Ραμόνια, σπεύδω να θυμίσω, λέμε στο ιστολόγιο τα παρακούσματα σε τραγούδια, όπως το «με βιολί σαν του Ροβιόλη», που ακούνε πολλοί αντί για το «με βιολί, σαντουροβιόλι» που έγραψε ο Κ. Φέρρης στο τραγούδι του Ξαρχάκου. Τα ραμόνια είναι λέξη που την έχω πλάσει εγώ, το πώς και το γιατί θα το δείτε στο τελευταίο από τα δυο-τρία άρθρα που έχουμε γράψει για το θέμα.
Στο ιστολόγιο ασχολούμαστε επίσης με τα τυπογραφικά λάθη και έχουμε γράψει και ειδικό άρθρο, και όχι μόνο μια φορά, για την Αυτού Μεγαλειότητα τον Δαίμονα –το τελευταίο εδώ.
Στο σημερινό άρθρο θα συνδυάσουμε αυτά τα δυο θέματα, παίρνοντας αφορμή από μια πρόσφατη ανάρτηση του φίλου Γιάννη Χάρη στο Φέισμπουκ. Μου άρεσε πολύ ιδίως το πρώτο από τα περιστατικά που αφηγείται, αλλά ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι κατά τύχην μπόρεσα στο αρχείο που έχω να βρω τεκμηρίωση, δηλαδή το απόκομμα της εφημερίδας!
Βλέπετε, πολλές φορές ακούμε ή διαβάζουμε για πολύ διασκεδαστικά τυπογραφικά λάθη, χωρίς όμως τεκμηρίωση. Για παράδειγμα, έχω ακούσει να διηγούνται δεκάδες φορές την ιστορία με τον ποιητή που έγραψε τον στίχο
τι μ’ ωφελούν τα μάτια μου;;;
Ο διορθωτής, βλέποντας τα τρία ερωτηματικά στο χειρόγραφο, σημείωσε δίπλα: Βγάλ’τα!
Και βέβαια, τελικά τυπώθηκε:
Τι μ’ ωφελούν τα μάτια μου; Βγάλ’τα!
Πολύ αστείο, αλλά δεν ξέρω αν είναι αληθινό ή μπεντροβάτο, διότι έχει περάσει στο φολκλόρ του σιναφιού κι έτσι κυκλοφορεί με διάφορες παραλλαγές. Θα μου πείτε, έχει τόση σημασία αν όντως συνέβη; Εδώ οι γνώμες διίστανται, πάντως εγώ χάρηκα που βρήκα την επιβεβαίωση των αναμνήσεων του Γιάννη Χάρη σε δύο περιπτώσεις.
Παραθέτω την ανάρτησή του και στη συνέχεια γράφω και δυο-τρία ακόμα δαιμονικά ραμόνια από άλλες πηγές.
Το σπασμένο τηλέφωνο
«Προ τεσσαρακονταετίας», θα μπορούσε να είναι ο τίτλος, και μεταφέρω, δροσιστικό κοκτέιλ, απολαυστικά δαιμονικά έργα. Νοέμβρης 1983, ό,τι είχε ανακοινωθεί το Νόμπελ λογοτεχνίας, που δόθηκε στον Γουίλλιαμ Γκόλντινγκ, συγγραφέα του «Άρχοντα των μυγών», όπως κυκλοφορούσε στα ελληνικά από το 1981. Εποχή προκατακλυσμιαία τεχνολογικά, ίδρωναν οι δημοσιογράφοι πάνω από ’να σταθερό τηλέφωνο, μες στη βαβούρα της εφημερίδας –ας είμαστε λοιπόν και λίγο επιεικείς, όσο θα το διασκεδάζουμε απ’ την άλλη. «Ποιος είναι πάλι αυτός, τι στο καλό έχει γράψει;» φαντάζομαι την ερώτηση, «Τον Άρχοντα των μυγών» θα ήταν η απάντηση, σπασμένο το τηλέφωνο, και στα Νέα τυπώθηκε: «Ο άρχοντας Πον Μπιγιόν», ενώ στην Ελευθεροτυπία: «Ο άρχοντας του Μπιγιόν»!
[Και για του λόγου το αληθές, το σχετικό απόκομμα των Νέων, με τον Πον Μπιγιόν στην τρίτη στήλη. Όπως βλέπετε, το μόνο που δεν θυμόταν ακριβώς ο Γιάννης Χάρης ήταν ο μήνας που έγινε το συμβάν]
Χριστούγεννα του ’80, στα «Βιβλία της χρονιάς» ο Γιώργος Λαζάνης προτείνει το «Αν βρω γης» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, όπως παραμορφώθηκε από τηλεφώνου το σωστό: «Ανδρόγυς»!
Εδώ δεν μπορεί να ξέρει κανείς από ποια πλευρά λειτούργησε το σπασμένο τηλέφωνο. Είπε δηλαδή Ανδρόγυς ο Γ.Λ. και άκουσε ο δημοσιογράφος «Αν βρω γης»; Ή συνέβη το αρκετά συχνό, να ρώτησε δηλαδή ο Γ.Λ. τίποτα φίλους: «Πείτε, ρε παιδιά, κάνα καινούριο βιβλίο, που με ρωτάνε απ’ την τάδε εφημερίδα…», είπαν εκείνοι «Ανδρόγυς», κτλ.
Ανάλογη είναι η περίπτωση, την ίδια χρονιά, στο Βήμα, της Μελίνας Μερκούρη και του Ιάκωβου Καμπανέλη, που δήλωσαν και οι δύο ότι μελετούν το βιβλίο «του αξέχαστου Στρατή Τσίρκα» (έτσι και στις δύο αναγραφές) «Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία», εννοώντας ( ; ) προφανώς το βιβλίο του Κώστα Αξελού.
Ήταν όμως και ο κοινός δαίμων, που έγινε Μπόμπος στην «Αυγή», και στη νεκρολογία του Ιταλού ελληνιστή Φίλιππο Μαρία Ποντάνι (1913-83), από τον τίτλο ως την τελευταία αράδα, Πουτάνι τον ανέβαζε, Πουτάνι τον κατέβαζε.
Η συνέχεια στις εφημερίδες μας!
ΥΓ. Ένα από τα καλύτερα, μιλώντας πάντα για σπασμένο τηλέφωνο, το αλίευσε παλιά στην «Αυγή» ο Παντελής Μπουκάλας. Κάποια εκδήλωση ήταν, μιλούσαν διάφοροι, μαζί και ο διευθυντής τότε του «Βήματος» Χάρης Μπουσμπουρέλης. Απ’ το τηλέφωνο, είπαμε, οι πληροφορίες, κάποιος είπε «και ο Χ. Μπουσμπουρέλης», και ο έρμος ο συντάκτης έγραψε το απαράμιλλο: «ο Χίμπους Μπουρέλης»!
Aυτά από τον φίλο Γιάννη Χάρη, με την ανάλογη τεκμηρίωση.
Μπορούμε άραγε να προσθέσουμε άλλα παρακούσματα που κατάφεραν να τυπωθούν σε έντυπα (ή, στον καιρό μας, σε ιστοσελίδες), δηλαδή άλλα δαιμονικά ραμόνια;
Ασφαλώς θα υπάρχουν πολλά. Ας πούμε, το Μαντάτο Ριλό. Το 2013, ο τότε υπουργός Αντώνης Μανιτάκης είχε κάνει μια τοποθέτηση στη Βουλή που δημοσιεύτηκε σε ιστότοπο ως εξής:
Η περιουσία του δημοσίου είναι δύο ειδών: Η ιδιωτική περιουσία του δημοσίου και η δημόσια περιουσία του δημοσίου. Εδώ πρόκειται για παραίτηση από την ιδιωτική περιουσία του δημοσίου και δεν πρόκειται για παραίτηση από τη δημόσια περιουσία. Αυτή, άλλωστε, εξαιρείται ρητά από την ίδια τη ρήτρα, που λέει ότι δεν υπάγεται σε αυτό τον περιορισμό ό,τι απαγορεύεται από διατάξεις του αναγκαστικού δικαίου. Είναι το λεγόμενο «Μαντάτο Ριλό». Είναι κλασική έκφραση. Άρα, δεν αφορά τα πολιτιστικά αγαθά, δεν αφορά ό,τι ανάγεται στα δημόσια κτήρια, δεν αφορά ό,τι αποτελεί δημόσια περιουσία.
Τι είχε συμβεί; Όπως μπορείτε να δείτε με περισσότερες λεπτομέρειες στο άρθρο που είχαμε γράψει τότε, ο κ. Μανιτάκης είπε «είναι το λεγόμενο Mandatory Law», το αναγκαστικό δίκαιο. Αν έλεγε «το λεγόμενο στα αγγλικά» μάλλον θα απέφευγε ο δημοσιογράφος (ή ο πρακτικογράφος; ) την πατάτα.
Μια και είπα για πρακτικογράφο, κλείνω μεταφέροντας τρία αστεία παραδείγματα από παρακούσματα στα πρακτικά των αγορεύσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τη δεκαετία του 1980, όπως τα διηγήθηκε ο συνάδελφος Μάνος Πεκλάρης. Αυτά δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ, διότι τα πρόλαβαν οι συνάδελφοι που επιμελούνταν την έκδοση των πρακτικών των αγορεύσεων. Θνησιγενή μαργαριτάρια, σαν κι αυτά που πνίγουμε όσοι επιμελούμαστε μεταφράσεις (και γενικά κείμενα).
Μια φορά λοιπόν, ο μακαρίτης Τάκης Λαμπρίας, ο οποίος έσερνε κάπως τις καταλήξεις των λέξεων, είχε πει «Εξέπνευσε ομαλά» -το οποίο απομαγνητοφωνήθηκε ως «Εξέπνευσε ο Αλλάχ». Σε μια άλλη περίπτωση, το «Ο τρώσας και ιάσεται» κάποιου βουλευτή μετατράπηκε σε: «Ο τρώσας και η άσχετη», ενώ κάποιος άλλος είχε πει «σαδομαζοχιστικό», που αποδόθηκε «σαν Δομάζο χυστικό» (!)
Όπως είπα, αυτά τα πρόλαβε η επιμέλεια και δεν τυπώθηκαν, οπότε δεν υπάρχει απόδειξη ότι υπήρξαν, όπως υπάρχει για τον Πον Μπιγιόν, αλλά τα βρίσκω πολύ αστεία. Πείτε τα μπεντροβάτα, αν θέλετε!