cebf cf83ceb5cf86ceadcf81ceb7cf82 cebaceb1ceb9 ceb7 cebacf81ceaecf84ceb7 cebf cf83ceb5cf86ceadcf81ceb7cf82 ceb3ceb9ceb1 cf84ceb7

Την περασμένη Παρασκευή παρουσίασα εδώ ένα μέρος της ομιλίας που έδωσα στο Ηράκλειο την Τετάρτη 29 Μαρτίου στην εσπερίδα για τον Γιώργο Σεφέρη που διοργανώθηκε από τη Βικέλειο Μορφωτική Εταιρεία. Το κομμάτι που ήδη παρουσίασα είχε θέμα τη γλώσσα του Σεφέρη. Σήμερα θα δημοσιεύσω το υπόλοιπο άρθρο, δηλαδή τη σχέση του Σεφέρη με την κρητική λογοτεχνία (με αυτό άρχισα την εισήγησή μου) και τις θέσεις του Σεφέρη για τη γλώσσα. 

Επίσης, ο φίλος μας ο Μικιός είχε την καλοσύνη να βιντεοσκοπήσει την ομιλία, ολόκληρη βέβαια. Μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ:

Η ομιλία:

Καλησπέρα σας

Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας σ’ αυτή την εσπερίδα και βέβαια να ευχαριστήσω την Βικέλειο Μορφωτική Εταιρεία για την τιμή που μου έκανε να με προσκαλέσει ως ομιλητή σε αυτή την εσπερίδα και ιδίως την κ. Σοφία Κανάκη για όλα τα διαδικαστικά που έφερε σε πέρας με τόση αξιοσύνη. Είναι άλλωστε η Βικελαία χώρος ιδιαίτερα συνδεδεμένος με τον Σεφέρη αφού φιλοξενεί τη βιβλιοθήκη του και έχει εκδώσει τον πρώτο τόμο της αλληλογραφίας του.

Δεν το λέω για να σας κολακέψω, αλλά ταιριάζει ασφαλώς να τιμά η Κρήτη τον Σεφέρη, αφού ο Σεφέρης έχει επηρεαστεί έντονα από τη μεσαιωνική κρητική λογοτεχνία και ιδιαίτερα από τον Ερωτόκριτο, στον οποίο άλλωστε έχει αφιερώσει ένα εξαιρετικό δοκίμιο, το 1946.

Στο δοκίμιο αυτό αποκαλύπτει ότι γαλουχήθηκε με τον Ερωτόκριτο· παιδί στη Σμύρνη, άκουγε τους γυρολόγους στο δρόμο να διαλαλούν «τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα» σε ευτελείς λαϊκές εκδόσεις· σημειώνει ότι η γλώσσα του λαού στη Σμύρνη ήταν «ένα είδος κοινής των νησιών, πολύ συγγενική στο λεξιλόγιο με τη γλώσσα της Κρήτης»,  ενώ όταν αργότερα βρέθηκε, 14χρονος, στην Αθήνα «από τα ξαφνισμένα ή σκωπτικά πρόσωπα των συμμαθητών» του συνειδητοποίησε ότι η γλώσσα που μιλούσε, πολύ συγγενική με τη γλώσσα του Ερωτόκριτου, «δεν ήταν καλή».

Το παιδικό βίωμα με τον Ερωτόκριτο το εξέφρασε και ποιητικά, στο ποίημά του Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο:

σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας,
μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του
 Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·

Ο Σεφέρης χαρακτηρίζει τη γλώσσα του Ερωτόκριτου ως την «τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός και ο νεότερος ελληνισμός». Τη γλώσσα αυτή τη μελέτησε συστηματικά και την αφομοίωσε. Κι έτσι, αυτό που είπε ο Σεφέρης για τον Σολωμό, ότι «ο Ερωτόκριτος γίνεται αγκωνάρι στην ποίηση του Σολωμού» μπορούμε να πούμε πως ισχύει και για την ποιητική δημιουργία του ίδιου του Σεφέρη.

Αυτό το χρέος του, να το πω έτσι, προς τον Ερωτόκριτο ο Σεφέρης το διατρανώνει. Στην πρώτη ποιητική συλλογή του έβαλε μότο ένα δίστιχο από τον Ερωτόκριτο:

Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω – κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.

Ακόμα, το 1931 ο Σεφέρης συνθέτει μια «μπαλάδα στη γλώσσα του Κορνάρου», για την οποία γράφει (Μέρες Β.20) πως οι ρίμες είναι «από τις δυσκολότερες που έκανα ποτές, πραγματική ταχυδακτυλουργία». Κατά σύμπτωση, τη μπαλάδα αυτή την δημοσιοποίησε πρώτη φορά όχι έντυπα αλλά προφορικά, στην ιστορική διάλεξή του εδώ στο Ηράκλειο, τον Απρίλιο του 1967, λίγες μέρες πριν, όπως έγραψε μετά, «τα κανόνια της στρατοκρατίας» να μαράνουν τα πάντα. (Και δημοσιεύτηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 12.4.67, στην εφημ. Μεσόγειος).

Ξέρουμε άλλωστε ότι αργότερα σύνθεσε και μια ου φωνητή, άσεμνη, αλλά δεξιοτεχνική παρωδία του Ερωτόκριτου, ενώ η κ. Μαρώ Σεφέρη έχει αποκαλύψει πως είχε βαφτίσει Αρετούσα την αγαπημένη του τσαγιέρα.

Ο φίλος καθηγητής Χριστόφορος Χαραλαμπάκης  σε μια σημαντική εργασία του για το ιδιωματικό στοιχείο στον Σεφέρη και τον Ελύτη, αναφέρει σωστά ότι τα κρητικά είναι, μαζί με τα κυπριακά και με τη γλώσσα της Σμύρνης, οι τρεις ιδιωματικές συνιστώσες στο έργο του Σεφέρη.

Κι αν τα κυπριακά περιορίζονται στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’, που είναι αφιερωμένο στην Κύπρο, η επιρροή του Ερωτόκριτου είναι βέβαια ιδιαίτερα έντονη στον Ερωτικό λόγο, αλλά εντοπίζεται και σε άλλα ποιήματά του, όπως στην Κίχλη.

Στην ίδια μελέτη, ο Χαραλαμπάκης επισημαίνει ότι ο Σεφέρης χρησιμοποιεί στα ποιήματά του περισσότερες από 70 χαρακτηριστικές λέξεις του Ερωτόκριτου και απαριθμεί σεφερικούς στίχους που έχουν επιρροή από τον Ερωτόκριτο ή από άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε τέσσερις περιπτώσεις την οφειλή την επισημαίνει ρητά ο ίδιος ο Σεφέρης. Ας πούμε, στον Ερωτικό Λόγο διαβάζουμε:

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού

Και σημειώνει ο Σεφέρης: Όπως στον Ερωτόκριτο Ε772 «κι από τσ’ αγκάλες τ’ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα»

Πάλι στον Ερωτικό Λόγο (Δ’):

και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή

Και σημειώνει ο Σεφέρης ότι ένας φίλος του, μεγάλος θιασώτης του Πολ Βαλερί, είδε στον στίχο αυτό την απήχηση του στίχου ouvrages purs d’une éternelle cause, του Βαλερί, νομίζοντας πως ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τη λέξη αφορμή με την τρέχουσα σημερινή σημασία, της αιτίας, ενώ ο Σεφέρης τη χρησιμοποιούσε με την έννοια της μανίας, όπως δηλαδή ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο.

Ακόμα, στο γ της Κίχλης έχει τον στίχο «βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι» και σημειώνει ο Σεφέρης την οφειλή: Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι… ΕρωτΑ57-58

Στο ίδιο ποίημα, υπάρχει ο στίχος «δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα», έναν στίχο για τον οποίο έχει χυθεί πολύ σχολιαστικό μελάνι, επειδή είναι αντικανονικός, αντί για το αναμενόμενο «μην ξέροντας» αλλά ο Σεφέρης σημειώνει: «όπως στον Ερωτόκριτο», εννοώντας τον στίχο δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά’ναι οπού την κρίνει (Α1325). Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοια σύνταξη έχει και στην Μπαλάδα του 1931: Δεν ξέροντας τα μάτια μας ομάδι.

Όμως, άρχισα in medias res την εισήγησή μου για τη γλώσσα του Σεφέρη και τις θέσεις του Σεφέρη για τη γλώσσα.

[Εδώ αρχίζει το κομμάτι που παρουσιάστηκε στο πρώτο άρθρο, που δεν το παραθέτω ξανά]

Είδαμε τη γλώσσα, πιο σωστά τη γλωσσική ποικιλία, του Σεφέρη, ας δούμε τώρα τη στάση του απέναντι στη γλώσσα.

Ο Σεφέρης, για να αναφέρω τη γνώμη του Γιώργου Μπαμπινιώτη, είναι συνειδητός υποστηρικτής της δημοτικής και αποδοκιμάζει τις στρεβλώσεις και τις αγκυλώσεις που προκάλεσαν στη ζωντανή γλώσσα η αττικιστική παρέκκλιση και η άκαμπτη καθαρεύουσα. Ωστόσο, με κάθε ευκαιρία τονίζει την ενότητα της ελληνικής γλώσσας ως συνέχειας γλωσσικής μέσα στο ευρύτερο και αυτόχρημα καθοριστικό πλαίσιο της ελληνικής παράδοσης.

Στην αλληλογραφία του, και πρέπει εδώ να πούμε ότι, από τους κορυφαίους λογοτέχνες μας ο Σεφέρης είναι ο δεινότερος αλληλογράφος, αλλά και στις ημερολογιακές του σημειώσεις, φαίνεται καθαρά το διαρκές πάθος του Σεφέρη για τη δημοτική γλώσσα αλλά και η αγωνία του για τις εκφραστικές της δυνατότητες.

Πολύ συχνά παραπονιέται ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές λέξεις για να εκφράσουν λεπτές διακρίσεις, και ομολογεί:  «μεταχειρίζομαι για ευκολία, δυστυχώς, τα γαλλικά επίθετα».

Γράφει στον Κατσίμπαλη λοιπόν: Πρώτα πρώτα χρειάζεται οπωσδήποτε να γίνονται δύσκολες μεταφράσεις στα ελληνικά. Στην αρχή, επειδή κυρίως είναι ασυνήθιστα, όχι γλωσσικά, αλλά γιατί ποτέ στη δημοτική δε γράφτηκαν τέτοια πράματα, φυσικά ξαφνιάζουν. Πώς όμως να γίνει; Αν δεχτούμε ότι δεν μπορεί να προχωρήσει η δημοτική χαθήκαμε. Πρέπει να τη σπρώξουμε με το στανιό, οι καλύτεροι ας διορθώσουν.

Και το 1932 γράφει, πάλι στον Κατσίμπαλη:

Αν κατορθώσω μ’ αυτά τα λίγα να δείξω τις αφάνταστες δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας όπως την αισθάνομαι, θα μου φτάνει ως επιτυχία.

Τον απασχολεί επίσης η τυποποίηση της δημοτικής:

Γράφει τον Νοέμβριο του 1932: Πότε θα βάλουμε κάποια τάξη στην ορθογραφία μας; … Όσο για μένα ακολουθώ το σύστημα του Τριανταφυλλίδη κάπως απλοποιημένο επί του παρόντος. Κάποτε θα ’πρεπε να το κοιτάξουμε τούτο το ζήτημα, όσοι τυπώνουν τουλάχιστο, αφού οι γραμματικοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Εκτός αν θέλουμε να δούμε κάποτε ξαφνικά να μας κολλήσουν το λατινικό αλφάβητο στο σβέρκο.

Τον Φεβρουάριο του 1937, ο Σεφέρης, τότε πρόξενος στην Κοριτσά, γράφει γράμμα στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, στο οποίο απευθύνει έκκληση προς τους νεότερους λογοτέχνες να συνεννοηθούν ώστε να υπάρξει, με τη βοήθεια του γλωσσολόγου Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αφενός μια τυποποίηση της γραμματικής και της ορθογραφίας και αφετέρου εμπλουτισμός της ελληνικής ορολογίας.

Με την επιστολή του Σεφέρη άνοιξε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση σχετικά με το «γλωσσικό σύμφωνο», όπως ονομάστηκε· έγιναν και επίσημες συνεδριάσεις συναντήσεις λογοτεχνών  με τον Τριανταφυλλίδη, σε μία από τις οποίες συμμετείχε και ο Σεφέρης που βρισκόταν  με άδεια στην Αθήνα. Να αναφέρω ότι το κρητικό λογοτεχνικό περιοδικό Κρητικές σελίδες εκφράστηκε πολύ επαινετικά για την πρωτοβουλία.

Η πρωτοβουλία τελικά δεν προχώρησε, ίσως διότι αυτού του είδους η ταχτοποίηση είναι πολύ πιο δύσκολη στην πράξη απ’ όσο φαίνεται στο χαρτί, πάντως δείχνει το ενδιαφέρον του Σεφέρη και για τα πρακτικά ζητήματα.

Το ενδιαφέρον του για τη γλώσσα φαίνεται και από το «βυσσινί τετράδιο» που κρατούσε, στο οποίο είχε ειδική ενότητα για Ορθογραφικά θέματα. Σε αντίθεση με τη στερεότυπη εικόνα του ποιητή που δεν δίνει μεγάλη σημασία στις συμβάσεις των φιλολόγων, ο Σεφέρης θέλει να πειθαρχεί σε κανόνες.

orthoΣτο βυσσινί τετράδιο είχε καταλήξει σε 20 ορθογραφικούς κανόνες που τους ακολουθούσε στα γραφτά του, εμπνευσμένους, αλλά όχι πάντα, από τον Τριανταφυλλίδη, με παραπομπές στο έργο του τελευταίου. Παράδειγμα:

  1. Κάθε καινούργιος φθόγγος που παρουσιάζεται στη γλώσσα μας σε νεωτερικούς τύπους γράφεται, όταν δεν υπάρχει άλλος λόγος, όσο το δυνατόν απλούστερα, πχ γαβγίζω, όχι γαυγίζω, έξι όχι έξη
  2. Όπου υπάρχει αμφιβολία για την ετυμολογία ή χωρούν δυο εξηγήσεις προτιμούμε την απλούστερη γραφή: καμιά (καμμιά), μαντίλι (μαντήλι), κρεβάτι (κρεββάτι).
  3. Γράφω: πράμα, τάμα· σβήνω, έγειρα, γλιστρώ, πιλαλώ, έγινα, τρελός.
  4. Γράφω: μαγεμένος, φυτεμένος, βασιλεμένος και όχι με μμ

Κτλ. κτλ. [Θα βάλω κάποτε άρθρο για τους 20 κανόνες του Σεφέρη]

Στο ίδιο βυσσινί τετράδιο σημειώνει ονομασίες βοτάνων -και ξέρουμε από το ημερολόγιό του πως τον Αύγουστο του 1940, όταν άκουσε έναν γυρολόγο να διαλαλεί βότανα για διάφορες αρρώστιες, και τον ρώτησε για τα ονόματά τους, σημείωσε: «Είμαι 40 χρονώ – και να πώς μαθαίνω ακόμη την ελληνική γλώσσα, φρίκη!»

Σε πολλές σημειώσεις του αγανακτεί για τις επιβιώσεις της καθαρεύουσας στον δημόσιο βίο. Μια ημερολογιακή σημείωση του 1939:

Ελληνική γλώσσα του 1939: «Φορτίζετε ομοιομόρφως το δάπεδο και τον θαλαμίσκον!» (Οδηγίες σ’ έναν ανελκυστήρα). Ο κίνδυνος δεν είναι που κάποιοι άσημοι λογοτέχνες γράφουν ακόμη τη μιξοκαθαρεύουσα, αλλά που εδώ, στην καθημερινή ζωή, στις εφημερίδες, στα τηλέφωνα, στους ανελκυστήρες κτλ. κτλ., σ’ αυτά τα γλωσσικά ξεβράσματα ανασαίνουμε άθελά μας κάθε μέρα. Σήμερα ο λαϊκός τύπος μιλάει περισσότερη «καθαρεύουσα» από τον πραγματικά μορφωμένο, κι ας λέει καμιά φορά λ.χ. «εμείς οι υπαλλήλοι». Έτσι που πάμε η αστική (γλώσσα των αστών) καθαρεύουσα θα προστυχέψει τόσο, που θα μας φαίνεται καθαρεύουσα η σωστή δημοτική.

Και στη νεκρολογία του για τον Αχιλλέα Τζάρτζανο, το 1946, μέμφεται τη μη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία, που εξαιτίας της ο πολύς κόσμος μιλάει κάτι σαν εσπεράντο:

Ποια είναι η γλώσσα ενός τόπου; Η ζωντανή γλώσσα που μιλά ο λαός, όπως τη διαμορφώνουν οι καλύτεροι συγγραφείς του. Από την εποχή του Αγίου Παύλου ως το Διονύσιο Σολωμό, ο ελληνικός λαός, μέσα από συνθήκες, που εύκολα θα καταντούσαν άγλωσσο οποιονδήποτε άλλο λαό, έσωσε τη γλώσσα του για να την παραδώσει στους μορφωμένους της απελευθερωμένης Ελλάδας. Μια γλώσσα ανόθευτη, που συνεχίζει πιστά και χωρίς διακοπές τη χιλιόχρονη ελληνική παράδοση, με πρωτοφανή ευλυγισία, με άπειρες δυνατότητες να αναπτυχθεί (…)  Κι όμως αυτή τη γλώσσα, σήμερα ακόμη, στα 1946, τη μαθαίνουμε όχι από διδασκαλία, αλλά μπορεί να πει κανείς από μύηση. Την έχουμε αφήσει χωρίς πυξίδα και χωρίς χάρτη. (…)Δεν έχει λεξικό· το λεξικό της Ακαδημίας βρίσκεται ακόμη στο Α –εννοώ: το στοιχείο Α. Τα πνευματικά μας ιδρύματα την καταφρονούν. (…) η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να αποκλείει μοιραία έναν επιστήμονα της ολκής και του ήθους του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αφέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις καθημερινές εφημερίδες. (…)  Το αποτέλεσμα είναι το εσπεράντο. Ηχεί σαν τα ακόλουθα παραδείγματα που έτυχε να προσέξω αυτές τις μέρες. Στο δρόμο ένας μικροαστός λέει στο φίλο του: «Ολιγουδί να μη σε βρω». Μια υπηρεσιακή πινακίδα στην ακτή του Παλιού Φαλήρου (την αντιγράφω κατά λέξη) ειδοποιεί: «Όστις ευρεθή αναμιγνυόμενος με ιδιοκτησίαν επί της ακτής ταύτης θέλει διωχθεί αυστηρώς». Το «ολίγου δειν» μπόρεσα να το καταλάβω, αλλά το «αναμιγνυόμενος»;

Αυτή τη γλώσσα ο Σεφέρης την υπηρέτησε πολύτροπα. Όπως λέει ο Μαρωνίτης, «Ίσως η πολυτιμότερη προσφορά του Σεφέρη είναι η γλώσσα που καλλιέργησε στα ποιήματά του: μια γλώσσα που έγινε καθ’ οδόν κοινό ταμείο, στο οποίο προσέφυγαν και προσφεύγουν εφεξής οι ποιητές μας, χωρίς να αισθάνονται ότι δανείζονται ή μιμούνται τους τρόπους της»

Ο μέγιστος έπαινος για έναν ποιητή είναι να πλουτίσει τη γλώσσα του· ο Σεφέρης μπορεί να καμαρώνει επειδή πολλοί στίχοι του έγιναν παροιμιώδεις και πολλοί τους χρησιμοποιούν, σαν γνωμικά ας πούμε, χωρίς πάντοτε να ξέρουν ποιος τους είπε.

Ο πιο γνωστός βέβαια είναι ο:

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει

Αλλά δεν είναι μόνο αυτός:

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες [Ζαχαριάδης]

Κύριε όχι μ’ αυτούς, ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν / που μ’ αρέσουν

 «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Είτε βραδιάζει, είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες»

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη

τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;

Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας

Να τελειώσουμε μ’ αυτόν τον στίχο -ή μάλλον να τελειώσουμε με μερικούς ακόμα στίχους από το ίδιο ποίημα:

Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.

Τα λόγια του Σεφέρη φυλάγουν λοιπόν τη μορφή του, τη μορφή που σήμερα σκιαγραφούμε.

Σας ευχαριστώ!

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *