, τις διαστάσεις της οποίας δεν ήταν σε θέση ακόμη τότε να εκτιμήσουν. Ο Γιώργης και οι υπόλοιποι μυημένοι θα προετοιμάσουν τον τόπο τους για την απελευθέρωση, προσπαθώντας παράλληλα να αποσείσουν τον κίνδυνο ενσωμάτωσης της περιοχής τους στην επιρροή των Ρουμάνων, που εκμεταλλευόμενοι τις ομοιότητες της ρουμανικής γλώσσας με τη βλάχικη (μεγάλο μέρος της Ηπείρου ήταν βλαχόφωνο) επιθυμούσαν να προσαρτήσουν εδάφη στη βάση μιας κατασκευασμένης εθνικής ταυτότητας.
Αυτή είναι η πρώτη από τις τρεις ιστορίες του βιβλίου, που αντιστοιχεί στην πρώτη γενιά. Η σημαντικότερη ιστορία (που απηχεί ίσως την αρχική συγγραφική πρόθεση) αφορά τη δεύτερη γενιά, αυτή του δάσκαλου Αντρέα (γιου του Γιώργη). Θα βρεθεί, λίγο πριν την εισβολή της Ιταλίας στα ελληνικά εδάφη, σε ένα τμήμα προκάλυψης, που ρόλο έχει να καθυστερήσει την επέλαση των ιταλικών στρατευμάτων μέχρι την έλευση του ελληνικού στρατού. Να αντέξουν για δυο, τρεις μέρες σε ακάλυπτες θέσεις, βορά στα εχθρικά στρατεύματα, και κατόπιν, όσοι διασωθούν, να βοηθήσουν πάλι μέχρι να έρθουν οι εφεδρείες. Ήρωες, ταγμένοι στην υπόθεση υπεράσπισης της πατρίδας, με περισσότερη βεβαιότητα για τον δικό τους θάνατο.
«Αποστολή μας είναι να παρενοχλήσουμε την επέλαση του εχθρού προς τα νότια, ώστε να τον επιβραδύνουμε για δυο μέρες, μέχρι να συμπτυχθούν όλοι στη θέση αντίστασης, στο Καλπάκι. Κατάλαβες; Θα γίνουμε οι λαγοί τους».
Ο Αντρέας έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του.
«Για δυο μέρες; Μόνοι μας; Μία διμοιρία; Σαράντα άντρες; Τρελάθηκες; Καταλαβαίνεις τι ζητάς; (σ. 36).
Σε μια σύνδεση της δεύτερης γενιάς με την τρίτη, θα συναντήσουμε τον Αντρέα και τον γιο του (Γιώργη επίσης) κατά τη διάρκεια του αδελφοκτόνου Εμφυλίου. Εκεί θα φανεί πόσο αμφίβολη έννοια αποβαίνει η ελευθερία, πόσο ανάμεσα στους ως τότε κοινούς υπερασπιστές της πατρίδας παρεισφρέει η ιδιοτέλεια και η ανάγκη της προσωπικής ανάδειξης ή πιο συχνά (ως απότοκο των πολιτικών εξελίξεων) η μετατροπή της ιδεολογίας σε ιδεοληψία, η αντικατάσταση της ευρείας οπτικής με ένα στενό κομματικό ορίζοντα. Ό,τι προηγούμενες γενιές είχαν καταφέρει, τώρα κατακρημνίζεται.
Εκκινώντας ο Οικονόμου από την εμφορούμενη από πατριωτικά αισθήματα δράση της Ηπειρωτικής Εταιρείας, προχωρώντας κατόπιν στον ηρωισμό της διμοιρίας στον πόλεμο του 1940, καταλήγει στη διάψευση των ελπίδων, στη συνειδητοποίηση του εύθραυστου χαρακτήρα της έννοιας Ελευθερία. Καταδικάζει με έμμεσο τρόπο, χωρίς κατευθυνόμενο διδακτισμό, κάθε έννοια φανατισμού και εθνικισμού, αφήνοντας τα ίδια τα γεγονότα, τόσο πραγματικά όσο και επινοημένα, να μιλήσουν.
Ως τεχνική δομής έχει επιλέξει την παράλληλη εξιστόρηση των γεγονότων που αφορούν την κάθε μία γενιά, χωρίς ευθύγραμμη χρονική σειρά. Ίσως μια τεχνική για να διατηρείται αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον; Πιστεύω ότι η συγγραφική πρόθεση πηγαίνει λίγο πιο πέρα: δείχνει πώς δένουν σε μια άρρηκτη σχέση οι κρίκοι της αλυσίδας (άνθρωποι, γεγονότα, εποχές) συνιστώντας αυτό που ονομάζουμε ιστορική συνέχεια και, κατ’ επέκταση, ιστορική συνείδηση. Η επιλογή, άλλωστε, του συγκεκριμένου θέματος από τον Δημήτρη Οικονόμου, τοποθετεί τον ίδιο στη θέση ενός «φύλακα», σαν και τον φύλακα του τίτλου, που στρέφει το ενδιαφέρον σε μια λησμονημένη υπόθεση της ελληνικής ιστορίας, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.