cebf cf80ceb1cebdceb1ceb3ceb9cf8ecf84ceb7cf82 cf87ceb1cf84ceb6ceb7cebccf89cf85cf83ceb9ceacceb4ceb7cf82 ceb3cf81ceaccf86ceb5ceb9 ceb3

 

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
γράφει 

για τη νουβέλα της Διώνης Δημητριάδου 

«ΘΗΡΙΟ ή
ΘΕΟΣ»

 εκδόσεις ΑΩ, 2023

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

Μια διαρκής διάζευξη • Fractal (fractalart.gr)

 

 

%CE%B5%CE%BE%CF%8E%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%BF%20%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%8C


Μια διαρκής διάζευξη

Μεσήλικας και μονήρης,
στοχαστικός, γραφιάς και φωτογράφος. Ευγένιος στο όνομα. Ζει κλεισμένος σε
διαμέρισμα. Έχει έναν και μόνο φίλο, που μάταια προσπαθεί να τον ξεκουνήσει.
Αποφεύγει τις εξόδους. Ένα μπαλκόνι ο έξω κόσμος του. Κάθεται και παρατηρεί όσο
καπνίζει. Τίποτα το αδιάκριτο δεν υπάρχει στο βλέμμα του. Μια κυρία από
απέναντι έχει βγάλει έξω το σκρίνιο και καθαρίζει με φροντίδα τις μινιατούρες.
Μία άλλη καπνίζει στο σκοτάδι και σκέφτεται να της χαμογελάσει αλλά
αντιλαμβανόμενος το μάταιο της χειρονομίας αποφεύγει να το κάνει. Αραιά και πού
βγαίνει βόλτα μέχρι το παρακείμενο πάρκο με την υποτυπώδη παιδική χαρά. Πιάνει
ένα παγκάκι και συνεχίζει να παρατηρεί τα παιδάκια που παίζουν, τους υπερήλικες
που συνοδεύονται από γυναίκες.

 

Τι μεσολάβησε από τον πληθωρισμό
των κοινωνικών του σχέσεων μέχρι τη μοναξιά της τωρινής του ζωής; Πώς εξηγείται
η παραίτηση; Από ποια ανάγκη προέρχεται τούτη η αποστασιοποίηση, τούτη η
απομάκρυνση απ’ όλους και απ’ όλα; Υπάρχει βεβαίως το θέμα της απώλειας
αγαπημένου γυναικείου προσώπου. Όπως επίσης και το ζήτημα της πολιτικής και
ιδεολογικής ήττας της αριστεράς. Εν ολίγοις μια προσωπική και μια συλλογική
πληγή: το πρόσωπο που έφυγε οριστικά και η γενιά των οραμάτων που αποχωρεί με
σκυμμένο το κεφάλι. Ωστόσο δεν κατέχουν κεντρικό ρόλο στην αφήγηση, αναφέρονται
άπαξ και πλανώνται από κει και πέρα σαν σκιές, δικαιολογώντας μόνο εν μέρει τη
βαρυθυμία του ήρωα. Απ’ ό,τι φαίνεται είναι πολύ πιο βαθιά, πολύ πιο υπαρξιακή,
πολύ πιο ενδογενής η κούραση που τον βαραίνει.

 

Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι με
ψυχιατρικούς όρους θα μπορούσε εδώ να γίνει λόγος για κατάθλιψη: ο ήρωας χάνει
την επιθυμία για ζωή, κατεβάζει τα ρολά και κλείνεται στον εαυτό του, είναι
αγέλαστος, μελαγχολεί βαθιά και μειώνει στο ελάχιστο τις λειτουργίες του.
Αναρωτιέμαι όμως πόσο πιο σοφούς θα μπορούσε να μας κάνει η ψυχιατρικοποίηση
της περίπτωσής του, πόσο ωφέλιμη θα ήταν για τη βαθύτερη εννόησή του. Γιατί σε
αντίθεση με την επιστήμη που έχει την τάση να συνομαδώνει, να εργαλειοποιεί και
να αναζητά πρακτικές λύσεις, η τέχνη, και δη η λογοτεχνία, στέκεται στη μονάδα,
κινείται στη διάσταση του βάθους και αρέσκεται να θέτει ερωτήματα.

 

Θαρρώ ότι το σπουδαιότερο ανάμεσά
τους είναι το ερώτημα του θανάτου. Και πιο συγκεκριμένα: Ποια προετοιμασία
μπορεί να κάνει κανείς; Με ποιους τρόπους μπορεί να διαχειριστεί την ιδέα της
αποδημίας του; Πόσο ήρεμος μπορεί να σταθεί απέναντί στον φόβο της;
Αποσυρόμενος ο ήρωας έρχεται κατά πρόσωπο αντιμέτωπος με το τέρας. Αδειάζει τον
χώρο και τον χρόνο για να μην αποσπάται από τίποτα και από κανέναν. Εν ολίγοις,
δεν συναινεί στις κοινές λύσεις, στα κοινά ξόρκια και στις κοινές φρίκες. Και
μάλιστα κάνει δυο ακόμη βήματα παραπέρα.

 

Αφενός δεν προβαίνει στον
απολογισμό της ζωής του. Δεν βάζει στο ζύγι τις καλές και τις κακές στιγμές,
τις χαρές και τις πίκρες. Το βιβλίο δεν κλείνει με το αναμενόμενο χαμόγελο της
ωριμότητας. Κανένα κλισέ από τη Δημητριάδου, ούτε καν η δικαιολογημένη
συγκατάβαση απέναντι στον ήρωά της, πολύ δε περισσότερο το στοργικό χάιδεμα του
αναγνώστη. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με μια αναλογική μίμηση των
μυθιστορημάτων ενηλικίωσης, ενός μεσήλικα στην προκειμένη που προετοιμαζόμενος
να διαβεί το τελευταίο κατώφλι θα κάνει την προσωπική του άρση για να
συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, τα λάθη του και τελικά με την ιδέα του θανάτου. Ο
Ευγένιος της Δημητριάδου φεύγει το ίδιο απορημένος, συγκεχυμένος, απελπισμένος
και μόνος – όπως υποθέτω ότι συμβαίνει με τους περισσότερους όταν θα φύγουμε.

 

Αφετέρου συγκεντρώνει όλες τις
διανοητικές του δυνάμεις στο μείζον θέμα της ανθρώπινης τραγωδίας, τουτέστιν
στην ελευθερία και τη μοίρα, στη ζωή και το θάνατο, στη βούληση και την ανάγκη,
στον λόγο και το άλογο  – ιδωμένα υπό τον
πυκνό συμβολισμό του Οιδίποδα. Καταγράφοντας μέχρι τέλους τις σκέψεις του γύρω
από το θέμα συστήνει μια άλλη, πιο γενναία, πιο πνευματική στάση ζωής και
θανάτου, αυτή του ανθρώπου που ως την τελευταία του στιγμή επιμένει να αίρεται
στο επίπεδο του φιλοσοφικού στοχασμού με την τραγική επίγνωση ότι καμία
οριστική και σίγουρη απάντηση δεν υπάρχει σε όσα ερωτήματα θέτει.

 

Μια δεκαετία τώρα παρακολουθώ τη
Δημητριάδου, στα ποιητικά της, στους πειραματισμούς της, στα υβριδικά της.
Θεωρώ ότι ο Λύκος της ήταν ένα από τα καλύτερα ποιητικά βιβλία τής τότε
εσοδείας, απορώ δε με τα κριτήρια της κριτικής που δεν το αναγνώρισε όσο και
όπως θα έπρεπε. Εν πάση περιπτώσει, η μείζων δικαίωση της γραφής το πιστεύω και
το εννοώ ότι είναι η ίδια η γραφή, εφόσον είναι στα αλήθεια απολαυστική και
λυτρωτική, πάει να πει δεν τυποποιείται, δεν επαναλαμβάνεται, δεν επαναπαύεται
και δεν ευχαριστεί. Όπως ακριβώς ισχύει κι εδώ.

Η πρόζα της Δημητριάδου είναι
άκρως ποιητική, αλλά δίχως εκβιασμούς και ποδηγετήσεις. Η ποίηση ενυπάρχει στην
οικονομία και τη ρυθμικότητα, στην πύκνωση και στην αφαίρεση. Είναι πανταχού
παρούσα, ωσάν η διαρκής απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας, αλλά με τη διορατική
επίγνωση της τραγωδίας που επίκειται στη Θήβα, τουτέστιν μη συστήνουσα μια
καινούρια μυθολογία της ελπίδας.

 

Η μόνη ίσως ελπίδα, καταργημένη
και αυτή, αλλά υπαρκτή όσο ασκείται είναι η ίδια η τέχνη, αλλά από την
καρυωτακική αντίληψη του καταφυγίου που μισούμε. Αποσυρόμενος ο Ευγένιος από
την κοινωνική ζωή, τους περισπασμούς και τις συναναστροφές, ξαναπιάνει το
γράψιμο, υπό τη μορφή των ημερολογιακών καταγραφών, του δοκιμιακού-φιλοσοφικού
λόγου, των σημειωμάτων-επιστολών προς την ηττημένη γενιά του, και τη
φωτογραφία.

 

Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη σε
εκείνο το παγκάκι του πάρκου, όπου άφησε την τελευταία του πνοή, και χαίρομαι
που η τριτοπρόσωπη αφηγήτρια δεν μου χαρίζεται με εύκολες απαντήσεις κι ούτε
καν μπαίνει στον κόπο να ερεθίσει την περιέργειά μου. Εικάζω ότι όλα όσα
σχεδίαζε ο Ευγένιος έμειναν στη μέση, αλλά επιμένω να θαυμάζω το κουράγιο του.

 

Όθεν και η απάντηση που δίνω στη
διάζευξη του τίτλου, θηρίο ή θεός; Ιδού στην τελική το ένα και μόνο το πιο
κρίσιμο ερώτημα για τον καθένα μας.

 Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *