Τον λαϊκό τραγουδιστή Βασίλη Καρρά, που πέθανε την παραμονή των Χριστουγέννων, δεν τον ήξερα καλά. Ήξερα βέβαια ότι υπάρχει, αναγνώριζα τη φωτογραφία του, αλλά μπορώ να πω ότι δεν ήξερα κανένα δικό του τραγούδι ή ακριβέστερα δεν ήξερα ότι ξέρω κανένα δικό του. Τώρα που πέθανε και είδα να απαριθμούν τις μεγάλες του επιτυχίες, έβαλα στο Γιουτούμπ το «Άστην να λέει» και ακούγοντάς το συνειδητοποίησα ότι το έχω ακούσει, αλλά δεν το είχα συνδέσει με το όνομα του Καρρά, το οποίο άλλωστε μου ήταν γνωστό κυρίως από τη γηπεδική ιαχή «Μύρτσο γερά, το βράδυ στον Καρρά», που το φώναζαν οι φίλαθλοι στις αρχές της δεκαετίας του 90, τότε που έπαιζε τερματοφύλακας στον Ολυμπιακό (ο Μύρτσος).
Στις αρχές της δεκαετίας του 90, όμως, εγώ είχα φύγει από την Ελλάδα. Τον πρώτο καιρό βέβαια, είχα δικό μου άνθρωπο που είχε δισκάδικο (άντε να εξηγείς στους νεότερους τι μαγαζί ήταν αυτό) και μου έστελνε όλες τις καινούργιες κυκλοφορίες, κι έτσι έμενα ενημερωμένος -ύστερα όμως το έκλεισε κι έτσι έπαψα να ενημερώνομαι για τα πάντα και κάπως έτσι τον Καρρά τον έχασα.
Πολλοί πολιτικοί αρχηγοί και κόμματα αποχαιρέτησαν τον εκλιπόντα με μηνύματά τους. Ο πολιτικός χώρος στον οποίο αισθάνομαι πιο κοντά, η Νέα Αριστερά, ανάμεσα σε άλλα έγραψε: Ταυτίστηκε όσο κανείς άλλος με την απλότητα στις μεγάλες πίστες τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και με την παραγνωρισμένη έννοια της ερωτικής «καψούρας». Η απλότητα είναι καλό πράγμα, αλλά μετά διαφωνώ για τα εισαγωγικά στην καψούρα ενώ αμφιβάλλω κατά πόσον είναι έννοια «παραγνωρισμένη».
Αλλά και στα σόσιαλ ο θάνατος του Καρρά προκάλεσε μια ιδιόμορφη συζήτηση, στην οποία δεν συμμετείχα αφού δεν τον ήξερα καλά τον άνθρωπο, σχετικά με τη λαϊκότητα και με την καψούρα. Επειδή όμως εδώ λεξιλογούμε, θα πω δυο λεξιλογικά κι ύστερα θα μεταφέρω μια τοποθέτηση του Γιάννη Ανδρουλιδάκη από το Φέισμπουκ, που νομίζω πως θέτει σωστά τα ζητήματα.
Σύμφωνα με το ΛΚΝ, καψούρα είναι ο παθιασμένος έρωτας, συνήθως χωρίς ερωτική ανταπόκριση. Το Χρηστικό Λεξικό δίνει κάπως πλατύτερο ορισμό: έντονος έρωτας, συνήθ. φευγαλέος ή/και χωρίς ανταπόκριση· συνεκδ. το πρόσωπο για το οποίο νιώθει κάποιος έτσι. Δεν είμαι σίγουρος πως έχουν δίκιο για το «συνήθως φευγαλέος». Επισης, το Χρηστικό δίνει και μια μεταφορική σημασία, «μεγάλη αγάπη, πάθος για κάτι» π.χ. «το αμάξι του είναι η καψούρα του».
Και βέβαια, καψούρης είναι ο ερωτευμένος με πάθος και συνήθως χωρίς ανταπόκριση, το ρήμα είναι «καψουρεύομαι» και το επίθετο «καψούρικος» που λέγεται, ας πούμε, για τα σχετικά τραγούδια, σαν κι αυτά που τραγουδούσε ο Καρράς.
Ολοφάνερα, η καψούρα συνδέεται με το ρήμα «καίω». Κατά το ΛΚΝ από την κάψα με επίθημα -ούρα, κατά τον Μπαμπινιώτη από το θέμα καψ- του ρ. καίω (έκαψα) με το ίδιο επίθημα. Από το ίδιο ρήμα υπάρχει και η καούρα, που είναι άλλο πράγμα, το αίσθημα καψίματος κυρίως στο στομάχι.
Φλερτάρισα με την ιδέα να βάλω τίτλο στο άρθρο «Από πότε υπάρχουν καψούρηδες;» αλλά δεν θέλω να εστιάσω σε αυτό. Όμως είναι ένα ερώτημα, πότε μπήκε η λέξη «καψούρα» με την ερωτική σημασία στη γλώσσα μας. Λέω «με την ερωτική σημασία», επειδή λέξη «καψουρα» υπάρχει τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα. Ο Γρηγ. Παλαιολόγος, στη Γεωργική και οικιακή οικονομία του (περί το 1833) γράφει για τον μύκητα ερυσίβη που προσβάλλει τα σιτηρά: Η ασθένεια αυτή, ήτις είναι σάπρωσίς τις, ονομάζεται από τους σημερινούς γεωργούς μας καψούρα ή καπνιά. Και σε λεξικά της εποχής βρίσκω τον όρο, και σε άλλα συγγράμματα, συνήθως μαζί με το συνώνυμο «καπνιά».
Αλλά εμάς μας ενδιαφέρει η καψούρα που δηλώνει ερωτικό πόθο. Εντύπωσή μου είναι, και διορθώστε με, ότι στα νιάτα μου (δεκαετία 70-αρχές 80) δεν ήταν έντονη η παρουσία της λέξης «καψούρα». Για να φέρω ένα παράδειγμα, τα τραγούδια του Καζαντζίδη, πχ στο Υπάρχω, δεν θυμάμαι να χαρακτηρίστηκαν καψούρικα, παρόλο που έχουν σαφώς (και) τέτοια θεματολογία, όπως το «Γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες, γιατί να μπλέκουμε σε παλιοϊστορίες, αφού στον κόσμο λιγοστές είναι οι κυρίες».
Μπορεί όμως να κάνω λάθος, οπότε παρακαλώ σας να με διορθώσετε στα σχόλιά σας, να βρούμε από πότε ακούγεται η καψούρα με την ερωτική σημασία και από πότε υπάρχουν καψούρηδες.
Καψούρηδες, διότι και από τον τελευταίο στίχο που παρέθεσα (θαρρώ του Πυθαγόρα) βλεπουμε πως η καψούρα έχει έμφυλη διάσταση -προβάλλεται ως αίσθημα σχεδόν αποκλειστικά αντρικό. Ίσως δεν είναι μόνο μορφολογικό το πρόβλημα που ο καψούρης σπανίως έχει θηλυκή εκδοχή (είναι και μορφολογικό, διότι ο αναμενόμενος θηλυκός τύπος, καψούρα, συμπίπτει με το ουσιαστικό). Ο καψούρης ερωτεύεται χωρίς ανταπόκριση και βέβαια για το ότι δεν βρίσκει ανταπόκριση το φταίξιμο το έχει μια γυναίκα ή μάλλον συλλογικά οι γυναίκες, «αφού στον κόσμο λιγοστές είναι οι κυρίες». (Η γυναίκα που δεν βρισκει ανταπόκριση συνήθως τον εαυτό της ενοχοποιεί).
Και αφού είπα τα δυόμισι σέντσια μου, δίνω τον λόγο στον Γιάννη Ανδρουλιδάκη, ο οποίος έγραψε:
Είναι πράγματι κάπως περίεργο να εκφράζεις την απαξία σου για κάποιον που μόλις πέθανε, εάν τουλάχιστον αυτός ο κάποιος δεν έχει προκαλέσει με τον βίο του κάποια μεγάλη ζημιά σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο. Ο Βασίλης Καρράς δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία και μου προκαλεί απορία γιατί κάποιοι έσπευσαν χθες να εκφράσουν βιαστικά την απέχθειά τους για τα τραγούδια του.
Από την άλλη, διακρίνω εδώ δύο τάσεις που δεν μπορώ να μην τις σχολιάσω. Η πρώτη είναι η τάση να γράφεται και να λέγεται ότι όποιος υποστηρίζει ότι δεν του άρεσε κατά βάθος ο Καρράς και δεν προσέφευγε σε αυτόν στις δύσκολες ώρες και στο τέλος των μεγάλων ερώτων είναι ψεύτης και υποκριτής. Θέλω να σας βεβαιώσω ότι όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, δεν είναι έτσι. Υπάρχουν άνθρωποι που στις δύσκολες στιγμές προσφεύγουν στον Jacques Brel, τον Léo Ferré, τον Steve Harley και τους Cockney Rebels, τους Ουγγρικούς Χορούς του Γιόχαν Μπραμς, το Nocturnes, Op. 9 του Σοπέν, τις ταινίες του Φασμπίντερ και οι οποίοι σε πείσμα των προκαταλήψεών σας δεν ερωτεύονται ούτε παθιάζονται επί της αρχής λιγότερο ή περισσότερο από όσους προσφεύγουν στα βαριά λαϊκά. Η ιδέα αυτή θυμίζει τον πνευματικό ιμπεριαλισμό των χριστιανών που λένε για τους άθεους ότι «κατά βάθος πιστεύουν και στη δύσκολη στιγμή προσεύχονται». Στην πραγματικότητα πρόκειται για πνευματική στενότητα: είναι η αδυναμία να κατανοήσεις ότι ο άλλος δεν κάνει το ίδιο πράγμα με εσένα. Μπορείτε να προσφεύγετε όπου θέλετε στις δύσκολες στιγμές σας, χωρίς να απαιτείτε την ομολογία όλων ότι κάνουν σώνει και ντε το ίδιο. Στην τελική, αν όλοι προσφεύγαμε στο ίδιο πράγμα όταν περνούσαμε δύσκολα, τι νόημα θα είχε αυτή η προσφυγή; Θα ήταν το ίδιο ξεχωριστή με την πείνα, τη δίψα ή το κατούρημα.
Η δεύτερη τάση είναι η νέα επιθετική προσπάθεια απενοχοποίησης της καψούρας ως ρομαντικού και υψηλού συναισθήματος. Αν, όπως έγραφε ο Γάλλος υπερρεαλιστής Μπενζαμέν Περέκ «από όλα τα συναισθήματα που τραντάζονται σε μια ανθρώπινη καρδία, ο πόθος για ελευθερία είναι αναμφίβολα το πιο αγέρωχο», μπορούμε επίσης να πούμε ότι η καψούρα είναι το πιο γλοιώδες. Η καψούρα είναι ένα συναίσθημα αυτοαναφορικό, ναρκισιστικό, χειριστικό, εκβιαστικό, αντικοινωνικό, βασισμένο σε αυτό που ο Ούγγρος ψυχαναλυτής Σάντορ Φερέντσι ονόμασε «τρομοκρατία της οδύνης». Η καψούρα είναι ένα συναίσθημα το οποίο δεν συμπεριλαμβάνει την επιθυμία του άλλου, αλλά αντίθετα της επιτίθεται γιατί δεν συντονίζεται με την επιθυμία του υποκειμένου. Στην πηγή τέτοιων αρνήσεων της πραγματικότητας βασίζεται κάθε ολοκληρωτισμός, ατομικός ή συλλογικός, καθώς τα πάντα πρέπει να υποταχθούν σε κάποια μανία, η οποία στο βάθος της είναι εξουσιαστική. Η μανία αυτή μπορεί να είναι απλά αξιοθρήνητη ή να γίνεται και επικίνδυνη. Ο ίδιος ο μακαρίτης -που μου ήταν μάλλον συμπαθής- όταν τραγουδούσε «γιατί αν ήσασταν όλες σας σωστές/ δεν θα υπήρχαν άνδρες μεσ’ στις φυλακές», δεν κάνει κάτι άλλο από το να δικαιολογεί, στο όνομα της Αγίας Καψούρας, το έγκλημα. Ο καψούρης θα προσβάλει, θα ενοχλήσει, θα παραβιάσει, θα σφάξει, αρκεί να κρατήσει αρτιμελές το δικό Του συναίσθημα.
Η ελληνική λαϊκή μουσική διακατέχεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο από αυτή την εμμονική συναισθηματική αυτοαναφορικότητα της οδύνης, η οποία συνδέεται κατά την άποψή μου με διάφορα συλλογικά συμπλέγματα που δεν είναι της ώρας να συζητήσουμε και τα οποία ωστόσο «υπάρχουν και όσο υπάρχουμε θα υπάρχουν».
Με την πεποίθηση ότι όσοι τους άρεσε και όσοι δεν τους άρεσε ο Καρράς μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά μεταξύ μας, κάνω μια απελπισμένη έκκληση: Μην απαιτείτε να προσφεύγουμε εκεί όπου προσφεύγετε κι εσείς όταν μας κατατρέχει η θλίψη και μην ανεμίζετε υπερήφανα την καψούρα σας μπροστά στα μούτρα μας.
Η ζωή είναι μια ομοσπονδία αναγκών, όχι μια δικτατορία της επιθυμίας μας, αλλιώς δεν έχει πλάκα.