cebf ceb3ceb5cebbceb9cebdcf84ceb6ceafcebaceb7cf82 ceb1cf80cf8ccf83cf80ceb1cf83cebcceb1 ceb1cf80cf8c cf84ceb7 cebdcebfcf85ceb2ceadcebb

Πολλές  φορές έχουμε  παρουσιάσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας Κωστή Ανετάκη. Πριν  από  μερικές μέρες κυκλοφόρησε το καινούργιο του βιβλίο, η  νουβέλα Η νύχτα των  αδέσποτων ψυχών, από τις εκδόσεις Οδός Πανός και την Παρασκευή θα  γίνει η παρουσίασή του στη  Θεσσαλονίκη -περισσότερες λεπτομέρειες στην πρόσκληση παρακάτω.

Θέλησα  να δημοσιεύσω ένα απόσπασμα στο ιστολόγιο, αλλά ενώ με τις συλλογές διηγημάτων  αυτό είναι εύκολο, αφού μπορείς εύκολα να διαλέξεις ένα από τα διηγήματα του βιβλίου, με τις νουβέλες είναι κάπως πιο δύσκολο διότι το απόσπασμα  πρέπει να έχει αυτοτέλεια.

Όμως όσα ξέρει ο συγγραφέας δεν  τα ξέρει ο κόσμος όλος, κι έτσι παρακάλεσα τον Ανετάκη να διαλέξει ένα, λίγο-πολύ αυτοτελές, απόσπασμα και να γράψει και μια σύντομη εισαγωγή.

Χωρίς περισσότερα, δημοσιεύω το απόσπασμα, που του δώσαμε  τον τίτλο «Ο Γελιντζίκης». Αν έχετε απορία για το τι σημαίνει το όνομα, θα το μάθετε διαβάζοντας  το απόσπασμα. Και όσοι Θεσσαλονικιοί, στην  παρουσίαση που θα γίνει την Παρασκευή μπορείτε να μάθετε περισσότερα.

anet

 

Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από τη «Νύχτα των αδέσποτων ψυχών», μια νουβέλα μαγικού ρεαλισμού που συνδυάζει μυθοπλασία με αληθινά ιστορικά στοιχεία και τοπικούς λαϊκούς θρύλους, σε μία αφήγηση που εξελίσσεται από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου. Οι αφηγητές δεν είναι αντικειμενικοί και αυτή η υποκειμενικότητα αποτελεί μοχλό κίνησης κι εξέλιξης της ιστορίας. Η Ζάμνιτσα της Ηλείας, όπως και το Κεφαλοχώρι και η λίμνη με το νησί είναι προϊόντα μυθοπλασίας. Ο Παναγιώτης Κοσονάκος είναι υπαρκτό πρόσωπο. Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου Αιώνα…

[Μετά από ένα ατύχημα στο δρόμο για το Κεφαλοχώρι, όπου θα παρουσιαζόταν για να υπηρετήσει το αγροτικό του, ο νεαρός ιατρός Αντώνιος Βαλτόπουλος βρίσκεται φιλοξενούμενος μιας ντόπιας αρχοντικής οικογένειας, σ’ ένα καστρόσπιτο (κούλια) κάπου στην ορεινή Πελοπόννησο. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο γιατρός όταν συνέρχεται είναι πως βρίσκεται σ’ ένα νησί, ιδιοκτησία της οικογένειας, μέσα στην ορεινή λίμνη που δεσπόζει στην περιοχή. Ο φιλοξενούμενος ρωτά τον οικοδεσπότη του, τον Παύλο, για την ιδιαίτερα πλούσια βιβλιοθήκη του σπιτιού κι αυτός δείχνει ιδιαίτερα περήφανος…]

– Είναι αλήθεια πως αυτή η βιβλιοθήκη δεν είναι κάτι συνηθισμένο για ένα μοραΐτικο χωριό, εδώ στα βουνά. Μα αυτό που στ’ αλήθεια αξίζει να ειπωθεί είναι η ιστορία του παππού μου του Αντώνη, που αδικογεννημένος, πάμφτωχος, κατάφερε να γίνει άρχοντας με πυργόσπιτο και ιδιόκτητο νησί.

Όσο για τη βιβλιοθήκη, θα εκπλαγείς αν σου πω ότι ο ίδιος γράμματα δεν αξιώθηκε να σπουδάσει. Ήταν ιδιαίτερος άνθρωπος, βλέπεις, από κείνους που πλάθουνε τη μοίρα τους με τα χέρια και το νου τους. Μα είναι μεγάλη ιστορία, για να ’μαστε ξηγημένοι.

– Και τι άλλο έχουμε να κάνουμε, κύριε Παύλε, εδώ που είμαστε καθηλωμένοι απ’ το χιονιά; Φαντάζει συναρπαστική, θα είναι χαρά μου να την ακούσω, είπε ο Αντώνιος.

– Ωραία, λοιπόν, κάθισε αναπαυτικά και άκου…

Ο Γελιντζίκης

Ο παππούλης μου ο Αντώνης ζούσε με τη μάνα του την Κυράστα και τις δυο μεγαλύτερες αδερφάδες του, ονόματα δε θυμάμαι, στη Ζάμνιτσα της Ηλείας. Τον πατέρα του, τον Λευτέρη, ο Αντώνης δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει.

Ο Λευτέρης γεννήθηκε κι αυτός στη Ζάμνιτσα, πάνω στα Ορλοφικά, την ίδια μέρα με τον Γέρο του Μοριά. Ήρθε στον κόσμο με μεγάλη δυσκολία και μονάχα αφού τον έταξαν στον Άγιο Ελευθέριο, έτσι του δώσανε και τ’ όνομα. Η μάνα του όμως πέθανε στην επόμενη γέννα, μαζί με το μωρό, κι ο πατέρας του, που ήδη είχε πέντε κουτσούβελα στην πλάτη του, τον έστειλε τεσσάρων χρονών παιδί στη Μονή Φιλοσόφου, λίγο παραέξω από τη Δημητσάνα της Αρκαδίας. Ήτανε ταγμένος, δηλαδή, για να καλογερέψει από τα γεννοφάσκια του. Έμαθε την τέχνη της αγιογραφίας στο μοναστήρι και γράμματα στ’ ονομαστό Φροντιστήριο Ελληνικών Γραμμάτων της Δημητσάνας. Μα σαν χνούδιασε το χείλι του, το κάλεσμα της σάρκας έγινε πιο δυνατό από κείνο της θρησκείας. Κάποιος καλόγερος τον έπιασε στα πράσα με την κόρη του φούρναρη στον αχυρώνα και το μαρτύρησε σκανδαλισμένος στον ηγούμενο. Αυτός ήτανε σοφός άνθρωπος. Του λέει, αδελφέ, δεν τους φτιάχνει όλους ο Θεός για μοναστικό βίο, οι πιο πολλοί είναι ταγμένοι να υπηρετήσουν το αυξάνεσθε και πληθύνεσθε του Κυρίου ημών. Αποφάσισε, λοιπόν, να τον παντρέψει στα γρήγορα, δεκαπέντε χρονών, πριν πάρει το δρόμο της αμαρτίας. Του προξένεψαν την Κυράστα, παπαδοκόρη από το χωριό του, τρία χρόνια μεγαλύτερη.

Ο Λευτέρης δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την πίστη και ζούσε χριστιανική ζωή. Είχε κάνει τάμα, πριν φύγει απ’ το μοναστήρι, να χτίσει ένα παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου έξω απ’ τη Ζάμνιτσα. Το ’πε και το ’κανε, με τη βοήθεια κάποιων ευσεβών ντόπιων μαστόρων. Φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες με τα ίδια του τα χέρια.

Στη Ζάμνιτσα κουμάντο έκανε ο Αντέμ αγάς, φανατικός μουσουλμάνος και σκληρό καρύδι. Αυτός είχε απαγορέψει τα ελληνικά γράμματα στο χωριό, με το έτσι θέλω. Ξέρεις, η Μεγάλη Πύλη δεν είχε τέτοια κεντρική πολιτική, μα ο κάθε τοπικός άρχοντας είχε την εξουσία να κάνει ό,τι του κατέβαζε η κούτρα του σ’ αυτό το θέμα, φτάνει να έστελνε τακτικά τους φόρους στον Σουλτάνο.

Κάποιο απόγεμα, την ώρα του δείπνου, στην πόρτα του Λευτέρη εμφανίστηκε μια ζητιάνα που διακόνευε για μια μπουκιά ψωμί. Κείνος την έμπασε μέσα, την κάλεσε να καθίσει στο τραπέζι μαζί με τη φαμελιά και η Κυράστα τής έβαλε ένα πιάτο φασόλια και μισό καρβέλι που είχε περισσέψει. Ο παππούς μου ο Αντώνης ήτανε μωρό στην αγκαλιά. Να σας ευλογεί ο Πανάγαθος, είπε κείνη, μα δεν άγγιξε το φαγητό. Γιατί δεν τρως, κυρά μου, τη ρώτησε ο Λευτέρης. Δεν πάει μπουκιά κάτω, αποκρίθηκε αυτή, όσο τα παιδιά της πίστης μας δεν ξέρουν να διαβάσουν τις Ιερές Γραφές. Εσύ μαθαίνεις γράμματα στα παιδιά σου; Ναι, κυρά, κρυφά τους μαθαίνω όσα ξέρω. Και γιατί δε διδάσκεις και τ’ άλλα ελληνόπουλα, δεν ξέρεις για ποιο καθήκον σ’ έστειλε ο Κύριος εδώ; Φοβάσαι τον Τούρκο και όχι τον Θεό;

Τότε είδαν ξαφνικά το πρόσωπο της ζητιάνας ν’ ακτινοβολεί φως ανέσπερο, πανέμορφη κι αρχοντική, τα κουρέλια που την έντυναν γίνηκαν βασιλική πορφύρα, φτυστή με την εικόνα της Παναγιάς που ’χε ζωγραφίσει στο παρεκκλήσι. Έπεσαν στα γόνατα και την προσκύνησαν. Ο Λευτέρης ορκίστηκε στα όσια και στα ιερά πως θα κάνει το χρέος του χωρίς να λογαριάσει κανέναν κίνδυνο. Όταν σήκωσαν ξανά το βλέμμα, η καρέκλα ήταν άδεια κι ολάκερο το σπίτι μοσχοβόλαγε μύρο.

Την άλλη κιόλας μέρα, ο Λευτέρης έστησε δικό του κρυφό σχολειό μες στο παρεκκλήσι. Λένε πως, εκτός από γράμματα, μάθαινε στα παιδιά την ανυπακοή στον Τούρκο, τον πόθο της λευτεριάς. Και βέβαια, τούτο δε θα πήγαινε πολύ μακριά. Σύντομα, βρήκαν ένα πρωί το παρεκκλήσι πυρπολημένο κι εκείνον σφαγμένο σαν τραγί εκεί απέξω.

Σαν το ’πανε στον Αντέμ αγά, αυτός καμώθηκε τον ανήξερο και υποσχέθηκε να το διερευνήσει. Κάλεσε μάλιστα και τον καδή από τον Πύργο, να κάνει ανακρίσεις. Κείνος έκανε ό,τι ήτανε να κάνει κι έβγαλε τελικά συμπέρασμα πως δήθεν τον σφάγιασαν κατσαπλιάδες Ρωμιοί για να τον ληστέψουν και πως η φωτιά στο ξωκλήσι μπήκε κατά λάθος, από ένα καντήλι που έπεσε στο χράμι κατά την πάλη αναμεταξύ τους.

Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να ανακηρυχθεί ο Λευτέρης νεομάρτυρας. Μα μετά την απελευθέρωση, αφού δεν υπήρχαν αποδείξεις πως πράγματι μαρτύρησε για την πίστη, το πράγμα ξεχάστηκε. Τούτος ήταν και ο λόγος που ο Αντέμ έστησε όλο αυτό το θέατρο, δεν ήθελε τέτοιους μπελάδες στα πόδια του.

Ο Αντώνης ήταν μόλις ενός έτους όταν έγιναν αυτά και μεγάλωσε με τη μνήμη του ηρωικού πατέρα του για μοναδικό βίος. Η οικογένεια ζούσε από την ελεημοσύνη του χωριού και της εκκλησίας, χάρη στον ιερέα παππού, φτώχεια καταραμένη. Και η Κυράστα το ’χε κρυφό καμάρι, μαζί και φόβο απόβαθο, πως ο μικρός είχε μοιάσει του πατέρα του· διαόλου κάλτσα και ξεροκέφαλος από μικρός, δε βάσταγε το τούρκικο κουρμπάτσι[1].

Μια μέρα, θα ’τανε δε θα ’ταν δέκα χρονών, άκουσε τον γιο του Αντέμ αγά, τον Μπατού, να καυχιέται πως είναι ο πιο δυνατός και κανείς δεν μπορεί να τον παραβγεί στο πάλεμα. Βγήκε μπροστά και τον προκάλεσε, μες στην πλατεία του χωριού. Μα και μόνο που τόλμησε να το ξεστομίσει, τον άκουσαν από τον τούρκικο καφενέ, σηκώθηκαν όλοι μαζί και το σπάσανε το παιδί στο ξύλο, αναίσθητο τον τράβηξαν από τα χέρια τους. Τσάμπα οι νουθεσίες και τα παρακάλια της Κυράστας, να κοιτάει τη δουλειά του, να μην μπλέκει σε φασαρίες.

Μόλις ο Αντώνης συνήρθε, πήγε κι έπιασε μουλωχτά τον Μπατού και τον προκάλεσε ξανά, άμα του βαστάει να τον παλέψει έξω απ’ το χωριό, στο ρέμα, εκεί που δε θα τον γλύτωνε η Τουρκιά. Κείνος δέχτηκε και κλείστηκε ο αγώνας για το απόγευμα. Ο Αντωνάκης του ’δωσε και κατάλαβε, τον ξυλοφόρτωσε κανονικά. Ο Μπατού γύρισε στο κονάκι του με κλάματα, με ανοιγμένη μύτη και γεμάτος μελανιές.

Σαν τον είδε ο αγάς, έστειλε τον σεΐζη[2] του να πιάσει τον αθεόφοβο μικρό και να του ξηγήσει καλά ποια είν’ η θέση του σε τούτο τον ντουνιά. Μα κείνος γύρισε άπραγος, ο Αντώνης είχε γίνει μπουχός. Την ίδια νύχτα, ο μικρός γύρισε στο χωριό και παραφύλαξε το κονάκι του αγά. Μόλις ο φρουρός αποκοιμήθηκε στη σκοπιά του, τρύπωσε μες στο κοτέτσι, έσφαξε όλες τις κότες και με το αίμα τους ζωγράφισε ένα σταυρό πιο μεγάλο απ’ το μπόι του, στον πίσω τοίχο του σπιτιού. Μετά, έβαλε σ’ ένα τσουβάλι τις σφαγμένες κότες και πήρε τα βουνά.

Σαν ξύπνησε το πρωί ο αγάς, έγινε Τούρκος, που λέμε, γέλασε ο Παύλος. Πλάκωσε τον φρουρό με το βούρδουλα, πού σε πονά και πού σε σφάζει. Μετά έβγαλε τελάλη, ότι θα έδινε δέκα χρυσά γρόσια σε όποιον του παράδινε τον Αντώνη Τζανάση. Πολλοί βγήκανε να τον ψάξουν –Τούρκοι και Χριστιανοί αντάμα, το χρυσάφι δε λογαριάζει θρησκεία, έχει τη δικιά του–, μα ο μικρός ήταν παμπόνηρος και δεν εμπιστευόταν τον καθένα.

Ο αγάς τότε πρόσταξε και συλλάβανε τη μάνα και τις αδερφάδες του, τις χώσανε στο μπουντρούμι κι είπαν πως θα τις έσφαζαν μία προς μία, μέχρι να φανερωθεί ο αντάρτης. Πέσαν απάνω οι προεστοί, τον παρακάλεσαν να τις λυπηθεί, ανένδοτος αυτός. Ευτυχώς, ο παππούς του ο παπάς προσέφυγε στον Δεσπότη. Ήρθε ο ίδιος, άρον άρον, στο χωριό για να μιλήσει με τον αγά. Ποιος ξέρει τι αλισβερίσι κάνανε κι αυτός τελικά τις άφησε, με το αζημίωτο φυσικά. Ο παπάς κανόνισε και τις φυγάδεψαν νύχτα για τον Πύργο, όπου έμενε η μεγάλη αδερφή του Λευτέρη, που δέχτηκε να τις κρύψει.

Ο Αντώνης, απάνω στα βουνά, ξεπουπούλισε τις σφαγμένες κότες, τις ξεντέριασε καλά καλά, τις έκρυψε σε δροσερή σπηλιά, και το επόμενο βράδυ, που φυσούσε, πήγε και άφησε φτερά και πούπουλα έξω από το χωριό, ένα σωρό. Γέμισε ο τόπος κοτίσια πλουμίδια κι όλοι κρυφογελούσανε πίσω απ’ την πλάτη του αγά. Αυτός έγινε πάλι πυρ και μανία, μα η οικογένεια του αντάρτη είχε κι αυτή εξαφανιστεί κι έμεινε ο Τούρκος να βράζει στο ζουμί του, μες σε ανήμπορη οργή. Οργάνωσε απόσπασμα να τον κυνηγήσουν στα βουνά, μα ο διαολεμένος ο Αντώνης ήτανε πάντα ένα βήμα μπροστά.

Ο μικρός έψαξε να βρει τα παλικάρια του Παναγιώτη Κοσονάκου, ονομαστού οπλαρχηγού απ’ το Γύθειο, που εκείνο τον καιρό είχαν αναγκαστεί ν’ αφήσουν τη βάση τους, γιατί τους είχανε προδώσει, κι είχανε πιάσει λημέρια εκεί κοντά. Τους βρήκε να μαλώνουν μ’ έναν βοσκό, να του σφάξουν ένα πρόβατο για να φάνε, μα ο έρμος φώναζε και χτυπιόταν πως μετά θα τον έσφαζε κείνον ο τσέλιγκας και να πάνε να το ζητήσουν απ’ αυτόν και δωσ’ του τσακωμός. Ο μικρός μπήκε ανάμεσα, με τις κότες στο σακί, έτοιμες για τη σούβλα, κι έλυσε τη διαμάχη. Μετά απ’ αυτά, του βγάλανε το παρατσούκλι Γελιντζίκης, παναπεί νυφίτσα. Πήγε μαζί τους και μέχρι την Επανάσταση είχε γίνει πρωτοπαλίκαρο του Κοσονάκου, γενναίος και ξυπνός καθώς ήταν.

Του Αντέμ του ’στησε κι άλλες κασκαρίκες, τον είχε μεγάλο άχτι· του λήστευε τους φόρους, του έκλεψε το άλογο και στη θέση του έβαλε ένα κουτσό μουλάρι, χώθηκε μασκαρεμένος στο γλέντι για το μπαϊράμι και του σερβίρισε κάτουρο αντί για τσάι, μέχρι που έπιασε αιχμάλωτο τον αχαΐρευτο τον Μπατού και του ζηούσε λύτρα χίλια χρυσά γρόσια. Εντέλει τον έσκασε τον αγά, του ’ρθε κόλπος κι ησύχασε…

 

[1] Κουρμπάτσι: Μαστίγιο, καμουτσίκι.

[2] Σεΐζης: Ιπποκόμος, υπηρέτης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *