cebf cf80ceb9cebf cebcceb5ceb3ceaccebbcebfcf82 ceaecf81cf89ceb1cf82 cf84cebfcf85 cebacf8ccf83cebccebfcf85 cf87ceb9cebfcf85cebccebfcf81

Tην προπερασμένη Κυριακή έβαλα ένα χιουμοριστικό διήγημα (απόσπασμα από μυθιστόρημα, στην πραγματικότητα) του Σασά Γκιτρί και είπα ότι θα βάλω 2-3 ακόμα. Ωστόσο, την  περασμένη Κυριακή η θλιβερότατη συγκυρία του θανάτου του Κώστα Κοτζιούλα επέβαλε αλλαγή του προγράμματος. Επανέρχομαι σήμερα με έναν ακόμα γνωστό χιουμορίστα,  τον Τζέιμς Θέρμπερ (1894-1961), που έχει γράψει πάρα πολλά εξαιρετικά χιουμοριστικά διηγήματα χαμηλών τόνων, συχνά συνοδευόμενα από δικά του σκίτσα,  αρχικά για περιοδικά όπως το Νιου Γιόρκερ και μετά σε βιβλία.

Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα το πήρα, όπως και το προηγούμενο, από μια παλιά Παγκόσμια ανθολογία του χιούμορ, των εκδόσεων  Δρακοπούλου, από τον 3ο ή τον 4ο τόμο. Ο αγγλικός του τίτλος είναι The greatest man in the world και δημοσιεύτηκε το 1931 στο περιοδικό New Yorker. Μπορείτε να διαβάσετε το πρωτότυπο εδώ ή στο σάιτ του περιοδικού (αλλά χρειάζεται εγγραφή).

Τον καιρό που έγραφε ο Θέρμπερ, οι αεροπόροι μεγάλων αποστάσεων ήταν λαϊκοί ήρωες -και ο συγγραφέας φαντάζεται τι θα γινόταν αν το κατόρθωμα του Λίντμπεργκ το ξεπερνούσε κάποιος εντελώς ακατάλληλος για ήρωας, ένας  αλητάκος με κακούς τρόπους και  λερωμένο ποινικό μητρώο και πώς ο Τύπος θα επιστρατευόταν ώστε να κρύψει τις άβολες αλήθειες.

thurber greatestΤο σκίτσο είναι του ίδιου του Θέρμπερ.

Η μετάφραση έχει κάμποσα φάλτσα που δεν τα διόρθωσα αλλά εύκολα θα τα βρείτε αν κάνετε τον κόπο. Μόνο σε ένα σημείο προσθέτω [λέξη που λείπει]

ΤΖΕΪΜΣ ΘΕΡΜΠΕΡ

Ο μεγαλύτερος ήρωας του κόσμου

Αν το καλοσκεφτεΐς σήμερα, το 1950, για ένα πράμα μπορείς να ξαφνιαστείς μονάχα : ότι δεν έγινε πολύ νω­ρίτερα. Από πολύ παλιά ακόμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν εργασθεί ασυνείδητα για τη βόμβα που κάποτε θα έσπαγε στα χέρια τους. Ήταν αναπόφευκτο: μια μέρα ή την άλλη θα εμφανιζόταν με πάταγο στον ουρανό ο εθνικός ήρωας με χαμηλή καταγωγή, ευφυΐα και προσωπικότητα, που δεν θα μπορούσε να κρα­τήσει κεφάλι? στο οργιαστικό κύμα της δόξας που παρα­σέρνει τους αεροπόρους, οι οποίοι μένουν για καιρό στους αιθέρες ή διασχίζουν μακρότατες αποστάσεις. Για καλή τύχη της εθνικής αξιοπρέπειας και της διεθνούς αρμονίας τόσο ο Λίντμπεργκ όσο και ο Μπάιρντ ήταν άν­θρωποι καθώς πρέπει. Το ίδιο κι άλλοι περιφανείς αεροπόροι. Δέχτηκαν με ευπρέπεια το δάφνινο στεφάνι, κρά­τησαν ψηλά το κεφάλι στις μπόρες της δημοσιότητας, παντρεύθηκαν έξοχες γυναίκες, οι πιο πολλοί από καλά σπίτια, για ν’ αποσυρθούν έπειτα σε μια ήσυχη ιδιωτική ζωή και να χαρούν τις ευμετάβλητες? περιουσίες τους. Δεν παρουσιάστηκαν δυσάρεστα απρόοπτα ή τόσο κατα­στροφικά που ν’ αμαυρώσουν την ευγενικιά τους ανάβαση στις επικίνδυνες κορυφές της φήμης. Ήταν μοιραίο ωστόσο μια μέρα να επαληθεύσει η εξαίρεση τον κανόνα, (πράγμα που έγινε τον Ιούλιο του 1937, όταν ο Τζακ ή Παλ Σμαρτς, βοηθός γκαράζ στο Ουέστφηλντ της Αΐόβας   έκανε το γύρο του κόσμου, χωρίς σταθμό, μ’ ένα αεροπλάνο της κακιάς ώρας, μ’ ένα μονοκινητήριο Μπρέστχαβον Ντράγκον Φλάϋ III.

Κανείς στην Ιστορία της αεροπορίας δεν είχε τολμή­σει ποτέ να ονειρευθεί τέτοιο άθλο. Κανείς δεν είχε πά­ρει στα σοβαρά τα απίθανα, ιπτάμενα βοηθητικά ντεπό­ζιτα που είχε ανακαλύψει ο Τσαρλς Λιούις Γκρήσαμ, ένας μισότρελος καθηγητής της αστρονομίας απ’ το Νιού Χαμσάϊρ. Μα ο Σμαρτς τους είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Όταν στις αρχές Ιουλίου 1937, ο βοηθός γκαράζ -ένας μικροκαμωμένος και ζόρικος νεαρούλης εικοσιδυό χρονώ που μασούσε ένα κομμάτι σκάρτο καπνό— έκανε την εμφάνισή του στο αεροδρόμιο Ρούζβελτ για ν’ αναγγείλει: «Τώρα θα σας δείξω εγώ πώς πετάνε», οι εφημερίδες έκαναν μια σύντομη ειρωνική μνεία για τη σχεδιαζόμενη πτήση των εικοσιπέντε χιλιάδων μιλίων. Οι ειδήμονες απέρριψαν κατηγορηματικά κάθε δυνατότητα του εγχειρήματος και κατά τη γνώμη τους, όπως άφησαν να εννοηθεί, επρόκειτο για ένα τέχνασμα, για ένα διαφημιστικό κόλπο. Αυτό το σκουριασμένο αεροπλάνο της κακιάς ώρας δεν θα μπορούσε καν να ξεκινήσει. Τα βοηθητικά ντεπόζιτα τού Γκρήσαμ δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν.

Μα ο Σμαρτς —αφού χαιρέτησε πρώτα μια κοπελίτσα απ’ το Μπρούκλιν, μια εργάτρια που δίπλωνε χαρ­τόνια σ’ ένα εργοστάσιο κι αργότερα την είπε «η σκορδόπιστή μου»- σκαρφάλωσε την αξιομνημόνευτη αυγή της 7ης Ιουλίου στο αλλόκοτο αεροπλάνο του, έφτυσε στον αέρα μια μεγάλη καμάρα με καπνό και σάλια, κι απογειώθηκε, παίρνοντας μαζί του μόνο ένα γαλόνι λαθραίο τζιν κι έξι λίβρες σαλάμι.

Όταν ο βόμβος του αεροπλάνου χάθηκε πάνω απ’ τον ωκεανό, οι εφημερίδες υποχρεώθηκαν ν’ αναγγείλουν ότι ένας λειψός νεαρός —που παραμόρφωναν ανάλογα τ’ όνομά του—είχε επιχειρήσει το παράλογο εγχείρημα να κάνει το γύρο του κόσμου μ’ ένα σαραβαλιασμένο μονοκινητήριο αεροπλάνο, εμπιστευόμενος για το βοηθητικό ανεφοδιασμό σ’ ένα μηχάνημα που είχε ανακαλύψει ένας μουρλός καθηγητής. Όταν, υστέρα από εννιά μέρες αδιάκοπής πτήσεως, το μικροσκοπικό αεροπλάνο φάνηκε πάνω απ’ τον κόλπο του Αγίου Φραγκίσκου, κατευθυνόμενο στη Νέα Υόρκη, αγκομαχώντας βέβαια και ξεφυσώντας, αλλά συνεχίζοντας πάντοτε τη θαυμάσια, την καταπλη­κτική πτήση του, οι εφημερίδες που από καιρό είχαν πετάξει κάθε άλλη είδηση από την πρώτη σελίδα—ακόμα και την απόπειρα της συμμορίας του Βιλέτι εναντίον του κυβερνήτη του Ιλινόις— εμφανίστηκαν με πρωτοφανέρω­τους πηχυαίους τίτλους κι έγραψαν άρθρα κι ανταποκρίσεις με είκοσι πέντε και τριάντα στήλες. Ήταν ολοφάνερο ωστόσο ότι σε τούτα τα ρεπορτάζ της ιστορικής πτήσεως ελάχιστα γινόταν λόγος κι εντελώς φευγαλέα για τον αεροπόρο. Αυτό δεν οφειλόταν στην ανεπάρκεια [των πληροφοριών] για την ανθρώπινη πλευρά του ήρωα, αλλά στην υπερβολική πληρότητά τους.

Οι ανταποκριτές, που μόλις το αεροπλάνο του Σμαρτς είχε επισημανθεί πάνω από τη γαλλική κωμόπολη Σερλύ – Λε – Μερ, είχαν σταλεί βιαστικά στην Αϊόβα, με την υποχρέωση να φέρουν στο φως την ιστορία του μεγά­λου ανδρός, ανακάλυψαν αμέσως ότι δεν μπορούσε να δημοσιευτεί τούτη η ιστορία. Η μητέρα του, μια στυφή μαγείρισσα που πρόσφερε τις υπηρεσίες της σε μια μπαράγκα—ρεστοράν πλάι σε μια τουριστική κατασκήνωση, κοντά στο Ουέστφιλντ, είχε απαντήσει τσαντισμένα στις ερωτήσεις που της έκαναν για το γιο της : «Στο διάβολο. Ελπίζω να μου τον φέρουνε πνιγμένο.» Εξακριβώθηκε ότι ο πατέρας του ήταν φυλακή γιατί ξάφρισε φανάρια από αυτοκίνητα ξένων. Και ο αδελφός του, ένας νεαρός ολιγοφρενής, το είχε σκάσει τελευταία απ’ το αναμορφωτήριο του Πρέστον της Αϊόβας και ήταν καταζητούμενος σε αρκετές δυτικές πόλεις, γιατί είχε κλέψει από ταχυδρομικά γραφεία υποδείγματα για τηλεγραφικές επιταγές. Και ακόμα συσσωρεύονταν οι ανησυχητικές ανακαλύψεις, όταν ο Σμαρτς, με θολά μάτια, ξάγρυπνος και πεινασμένος, πέρασε με το απίθανο σαράβαλό του πάνω απ’ τον τόπο, όπου ξέθαβαν την ιστορία της αξιοθρήνητης Ιδιωτικής του ζωής, κατευθυνόμενος στη Νέα Υόρκη, προς την πιο μεγάλη δόξα που έτυχε ποτέ σε άνθρωπο του καιρού του.

Η ανάγκη να τυπωθεί κάτι στις εφημερίδες για τη ζωή και την προσωπικότητα του νέου δημιούργησε μια κρίσιμη κατάσταση. Ήταν αδύνατο ν’ αποκαλυφθεί η αλήθεια, γιατί, όταν ακόμα ο Σμαρτς πετούσε πάνω απ’ την Ευρώπη, είχε ξεσπάσει ο ενθουσιασμός, αυθόρμητος και ασυγκράτητος σαν μια πυρκαγιά στο δάσος. Τον περιέγραψαν ωστόσο σαν ένα μετριόφρονα, σιωπηλό και ξανθό νέο, αγαπητό στους φίλους και συμπαθητικό στα κορίτσια. Η μοναδική φωτογραφία του Σμαρτς, στο βο­λάν ενός ψεύτικου αυτοκινήτου, βγαλμένη σ’ ένα ταπεινότατο φωτογραφικό στούντιο ενός λούνα – παρκ, ρετουσαρίστηκε έτσι που έδειχνε όμορφο το νεαρό αλητάκο. Το ζόρικο βλέμμα του μετριάστηκε μ’ ένα αξιαγάπητο χα­μόγελο. Έτσι κρύφτηκε η αλήθεια από τους παραληρούντες συμπατριώτες του. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι οι γεί­τονες τον περιφρονούσαν και φοβόντουσαν την οικογέ­νεια Σμαρτς στην ταπεινή κωμόπολη της Αϊόβας. Ούτε πως κι ο ήρωάς μας, εξαίτιας ορισμένων αξιόμεμπτων πράξεων, είχε τη φήμη μιας δημόσιας συμφοράς. Οι ανταποκριτές έμαθαν ότι είχε μαχαιρώσει το διευθυντή του σχολείου του. Όχι βέβαια θανάσιμα, μα τον είχε μαχαι­ρώσει. Πως σε μια άλλη περίπτωση, που πιάστηκε στα πράσα να κλέβει από μια εκκλησία το κάλυμμα της άγιας τράπεζας, πέταξε στο κεφάλι του καντηλανάφτη ένα βάζο με πασχαλινά κρίνα. Πως για τους άθλους του αυτούς είχε εκτίσει μια ποινή στο Αναμορφωτήριο.

Στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον οι αρχές εξέπεμπαν σιωπηλές δεήσεις στον ουρανό, επικαλούμενες, όσο κι αν φαίνεται φρικτό, μια θεία Πρόνοια με κατανόηση, που να τσακίσει το σκουριασμένο και σαραβαλιασμένο αεροπλάνο με τον περιφανή πιλότο του, που η πρωτάκουστη πτήση του είχε ξεσηκώσει σ’ ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο ωσαννά υστερικού θαυμασμού. Οι αρ­χές ήταν σίγουρες πως ο μεγάλος αεροπόρος, στο θαμπωτικό φως της κολακείας, θ’ αποκάλυπτε μια προσωπικότητα αλήτη, ηθικά και διανοητικά ανίκανου να εξαρθεί στο ύψος της θαυμαστής του φήμης. «Εύχομαι» είπε ο Υπουργός των εξωτερικών σε μια απ’ τις τόσες μυστικές συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, που έγιναν για να εξετασθεί το αγωνιώδες δίλημμα, «εύχομαι να εκπληρωθεί η έπιθυμία της μητέρας του». Και το πράγμα αναφερόταν στην ευχή που εξέφρασε η Έμμα Σμαρτς να δει το γιό της πνιγμένο. Μα ήταν αργά πια! Ο Σμαρτς εί­χε ξεπεράσει μ’ ένα πήδημα τον Ατλαντικό και τον Ει­ρηνικό σαν να ’ταν νερολακκούβες. Το απόγευμα στις 17 Ιουλίου, στις δύο και τρία λεπτά, το εξοργιστικό αεροπλάνο προσγειωνόταν με τέλειο χειρισμό στο αεροδρόμιο Ρούζβελτ.

Φυσικά δεν έμπαινε ζήτημα ότι μπορούσαν να δεχτούν τον πιο μεγάλο αεροπόρο της παγκόσμιας Ιστορίας με μια φτωχιά υποδοχή. Στο αεροδρόμιο Ρούζβελτ η υποδοχή ήταν τόσο λαμπρή και επίσημη, που ο κόσμος έμεινε χωρίς αναπνοή. Για καλή τύχη ο ήρωάς μας, που είχαν εξαντληθεί οι δυνάμεις του, λιποθύμησε αμέσως και χρειάστηκε να τον τραβήξουν έξω απ’ το αεροπλάνο. Βιαστικά βιαστικά τον πήραν απ’ τ’ αεροδρόμιο, προτού προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του. Έτσι δεν μπόρεσε να βάλει σε κίνδυνο τη λάμψη της πρώτης υποδοχής, που λαμπρύνθηκε από την παρουσία των υπουργών Στρατιω­τικών και Ναυτικών, του δημάρχου της Νέας ‘Υόρκης Μίκαελ Τζ. Μοριάρτι, του πρωθυπουργού του Καναδά, των κυβερνητών Φάννιμαν, Γκρόβες, Μάκ Φήλυ και Κρίτσφηλντ, κι ενός πλήθους ξένων διπλωματών. Μάλιστα ο Σμαρτς δεν συνήλθε έγκαιρα για να πάρει μέρος στις θορυβώδεις φιέστες που έγιναν την άλλη μέρα στο Σίτι Χολ. Τον μετέφεραν εσπευσμένα σε μια απόμερη κλινι­κή και τον περιόρισαν στο κρεβάτι. Χρειάστηκαν εννιά μέρες προτού να μπορέσει ή πιο σωστά να του επιτρέψουν να σηκωθεί. Στο μεταξύ τα πιο μεγάλα κεφάλια του έθνους, που συνήλθαν σε επίσημη σύσκεψη, αποφάσισαν να γίνει μια μυστική συνεδρίαση δημοτικών, κρατικών και ομοσπονδιακών λειτουργών, οι οποίοι θα ανελάμβαναν το χρέος να διδάξουν στο Σμαρτς την ηθική και την αξιοπρέπεια του ήρωα.

Τη μέρα που ο μικροσκοπικός βοηθός γκαράζ πήρε επιτέλους την άδεια να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και να ντυθεί, όταν μπόρεσε και να μασήσει ταμπάκο ύστερα από δυο βδομάδες, είχε και το ελεύθερο να δεχτεί τους δημοσιογράφους, έτσι για να υποβληθεί σε μια δοκιμα­σία. Ο Σμαρτς δεν περίμενε να του κάνουν ερωτήσεις. «Μάγκες», είπε κι ανατρίχιασε ο ανταποκριτής των «Τάιμς» «μπορείτε να το πείτε σ’ αυτό το γ… κόσμο ότι έβαλα τα γυαλιά στο Λίντμπεργκ; Κι ότι έκανα τα δυο μπακακάκια να καταπιούν πράσινα ποντίκια; Με την έκφραση «δυο μπακακάκια» εννοούσε τους δυο ενδόξους Γάλλους αεροπόρους, που επιχείρησαν πριν από δυο βδομάδες να κάνουν το μισό γύρο του κόσμου και κατέ­ληξαν προς δυστυχίαν τους στη θάλασσα. Σ’ αυτό το σημείο ο άνθρωπος των «Τάιμς» απετόλμησε να εκθέσει με συντομία την αποδεχτή φόρμουλα των συνεντεύξεων. Εξήγησε ότι δεν ήταν ανεκτές κάποιες αυθάδεις εκφράσεις για άλλους ήρωες, και μάλιστα ξένους. «Κολοκύθια με ρίγανη», τον έκοψε ο Σμαρτς. «Το ’κανα και θέλω να το πω. Και θα το πω». Κι αυτό έκανε.

Φυσικά δεν τυπώθηκε ούτε αράδα από τούτη την κα­ταπληκτική συνέντευξη. Μάλιστα οι εφημερίδες, με βάση τις οδηγίες ενός κρυφού διευθυντήριου που δημιουργήθηκε για την περίσταση και απαρτιζόταν από πολιτικούς άντρες και διευθυντές εφημερίδων, πλασάρισαν σ’ ένα άπληστο και περίεργο κόσμο ότι ο «Τζάκι»—όπως τον βάφτισαν αυθαίρετα—περιορίστηκε να πει μονάχα πως ήταν ευτυχισμένος και πως ο καθένας μπορούσε να το κάνει. «Φοβάμαι ότι δόθηκε κάποιος υπερβολικός τόνος στο εγχείρημά μου» διαμαρτυρήθηκε μ’ ένα δειλό χαμό­γελο σύμφωνα με τον ανταποκριτή των «Τάιμς». Απαγορεύθηκε στον ήρωά μας να διαβάζει αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες, πράγμα που δεν συνέβαλε να μετριάσει την αυξανόμενη επιθετικότητά του. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη, επειδή ο Παλ Σμαρτς δεν άφηνε ευκαιρία να μην επαναλάβει ότι «ήταν ώς εδώ» με την κλεισούρα που του είχαν επιβάλει. Ούτε ήταν δυνατό να τον κρύψουν περισσότερο από ένα έθνος, που ανυπομονούσε να ριχτεί στα πόδια του. Ποτέ, απ’ τη βύθιση του «Λουζιτάνια», οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιμετώπισαν τόσο σοβαρή κρίση.

Το απόγευμα της 27ης Ιουλίου ο Σμαρτς οδηγήθηκε σε μια «κονφερένς» στην οποία παρευρίσκονταν δήμαρχοι, κυβερνήτες, ανώτεροι λειτουργοί, ψυχολόγοι και διευ­θυντές εφημερίδων. Τους πρόσφερε το ιδρωμένο του χέρι κι ένα σύντομο αντιπαθητικό χαμόγελο. «Λοιπόν»; είπε. Όταν κάθισε ο Σμαρτς, σηκώθηκε όρθιος ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, ο οποίος, με συγκρατημένη απαισιο­δοξία, προσπάθησε να του εξηγήσει τι έπρεπε να κάνει και να πει στο κοινό, κι έκλεισε τα λόγια του μ’ ένα εγκώμιο για το θάρρος και την ακεραιότητα του ήρωα. Το δή­μαρχο διαδέχτηκε ο κυβερνήτης Φάννιμαν, ο οποίος, ύστερα από μια συγκινητική δήλωση πίστης, παρουσίασε τον Κάμερον Σπότισγουοντ, δεύτερο γραμματέα της αμερικάνικής πρεσβείας στο Παρίσι. Ήταν ο καθώς πρέ­πει άνθρωπος που θα δασκάλευε το Σμαρτς για τους τύ­πους που έπρεπε να τηρήσει στις δημόσιες εμφανίσεις. Ο Σμαρτς άκουγε, ξαπλωμένος σε μια καρέκλα, σφίγγοντας στα χέρια του μια βρόμικη κίτρινη γραβάτα, με ξεκούμπω­το πουκάμισο, μεγάλα γένια, μ’ ένα στριφτό τσιγάρο στο στόμα και μια ζόρικια γκριμάτσα στα χείλη. «Μάλιστα, μάλιστα. Και γιατί όχι;» τους διέκοψε απότομα. «Θα γου­στάρατε να σας έκανα το πιτσουνάκι, ε ; Όπως ο π… ο Λίντμπεργκ, αυτή η σιγανοπαπαδιά. Μα να το βγάλετε απ’ το ξερό σας. Σύμφωνοι;». Ολονών κόπηκε η ανάσα. Ακούστηκαν ψίθυροι και στεναγμοί. «Ο κύριος Λίντμπεργκ», άρχισε να λέει κάτωχρος ένας γερουσιαστής των ‘Ηνω­μένων Πολιτειών, «και ο κύριος Μπάιρντ…» Ο Σμαρτς, που λιμάριζε τα νύχια του μ’ ένα παλιομάχαιρο, τον διέ­κοψε και τούτον : «Μα το Θεό, αυτός…» Κάποιος έκοψε στη μέση τούτες τις βλάσφημες αυθάδειες. Ένα καινού­ριο πρόσωπο έκανε την είσοδό του στην αίθουσα. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι εκτός από το Σμαρτς που εξακολουθούσε να λιμάρει τα νύχια του και δεν σήκωσε καν το κεφά­λι. «Κύριε Σμαρτς» του είπε κάποιος σε αυστηρό τόνο, «ο πρόεδρος των ‘Ηνωμένων Πολιτειών». Σκέφτηκαν πως η παρουσία της υπέρτατης αρχής του έθνους θα δάμαζε το νεαρό ήρωα, και χάρη στη λαμπρή συνεργασία του τύπου, ο πρόεδρος οδηγήθηκε κρυφά σε τούτη τη μυστική σύσκεψη.

Απλώθηκε μια μεγάλη και βαριά σιωπή. Ο Σμαρτς σήκωσε τα μάτια και χαιρέτησε τον πρόεδρο, κουνώντας το χέρι του. «Πώς τα πας;» ρώτησε και βάλθηκε να στρίψει ένα άλλο τσιγάρο. Η σιωπή έγινε πιο βαριά. Ακούστηκε ένα ξερό βήξιμο. «Διάολε, ψηνόμαστε απ’ τη ζέστη» είπε ο Σμαρτς και ξεκούμπωσε άλλα δυο κουμπιά του ποκάμισού του, αποκαλύπτοντας ένα τριχωτό στήθος κι ένα τατουάζ με το όνομα «Σάντι», κλεισμένο σε μια καρδιά τρυπημένη από βέλος. Οι μεγάλοι άντρες, οι συγκεντρωμένοι σε τούτη την αίθουσα, κοιταχθήκανε με απόγνωση καθώς αντιμετώπιζαν την πιο σοβαρή κρίση της αμερικανικής ιστορίας. Κανένας δεν ήξερε τί να κάνει. «Λοιπόν, είπε ο Σμαρτς, δεν είναι ώρα να το κόψουμε λάσπη; Και πότε θα πέσουν τα ψιλά; Και πόσα θα ρε­γουλάρετε;» κι έτριψε αντίχειρα και δείκτη, για να γί­νει πιο κατανοητός. «Χρήματα!» φώναξε ταραγμένος και χλωμός ένας γερουσιαστής. «Και βέβαια χρήματα» είπε ο Παλ πετώντας το αποτσίγαρό απ’ το παράθυρο. «Ένα τσουβάλι χρήματα». Άρχισε να στρίβει κι άλλο τσιγάρο. «Ένα τσουβάλι χρήματα» ξανάπε, κοιτώντας με σκοτεινό βλέμμα το λεπτό τσιγαρόχαρτο. Έριξε προς τα πίσω το κεφάλι του και βάλθηκε να κοιτάζει ένα προς ένα τα μεγάλα μυαλά του έθνους. Ήταν το βλέμμα του θηρίου που ξέρει τη δύναμή του, της λεοπάρδαλης που βρίσκεται λεύ­τερη μέσα σε οικόσιτα ζώα. «Και διάβολε, είπε, «ας πάμε σε πιο δροσερό μέρος. Είναι τρεις εβδομάδες που με κρατάνε στην κλούβα».

Ο Σμαρτς σηκώθηκε και πλησίασε στο ανοιχτό πα­ράθυρο κι από κει κοίταξε το δρόμο, απ’ το ύψος εννέα ορόφων. Έφταναν ώς αυτόν κάπως σβησμένα τα διαλαλητά των εφημερίδων. Αναγνώρισε το όνομά του. «Μπρά­βο», φώναξε μ’ ένα χαρούμενο μορφασμό. «Δώστε του, διάβολε» ούρλιαξε προς το δρόμο. «Μ’ όλη σας τη φωνή». Η ένταση παραχώρησε τη θέση της σε μια αιφνίδια, τρελή παρόρμηση στους ανθρώπους που βρίσκονταν πίσω του. Μια λέξη που δεν ειπώθηκε—μια διαταγή, μια εκκληση, σαν να αντήχησε μέσα στην αίθουσα. Μα ή σιωπή ήταν τέλεια. Συνέβη κοντά στο Σμαρτς να βρίσκεται τού­τη τη στιγμή ο Τσαρλς Κ. Α. Μπραντ, γραμματέας του δημάρχου της Νέας Υόρκης. Έριξε μια ερωτηματική ματιά στον πρόεδρο των ‘Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρόε­δρος με σκοτεινό και κάτωχρο πρόσωπο συγκατένευσε με μια κίνηση του κεφαλιού. Ο Μπραντ, γεροδεμένος και δυνατός, άλλοτε χαφ στο Ρούτγκερς, άρπαξε το μεγαλύτερο άντρα του κόσμου απ’ την πλάτη κι απ’ το παντελόνι και τον έσπρωξε έξω απ’ το παράθυρο.

«Θεέ μου, έπεσε απ’ το παράθυρο» φώναξε ένας ξύ­πνιος δημοσιογράφος.

«Πάρτε με από δω, φώναξε ο πρόεδρος. Πολλοί πετάχθηκαν πλάι του και τον συνόδευσαν έξω απ’ την αί­θουσα σε μια δευτερεύουσα πόρτα. Ο διευθυντής του Ασοσιέιτεντ Πρες, συνηθισμένος σε κάτι τέτοια πρά­γματα, άρπαξε αμέσως την κατάσταση. Έδωσε λίγες και ξερές διαταγές. Άλλους άφησε και άλλους διέταξε να φύγουν. Διέγραψε αμέσως μια ιστορία στην οποία έπρεπε να κρατηθούν όλες οι εφημερίδες. Έστειλε δυο ανθρώπους στο δρόμο να τακτοποιήσουν και τούτη την πλευρά της τραγωδίας, διέταξε ένα γερουσιαστή να βάλει τα κλάματα και δυο βουλευτάς να πάθουν νευρική κρίση. Με λίγα λόγια προετοίμασε το έδαφος για το δύ­σκολο έργο να αναγγείλουν σ’ ένα κόσμο συντριμμένο απ’ την οδύνη, την θλιβερή είδηση του τραγικού και πρόω­ρου τέλους του πιο διάσημου και περιφανούς τέκνου της χώρας.

Η κηδεία, το ξέρετε, ήταν η πιο λαμπρή, η πιο όμορφη, η πιο επίσημη, η πιο θλιβερή που έγινε στις Ηνωμέ­νες Πολιτείες της Αμερικής. Το επιτύμβιο μνημείο στο νεκροταφείο του Άρλιγκτον —μια απλή μαρμάρινη στήλη στη βάσι της οποίας υπάρχει ανάγλυφο ένα μικροσκοπικό αεροπλάνο— είναι το τέρμα ενός ευσεβούς προσκυνήματος. Όλα τα έθνη του κόσμου απέδωσαν μεγάλες τιμές στο μικρό Τζάκι Σμαρτς, τον πιο μεγάλο ήρωα της ’Αμε­ρικής. Σε καθορισμένη ώρα, τηρούνται δυο λεπτά σιγής σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Και οι απροσάρμοστοι κά­τοικοι του Ουέστφιλντ της Αϊόβης πήραν κι αυτοί μέρος στη θλιβερή και ευγενική τελετή. Γι’ αυτό το πράγμα φρόντισαν οι υπάλληλοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ένας τους πήρε την εντολή να μείνει άγρυπνη φρουρά στο κα­τώφλι μιας μπαράγκας ρεστοράν, πλάι στην τουριστική κατασκήνωση, έξω από την πόλη και κάτω από την αυστηρή ματιά του η κυρία Έμμα Σμαρτς έσκυψε το κεφάλι και γύρισε από την άλλη μεριά, έτσι που ο άνθρωπος των μυστικών υπηρεσιών δεν μπόρεσε να αντιληφθεί μια ζόρικια γκριμάτσα, τόσο παράξενη και γνώριμη στ’ αλήθεια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *