Βαριά θέματα είχαμε χτες και τη Δευτέρα, ας το ελαφρύνουμε λίγο σήμερα με ένα λεξιλογικό αρθράκι.
Μια από τις παλιές ταινίες που θα έχουμε όλοι μας δει πολλές φορές είναι και το Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο, του Αλέκου Σακελλάριου, το πρώτο ίσως σίκουελ του ελληνικού κινηματογράφου, αφού αποτελεί συνέχεια της πολύ επιτυχημένης ταινίας Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, με ίδιους συντελεστές.
Στην ταινία ακούγεται το διάσημο τραγούδι Αχ βρε παλιομισοφόρια, του Μάνου Χατζιδάκι σε κεφάτους στίχους του Σακελλάριου, όπως το τραγουδάει ο Αυλωνίτης γυρίζοντας τη μανιβέλα της λατέρνας.
Τα παλιομισοφόρια είναι οι κοπέλες, που (εκείνες πάντα, από την εποχή της Εύας) ταλαιπωρούν τ’ αγόρια. Όχι μόνο τα σημερινά νεαρά κορίτσια, αλλά και της γενιάς μου, και της προηγούμενης γενιάς είχαν σταματήσει να φορούν μισοφόρια -υποθέτω πως οι σημερινοί νέοι δεν θα ξέρουν καν τη λέξη, πέρα από το τραγούδι αυτό.
Αλλά στο τραγούδι ο Σακελλάριος χρησιμοποιεί αλλες δύο ενδιαφέρουσες λέξεις που τις έχω βάλει στον τίτλο του άρθρου, τον Πειραιώτη τον ντερμπεντέρη και τους μάγκες που τους έφαγε η μαρμάγκα.
Ο ντερμπεντέρης είναι, σύμφωνα με το λεξικό, ο ντόμπρος, ανοιχτόκαρδος και αξιαγάπητος άνθρωπος, ο λεβέντης (Χρηστικό λεξικό). Υπάρχει και ο τύπος «ντελμπεντέρης», με τη γνωστή εναλλαγή των υγρών συμφώνων. Ο Αργύρης Εφταλιώτης, ένας από τους πατριάρχες του δημοτικισμού, είχε γράψει το μυθιστόρημα «Ο Μανόλης ο ντελμπεντέρης».
Είπαμε ότι ο ντερμπεντέρης στα λεξικά έχει αναμφίβολα θετικό πρόσημο. Και στα τραγούδια, το ίδιο ισχύει: χτες το βράδυ στην ταβέρνα πέθανε ο Περικλής, ο πιο ντερμπεντέρης μάγκας και πιο μερακλής μπεκρής. Το ίδιο και η ντερμπεντέρισσα, η γυναίκα η φίνα του τραγουδιού, που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισε.
Ετυμολογικά, ο ντερμπεντέρης είναι δάνειο από το τουρκικό derbeder, που όμως είναι ο αλήτης, ο περιπλανώμενος, ο ζητιάνος. Η τουρκική λέξη έχει περσική αρχή, από τη φράση دربدر (dar-ba-dar). Εδώ θα αναγνωρίσουμε το ινδοευρωπαϊκό dar, που είναι η πόρτα, η θύρα, door, Tür και η περσική φράση σημαίνει κατά λέξη «από πόρτα σε πόρτα», δηλώνει δηλαδή τον αλήτη, τον ανέστιο πλάνητα.
Στα τουρκικά, ο derbeder δεν έχει θετικό πρόσημο, αν και στην ταινία του 1978 που είχε αυτόν τον τίτλο ο ήρωας συγκεντρώνει τη συμπάθεια -όπως και στα ελληνικά, ορισμένες φορές, ο αλήτης αντιμετωπίζεται με συμπάθεια σε τραγούδια και ταινίες.
Επομένως, η μεταστροφή από αρνητικό σε θετικό έγινε στα ελληνικά.
Ωστόσο, η εντύπωσή μου είναι πως, ό,τι και να λένε τα λεξικά, στην καθημερινή χρήση η αναφορά στον «ντερμπεντέρη» δεν είναι ανεπιφύλακτα θετική, υπάρχει ένα δεύτερο στρώμα αστασίας, τυχοδιωκτισμού, που δεν υπάρχει π.χ. στον μερακλή. Ίσως όμως να είναι προσωπική μου εντύπωση, παρακαλώ αντικρούστε με ή επιβεβαιώστε.
Ίσως πάλι να επηρεάζομαι από το ότι «ντερμπεντέρης» είναι το παρατσούκλι του μεγαλοδημοσιογράφου Γιάννη Πρετεντέρη (ένα επώνυμο που αξίζει επίσης λεξιλογική ανάλυση) τον οποίο ομολογώ πως δεν συμπαθώ ιδιαίτερα.
Πάντως τον ντερμπεντέρη του τραγουδιού, τον Πειραιώτη, παρόλο που ήταν σίδερο στο χέρι και άσος στη μπουνιά, τον έφαγε η μαρμάγκα, κι έτσι περνάμε στη δεύτερη λέξη του άρθρου μας, τη μαρμάγκα.
Στη σημερινή μας γλώσσα, η μαρμάγκα μόνο τρώει. Εννοώ ότι είναι μια λέξη που ακούγεται συχνά, αλλά σχεδόν αποκλειστικά στην έκφραση «τον έφαγε η μαρμάγκα» και σπανιότατα ή ποτέ σε άλλα συμφραζόμενα.
Μαρμάγκα είναι είδος δηλητηριώδους αράχνης. «Τον έφαγε η μαρμάγκα» σημαίνει «καταστράφηκε, εξαφανίστηκε» -όχι απαραίτητα σκοτώθηκε, αλλά πάντως βγήκε από τη μέση, οπως ο ντερμπεντέρης του τραγουδιού.
Η μαρμάγκα είναι δάνειο από τα αλβανικά, όπου merimangë σημαίνει «αράχνη» γενικώς -αυτή είναι δηλαδή η βασική αλβανική λέξη για την αράχνη. Μάλιστα, ο τύπος με το οριστικό άρθρο, δηλ. «Η αράχνη» είναι, ακριβώς, merimanga (στα αλβανικά, όπως και τα ρουμάνικα ή τα σουηδικά και πολλές άλλες γλώσσες, η λέξη αλλάζει στο τέλος όταν μπαίνει το οριστικό άρθρο).
Η μαρμάγκα στα ελληνικά δεν είναι μόνο δάνειο αλλά, πιθανότατα, και αντιδάνειο, διότι η αλβανική merimangë φαίνεται πως είναι δάνειο από το ελληνικό «μυρμήγκι» ή, κατά τον Χριστοφορίδη, από το δωρικό «μύρμαξ». Περιέργως, σε κανένα ελληνικό λεξικό δεν νομίζω να δηλώνεται ως αντιδάνειο η λέξη «μαρμάγκα», το διαβάζετε πρώτη φορά εδώ.
Αν ισχύει αυτή η ετυμολογία, βλέπουμε μια περίπτωση που πολλές φορές την έχουμε δει: μια λέξη μιας γλώσσας που δηλώνει ένα έντομο περνάει σε άλλη γλώσσα όπου δηλώνει άλλο έντομο (από μυρμήγκι την αράχνη) και από εκεί περνάει σε μια άλλη γλωσσική ποικιλία όπου δηλώνει μεν το ίδιο έντομο αλλά μόνο ένα από τα είδη του.
Σε παλιότερα κείμενα βλέπουμε τη μαρμάγκα και σε χρήσεις εκτός της παροιμιακής φράσης. Όπως είχε βρει ο φίλος μας ο Μικιός και μας το είχε ανακοινώσει σε σχολιο πριν από δυο μήνες, σε περιοδικό του 1870, σε άρθρο με λέξεις από την Κρήτη, σημειώνεται: Ρογαλίδα: φαρμακερόν φαλάγγιον, ίσως το παρ’ ημίν μαρμάγκα.
Απ’ αυτό φαίνεται πως ήταν από τότε λέξη διαδεδομένη.
Και σε εφημερίδα του 1959, ειδησάκι της τελευταίας σελίδας: Δηλητηριώδης αράχνη, γνωστή υπό το όνομα «Μαρμάγκα», έδηξε τον….
Έτσι που το γράφει, με Μ κεφαλαίο, θα νόμιζε κανείς ότι μόνο εκείνη η συγκεκριμένη αράχνη είχε αυτό το όνομα, όπως οι χωρικοί βαφτίζουν τις γελάδες τους Κανέλα, Πιτσιλιά ή Κοκκίνω. Αυτόν τον άτυχο 22χρονο αγρότη τον έφαγε όντως η μαρμάγκα -ή τέλος πάντων κινδύνευε η ζωή του.
Το σχόλιο αυτό του Μικιού έγινε επειδή σε ένα χρονογράφημα του παππού μου, γραμμένο το 1928-9, γράφεται για τους θεούς του Ολύμπου ότι τους έχει φάει η μαρμάγκα, κατά το κοινώς λεγόμενον, προ πολλού.
Αυτή είναι και η παλαιότερη ανεύρεση που ξέρω για την έκφραση «τον έφαγε η μαρμάγκα». Θα υπάρχουν και παλιότερες, περιμένω από τα σχόλιά σας.
Άλλος ένας λόγος που ενισχύει την παρουσία της μαρμάγκας στη γλώσσα μας είναι ότι κάνει ρίμα με τον μάγκα, όπως είδαμε στο τραγούδι της αρχής. Αυτό το έχουν εκμεταλλευτεί κι άλλοι, π.χ. ο Σταμάτης Κραουνάκης σε τραγούδι του 1987: όποιος μαθές κάνει τον μάγκα, μαύρη τον έφαγε μαρμάγκα». Πολύ παρόμοιο μοτίβο σε τραγούδι του Χρήστου Δάντη, σε στίχους Βασίλη Γιαννόπουλου, «Κι όποιος έκανε το μάγκα, τον κατάπιε η μαρμάγκα». Υπάρχουν κι άλλα τραγούδια ασφαλώς, ενώ σε ένα άλλο, που μου αρέσει, ο Κραουνάκης αναποδογυρίζει την παροιμιακή φράση, αφού «φάγαμε μαρμάγκα και Ζορμπά λε γκρεκ» και το ριμάρει με τα φράγκα, όχι με τον μάγκα.
Αλλά βέβαια θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη να κλείσουμε το άρθρο χωρίς να αναφέρουμε την πιο μεγάλη φαγάνα του κυβερνοχώρου, τη Μαρμάγκα του ιστολογίου μας, που τσακώνει και καταβροχθίζει όποιο σχόλιο περιέχει απαγορευμένες λέξεις ή έχει πολλά λινκ ή γενικά δεν της γεμίζει το μάτι, όπως βέβαια και το πρώτο σχόλιο κάθε νέου σχολιαστή -και πρέπει εγώ μετά να πηγαίνω, να το κοιτάζω, να το ετεροχρονίζω και να το δημοσιεύω. Έχει μάλιστα δυο στομάχια αυτή η μαρμάγκα, το πρώτο που έχει τα πιασμένα σχόλια, που το βλέπω αμέσως, και το δεύτερο, εκείνα τα σχόλια που θεωρεί σπαμ, όπου όμως μια στο τόσο πιανεται και κανένα κανονικό σχόλιο, κι αυτό μπορεί να αργήσω περισσότερο να το δω.
Καμιά φορά, χαριτολογώντας, για να την εξευμενίσω, λέω «η μαρμάγξ», μήπως και αισθανθεί τρισχιλιετής και περιορίσει λίγο την όρεξή της, αλλά, κακά τα ψέματα, τέτοιο αδηφάγο ζωντανό δεν έχω ξαναδεί.
Της αφιερώνω λοιπόν αυτό το άρθρο ελπίζοντας ότι σήμερα θα κάνει δίαιτα και δεν θα τσακώσει κανένα σχόλιό σας.