cebf ceb8ceaccebdceb1cf84cebfcf82 ceb5ceafcebdceb1ceb9 cebcceadcf83ceb1 cf83cf84ceb1 cf80cf81ceacceb3cebcceb1cf84ceb1 cf84cebf

για την Αυγερινή

Να δούμε καλά, πώς δυσαρθρώνεται το περιρρέον
μέσα στην εγκληματική αγάπη και παράδοση·

Η Αθήνα και η ποίηση της Αθήνας, η Ελλάδα με τις μύριες φθορές και στίγματα στο πολλά ξαναγορασμένο της ζωνάρι, νέοι να τρεμοπαίζουν μπρος στα φάσματα μιας διαρκώς αμφίβολης αξίας κι αυταξίας, βετεράνοι και απόστρατοι επιστρέφοντας στα γνώριμα, νεανικά τους δηλητήρια κατά τα ύστατα, τελικά τους τώρα διαγωνίσματα. Αυτές οι πρώτες εδώ αράδες δεν τίθενται για να περιγράψουν το βιβλίο που μόλις διάβασα, ξανά και ξανά και με τον πόνο μου, αλλά για να μου επιτρέψουν ένα άνοιγμα, την ευγενική παραχώρηση κάποιας ανάπαυσης ή ολιγωρίας, ύστερα από έναν στρόβιλο δύναμης κι απαίτησης, που δεν δύναμαι να πάρω λιγότερο από σοβαρά.

08Ο Πάνος Στασινός είναι ένας νεότατος συγγραφέας (γ. 1996), που έχει ήδη καταθέσει το πρώτο του ποιητικό σύνθεμα στα 2017 μέσω των εκδόσεων Υποκείμενο («Προϊστορία για έναν») και, εισοδεύοντας του έαρος του ’23, παραδίδει τη δεύτερη ποιητική δουλειά του, ένα βιβλίο που εργάστηκε για χρόνια και που τελικά κατάφερε να βρει την έξοδό του μέσω των εκδόσεων Ίκαρος. «Ο θάνατος είναι μέσα στα πράγματα» είναι ένα συνεκτικό σύνολο λυρικής τέχνης και γραμμάτων αφενός, και αφετέρου μια πολύ επιθετική έκφραση και σύγκλιση πάνω στην ουσία της ποιητικής γραφής, της εν γνώσει δημιουργίας, της απελευθέρωσης των ανθρώπινων διαστάσεων και της μέγγενης εκείνης (εκείνης) που τις καθιστά μοιραία διαστάσεις.

Χωρισμένο σε τρία μέρη («Περιφορά Πρώτη», «Μεταξυλογία» και «Περιφορά Δεύτερη»), το βιβλίο δεν ανελίσσεται μια αυξανόμενη κλίμακα προς ένα ενδολογοτεχνικό ζητούμενο· ξεκινά και τελειώνει ακριβώς εκεί που άρχισε, όπως άρχισε, με τα ιμάτιά του γαριασμένα σαν την πρώτη παρουσία, τον πανικόσπαρτο βρυχηθμό του να μη θέλει φύσει να κοπάσει:

 

[…] Αλίμονο αν νοηθεί κι ο θάνατος ως στάση προ-

             σοχής,

την έχουμε γαμήσει· χίλιες φορές να συμπυ-

       κνώνεται

ως ορόσημο είναι χορός παρθενικός στον πυ-

        ρήνα του,

όπως το έγκλημα φυγή από και προσφυγή στη

        φύση·

αποδοχή του άσκεπτου,       δάκρυ από χα-

       σμουρητό. […]

 

Οι θέσεις και οι προτάσεις του (καλύτερα· οι προκείμενες που δεν μπορεί να διαφύγει) επαναλαμβάνονται και διατυπώνονται αιχμηρά, τσιριχτά και ανενδοίαστα προς το πρόσωπο του ίδιου του ποιητή, τον αδιόρατο αναγνώστη άλλον, τα υποκείμενα που κουβαλούν τις μυστηριακές και επάρατες ψυχές τους κατά το μήκος μιας βομβαρδισμένης και απροσδιόριστης τώρα όχθης. Όχθης που θα πρέπει να κάνουν, και έχουν ήδη κάνει, μοναδικό και αναπόδραστό τους σπίτι:

Μία παρέα πίνει κόκα κόλα-ούζο

και σιγοσβήνει κάτω από τους φανοστάτες,

νομίζοντάς με πρώτης τάξεως κολαούζο,

και κουβαλώντας κόμπλεξ έκλειψης στις πλάτες

 

της· μα εμένα η νύχτα μου κάνει πλάτες,

πρώτο τραπέζι πίστα, σκαλάκια του Στρέφη.

Το περιβάλλον το σηκώνει γι’ αυταπάτες

όποιο κι αν είναι το πάθος μου, επιστρέφει.

Η ιστοριονομία του Στασινού, που αποτελεί και τον όλο εγκάρσιο άξονα του βιβλίου, η διάταξή του του ιστορικού γίγνεσθαι και του σφενδονισμού του ανθρώπινου εντός του, είναι το κέλυφος που ο ίδιος σιγοτρώει από τα μέσα, που έχει βαλθεί να διαταράξει πάση θυσία τε και ανομία, υποσκάπτοντας, ψυχομαχώντας, καταμετρώντας τους ευτελείς παλμούς του, περιγελώντας αδιάκριτα κάθε πιθανή προσπάθεια υπέρβασης της πτωτικής φοράς του ανθρώπινου βάρους που δεν κυοφορεί τη βαθύτερη, χειρότερη και χείριστη πτώση.

Είναι μια απόφανση αυτή που έχει παρασύρει ήδη και τον ίδιο, που έχει γεννήσει και σκοτώσει τον οργανισμό του λόγου του στην πρώτη εκπνοή και που εμείς, ως ηδονικοί αναγνώστες, μένουμε να παρατηρούμε εν είδει ενός ανάστροφου μανιφέστου, μιας γραφής που βάλλεται να εκδικηθεί το θαυμαστικό του τέλους της – ξεσκίζοντας καθώς αναβαίνει τις υποσχέσεις που τήρησε και αθέτησε, τα πάθη που άμοιρα εμπιστεύτηκε και πρόδωσε, τις δυνάμεις και τις δυνατότητες εκείνες που τον φέρουν κάθε ημέρα υπαρκτό στην κόψη της διαγραφής του.

Τα περιθώρια της παραδοχής είναι λίγα, είναι ελάχιστα, τα όρια του χλευασμού ξεφράσσονται με απιστία και μανία, οι στιγμές (που δεν είναι ακριβώς αναμνήσεις, αλλά μάλλον φαινόμενα, παραδόξως τα μόνα ευλαβή, τα μόνα που μπορούν να συμμεριστούν τον ίδιο πόνο της ανέλπιστης επιβίωσης των πανταχόθεν και ισοβίως ξεπεσμένων) στέκουν ανθρώπινες και υπερβολικά ανθρώπινες υπό του ουράνιου θόλου που ανασκουμπώνεται για να τις συμπτύξει πάλι.

 

[…] Τα βρήκαμε: εγώ ο ερωτότοκος,        εσύ ο β´ ενι-

              κός των πονημάτων.

Να μ’ εκπαιδεύεις μες στα τρίστρατα, μ’ αυτή

         τη λέξη ακριβώς

είναι σαν να λες πως σου χαρίστηκα.        Τριβόλια

         και γελούδες των σκελιών σου,

αφού σου χαρίστηκα. Αντλώ σου τώρα απ’ το

         υστέρημά τους των σκελιών

κι έτσι ανεμότρεπτη εσύ, πώς σε σκηνοθετούν

        τα λόγια μου        Υώ ασύμφωνη,

για να συλλάβεις τα φωνήεντα. Υώ Υώ, τα δό-

       ντια μου· γερομωρό,

μωρόγερος. Όπως σε βρίσκω στην ντουζιέρα του

          κάμπινγκ, κι ανυψώνω τη φωνή σου·

τοπίο Ελαφονήσου, και των δαχτύλων σου την άλμη·

        με την καρδιά ταχύπαλμη,

όπως σε βρήκε και η εποχή του σίδερου

μ’ ένα βρεγμένο ραβασάκι

να μου σκουπίζεις απ’ τα χείλη        το νεκρό

        δέρμα

και να με πατάς στον θώρακα. […]

Το ύφος του Στασινού, ήδη παρορμητικό εντός της εγκεφαλικότητας, της επακρίβειας και του γούστου του, φθάνει σίγουρα στο βιβλίο αυτό σε μια ωρίμανση. Η κατοχή του των ιδιαίτερων μουσικών τροπών της γλώσσας, η λόγια ακρίβεια στο θεμιτό ανάπτυγμα της φόρμας και του στίχου, η θέσμιση πάνω απ’ όλα του λεκτικού εκείνου που θα του επιτρέψει να μη μιμηθεί, αλλά να τολμήσει την κατοχύρωση της φράσης με τους δικούς του όρους, διαγκωνιζόμενη με το έτσι θέλω της καθετί όμοιο και συγγενές – όλα τους έχουν φθάσει σε μια ευχέρεια της δόμησης και προσοχής, σε μια ανυποχώρητη ιδιαιτερότητα εντός των γλωσσών που δίδαξαν.

Από τους καθαρότερους κληρονόμους του νεοφορμαλιστικού κύκλου ποιητών των δεκ. του ’80 και ’90, αισθάνομαι επιφυλακτικός να προσμετρήσω τις επιρροές του (όσο καταφανείς και σημαντικές κι αν είναι στην ανάγνωση του έργου του), κυρίως λόγω των ασταθών συζητήσεων και πρόσληψης που ενδέχονται για ποιητές όπως ο Ηλίας Λάγιος, ο Γιώργος Κοροπούλης, ο Ευγένιος Αρανίτσης. Η κοντόφθαλμη εστίαση στις εκλογές της φόρμας, πολλώ δε μάλλον η παντελώς απρόσμενη αντιπαραβολή κι αντίστιξή της με τα κατορθώματα και τιμαλφή άλλων μοντερνιστικών ελληνικών εστιών, έχει φτωχύνει (και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπερδιογκώσει) την παιδεία και τη λογοτεχνική ισχύ τέτοιων κειμένων. Θα έπρεπε να μην επιμείνω στη σκιαγράφηση της καταγωγικής φάρας του Στασινού, μα σίγουρα δεν μπορώ και να την παραλείψω.

Ο Νίκος Καρούζος είναι ο μοντερνιστής ταξιθέτης των δυνάμεων της ελληνικής ποίησης σε ύψος και σε μάκρος – δική του είναι η επιτυχία στην αναθεώρηση του εννοιολογικού περιεχομένου του λυρικού πράγματος, του λυρικού αντικειμένου, της ποίησης που παραμένει ποίηση (και ξαναγίνεται), παρά τε και πλάι της αναστάτωσης και επανάστασης των μέσων. Μαζί μ’ αυτόν, ένα ευάριθμον πλήθος ποιητών απόκτησαν τις ίδιες ορμές και βλέψεις προς τον κανόνα τους, αποπειράθηκαν (και έφτασαν σ’ αξιοσημείωτα σημεία) την εφεύρεση ενός νέου τρόπου που δύναται ν’ απορροφήσει τον παλιό και να γεννήσει τον καινούργιο. Αυτοί οι ποιητές και ποιήτριες αποτελούν την περιούσια μήτρα της αντίληψης του Στασινού για τη λυρική γλώσσα και τις σαγηνευτικές της μεθορίους, την ανατροπή του κανόνα που έχει αφομοιώσει και προεκτείνει:

 

[…] Εφημερία είναι η κίνηση, η διαλεχτή της σκέψης.

Κινούμενος συνέλαβα        ότι κατήλθα με φειδώ

και έπεσα εξίσου        με την ανεπιθύμητη μαγεία του

        άτυχου,

όπως τα κέρματα που κράτησε το μηχάνημα·

 

ω, κάποιος είναι ανερμάτιστος.

 

Κατευνασμένος εξαρχής        απ’ τις αρχές της από-

        χώρησης,

τα λέω κάπως υπερβολικά, μα κάπως έτσι έχουν·

ανέθεσα στον ξύπνο μου τη βεβαιότητα των αθώων

        και θεραπεύτηκα.

 

Όπως κανείς τη βλέπει την ενόραση, όπως του κά-

      θεται

με προβολές οικογενειακές ή με κατάληψη σε βίλλες·

για τις βαριές κατηγορίες έχουμε τα βουνά, να τα

       παίρνουμε·

συνηγορούν σ’ αυτό        οι αποφάσεις των κατά και-

ρούς αγίων,

που μ’ αμαύρωσαν. Δεν είναι, προφανώς, κι αυτοί να

        τους κατηγορείς για όλα

από τη μία για τους ανθρώπους που αποκόπτονται

κι από την άλλη για την αναθέρμανση της εν τοις ου-

ρανοίς αντίρρησης, οκ·

πωπωπωπωπω, θα πάθω τίποτα με τόση μετάνοια.

 

Κλείνω το ένα μάτι        και φέρνω το τσιγάρο όρθιο

       μπροστά,

όπως ζωγράφος που μετράει τις διαστάσεις,

κι αρχίζω με την καύτρα του        να καίω ένα ένα τα

      χωριά.

Ώς ένα σημαντικό σημείο, το άνωθεν απόσπασμα (από το ποίημα «Από το διάζωμα του χλευαστή») αντίκειται έντονα στην καρουζική κοσμοθεώρηση και ποιητική αφορμή. Ο ποιητής κατέρχεται κινούμενος αντί εν αδρανεία, συλλαμβάνει εαυτόν διά της πεζής γκάφας του άτυχου αντί του πεπρωμένου, ευτελίζει την ενόραση καθιστώντας τη μία κοινή ιδιότητα (ίσα περιπλεγμένη σε κάθε ζαβλακομάρα της ιστορίας), ενδίδει στην εξομολογία και μετάνοια για να φθάσει να την παραμερίσει ως φλυαρία. Τέλος, όμως, ριζώνοντας ξανά τον εαυτό του, όπως η κάθοδος του ποιήματος προστάζει, επαναθέτει το ποιητικό του σημείο – εντός των παραμέτρων, ωστόσο, που ο ίδιος έχει πλέον συστήσει, αναλαμβάνοντας και πάλι δράση· στην ατυχία του, την κοινοτοπία του, την παντελώς ακίνδυνη και ανεπίπτωτή του προνομιακότητα, επαληθεύοντας με το πραγματικό τομάρι του και τη διαφορά του από τους άλλους (την έστω και αντιηρωική και αθάρρετη) την τρομακτική ισχύ της προοπτικής του όπως μόλις την εξέπλασε: καίγοντας ένα ένα τα χωριά. 

Πρόκειται για ένα γνήσιο και ενδιαφέρον δείγμα μιας παρεκτροπής πάνω στην ποίηση όπως του παραδόθηκε, όπως τον υιοθετεί και τον ξεπροβοδίζει. Ταυτόχρονα, ωσάν μάθημα και μαθητεία στη σοφία του Ηλία Λάγιου περί της αληθούς, θαυματουργής παρουσίας της παράδοσης μπροστά στα μάτια του εναγωνιζόμενου ποιητή, ο Στασινός επιτρέπει την αναγνώριση της ιδιοφυΐας του ποιητικού κόσμου, της τέχνης αυτής που γεννήθηκε και άλλαξε τις συνθήκες, της τέχνης που πλέον δεν δύναται ν’ απολησμονήσει το τεράστιο βάρος της χρησμωδίας που έπαιξε στα μουσικά της δάχτυλα:

[…] Κανείς διδάσκαλος δεν θα με συναντήσει πεντάχρο-

              νο ορφανό στην έρημο

για να με σκληραγωγήσει και να με μάθει να χειρί-

       ζομαι τις δυνάμεις μου·

κανείς δεν θα με κάνει καρατέκα, δεν θ’ αφιερωθώ

         σ’ έναν σαμάνο senpai,

και δεν θα μάθω την τέχνη που μου αρμόζει·

κανείς παλαίμαχος ζωγράφος δεν θα εφαρμόσει το κρι-

         τήριό του πάνω μου,

δεν θα με δει να χαράζω άλογα στα βράχια μ’ ένα

       ξυλάκι

και θα με πάρει από την οικογένειά μου συναινέσει,

       να μαθητεύσω δίπλα του.

Δεν θα περάσω συνεκδοχικά χρόνια παλεύοντας, να

       ζυμωθώ

μες στην αποκοπή και στον ερμητισμό και στην αφο-

       σίωση.

Λείπει βαθιά κι αρχέγονα η σκληρή δουλειά, το τρί-

        ψιμο,

ό,τι υπονοείται στις ταινίες μ’ ένα χρονικό άλ-

       μα        και με μι’ αλλαγή ηθοποιού·

οι χαρακιές και η αλλοίωση των χαρακτηριστικών

         του προσώπου,

τα γενετήσια που αίρονται και αλλάζουν τη φύση.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως εδώ διακρίνει και μια βαθύτερη ιδιαιτερότητα· πέραν της επιτυχούς και ισχυρής επαναδιατύπωσης του πώς έχειν της ποιητικής ιδιοφυΐας (τα γενετήσια που αίρονται και αλλάζουν τη φύση· ας θυμηθούμε εδώ πως «φύση» είναι και το γενετήσιο φύλο, με τη μεταμόρφωση κόσμου και ατόμου να συμφύρονται στη φράση), ο Στασινός επιλέγει μια απρόσμενη αναλογία για την αναγεννησιακή δύναμη που κατέχει ο ποιητής: ό,τι υπονοείται στις ταινίες μ’ ένα χρονικό άλμα / και με μι’ αλλαγή ηθοποιού. Πρόκειται για μια παράδοξη παραχώρηση προς τις τεχνικές και μέσα μιας έτερης τέχνης, προνοητικά και ποιητικά ιδωμένης από τον λογοτέχνη ωστόσο, δίνοντας σ’ αυτήν, στον κινηματογράφο, ένα πρωτείο και τη δυνατότητα μιας τόσο πολυπόθητης μεταλλαγής. Σπανίως ανάλογες τυπικές κινήσεις αποπειρώνται στον νεότερο ποιητικό κανόνα και καταφέρνουν να «επαναποιηθούν» δίχως ν’ ανισορροπεί και να επιβαρύνεται με αναφορές ή αμηχανία το κείμενο.

*

Θα ’ταν κρίμα και άδικο να περατώσω αυτή τη σπουδή για το «Ο θάνατος είναι μέσα στα πράγματα» δίχως κάποιες επιγραμματικές έστω αναφορές στις πτυχώσεις που μέλλει ν’ αντικρίσει και να ξαναντικρίσει ο αναγνώστης στην περιοδεία του. Η εμπλοκή του έρωτα, καθώς και του ερωτισμού, προσφέρει μια συνεχή νοηματοδότηση στα πικρά κι ανήλεα σκαμπανεβάσματα του πλου – άλλοτε ως τρόμος και διστακτική ετοιμότητα στον εναγκαλισμό της έλξης, άλλοτε ως μια προδιαγεγραμμένη και αδιάλλακτη ανθεκτικότητα στις αμυχές και τα κλάματα της προδοσίας και απώλειας· και παραταύτα ανίκητος, τωόντι, ακόμη κι αν η υπεροχή του δεν μπορεί ν’ ανυψωθεί σε κανέναν θρίαμβο.

Η θεολογική αρματωσιά του Στασινού, από την άλλη, αν και δεν αποτελεί έναν απόλυτο ορίζοντα κατά τον οποίο αυτός βαδίζει, συγχαράσσει με υπόγειους και λίγο έως πολύ άρρητους τρόπους το ποιητικό του αίτημα· αν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για Κύριο Λυτρωτή, οι εφιαλτικές εμφάνειες της μεταμόρφωσης του θνητού καραδοκούν επίσης στις σκοτεινές γωνιές του κοσμοειδώλου του. Η απείθαρχη αδιαφορία του προγεννήτορα πατέρα, η ανησυχητική αστάθεια και εγκοσμιότητα της ιεροφύλακος γυναίκας και μητέρας, η ίδια η παρακμή της ιστορίας που εκπυρώνεται ως βασανιστήριο και θυσία συνάμα, ως οδύνη και κολασμός αλλά και άφευκτη προσφορά στο βέβαιο Μηδέν που άρχει. Αν και αυτή είναι μια θρησκευτική πίστη που δεν προσφέρεται προς εκκλησιασμό, η ορθόδοξη και μεσόγεια τεχνοτροπία της είναι τα ύδατα στα οποία εμβαπτίστηκε – και βλαστημά.

Σκούντα με έτσι όπως έρχεσαι,

να επεξεργαστώ από κοντά τη λάμψη

στις σιδερογραμμές ανάμεσα·

αν θέλαμε θάλασσα, εννοείται πως θα την είχαμε

στο πορτ-μπαγκάζ με τα συμπράγκαλα

και τυλιγμένη για το σπίτι,

εικόνα που έσκασε στα χέρια μου όπως με πή-

       γαινε το pennyboard·

πες μου αν είναι, πάντως, να σκαρφαλώσω την

       οικοδομή,

να καβατζώσω την πηγή των πραγμάτων·

να σου τα δώσω όλα να τα βάλεις σ’ ασημόχαρτο,

ασκούμενη κι εσύ στον παραμερισμό των ιδεών

       μας.

«Ο θάνατος είναι μέσα στα πράγματα» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία ποίησης της ελληνίδος πιάτσας των τελευταίων χρόνων, μια απρόσμενη και εκνευριστικά τερπνή περιφορά στον καλλιτεχνικό πάγκο ενός ζόρικου, σκληρού και σπάνια εργώδους ποιητή, ένα βιβλίο που θα σ’ ακολουθήσει σαν αβγό προωθούμενο από τ’ αψηλά κάποιας άτιμης και αυτάρεσκης πολυκατοικίας, και θα σκάσει είτε πάνω σου, είτε ακριβώς μπροστά σου, δίχως καμία έλλειψη σοκ και φωναχτής κατάρας.

Οι νιόνυμφοι της ομοταξίας των γραμμάτων, οι κυνηγημένοι εραστές των στίχων που μας καθόρισαν και δεν γυρίζουν πίσω, μπορούν να πατήσουν άφοβα πάνω στο πρώτο του σκαλοπάτι, βέβαιοι πως στο κλείσιμο της έξω θύρας θα έχουνε περιλουστεί εν σώματι, μπουντιάζοντας αλλά κι ασθμαίνοντας σ’ εντέλεια από τα βάθη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *