cebf ceb1ceb9cebcceb9cebbceb9ceb1cebdcf8ccf82 cebccebfcebdceacceb7 cf85cf80cebfceb4cf8dceb5cf84ceb1ceb9 cf84cebfcebd ceb9ceacceb3cebf

Φώτης Δούσος, Τέλεση, εκδ. νήσος, Αθήνα 2023.

Τρία χρόνια μετά το μυθιστόρημα Η Λίστα του Λεπορέλο, την αστυνομική ιστορία με το δηκτικό βιτριολικό χιούμορ και την καταιγιστική δράση, ο Φώτης Δούσος επανέρχεται με την Τέλεση, ένα βιβλίο που (συν)αρπάζει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σελίδα.

Διαβάζουμε το κατατοπιστικό οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ένας νεαρός ηθοποιός πραγματοποιεί το όνειρο της ζωής του όταν καταφέρνει να προσληφθεί σε μια πολύ σημαντική παραγωγή. Όμως τα πράγματα ζορίζουν, γιατί πρέπει να παίξει φορώντας θεατρική μάσκα και του είναι αδύνατον να “βγάλει” τον ρόλο. Σε κατάσταση κρίσης αποφασίζει να κολλήσει τη μάσκα πάνω στο πρόσωπό του με ισχυρές κόλλες, πιστεύοντας ότι σε κάνα δυο μέρες οι κόλλες θα ξεθυμάνουν. Ωστόσο η μάσκα δεν πέφτει…».

Τώρα, αν το πούμε «ψυχολογικό θρίλερ (όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο) ή «υπαρξιακό μυθιστόρημα με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ», αν θέλαμε οπωσδήποτε να το ταξινομήσουμε στη βιβλιοθήκη μας, δεν θα πέφταμε έξω. Αν διαβάσουμε όμως βαθύτερα και προσανατολιστούμε τεχνοτροπικά, θα το χαρακτηρίζαμε όπως το περίφημο Φύλλο του Β. Βασιλικού: μυθιστόρημα αλληγορικού συμβολισμού. Ένα βιβλίο το οποίο με την υποβλητική δύναμη της αλληγορίας θεματοποιεί τη συνήθεια πολλών εξ ημών όχι μόνο να αποκρύβουμε το αληθινό πρόσωπο (αν έχουμε βέβαια) κάτω από έξυπνα φτιαγμένες μάσκες, αλλά και να το εξαφανίσουμε, να το καταργήσουμε εντελώς, ώσπου με τον καιρό να δημιουργηθεί ένα παλίμψηστο από μάσκες που θα θυμίζει τους τοίχους στους οποίους έχουν κολλήσει τόσες διαφημιστικές αφίσες που στο τέλος ο ίδιος ο τοίχος εξαφανίζεται.

Όπως ο Αλεξανδρινός Αιμιλιανός Μονάη του Καβάφη, έτσι και ο επαρχιώτης Άρης Τόσκας (με την ουλή σαν στίγμα στο πρόσωπο, σαφής υπαινιγμός για την καλά κρυμμένη διαφορετικότητα των ανθρώπων) κατασκευάζει μια “πανοπλία” για να εξοικειωθεί με τον ρόλο του Ιάγου, για να αποτινάξει το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον κατατρύχει από παιδί, για να νιώθει σημαντικός και κοινωνικά αποδεκτός από τους συναδέλφους του, χωρίς να έχει «φόβον ή αδυναμία». Σαν τον καβαφικό Αλεξανδρινό, ο Άρης θα καταφέρει να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα καταφέρει να αντέξει την κακοποιητική συμπεριφορά του σκηνοθέτη και τον φθόνο των συναδέλφων του, θα καταφέρει να τον προσέξει η Αντιγόνη, η «Δυσδαιμόνα» της παράστασης, αλλά στο τέλος… άραγε θ’ αντέξει; Πάντως, η μαγική και συνάμα γοητευτική έλξη της μάσκας καθιστά αδύνατη την αποκόλλησή της. Ο άνθρωπος τη συνηθίζει, η μάσκα είναι πλάσμα ζωντανό και σαν βδέλλα απομυζά το αίμα και τη ζωτικότητα των οργάνων του, μέχρι να μείνει ένα άδειο σακί. Θέλει ευψυχία άλλωστε η αναμέτρηση με τον καθρέφτη. «Έβγαλα τη μάσκα και στον καθρέφτη κοιτάχτηκα» λέει ο Φερνάντο Πεσόα. «Είδα το παιδί που ήμουν εδώ και πολύ καιρό… / Αυτό είναι το πλεονέκτημα / το να ξέρεις τη μάσκα να βγάζεις».

Η «τέλεση» της παράστασης που δίνουμε σε διάφορες φάσεις της ζωής μας και καθημερινά η έγνοια μας να σκηνοθετούμε το εικονιστικό μας υποκείμενο στα κοινωνικά δίκτυα, για να προβάλουμε στους άλλους ένα διαφορετικό κάθε φορά προσωπείο κι έτσι να κρύψουμε τις ανθρώπινες ατέλειές μας και τις περιοχές που φοβόμαστε να φωτίσουμε –πού να αντέξουμε τον πόνο–, τελικά καταργεί την ίδια την ιδιότητα του προσώπου που το χαρακτηρίζουν τρία κύρια χαρακτηριστικά: η μοναδικότητα, η ετερότητα και η αναφορικότητα. Άλλωστε, η εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας είναι επίπονο άθλημα όσο κι αν μας βοηθά ενίοτε η ψυχανάλυση. Και η κατάληξη; Η ζωή να μοιάζει με μια διαρκή πρόβα θανάτου, μια πρόβα που δεν προοιωνίζεται καμιά ευτυχή πρεμιέρα, καθώς η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος, και το χειροκρότημα αντικαθίσταται από γιουχαΐσματα.

«Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε/ ν’ ανασάνεις/ ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου/ μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει», γράφει ο Σεφέρης αναζητώντας εναγωνίως το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα σε έναν ξέφρενο χορό μεταμφιεσμένων –στην περίπτωσή μας στους συντελεστές του «Κεντρικόν», οι οποίοι, όπως διαπιστώνουμε, φορούν τις δικές τους “μάσκες” ο καθένας, όχι λιγότερο αποτροπιαστικές από τη μάσκα του Άρη Τόσκα.

Ο Δούσος είναι μετρ όχι μόνο της πλοκής αλλά και της οικοδόμησης χαρακτήρων. Στην αφηγηματική εργαλειοθήκη του βρίσκονται όλα τα αναγκαία σύνεργα τα οποία ξέρει πώς να τα χειριστεί, δίχως να δίνει την εντύπωση μιας κούφιας επίδειξης αφηγηματικών τεχνοτροπικών δυνατοτήτων. Στην περίπτωσή του ισχύει το γνωστό: «Τα πουσάτια (εργαλεία) κάνουν τον μάστορα και ο τεχνίτης τα σύνεργα». Αν ο Πικάσο με το γνωστό έργο του «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» –έργο επαναστατικό και αμφιλεγόμενο– εγκαταλείπει την τρισδιάστατη προοπτική για χάρη ενός δισδιάστατου πεδίου απεικόνισης, παρόμοια και ο συγγραφέας με την πριμιτιβιστικού χαρακτήρα μάσκα θέλει να πλάσει ένα χαρακτήρα που στερείται βάθους, ένα φιλόδοξο ηθοποιό που είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή του για να ανταποκριθεί στον ρόλο που του αναθέτει ο σκηνοθέτης της παράστασης, οι “ανώνυμοι” σκηνοθέτες της ζωής μας που επιδιώκουν να μας μετατρέψουν σε πιόνια μιας Ιστορίας που δεν πρόκειται ποτέ να γίνει δική μας, κι ας έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε οι πρωταγωνιστές.

Διαβάζοντας την Τέλεση του Δούσου, άθελά μου εισέβαλλαν στο μυαλό μου άλλα κείμενα, ποίησης και πρόζας, τα οποία έχουν παρόμοια θεματική, ή μυθοπλαστικοί χαρακτήρες που μου θύμιζαν τον Άρη Τόσκα. Είναι κάτι που μας συμβαίνει τις περισσότερες φορές και, νομίζω, είναι πάντα θετικές αυτές οι υπόγειες διασυνδέσεις. Ωστόσο, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, όσο προχωρούσε η ανάγνωση τόσο περισσότερο είχα την αίσθηση ότι διάβαζα σε μυθιστορηματική ανάπτυξη ένα απόσπασμα του Γιάννη Ρίτσου από τη θεατρικών διαστάσεων Φαίδρα (Τέταρτη Διάσταση, Κέδρος, 1956-1972, Τόμος ΣΤ’, σ. 308):

Τι φταίμε, αλήθεια, για όλα τούτα; Ποιος τα θέλησε έτσι;
Όχι, πάντως, εμείς. Ανυπόφορες, θέ μου, κι οι νύχτες κι οι μέρες. Το πρωί,
μόλις ξυπνήσουμε (πιο κουρασμένοι απ’ όσο πριν απ’ τον ύπνο) η πρώτη κίνησή μας,
πριν ακόμη πλυθούμε, πριν πιούμε τον καφέ μας, ν’ απλώσουμε το χέρι
να πάρουμε απ’ το κομοδίνο το στεγνό μας προσωπείο
να το εφαρμόσουμε σαν ένοχοι στο πρόσωπό μας
άλλοτε με αλευρόκολλα ή ψαρόκολλα, άλλοτε
με τη γλοιώδη εκείνη κόλλα που κολλούν τα πετσιά οι τσαγκαράδες. Κι όλη μέρα

να νιώθεις την κόλλα να ξεραίνεται, να ξεκολλάει
κομμάτια κομμάτια απ’ το δέρμα σου· να μη σε αγγίζει κατευθείαν
το φως, ο αέρας, το νερό, ένα χέρι ή το δικό σου χέρι· κι από πάνω
να ’χεις το φόβο μήπως ξεκολλήσει ολόκληρο το προσωπείο
από μια αθέλητη σύσπαση χαμόγελου· μην πέσει
μέσα στο πιάτο σου με το κοκκινιστό κοτόπουλο, ακριβώς την ώρα
που λες «καθόλου δεν πεινώ»· μη και φανεί
ολόγυμνη η άγρια σου πείνα, η αστείρευτη πείνα.

Αυτό το ξεκόλλημα της μάσκας το νιώθουμε πάντα
όχι τόσο απ’ τα έξω όσο από τα μέσα
σα μια χρυσή μασέλα στο στόμα μας — κι όλο φοβόμαστε μήπως μας πέσει
αυτή η μασέλα που δεν μας αφήνει να κραυγάσουμε είτε να γελάσουμε, κρατώντας
την έκφρασή μας στο κοινό κι αρμοστό μέτρο. Ευλογημένη ας είναι· — τι να πούμε;

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

«Και τότε κεραυνοβολήθηκα. Όλοι οι επιβάτες γύρισαν τα κεφάλια τους και με κοίταξαν κάνοντας μια ανεπαίσθητη κίνηση σαν ραντάρ που εντόπισαν τον στόχο τους. Μόνο που δεν είχαν ανθρώπινο πρόσωπο. Φορούσαν μάσκες. Γύψινες θεατρικές μάσκες σαν εκείνες που ήταν κρεμασμένες στο εργαστήρι της Μάγιας. Ημιτελείς μάσκες, ουδέτερες και τρομακτικές μέσα στη λευκότητά τους. Καλούπια με μαύρα στόματα και σκοτεινές οπές για μάτια, χάσματα με βάθος απροσμέτρητο, πηγάδια που ρουφούσαν τον χώρο και τον χρόνο. Με έπιασε τρόμος. Έκανα να φύγω. Αλλά οι πόρτες του οχήματος έκλεισαν με πάταγο, όπως το στόμα φαφούτη γέρου. Με ένα τράνταγμα το λεωφορείο ξεκίνησε» (σσ. 256-257).

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Mohammad Barrangi. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

202076882 scaled

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *