cebf ceb2ceaccf81cebdceb1cebbceb7cf82 cf8ccf80cf89cf82 cf84cebfcebd ceb3cebdcf8ecf81ceb9cf83ceb1 cebaceb1ceb9 cf84cebfcebd ceb4ceb9ceac

Θα παραθέσω σήμερα τον πρόλογο του Ευτύχη Μπιτσάκη από ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Κέδρο, το Καρναβα(ρνα)λικά του Βασίλη Αλεξίου, που είναι έξι μελετήματα για τη βαρναλική ποιητική -ένα πολύ ενδιαφέρον  βιβλίο, αν κρίνω από το ένα μελέτημα που διάβασα, όσο κι αν, για να πω την  αμαρτία μου, δεν βρίσκω πολύ πετυχημένο το λογοπαίγνιο του τίτλου, που βέβαια εννοεί Καρναβαλικά και Βαρναλικά.

Διάλεξα να αναδημοσιεύσω τον πρόλογο, επειδή ο Ευτύχης Μπιτσάκης είχε γνωρίσει  και προσωπικά, ως φοιτητής,  τον Βάρναλη, με τον οποίο ασχολούμαι κάμποσο τα τελευταία χρόνια, αλλά επίσης επειδή ο Ευτύχης ήταν και συμφοιτητής  με τη μητέρα μου στη ΦΜΣ στη δεκαετία του 1950 (αν και ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερος: εξηγεί ο ίδιος τους λόγους στο κείμενο που θα διαβάσετε).

Θυμάμαι μάλιστα, όταν ήμουν δεκαέξι ή δεκαοχτώ χρονών, είχα πάει με τον  πατέρα μου σε μια διάλεξη του Μπιτσάκη, και με σύστησε -οπότε, σε κάποια στιγμή της διάλεξης, θέλοντας να φέρει ένα  παράδειγμα της  αλλαγής στη φύση, είπε «και ο γιος του Μίμη, που είναι πανύψηλος» -και καμάρωσα.

Ακόμα, στον πρόλογό του ο Μπιτσάκης θυμάται τον Βάρναλη όπως τον έβλεπε όταν επισκεπτόταν την Αυγή, να γράφει το χρονογράφημά του έχοντας μπροστά του μια σειρά καλοξυσμένα μολύβια. Η λεπτομέρεια για τα καλοξυσμένα  μολύβια παραδίδεται και από άλλους που τον  είχαν  γνωρίσει εκείνη την εποχή -μιαν εποχή, που οι νέοι μάθαιναν απέξω ποιήματα.

Στο άρθρο γίνεται και αναφορά στο περιοδικό Ουτοπία, που το εκδιδει από το 1992 ο Μπιτσάκης και στο επιτελείο του οποίου συμμετεχει και ο συγγραφέας, ο Βασίλης Αλεξίου. Και ο πατέρας μου είχε συνεργαστεί με το περιοδικό. Τα πρώτα 100 τεύχη της Ουτοπίας τα βρίσκετε ψηφιοποιημένα εδώ.

Ο τίτλος που έδωσα στο άρθρο του ιστολογίου  είναι δικός μου, αλλά αντιστοιχεί σε μια φράση του Μπιτσάκη από τον πρόλογό του.

Πρόλογος

Ο φίλος και συν-ουτοπιστής Βασίλης Αλεξίου μου ζήτησε να γράψω λίγα λόγια για ετούτο το βιβλίο, όπου συγκέντρωσε διάσπαρτα κείμενά του για τη βαρναλική ποιητική. Δεν ξέρω πόσο καθ’ ύλην αρμόδιος είμαι για να το κάνω, αλλά σίγουρα μπορώ να πω λίγα πράγματα για τον Βάρναλη, όπως εγώ τον γνώρισα και όπως εγώ τον διά­βασα.

Και να ξεκινήσω από τη γνωριμιά μου με τον Βάρναλη. Έτσι κι αλλιώς, τα έργα του όλοι και όλες της γενιάς μου τα γνωρίζαμε καλά, και πολλά από τα ποιήματά του τα ξέραμε απέξω. Εγώ βέβαια ήμουν των Θετικών Επιστημών, αλλά είχα και τις λογοτεχνικές μου ανησυχίες. Θυμάμαι, πολιτικός κρατούμενος σε διάφορες φυλακές, πέρα από μια «Φυσική για φυλακισμένους», από τα μα­θήματα που κάναμε στα «πέτρινα» πανεπιστήμια, και που οι σημειώσεις της σώθηκαν και ελπίζω σύντομα να εκδοθούν, είχα συνθέσει και τρία τέσσερα σατιρικά θεατρικά έργα σε κρητική ντοπιολαλιά, καθώς και μία θεατρική παράσταση βασισμένη στον Πατούχα του Ιωάννη Κονδυλάκη, έργα που παίχτηκαν στο πλαίσιο των πολιτιστικών δραστηριοτήτων που κάναμε στις φυλακές. Δυστυχώς (ή, μάλλον, ευτυχώς), κανένα από αυτά δεν σώθηκε.

Όταν λοιπόν αποφυλακίστηκα, ήταν, θυμάμαι, 17 Νοεμβρίου 1955, υστέρα από επτάμισι χρόνια… παραθερισμό (κατά σειρά: Βούρλα, Γιούρα, Ιτζεδίν, Βούρλα, Ιτζεδίν, Χαλκί­δα, Αίγινα, Γιούρα), και ήρθα στην Αθήνα -εκκολαπτό­μενος διανοούμενος είκοσι οκτώ χρονών-, προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τους ανθρώπους της αριστερής σκέ­ψης. Τον πρώτο που συνάντησα πηγαίνοντας στο σπίτι του -νομίζω κάπου στα Εξάρχεια- ήταν ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, για να του ζητήσω ένα τεύχος της Pensée (του θεωρητικού περιοδικού του Γαλλικού Κομμουνιστι­κού Κόμματος), που ήξερα πως θα το είχε. Ήταν τότε στα φόρτε της η συζήτηση για την περιβόητη «υπόθεση Λυσένκο» και ήθελα κάτι να γράψω γι’ αυτή. Με δέχτηκε με μεγάλη προσήνεια, και ύστερα από λίγη ώρα, καθώς του δήλωσα ότι είμαι χημικός, μου είπε: «Εγώ βλέπω να σε κερδίζει η φιλοσοφία». Φαίνεται κατάλαβε από την κουβέντα μας το ψώνιο μου με τη φιλοσοφία και τη λο­γοτεχνία. Τον επισκεπτόμουν έκτοτε συχνά, και στη συ­νέχεια ήρθα επίσης σε επαφή με τον Νίκο Κιτσίκη, τον Γιάννη και τη Ρόζα Ιμβριώτη, τον Μάρκο Αυγέρη, και άλλους. Μέσω αυτών πρέπει να συναντήθηκα και με τον Βάρναλη. Τον Βάρναλη τον αντάμωνα, εξάλλου, συχνά στα γραφεία της Αυγής, όταν πήγαινα να δώσω κάποιο κείμενό μου. Τον θυμάμαι στο γραφείο του, έχοντας μπροστά του κάμποσα καλοξυσμένα μολύβια, να γράφει κάθε μέρα, εκεί, επιτόπου, τα χρονογραφήματά του – με τίτλο της στήλης «Λόγια που καίνε» —, χρονογραφήματα non άφησαν εποχή. Εγώ πάντα λίγο μαζεμένος, όχι γιατί ο Βάρναλης —που ήταν ένας βαθύτατα λαϊκός άνθρωπος-, είχε τον τουπέ τού poeta magnus ή του ex cathedra συνομιλητή, αλλά από σεβασμό μπροστά στο τεράστιο έργο του.

Τον θυμάμαι επίσης, λίγο αργότερα, σε μια εκδρομή κάποιας συλλογικότητας της ΕΔΑ στη Λίμνη Ηραίου στο Λουτράκι. Ήταν και ο Βάρναλης μαζί μας. Εκεί κάποιος ζήτησε από τον Μπαρμπα-Κώστα (έτσι τον προσαγο­ρεύαμε) να απαγγείλει τον «Πρόλογο» από Το φως που καίει: «Να σ’ αγναντεύω θάλασσα…» Ο Βάρναλης είπε -ή προσποιήθηκε- ότι δεν τον θυμόταν. Εγώ όμως θυ­μάμαι τη συγκίνησή του όταν απήγγειλα απέξω και τις επτά στροφές του ποιήματος. Από τις επόμενες συνα­ντήσεις μας μου έχει μείνει στη μνήμη μια επίσκεψή μου στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, πριν φύγω για τη Γαλλία. Ήμουν μαζί με τον Δημήτρη Μίχα, φίλο του και επιστημονικό προϊ­στάμενο στη φαρμακευτική εταιρία Abbott Laboratories, όπου τότε δούλευα ως χημικός. Είχε κυκλοφορήσει πριν από λίγο καιρό το βιβλίο μου Φυσική και φιλοσοφία, που αργότερα μετονομάσθηκε σε Είναι και γίγνεσθαι. Βέβαια, για να ελαφρύνω λίγο τη διήγηση, ο γιος μου, όταν ήθελε να με «πειράξει», το μετατίτλιζε σε Είναι και πνίγεσθαι. Θυμάμαι, πάντως, καλά τη στιχομυθία μου με τον Βάρναλη: «Κώστα» (το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει με το ψευ­δώνυμο Κώστας Πολίτης), με ρώτησε ο Βάρναλης, «πού έμαθες αυτά τα ωραία ελληνικά;» Και εγώ του απάντη­σα: «Από τη γιαγιά μου». «Και τι ήταν η γιαγιά σου;» με ξαναρώτησε. «Αγράμματη χωριάτισσα», του απάντησα. «Μπράβο!» μου είπε. «Γι’ αυτό γράφεις αυτή τη στρωτή και ωραία δημοτική!» Ύστερα από λίγο καιρό φύγαμε για τη Γαλλία και δεν τον ξαναείδα. Τα βιβλία του όμως, που τα έχω εδώ απέναντι μου σε περίοπτη θέση, τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω.

Αλλά ας αφήσουμε τις παλιές αναμνήσεις και ας έρ­θουμε στο έργο του. Για λόγους οικονομίας, θα το κάνω αντιγράφοντας ένα μικρό απόσπασμα από ένα κείμενό μου για την Αληθινή απολογία, του Σωκράτη που έγραψα, μπαίνοντας τότε σε ξένα χωράφια, για το αφιέρωμα της Ουτοπίας στον Κώστα Βάρναλη (τεύχος 68, Γενάρης-Φλεβάρης 2006). Αν και γράφτηκαν εξ αφορμής αυτού του εμβληματικού έργου του Βάρναλη, δίνουν, νομίζω, και κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της συνολικής λογο­τεχνικής παρουσίας του:

«Στο έργο αυτό ξεσκεπάζει τα τότε και τα τώρα επίσημα ψεύδη της ιδεολογίας. Ταρακουνά τα μυαλά των αναγνω­στών. Ξυπνά την υπνωτισμένη σκέψη. Εκτελεί έργο λαϊκού διαφωτιστή. Και αυτό μέσα από την ευφροσύνη ενός λόγου που συνδυάζει οργανικά και με μοναδικό τρόπο την ειρω­νεία, τον σαρκασμό και τη χλεύη, με έναν λαμπρό λυρισμό. Υπόβαθρο του έργου: η συμπόνια για τα θύματα της Ιστο­ρίας, η αγανάκτηση, η περιφρόνηση. Συνολικά, ένας μαχόμενος ανθρωπισμός. […]

Ποια ήταν λοιπόν τα «όπλα» του συγγραφέα της Αληθι­νής απολογίας. Τρία και μοναδικά: αρχαιογνωσία, ειρωνεία και στο βάθος του σαρκασμού, ο γνήσιος λυρισμός του ποιη­τή. Αλλά εκτός από τα τρία «όπλα», ο Βάρναλης διέθετε και ένα τέταρτο: Έβλεπε την κοινωνική πραγματικότητα από τη σκοπιά των φτωχών, των καταπιεσμένων, των περιφρονημένων, αυτών που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Η ταξική του όραση προσδιόρισε και τον τρόπο διαπραγμάτευσης του θέματός του. […]

Ο αριστερός, κομμουνιστής Βάρναλης μέσα από το τότε νοιαζόταν για το τώρα. Η υποβόσκουσα απαισιοδοξία του νομίζω δεν οφειλόταν στο ότι έβλεπε κάποιο ανθρωπολογικό εμπόδιο για την κομμουνιστική κοινωνία, αλλά στο ότι, ευαίσθητος καλλιτέχνης, έβλεπε την περιπλοκότητα των προβλημάτων και δεν αφηνόταν στις εύκολες «επαναστατι­κές» αισιοδοξίες που προσβλέπουν σε μια γραμμική κίνηση της Ιστορίας. Μια κίνηση προς ένα «τέλος» που θα ήταν η ιδανική κομμουνιστική κοινωνία.»

Αυτό, λοιπόν, ήταν το έργο του Βάρναλη. Ένας μαχόμενος ανθρωπισμός που μέσα από τη διαλεκτική σύνδεση της σάτιρας και του λυρισμού, της «καβαλίνας και του ροδακινανθού», όπως έγραψε ο Παλαμάς, συναιρούσε στην -σύμφωνη με τις leges artis— εκδήλωσή του τη σκεπτόμενη με την πάσχουσα και την αγωνιζόμενη ανθρωπότητα ή, αλλιώς, όπως θα το πει ο ίδιος σε δυο στίχους του:

Μέσα στο λόγο τον δικό μου
όλη η ανθρωπότητα πονεί.

Και τώρα να καταθέσω και έναν άλλο λόγο για τον οποίο αποφάσισα να γράψω εδώ λιγοστά προλογικά λό­για, έστω και αν έτσι καταπατάω ξένα οικόπεδα και «λέω άλλου παπά βαγγέλιο». Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη Δάλλα. Ο Δάλλας υπήρξε για μένα καρ­διακός φίλος, συνάδελφος στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, τακτικότατος συνεργάτης της Ουτοπίας και, φυσικά, ένας μεγάλος ποιητής και ένας χαλκέντερος φιλόλογος. Από τα γραπτά του Αλεξίου βλέπω πόσο γόνιμη στάθηκε η μαθητεία του δίπλα στον Δάλλα, μαθητεία που εξαίρετος καρπός της είναι τα κείμενα που ακολουθούν. Δεν θα στα­θώ στο καθένα από αυτά. Το βασικό νομίζω πως είναι ότι ο Αλεξίου, συνεχίζοντας στο μονοπάτι που άνοιξαν οι πολλές μελέτες του Δάλλα για τη βαρναλική ποιητική, προσεγγίζει αυτό το έργο χρησιμοποιώντας – μαζί με τη στέρεα γραμματολογική του σκευή – με έναν γόνιμο και παραγωγικό τρόπο τη σχετική με το καρναβάλι μπαχτινική φιλοσοφία της Ιστορίας. Το βλέπουμε και στο πρώτο κείμενο, πρωτοδημοσιευμένο στην Ουτοπία, όπου πραγματεύεται το καθεστώς ετερολογίας της βαρναλικής ποιητικής, και στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύγκριση που αποπειράται ανάμεσα στον Μπρεχτ και στον Βάρναλη, καθώς και στα υπόλοιπα κείμενα του τόμου.

Για να μην κουράζω, εγώ ο μη επαΐων, τον αναγνώστη με περισσά παινέματα και μαλάματα, να πω απλώς, τελειώνοντας, ότι οι βαρναλικές σπουδές, και γενικότερα η Νεοελληνική Φιλολογία, κερδίζουν πολλά από αυτή την ετερολογική ανάγνωση του Βάρναλη από τον Αλεξίου.

Ευτύχης Μπιτσάκης

Σημειώνω ότι leges artis είναι λατινική έκφραση  που σημαίνει «(σύμφωνα με τους) κανόνες της τέχνης», και που συνήθιζε να τη χρησιμοποιεί και ο Βάρναλης. Ετερολογικός όρος είναι αυτός που δεν  ισχύει για τον  εαυτό του, δηλαδή, ας πούμε, η  λέξη «μονοσύλλαβος» είναι ετερολογική, διότι δεν είναι μονοσύλλαβη, αλλά περισσότερα δεν θα πω διότι τα νερά βαθαίνουν πιο πέρα. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *