cebfceb9 cf87ceb1cebbceb1cf83cebfcf87cf8ecf81ceb7ceb4ceb5cf82 ceaccebbcebbcebf ceb1cf80cf8ccf83cf80ceb1cf83cebcceb1

Εκλογές σήμερα, και όπως είχα κάνει το 2019 σκέφτηκα και σήμερα να βάλω ένα λογοτεχνικό κείμενο με εκλογικό χρώμα, τα τρία πρώτα κεφάλαια από την πασίγνωστη νουβέλα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Οι χαλασοχώρηδες» που ακριβώς έχει θέμα της τα εκλογικά ήθη στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, τότε που ψηφιζαν μόνο οι άντρες, με σφαιρίδιο σε ατομικές κάλπες. Στις εκλογές συμμετείχαν μεμονωμένοι υποψήφιοι, κάποτε σε άτυπους συνδυασμούς, οι δε τοπικοί κομματάρχες αγόραζαν  και πουλούσαν τις ψήφους.

Το διήγημα είναι εκτενές -θα μπορούσαμε να  το χαρακτηρίσουμε «νουβέλα». Δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολι, σε συνέχειες, τον Αύγουστο του 1892. Ο Παπαδιαμάντης δίνει στη νουβέλα του τον υπότιτλο «Μικρά μελέτη», και πράγματι σε κάποια σημεία της εκθέτει και τις απόψεις του -με τη βοηθεια του άλτερ έγκο του, του «πτωχαλαζόνος» Λέανδρου Παπαδημούλη. Διάλεξα τα τρία πρώτα κεφάλαια.

Να θυμίσω ότι για τους Χαλασοχώρηδες έχουμε δημοσιεύσει παλιότερα μελέτη του φίλου μας Μάκη Πασχαλίδη. Η νουβέλα έχει διασκευαστεί επανειλημμένα  για το θέατρο, ενώ μπορείτε επίσης  να την ακούσετε όπως τη διαβάζει ο Νίκος Κουλαμάς.

Το κείμενο έχει πολλές ιδιωματικες λέξεις. Όποιος έχει απορία, ας ρωτησει στα σχόλια. 

ΟΙ ΧΑΛΑΣΟΧΩΡΗΔΕΣ

ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗ

Α’

Ἀφοῦ περιῆλθον ὅλα τὰ μαγαζεῖα τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς, ὅπου ἔπιον ὄχι ὀλίγον εἰς ὑγείαν καὶ τῶν δύο ἀντιπάλων μερίδων, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος καὶ ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους κατήντησαν καὶ εἰς τὸ μικρὸν καπηλεῖον τοῦ Δημήτρη τοῦ Τσιτσάνη, ὅπου εἰσελθόντες ἀπῄτουν ἀπὸ τὸν οἰνοπώλην νὰ τοὺς κεράσῃ. Ἀλλ᾽ ὁ κάπηλος ἵστατο συλλογισμένος, καὶ ἠρνεῖτο ἀποτόμως νὰ κεράσῃ, λέγων ὅτι, κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο, δὲν εἶχε σκοπὸν νὰ τὸ κάμῃ φόρα* πρὸς χάριν κανενός, διότι ἄλλοτε, ὁποὺ εἶχε φανῆ φιλότιμος μὲ τὸ παραπάνω, τὴν εἶχε πάθει στὰ γερά. Διότι, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν εἰς τὰ δύο κόμματα, τοῦ ἔταζαν «φούρνους μὲ καρβέλια», δώσαντες αὐτῷ οὐχὶ πλείονας τῶν εἴκοσι δραχμῶν μετρητά, ἀπέναντι καθὼς τοῦ εἶπαν, καὶ παρακινήσαντες αὐτὸν νὰ ἐξοδεύσῃ κι ἀπ᾽ τὴ σακκούλα του ὅσα θέλει, ἄφοβα, διότι θὰ πληρωθῇ μέχρι λεπτοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν λογαριασμὸν ὃν ἤθελε παρουσιάσει. Τότε αὐτὸς πιστεύσας «ἐξανοίχθηκε» κ᾽ ἐξώδεψε ἰδικά του λεπτά, παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατοστάρικο· ἀλλὰ μετὰ τὰς ἐκλογάς, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας (τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἠρέσκετο νὰ ὀνομάζῃ σήμερον «ὁ Λάμπρος ὁ Φαταούλας») ἔκαμε πὼς δὲν τὸν ἐγνώριζε καὶ τοῦ ἐγύρισε τὲς πλάτες. Ποῦ ἐπερίσσευε τραμποῦκος* ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν δόντια, κατάλαβες, γιὰ νὰ φᾶνε κ᾽ οἱ ἄλλοι, οἱ παραμικροί; Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας κι ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος κι ἄλλοι μερικοί, πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ λαδιά*, στὸ μούχτι*… κ᾽ ἠξεύρουν πῶς νὰ κυνηγοῦν τὸ πλιάτσικο. Ἔχουν, βλέπεις αὐτοί, οἱ διαβόλοι, τὸν τρόπον νὰ τὰ κάμνουν πλακάκια. Ἂν ἐρωτᾷς κι ἀπὸ κοντραμπάντες* κι ἀπὸ μπουκλούκια*… κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βγάλῃ πλώρη μαζί τους. Εἶναι εἰς ὅλα πρῶτο νούμερο. Ἀλλ᾽ ὅταν μίαν φορὰν καῇ ἡ γούνα ἑνὸς ταβερνάρη, ἑνὸς καφετζῆ ἢ ἑνὸς μικρομπακάλη (δὲν σοῦ λέγω, εἶναι ἄλλοι ποὺ καίονται στὰ πολιτικὰ κι ἔχουν κρεμασμένο διὰ τὰς ἐκλογὰς τὸ ζουνάρι τους… κ᾽ εἶναι πάλιν ἄλλοι ποὺ ξεύρουν μὲ τρόπο καὶ τὰ καταφέρνουν, παίρνοντες λεπτὰ κι ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε τὸ ἓν πότε τὸ ἄλλο, κ᾽ ἐβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολὺ βλὰξ θὰ εἶναι ἂν τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν κοροϊδέψουν καὶ δευτέραν φοράν.

Τοιαύτας θεωρίας ἐξέφερεν ὁ Δημήτρης ὁ Τσιτσάνης, ἀρνούμενος νὰ κεράσῃ τοὺς δύο φίλους, οἵτινες εὐθυμότατοι εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸ καπηλεῖόν του. Ἀλλὰ δὲν ἦσαν καὶ διψασμένοι. Ἦτο ἑσπέρα ἤδη καὶ ἀπὸ τῆς δείλης εἶχον περιέλθει τὸ ἥμισυ τῆς πολίχνης, παντοῦ κερνώμενοι καὶ πίνοντες. Ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος ἤρχισε νὰ παραδίδῃ μάθημα ἐκλογικῆς ὀρθοφροσύνης εἰς τὸν κάπηλον, λέγων ὅτι, αὐτὸς ὁποὺ τοῦ θέλει τὸ καλόν του, λυπεῖται νὰ τὸν βλέπῃ νὰ πηγαίνῃ πάντοτε ὡσὰν τὸν κάβουρα, καὶ τοῦτο ἕνεκα ἀδικαιολογήτου παραξενιᾶς. Τὸ νὰ μὴ θέλῃ «νὰ τὸ κάμῃ φόρα» νομίζει ὅτι εἶναι δι᾽ αὐτὸν τὸ συμφορώτερον;

Κάθε ἄλλο· ἐξ ἐναντίας, μὲ τοῦτο ἐμπνέει δυσπιστίαν καὶ εἰς τὰ δύο κόμματα, καὶ ἕνεκα τούτου δὲν ἀποφασίζουν νὰ δώσουν χρήματα εἰς ἕναν ἄνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», ὅστις θέλει νὰ κάμνῃ τὸν ἀνεξάρτητον, χωρὶς νὰ ξεύρῃ καλὰ-καλὰ τί πρᾶγμα εἶναι ἀνεξαρτησία. Ἐνῷ ἂν ἀποφασίσῃ νὰ κηρυχθῇ θερμός, ἢ καὶ χλιαρός, ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, τότε, ἐνῷ τοῦ κόμματος τούτου θὰ ἐφελκύσῃ ἀσφαλῶς τὴν ἐμπιστοσύνην, δὲν εἶναι παράξενον νὰ προκαλέσῃ κολακείας καὶ φιλοφρονήσεις καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ὁποίου θὰ προσπαθήσουν μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν κάμουν νὰ τὰ γυρίσῃ, ἢ θὰ πασχίσουν τοὐλάχιστον νὰ τὸν μετριάσωσιν. Ἐὰν θέλῃ μάλιστα νὰ πάρῃ λεπτὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ὁ ἀσφαλέστερος τρόπος εἶναι νὰ κηρυχθῇ φανερὰ ὑπὲρ τοῦ ἑνός. Δὲν παίρνει παράδειγμα ἀπ᾽ αὐτόν, καὶ ἀπὸ τὸν φίλον του τὸν Γιάννην τῆς Κ᾽σάφους; Ἐνῷ ἄλλοι φανατίζονται, καὶ «χαλνοῦν τὴ ζαχαρένια τους» καὶ χολοσκάνουν, αὐτοὶ οἱ δύο, «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα ὑγιοῦς ἐκλογικῆς φιλοσοφίας εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ἀνήκοντες εἰς δύο ἀντίπαλα καὶ μέχρι καταστροφῆς πολεμοῦντα ἄλληλα κόμματα, περνοῦν μὲ γέλοια καὶ μὲ χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, εὐωχούμενοι, εἰς ὑγείαν ὅλων τῶν ὑποψηφίων, εὐλόγως θέτοντες τὴν φιλίαν των ὑπεράνω τῶν κομμάτων. Καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον «τὸ ἔχουν δίπορτο». Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσῃ, θὰ εἶναι φίλοι καὶ οἱ δύο, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. «Ὅποιος γάιδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι».

Τοιαῦτα πρακτικῆς ἠθικῆς διδάγματα ἔδιδεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος εἰς τὸν Δημήτρην τὸν Τσιτσάνην. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὰ πλεῖστα εἶχεν ἀκούσει τὴν προτεραίαν παρὰ δικολάβου τινός, ὅστις τὰ ἀνέπτυσσε πρὸς τοὺς φίλους του. Ὁ κάπηλος τὸν ἤκουε σείων τὴν κεφαλήν, λέγων ὅτι αὐτὰ τὰ ἤξευρε πρωτύτερα ἀπ᾽ ἐκεῖνον. Ἀλλ᾽ εἶναι μεγάλη διαφορὰ νὰ εἶναί τις ἀγωγιάτης ἁπλῶς ἢ ξωμερίτης*, ὅπως αὐτοὶ οἱ δύο, ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχῃ μαγαζί. Διότι πρέπει νὰ τηρῇ τις καὶ κάποιαν ἀξιοπρέπειαν, «νὰ φυλάγῃ τὴν θέσιν του», ἂν θέλῃ νὰ μὴ ξεπέσῃ «στὴν παρακατινὴ σκάλα*». Οἱ δύο φίλοι τὸν ἤκουον μειδιῶντες, οὐδόλως προσβαλλόμενοι διότι τοὺς ὑπεβίβαζε. Μόνον ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους τελευταῖον εἶπεν ὅτι «δὲν τοῦ γεμίζει τὸ μάτι κι αὐτὸς καὶ τὸ μαγαζί του». Ὁ κάπηλος ἐπειράχθη τότε, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ὀνειδίζῃ σκληρῶς, ἀλλ᾽ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος, μὲ ἀτάραχον μειδίαμα, τοῦ εἶπεν ὅτι «ἂν θέλῃ νὰ ἔχῃ μαγαζί, πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ κοιλιὰ σὰν τὸ μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα ἀπ᾽ τὸ μαγαζί του».

Ἐνταῦθα ἦτο ἡ λογομαχία, καὶ ὁ κάπηλος εἶχεν ἀνάψει τὴν λάμπαν, διότι εἶχε νυκτώσει ἤδη, ὅταν εἰσῆλθε κομματικὴ ὁμὰς ὁδηγουμένη ἀπὸ τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν, ἐκεῖνον ὃν ὁ Τσιτσάνης ὠνόμαζε Φαταούλαν. Ἦτο ἀνὴρ μεγαλόσωμος, ὡραῖος, μετ᾽ ἐπιτηδεύσεως ἐνδεδυμένος, φιλοφρονέστατος καὶ μελιχρὸς τοὺς τρόπους.

Ἅμα εἰσελθών, διέταξεν ἓξ μαστίχες διὰ τοὺς μεθ᾽ ἑαυτοῦ, εἶτα ἐλθὼν ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς τοῦ καπήλου, καὶ ἤρχισε νὰ τοῦ κρυφομιλῇ καὶ νὰ τὸν κατηχῇ. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἀφοῦ τοῦ εἶπε πολλά, καὶ ὁ οἰνοπώλης τοῦ ἀπήντα μόνον διὰ κατανεύσεων τῆς κεφαλῆς, ἐπέστρεψε πάλιν πρὸς τὴν τράπεζαν, περὶ ἣν εἶχε στρωθῆ ἡ παρέα του, καὶ διέταξεν ἐκ νέου μαστίχες.

Ἐπλήρωσεν ἐν κρότῳ δεκαρῶν τὰ ποτά, εἶτα ἀπευθύνας τὸν λόγον πρὸς τὸν Κωνσταντὴν τὸν Καλόβολον, ὅστις ἵστατο παράμερα μὲ τὸν φίλον του Γιάννην τῆς Κ᾽σάφους:

―Ἔ! τί ἔχουμε, Κώστα;… Πῶς πάει τὸ κόμμα σας; 〈εἶπε〉.

― Ποιὸ κόμμα μας, κὺρ Λάμπρο; ἀπήντησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος· τὸ κόμμα μας εἶναι τὸ κόμμα σας.

― Τί; εἴμαστε ἀπὸ ἕνα κόμμα;

― Δὲν τὸ ξέρετε;

― Τότε, πῶς δὲν ξεχωρίζετε ἀπ᾽ τὸ Γιάννη τὸν φίλον σου;

―Ἡ φιλία φιλία, καὶ τὸ κόμμα κόμμα.

― Ἂς εἶναι τέλος πάντων, ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ ψυχή σας. Πίνετε ἀπὸ μιὰ μαστίχα;

― Ἀπό ᾽να κρασὶ… ἂν μᾶς κεράσετε.

Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰσῆλθεν εἰς τὸ καπηλεῖον καὶ ἄλλη ὁμὰς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου κόμματος.

―Ἐβίβα! Καλὴ ἐπιτυχία.

Οἱ δύο φίλοι συνέκρουσαν τὰ ποτήρια κ᾽ ἔπιον.

Ἡ νεωστὶ εἰσελθοῦσα ὁμὰς διέταξε καὶ αὐτὴ ποτά.

Ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ὁμάδος ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μεσῆλιξ, μελαγχροινός, εὔθυμος, ἀστεῖος.

― Ἄ! ἐδῶ εἶστε σεῖς, ποὺ βυζαίνετε ἀπὸ δυὸ μαννάδες;

― Τὸ καλὸ ἀρνί, κὺρ Μανώλη, ἀπήντησεν ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, τρώει ἀπὸ δυὸ προβατίνες.

Ὁ Μανώλης διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοὺς κεράσῃ, καὶ τότε ἔπιον εἰς ὑγείαν τοῦ κόμματος τὸ ὁποῖον ἐξεπροσώπει ὁ Μανώλης. Μὲ τοιαύτην τακτικὴν ἐκαλοπερνοῦσαν εἰς τὰς ἐκλογὰς οἱ δύο ἀγαπημένοι φίλοι. Εἶχον δὲ πίει τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὄχι ὀλίγα εἰς βάρος ἀμφοτέρων τῶν κομμάτων. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος ἐγερθεὶς μετέβη ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ὅπως εἶχε κάμει πρὸ μικροῦ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ εἰς τὸ οὖς τοῦ καπήλου. Τὸ λογιστήριον ἐκεῖνο, φαίνεται, ὡμοίαζε κάπως μ᾽ ἐξομολογητήριον φραγκοκκλησιᾶς, ὅπου μία μία εἰσερχόμεναι ἐλαφρύνουσι τὴν συνείδησίν των αἱ κομψοπρεπεῖς μετανοοῦσαι. Ἀφοῦ δὲ τοῦ εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ τοῦ εἴπῃ, ταπεινῇ τῇ φωνῇ, ἐνῷ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας δὲν ἔπαυσε νὰ τοὺς κοιτάζῃ μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐπιστρέψας εἰς τὴν θέσιν του ὁ Μανώλης, ἠθέλησε νὰ κουρδίσῃ ὀλίγον τοὺς δύο φίλους.

―Ὅλα καλά, τοὺς εἶπε, μὰ ἐσεῖς οἱ δύο τὸ καταλαβαίνετε ποὺ μᾶς κοροΐδεύετε ὅλους, ἢ ὄχι;

― Ἀλήθεια! ἐπεβεβαίωσεν ἀπὸ τῆς πέραν τραπέζης καὶ ὁ ἡγέτης τῆς ἄλλης ὁμάδος, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ὅστις ἠγάπα πάντοτε νὰ εἶναι φιλόφρων πρὸς τοὺς ἀντιπάλους· ἀλήθεια· μᾶς κοροϊδεύετε.

Οἱ δύο φίλοι, μόλις κρατούμενοι εἰς τοὺς πόδας των, ἤρχισαν νὰ διαμαρτύρωνται θορυβωδῶς.

―Ὄχι! μά τὸ φῶς μου, κὺρ Μανώλη…

― Μά τὴν ἀγάπη μας, κὺρ Λάμπρο…

―Ἔτσι νὰ ἔχω καλὰ γεράματα.

― Νὰ χαρῶ τὸ στέφανό μου! κουμπάρε.

Καὶ λέγοντες ἐστράφησαν ὁ εἷς πρὸς τὴν τράπεζαν περὶ ἣν ἦτο συγκεντρωμένη ἡ ὁμὰς τοῦ Λάμπρου, ὁ ἕτερος πρὸς τὴν ἄλλην τράπεζαν περὶ ἣν ἐκάθηντο οἱ σύντροφοι τοῦ Μανώλη, στρέφοντες πρὸς ἀλλήλους τὰ νῶτα, χειρονομοῦντες ὑπερμέτρως ὡς ἀδέξιοι ὑποκριταί, ἀνοίγοντες τὰς ἀγκάλας πρὸς περίπτυξιν τῶν δύο ἀρχηγῶν τῶν κομματικῶν ὁμάδων.

― Ἂν θέλετε νὰ σᾶς πιστέψουμε ὅτι δὲ μᾶς κοροϊδεύετε, εἶπεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, πρέπει ἢ ν᾽ ἀποκόψετε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, αὐτὲς τὲς ἡμέρες ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, ἢ…

― Αὐτὸ θὰ εἶναι σκληρὰ καταδίκη δι᾽ αὐτούς, εἶπε γελῶν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.

―Ἤ, τοὐλάχιστον, ἐξηκολούθησεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ μᾶς δώσετε τώρα ἀμέσως ἀπόδειξιν ὅτι ἐνδιαφέρεσθε εἰλικρινῶς καὶ ὁλοψύχως, ὁ ἕνας σας ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, ὁ ἄλλος ὑπὲρ τοῦ ἄλλου.

― Παίρνω ὅρκο, εἶπεν ὑψῶν τὴν χεῖρα ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.

― Κ᾽ ἐγὼ παίρνω ὅρκο, εἶπε καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.

― Οἱ ὅρκοι εἶναι σήμερο τὸ φθηνότερο πρᾶμα, εἶπε σαρκαστικῶς ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.

― Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, κουμπάρε, εἶπεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.

― Τί νὰ τὸν κάμω τὸ λόγο σου, κουμπάρε; εἶπεν ὁ Μανώλης, καλύτερα εἶχα νὰ μοῦ ἔδινες τὰ παλιὰ τὰ τσαρούχια σου.

Ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους, κύψας, ἔλυσεν ἀπὸ τῶν ποδῶν τὰ πέδιλα, καὶ ὀρθωθεὶς σοβαρῶς τὰ προσέφερεν εἰς τὸν Μανώλην.

― Πάρ᾽ τα, κουμπάρε!

Τὰ ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ εἶτα, γυμνόπους, ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν νὰ ἐξέλθῃ.

Ὅλοι ἐγέλασαν πρὸς τὸ σκηνικὸν τοῦτο τοῦ κραιπαλῶντος, ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης τὸν ἀνεκάλεσεν.

―Ἔλα δῶ, κουμπάρε!

Ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, ἐπιστρέψας, ἐστάθη ἐνώπιον τοῦ Μανώλη.

― Εἰς τοὺς ὁρισμούς σου, κουμπάρε.

― Θέλω, εἶπε, νὰ μᾶς δώσητε ἀπόδειξιν ἀναμφισβήτητον τῆς πίστεώς σας εἰς τὰ δύο κόμματα.

― Τί ἀπόδειξιν;

―Ἰδού, εἶπεν ὁ Μανώλης, ἀπευθυνόμενος μᾶλλον πρὸς τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν, δὲν εἶναι ἀληθὲς πώς, ὅ,τι ἐπιθυμεῖ κανείς, ἐκεῖνο καὶ πιστεύει;

― Δηλαδή; εἶπεν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.

― Δηλαδή, δὲν βλέπομεν πολλάκις δύο ἀνθρώπους νὰ στοιχηματίζουν μεγάλα ἢ μικρὰ ποσά, δι᾽ ἓν πρᾶγμα τοῦ ὁποίου ἄδηλος εἶναι ἡ ἔκβασις, πιστεύοντες καὶ ὁ εἷς καὶ ὁ ἄλλος ὅτι θὰ γίνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπιθυμοῦν;

― Καθώς, λόγου χάριν, εἰς τὰς ἐκλογάς, σὰν καλὴ ὥρα, εἶπεν ο Λάμπρος ὁ Βατούλας, ὁποὺ βάζουν στοίχημα ὅτι θὰ βγῇ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον θέλει ὁ καθένας.

―Ἴσα ἴσα! εἶπεν ὁ Μανώλης. Λοιπόν, δὲν εἶναι καλὸ νὰ βάλουν οἱ δυό τους, τώρα μπροστά μας, ἕνα στοίχημα;

― Σὰν τί στοίχημα;

― Νὰ στοιχηματίσετε, σύ, κουμπάρε Γιάννη, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ δικό μας τὸ κόμμα, καὶ σύ, Κωνσταντή, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ ἄλλο κόμμα.

―Ἐγὼ βάζω τὸ γάιδαρό μου! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.

― Κι ἐγὼ τὸ βόδι μου! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.

―Ὁ γάιδαρός σου ἂς ἔχῃ ζωή, κουμπάρε Γιάννη, καὶ τὸ βόδι σου σοῦ χρειάζεται διὰ νὰ ζήσῃς, Κωνσταντὴ Καλόβολε. Μόνον ἀρκεῖ νὰ βάλετε κάτι τι ποὺ νὰ τρώγεται, ποὺ νὰ μασιέται εὔκολα, γιὰ νὰ ξεφαντώσῃ ὅλο τὸ ἀσκέρι, ποὺ καλῶς ἀνταμωθήκαμε ἐδῶ, καλή μας ὥρα, ὅταν θὰ γίνουμε φίλοι μετὰ τὰς ἐκλογάς. Ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, δὲν ἔχεις, θαρρῶ, δυὸ προβατίνες κ᾽ ἕνα κριάρι;

― Τὰ θυσιάζω! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους. Γιὰ τὸ χατίρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι* γίνομαι!

― Κι ἐγώ, γιὰ τὴν ἀγάπη σου, κὺρ Λάμπρο! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.

― Δὲν εἶν᾽ ἀνάγκη νὰ θυσιάσῃς τὲς προβατίνες, κουμπάρε Γιάννη, τὸ κριάρι μᾶς ἀρκεῖ.

― Βάζω τὸ κριάρι! εἶπεν ὁ Γιάννης.

― Κ᾽ ἐγὼ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες ποὺ ἔχω, εἶπεν ὁ Κωνσταντής.

― Λοιπὸν σύμφωνοι· ἂν κερδίσωμεν καὶ τοὺς δύο βουλευτὰς ἡμεῖς, ἐσύ, Καλόβολε, θὰ βάλῃς τὰ τέσσαρα ζευγάρια κόττες, κι ἂν κερδίσουν οἱ ἄλλοι, ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, θὰ θυσιάσῃς τὴν προβατίνα. Ἐὰν ὅμως βγάλουμε ἀπὸ ἕνα βουλευτὴν τὰ δύο κόμματα, τότε ἔχεις κέρδος, ἐσύ, κουμπάρε, τὴν προβατίνα σου, γλυτώνεις κ᾽ ἐσύ, Κωνσταντή, τὲς κόττες σου.

― Σύμφωνοι!

Ἔδωκαν τὰς χεῖρας καὶ ἀπεχωρίσθησαν.

Β’

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, Τρίτην τῆς ἑβδομάδος, πέντε ἡμέρας πρὸ τῆς ἐκλογῆς, περὶ τὴν ὀγδόην ὥραν, ὁ Λάμπρος Βατούλας ἤναψε μετὰ τὸ δεῖπνον τὸ φαναράκι του, καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ τρεῖς ἢ τέσσαρας φίλους ἐξῆλθεν εἰς ἐπισκέψεις κατ᾽ οἴκους πρὸς ψηφοθηρίαν. Διῆλθον διὰ τῆς ἀγορᾶς, καὶ εἶτα, δι᾽ ἀνωφεροῦς δρομίσκου, ἐβάδισαν ἀνερχόμενοι εἰς τὴν ἄνω λαϊκὴν συνοικίαν. Μόλις ἐπροχώρησαν ὀλίγα βήματα, καὶ δευτέρα συνοδία, μετὰ φανοῦ καὶ αὐτή, προέβαλε κατόπιν των ἀνερχομένη. Ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος μὲ τὴν παρέα του, ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα. Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας εἶχε «τὰ μάτια τέσσερα», ἀλλ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἠσχολεῖτο αὐτὸς καὶ ἀπησχόλει καὶ τοὺς φίλους του, ἐνῷ ἐβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν πρὸς αὐτοὺς ἱστορίαν. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἀφοῦ εἶχε κάμει λεπτὰ εἰς τὸ Κάιρον, ἐμπορευόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη ὡς ἀλευράς, κατ᾽ ἄλλους ὡς φουρνάρης, ἔφθασε μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα του, πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, καὶ τὸ εἶχεν ἀπόφασιν, νὰ πολιτευθῇ. Ἐφαίνετο μορφωμένος, εἶχεν ἰδεῖ κόσμον, τὸν ἐγνώριζεν αὐτὸς παιδιόθεν, καὶ πρὸ ἡμερῶν, ὅτε μετέβη εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, ἀνενέωσε τὴν γνωριμίαν. Ὁ νεοφερμένος ἀπὸ τὴν ξενιτείαν εἶχεν αἰσθήματα, ἐξέφερε γενικὰς σκέψεις περὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, «ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα». Δὲν ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἀλικιάδην, ὅστις ἐπολιτεύετο χάριν τῶν δημοσίων ἔργων, οὔτε μὲ τὸν Γεροντιάδην, ὅστις ἐξελέγετο βουλευτὴς διὰ τὸ καλὸν τῆς πατρίδος. Ἦτον ἀφελὴς τοὺς τρόπους, καὶ ἔτι ἀφελέστερος τὰς ἰδέας. Ἤθελε νὰ πολιτευθῇ «γιὰ δόξα». Εὐκαιρία λαμπρά. Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος, καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάντζους. Δὲν ἠμποροῦσες νὰ τοῦ βγάλῃς λεπτὰ οὔτε μὲ τὸ δόλωμα οὔτε με τὸ «παρασούβλι»*. Δὲν ἔδιδε πέντε χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ λάβῃ δέκα. Ἑβραῖος σωστός. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος ἦτο ἀγαθός, «ψυχαράκι*, ὁ καημένος». Πῶς ἐφαίνετο ὅτι ἤρχετο ἀπὸ μακριά! Σωστὸς Κελεπούρης! Εἶχε παραδάκια καλά, παιδιὰ-σκυλιὰ τίποτε. «Ἐφυσοῦσε»*. (Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας συνώδευε δι᾽ ἐλαφροῦ φυσήματος ὡς καὶ διὰ προστριβῆς τοῦ ἀντίχειρος ἐπὶ τοῦ δείκτου, ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ φαναρίου τὴν λέξιν: «Φυσάει, φυσάει!») Ποῦ θὰ τὴν εὕρισκαν ἄλλην φορὰν τοιαύτην εὐκαιρίαν; Τὸν παλαιὸν καιρόν, οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ κατήρχοντο σύνδυο εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔκαμναν κολληγιές. Ἐπειδὴ ὅμως ἑκάστοτε ὁ ἕτερος τῶν συνδυαζομένων ἢ οἱ στενώτεροι τῶν περὶ αὐτόν, ἑκόντος ἢ ἄκοντος αὐτοῦ, παρεσπόνδουν κ᾽ ἔκρινον καλὸν νὰ μαυρίσουν τὸν σύντροφον, δίδοντες ἀποκλειστικὴν εἰς τὸν ἰδικόν των, ἐξέλιπεν ἡ ἐμπιστοσύνη, καὶ οἱ συνδυασμοὶ ἐξέπεσαν κατὰ μικρὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν, ἑωσότου ὁλοσχερῶς κατηργήθησαν. Τώρα ὁ καημένος ὁ Γιαννάκος, ἐπειδή, καθὼς σᾶς εἶπα, ἔρχεται ἀπὸ μακριά, ἐζήτησεν ἐν τῇ ἀθωότητί του νὰ συνδυασθῇ μὲ τὸν Ἀλικιάδην, καὶ ὁ τσιφούτης προθύμως τὸν ἐδέχετο. Ἄλλοι ὅμως πονηρότεροί του τοῦ ἄνοιξαν τὰ μάτια, κ᾽ ἔτσι ὁ συνδυασμὸς ἐναυάγησε. «Τόσο τὸ καλύτερο γιὰ μᾶς, παιδιά». Ἂν ὁ συνδυασμὸς κατηρτίζετο, ὁ Ἀλικιάδης θὰ διεύθυνε τὸ οἰκονομικὸν μέρος, καὶ θὰ τοῦ ἔτρωγε τὰ λεπτὰ χωρὶς νὰ τοῦ δώσῃ ψήφους. Τώρα ὅμως ὁ Χαρτουλάριος θὰ διεπραγματεύετο ἀπ᾽ εὐθείας πρὸς αὐτούς (ἐκτὸς ἂν τὸν ἥρπαζε τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μὲ τοὺς ἰδικούς του, ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος θὰ εἶχε τὸν νοῦν του), κ᾽ εὔκολα, ἤλπιζε, θὰ τὸν ἔβαζαν στὸ χέρι. Ἂν ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ δώσουν καμμιὰ ἑκατοστὺ ψήφους (ἐκεῖνος βουλευτὴς δὲν θὰ ἔβγαινε, κι ἂς τὸ εἶχε σίγουρο, μόνον γιὰ τὸ ὀνόρε*) ἀπὸ κείνους τοὺς σμιγούς*, τοὺς φθηνούς, ποὺ θὰ τοὺς ἀγόραζαν πρὸς 4-5 δραχμὰς τὸ κομμάτι, καὶ θὰ τοῦ τοὺς ἐπουλοῦσαν πρὸς 15, ἂς εἶναι καὶ πρὸς δέκα δραχμάς, χαρὰ στὴν τύχην τους! Ἀφοῦ εἶπε τοιαῦτά τινα ὁ Λάμπρος εὐθὺς προσέθηκε: «Τάχα ὁ λόγος τὸ λέει, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινούς… Ἄ! ὁ Μανώλης, ναί, ἐκεῖνος εἶναι γι᾽ αὐτὲς τὲς δουλειές».

Συγχρόνως ἀνήρχετο κατόπιν των ἡ ἄλλη συνοδία, καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐν τῶ μέσῳ ἱστάμενος, ἔλεγε ταπεινῇ τῇ φωνῇ, μὲ ἀλληγορικάς, ὡς συνήθιζε, φράσεις: «Αὔριο, παιδιά, πέφτει τὸ μεγάλο ψάρι… Νά ᾽χετε τὸ νοῦ σας… Μὴ μᾶς 〈τὸ〉 φάῃ τὸ θεριό (κ᾽ ἐδείκνυεν ἑκατὸν βήματα ἀπωτέρω, διὰ μέσου τοῦ σκότους, περὶ τὴν κινουμένην ἀμυδρὰν λάμψιν τοῦ προπορευομένου φανοῦ, τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν μὲ τὴν συνοδίαν του). Νὰ πιάσουμε τὰ πόστα… Μὴ μᾶς φάῃ τὸ ψάρι ὁ γαλιός*… Ὣς τὸ μεσημέρι ὁ ροφὸς ἀριβάρει (νὰ πάρουμε, ὡς-τὰ-χωρατά, μιὰ βάρκα, νὰ πεταχτοῦμε ὣς τὰ νησιά, νὰ κάμουμε καρτέρι)… ροφὸς ἑφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… Θὰ πέσουν καὶ κάτι συναγριδάκια, δὲ σᾶς λέω… Μὰ βάρδα ἀπ᾽ τὸ σκυλόψαρο (κ᾽ ἐδείκνυε τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν). Διπλὲς ἀπετουνιές, τριπλᾶ παραγάδια… μὲ χονδροὺς φελλοὺς καὶ μὲ μολυβῆθρες πενηντάρικες… Καὶ τὰ μάτια σας τέσσερα… Νὰ στέκεσθε ἀ-ρόδο*, νά ᾽χετε ἀ-πρόντο*, καὶ τὶς πράγκες* καὶ τὰ καμάκια… καὶ τὸ σηπιογυάλι ἕτοιμο… γιατὶ ἀλλοιῶς δὲ βγαίνει λαδιά». Εἶτα ὁ Μανώλης προσέθηκεν: «Ἂς εἶναι, ἡμεῖς τέτοιοι δὲν εἴμαστε… Μὰ ἔπρεπε κάτι τι νὰ γίνῃ, στὸ πεῖσμα ἐκείνου τοῦ θεριοῦ, ἐκείνου τοῦ σκυλόψαρου!»

Οἱ περὶ τὸν Μανώλην ἐγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ἀκούοντες καὶ ἅμα προυχώρουν, ὥστε παρ᾽ ὀλίγον ἔφθασαν τὴν πρώτην συνοδίαν, ἧς τὰ μέλη ἠκροῶντο τὰς λεπτομερεῖς καὶ σπουδαίας ἀνακοινώσεις τοῦ Λάμπρου, κ᾽ ἐκοντοστέκοντο, καὶ πάλιν ἐβάδιζον. Τότε εἷς τῶν πέντε, ἀκούσας βήματα, ἐστράφη, καὶ εἶδε τὴν δευτέραν συνοδίαν, καὶ τὴν ὑπέδειξεν εἰς τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ, οὗτοι δὲ ἐτάχυναν τὸ βῆμα.

Εἰσῆλθον πρῶτον, ὁ Λάμπρος καὶ δύο τῶν σὺν αὐτῷ, εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικοῦ, ἔχοντος τρεῖς υἱοὺς ἐκλογεῖς, οἱ δὲ λοιποὶ δύο τῆς συνοδίας ἔμειναν εἰς τὸ προαύλιον, ὡς καραούλι. Ἐκ τῆς ἄλλης συντροφίας, ὁ Μανώλης καὶ δύο ἄλλοι ἀνέβησαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ζυγαράκια, ἔχοντος τέσσαρας υἱοὺς καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ἀνεψιῶν, ὅλους ψηφοφόρους, δύο δὲ καὶ ἐκ τῆς συνοδίας ταύτης ἔμειναν ἔξω τῆς θύρας βιγλίζοντες. Δεύτερον ἀνέβησαν οἱ περὶ τὸν Λάμπρον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οἱ δὲ περὶ τὸν Μανώλην εἰσῆλθον εἰς τὴν καλύβην τοῦ Μαλλιοδήμου τοῦ αἰγοβοσκοῦ. Ἀκολούθως ἐπεσκέφθησαν καὶ ἄλλας οἰκίας, κατὰ τὴν αὐτὴν πάντοτε τακτικήν, δύο ἐξ ἑκατέρας συνοδίας μενόντων πάντοτε ὡς οὐραγῶν ἔξω τῆς θύρας ἢ κάτω τῆς λιθίνης κλίμακος. Ἦτο δὲ ὀγδόη ἢ δεκάτη ἑσπέρα αὕτη, καθ᾽ ἣν ὁ Μανώλης καὶ ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν αὐτῶν ἢ ἄλλων ὀπαδῶν δὲν ἔπαυσαν ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας τῶν χωρικῶν καὶ ψηφοθηροῦντες. Παντοῦ ἐλάμβανον κ᾽ ἔδιδαν λιπαρὰς διαβεβαιώσεις καὶ ὑποσχέσεις δαψιλεῖς, τόσον χορταστικάς, ὥστε εἷς τῶν μετὰ τοῦ Μανώλη, συνοδεύσας αὐτὸν πολλὰς ἑσπέρας εἰς τοιαύτας ἐκδρομάς, ἀλλὰ πρώτην φορὰν ἐφέτος βλέπων ἐκλογάς, καθόσον ἦτο ναυτικὸς καὶ συνήθως ἀπεδήμει, ἔλεγεν εὔπιστος, οἰκτείρων τῆς ἀντιθέτου μερίδος τοὺς τόσους δρόμους:

― Τί χαλνοῦν τὰ παπούτσια τους; Τώρα πιὰ οἱ ψῆφοι μᾶς περισσεύουν!

Ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περὶ τὰ τοιαῦτα, ἔσεισεν οἰκτιρμόνως τὴν κεφαλὴν καὶ τοῦ εἶπε:

― Ἄχ! δὲ ξέρεις παιδί μ᾽, ἀπ᾽ αὐτά. Τὸ ψάρι, ἐνῷ θαρρεῖς ὅτι τὸ κρατεῖς, ἔξαφνα γλιστράει καὶ φεύγει. «Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος* εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ».

Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν δύο συντρόφων του ἀνέβησαν εἰς τοῦ γέροντος πορθμέως μπαρμπα-Διοματάρη, εἰς καλύβην ἀνώγεων μετὰ μικροῦ σοφᾶ*, ὅπου εὗρον τὸν γηραιὸν ναυτικὸν καθήμενον, ἂν καὶ ἦτο θέρος ἤδη, παρὰ τὴν ἑστίαν, καπνίζοντα ἐλεεινὸν καπνὸν μὲ τὴν πίπαν του, καὶ θερμαίνοντα τὰς δύο κνήμας, ὧν ἡ μία εἶχε παγώσει πρὸ ἐτῶν εἰς τὸν Δούναβιν, καὶ ἐρεθιζομένη ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὸν καθίστα ἀνίκανον πρὸς ἐργασίαν. Ἡ γραῖα ἐπαιδεύετο νὰ βράσῃ δύο ἢ τρία σκορπιδάκια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε φέρει ὁ γέρων, ἀργὰ φθάσας τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ τὴν μικρὰν βάρκαν του ἐκ τῆς ἡμερησίας ἀνὰ τὸν λιμένα ἐκδρομῆς. Ὁ Λάμπρος ἐκάθισεν ἐπί τινος παλαιοῦ κιβωτίου μὲ γλυφὰς καὶ μὲ καρφία διατεθειμένα πρὸς κόσμον εἰς ρόμβους καὶ εἰς σταυρούς, οἱ δὲ δύο ἀκόλουθοί του ἐκάθισαν ἐπί τινος κουλουριασμένου τριχίνου σχοινίου, χρησίμου εἰς τὴν ἁλιευτικήν. Παραγάδια καὶ δίκτυα ἐπὶ κονταρίων ἡπλωμένα ἐκρέμαντο ἀπὸ τὸν χθαμαλὸν ὄροφον ἕως τὸ δάπεδον. Ὅλα καὶ τὸ σχοινίον καὶ τὸ κιβώτιον, καὶ τὰ κιλίμια, καὶ ἡ ψάθα, καὶ οἱ μύστακες τοῦ μπαρμπα-Διοματάρη, καὶ τὸ φουστάνι τῆς γραίας του, ὅλα ἐμύριζαν ψαρίλες.

Ὁ Λάμπρος ἤρχισε νὰ ἐξηγῇ τὸν σκοπὸν τῆς ἐπισκέψεώς του, λέγων ὅτι, τὴν φορὰν ταύτην, ἐπὶ τέλους εὑρέθη ἄνθρωπος νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν φτώχεια καὶ νὰ ἔβγαζαν βουλευτὴν τὸν Ἀλικιάδην, θὰ ἔκαμναν χρυσῆ δουλειά, διότι, αὐτός, ὁ Ἀλικιάδης, ἦτον φιλότιμος, καὶ εἶχε νὰ ζήσῃ, καὶ δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ διορίσῃ εἰς θέσεις τοὺς ἀνεψιούς του καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ ἂν ἔβγαινε βουλευτής, θὰ ἐφρόντιζεν ἀποκλειστικῶς γιὰ τὴν φτώχεια. Δὲν ὡμοίαζε μὲ καμπόσους ἄλλους, «ὄνομα καὶ μὴ χωριό». Καὶ ὁ Λάμπρος δὲν εἶχεν ἀμφιβολίαν ὅτι, αὐτὴν τὴν φοράν, ὁ μπαρμπα-Διοματάρης θὰ ἔδιδεν ἀποκλειστικὴν τὴν ψῆφόν του εἰς τὸν Ἀλικιάδην.

Αὐτὰ τὰ εἶπεν ἐντέχνως ὁ Λάμπρος, ἐλπίζων νὰ εὕρῃ τὸν σφυγμὸν τοῦ γέροντος ναυτικοῦ. Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, ὡς νὰ ἐζήτει ἀφορμὴν νὰ ξεσπάσῃ, ἤρχισε νὰ διηγῆται διὰ μακρῶν τί τοῦ εἶχε συμβῆ κατόπιν τῆς ἄλλης ἐκλογῆς, καθ᾽ ἣν εἶχε δώσει ψῆφον εἰς τοὺς ἀντιθέτους.

… Εἶχεν ὑπάγει εἰς τὸν Γεροντιάδην πρὸ τῆς διαλύσεως τῆς Βουλῆς, φέρων ὅλα τὰ ἔγγραφά του, τὰ χαρτιά του, τὰ πιστοποιητικά του. Αὐτὸς ὅμως ἀγρὸν ἠγόρασε. «Ποῦ σ᾽ εἶδα, ποῦ σὲ ξέρω;» Δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχον, ἐπὶ τέλους; Ποίαν ὑποχρέωσιν εἶχε νὰ τρέχῃ δι᾽ ὅλες τὲς παλιοκαϊάσσες*, ὅσοι ἐζήτουν νὰ πάρουν σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ἀπομαχικόν; Αὐτός, ὅσους ψήφους ἐπῆρε, τοὺς εἶχεν ἀγοράσει ἀκριβά. Ὅλους πληρωμένους. Ἕνα ἐκλογέα δὲν ἄφησε ἀπλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικῶς μὲ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ὅσους ψήφους, τόσα διπλᾶ τάλληρα, ἢ ὅσους ψηφοφόρους, τόσα δεκάρικα. Ἀνάγκην αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ σκοτίζεται, νὰ συναλλάσσηται ἀπ᾽ εὐθείας μὲ ἕνα ἕκαστον τῶν ἐκλογέων. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐκεῖνος ἔλυνε κ᾽ ἔδενε, ἐκεῖνος ἔμβαζε κ᾽ ἔβγαζε. Καὶ εἰς τὸ τέλος τοῦ λογαριασμοῦ ἀκόμη, οἱ ψῆφοι ἔβγαιναν ὀλιγώτεροι ἀπὸ τὰ δεκάρικα. Ἄρα καὶ πολλοὶ πληρωμένοι τὸν εἶχαν μαυρίσει. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὡς τετραπερασμένος ποὺ ἦτον, τὰ ἐμβάλωνε λέγων, ὅτι πρέπει νὰ ξεπεσθοῦν ἀπὸ τὸν λογαριασμὸν τόσα δεκάρικα, ὅσα ἐπῆγαν εἰς γενικὰ ἔξοδα, ἢ καὶ εἰς κεράσματα ἀκόμη, μὴ ἀρκέσαντος τοῦ κονδυλίου τοῦ εἰδικοῦ. Τέλος πάντων, ὅ,τι ἔγινεν ἔγινεν, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιτυχίαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ πληρώσῃ λεπτὸν παραπάνω. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλ᾽ ἤθελε νὰ μὴ χάσῃ καὶ τὴν ἡσυχίαν του. Εἶχεν ἐξοφλήσει, ὡς ἐνόμιζεν. Ἐπῆρε χιλίους ἑκατὸν ψήφους κ᾽ ἐξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδοῦλες σωστές. Τοῦ ἦλθε σχεδὸν ἀπὸ ἕνδεκα δραχμάς, κατ᾽ ἀκριβολογίαν ἀπὸ δέκα καὶ ἐνενῆντα ἓν λεπτὰ παρὰ ἓν κλάσμα, ἡ ψῆφος. Δὲν ἐξελέχθη αὐτὸς βουλευτὴς διὰ νὰ τρέχῃ διὰ τὲς δουλειὲς τῶν ἐκλογέων, καθὼς ἄλλοι, ἐξελέχθη διὰ τὰ γενικὰ συμφέροντα τῆς ἐπαρχίας. Καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔθνους ὅλου. Τί λέγει τὸ Σύνταγμα; «Ἕκαστος βουλευτὴς ἀντιπροσωπεύει ὅλον τὸ ἔθνος, καὶ ὄχι μόνον τὴν ἐπαρχίαν ἐξ ἧς ἐκλέγεται». Καὶ εὐτυχῶς ἡ προλαβοῦσα Βουλὴ δὲν ἦτο ὡς αἱ προκάτοχοί της, αἵτινες διελύοντο μετὰ ἓν ἔτος ἢ καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας ἀπὸ τοῦ σχηματισμοῦ των. Ἔφαγε τρεῖς σωστὰς συνόδους τακτικὰς καὶ δύο ἐκτάκτους. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ διαλυθῇ, ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους, περὶ τὰ τέλη τῆς Γ´ συνόδου, διελύθη. Κατὰ τὴν πρώτην σύνοδον, ὁ Γεροντιάδης ἐφρόντισε νὰ διορίσῃ εἰς μικρὰς ἢ μεγάλας θέσεις ὅλους τοὺς ἀνεψιούς του, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, καθὼς 〈καὶ〉 δύο ἐξαδέλφους του καὶ τρεῖς δευτέρους ἐξαδέλφους του, ὡς καὶ δύο κουμπάρους, καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ τὸν ἀδελφὸν τῆς ὑπηρετρίας του, καὶ ἄλλους. Κατὰ τὴν δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε νὰ ἀκυρώσῃ δικαστικῶς ὅλα τὰ ἐνοικιαστήρια τῶν οἰκιῶν τῶν ἀντιπάλων του, ὡς δημοσίων γραφείων, καὶ νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν μίαν οἰκίαν του ὡς ἐπαρχεῖον, τὴν ἄλλην ὡς ἑλληνικὸν σχολεῖον, καθὼς καὶ τῆς τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οἰκίας του, τὸ μὲν ἄνω πάτωμα ὡς ἐφορίαν, τὸ δὲ κάτω πάτωμα ὡς λιμεναρχεῖον. Ἔμενεν ἀκόμη τὸ ταμεῖον, τὸ τελωνεῖον καὶ τὸ εἰρηνοδικεῖον, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν εἶχεν ἄλλας οἰκίας ἰδικάς του πρὸς ἐνοικίασιν. Κατὰ τὴν τρίτην σύνοδον ἐπρόφθασε κ᾽ ἔβαλε δύο ἐκ τῶν υἱῶν του ὑποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ᾽ ὃ ἀνομοίου κλίσεως καὶ προορισμοῦ. Ὅσον διὰ τὴν κόρην του, αὐτὴν τὴν εἰσήγαγε, τῇ συναινέσει καὶ τῆς μητρός της, νομίμου συζύγου του, εἰς τὸ «Σκολειὸ τῆς Ἀμαλίας», ὡς ἀσφαλέστερον, μὴ εὑρὼν ἄλλο πρόχειρον παρθεναγωγεῖον ἵνα τὴν εἰσαγάγῃ. Καὶ ἄλλα ἀκόμη θὰ κατώρθωνε, διότι ἡ Βουλὴ ἐκείνη παραδόξως ἐφαίνετο ἔχουσα «μέρες ἀπ᾽ τὸ Θεὸ» διὰ νὰ ζήσῃ. Δυστυχῶς, καὶ παρ᾽ ἐλπίδα, διελύθη, τέταρτον μῆνα τῆς Γ´ συνόδου ἄγουσα.

Γ’

Τοιαῦτα ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὸν Λάμπρον, ὅστις τὰ ἐγνώριζε καλύτερ᾽ ἀπ᾽ αὐτόν, ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ἐνίοτε εἰς τὴν σειρὰν τῆς διηγήσεως ἓν «καθὼς ἔμαθα, καθὼς μοῦ εἶπαν». Τὰ πλεῖστα ὅμως πρὸς συμπλήρωσιν τῆς εἰκόνος τὰ προσέθηκε διακόπτων τὸν γέροντα ἁλιέα ὁ Λάμπρος αὐτός, ὅστις δὲν ἔπαυεν, εἰς τὸ τέλος ἑκάστης περιόδου τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀφηγητοῦ, νὰ κατανεύῃ διὰ τῆς κεφαλῆς ἐπιδοκιμάζων, καὶ προσδοκῶν αἴσιον δι᾽ αὐτὸν τὸ ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ τὸ περιεργότερον ἦτο τὸ πεῖσμα καὶ ἡ ὀξύτης, μεθ᾽ ὧν τὰ ἤρτυεν ὁ μπαρμπα-Διοματάρης. Ἀληθῶς δὲ ὁ Λάμπρος δὲν τὸ ἐπερίμενε, καὶ μεγάλως ἐξεπλάγῃ ὅταν εἰς τὸ τέλος τῆς διηγήσεως ὁ ἀφηγητὴς προσέθηκε:

― Τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους! Ὕστερα, δῶσέ τους ψῆφο. Δὲν πάω οὔτε νὰ ψηφοφορήσω, νὰ μοῦ λένε πὼς μ᾽ ἀγόρασαν.

― Τί λές, μπαρμπα-Διοματάρη; ἀνέκραξεν ὁ Λάμπρος. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν εἶναι ὁ Γεροντιάδης… εἶναι ὁ Ἀλικιάδης, καὶ δὲν ἔχεις νὰ κάμῃς μὲ τὸν Μανώλη τὸν Πολύχρονο, ἔχεις νὰ κάμῃς μ᾽ ἐμένα…

―Ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβε μετὰ πεισμονῆς ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, ἀμεριμνῶν ἂν προσέβαλλε κατὰ πρόσωπον τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν.

― Πῶς, ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβεν ὁ Λάμπρος. Ἡμεῖς δὲν καταδεχόμαστε, μπαρμπα-Διοματάρη, νὰ κάνουμε τὶς δουλειὲς ποὺ κάνει ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.

― Δὲν τὸ καταδιώχνετε*! ἀνεκάγχασε σκληρῶς ὁ τραχὺς ναύτης.

― Ναί, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω ἐγώ. Δὲν μοῦ λές, μπαρμπα-Διοματάρη, στὴν ἄλλη ἐκλογὴ πῆρες παράδες ἀπ᾽ τὸ Μανώλη;

―Ἐγὼ νὰ πάρω παράδες; εἶπε βλοσυρὸς ὁ γέρων πορθμεύς· ἐμένα μοῦ ἔταξαν νὰ βγάλουν τὴν σύνταξή μου.

― Δὲν σημαίνει· ἔκαμες κακὰ νὰ μὴν πάρῃς παράδες.

― Γιατί;

― Γιατὶ ὁ Μανώλης θὰ σὲ πέρασε γιὰ πληρωμένον, αὐτὸ νὰ τὸ ξέρῃς σίγουρα.

― Τώρα τὸ κατάλαβα κ᾽ ἐγώ, καὶ γι᾽ αὐτό, οὔτε ξαναπάω πλιὰ νὰ ρίξω ψῆφο.

― Εἶσαι κουριόζος* ἄνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, ἐστέναξεν ὁ Βατούλας.

― Τὸ ξέρω κ᾽ ἐγώ… Δὲν θὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι σὰν ἐμένα.

― Δὲν ὑπάρχει κανείς… Εἶσαι μοναχός σου… Δὲν ἔχεις ταίρι.

Καὶ ὁ Λάμπρος ἐστέναξεν ἐκ δευτέρου, ἀναλογιζόμενος ὅτι, ἂν ὑπῆρχαν πενῆντα τοιοῦτοι ἐκλογεῖς, μὴ δεχόμενοι χρήματα, ἀλλὰ ὑποσχόμενοι, οὐχὶ ὅπως ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, νὰ ψηφοφορήσουν κατ᾽ εὐχήν, θὰ ἐκέρδιζε καὶ αὐτὸς πενῆντα χάρτινα δεκάδραχμα ἀπὸ μίαν ἐκλογήν. Ἐφθόνει δὲ καὶ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ὅστις ἤξευρε τὸν τρόπον, ὑποσχόμενος εἰς τὸν ἕνα διορισμόν, εἰς τὸν ἄλλον σύνταξιν, εἰς τὸν τρίτον αἰσίαν ἔκβασιν τῆς δίκης, νὰ εὑρίσκῃ ἀπληρώτους ἐκλογεῖς, τοὺς ὁποίους νὰ περνᾷ εἰς τὸ κατάστιχόν του ὡς πληρωμένους.

Ἐν τοσούτῳ δὲν ἀπηλπίσθη νὰ μεταπείσῃ τὸν μπαρμπα-Διοματάρην, καὶ ἠξεύρων ὅτι, ἂν ἐπέμενεν ἀποτόμως κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, θὰ ἐστόμωνε* μόνον τὸ γεροντικὸν πεῖσμα τοῦ χελωνοδέρμου ναυτικοῦ, τὸν ἐκαληνύκτισε δι᾽ ἀπόψε, ἐπιφυλαχθεὶς νὰ ἐπανέλθῃ μετὰ δύο ἑσπέρας.

* * *

Ἀκολούθως ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας μετὰ τῶν συνοδῶν του ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν τοῦ Θανάση τοῦ Τσιρογιάννη.

― Καλῶς τὰ κάνετε*! καλησπέρα, Θανάση μὲ τὴ φαμίλια σου! ἔκραξεν ὁ Λάμπρος μὲ τὴν λιγυρὰν καὶ θωπευτικὴν φωνήν του, καὶ μὲ τὴν μελισταγῆ εὐπροσηγορίαν του.

― Καλῶς τὸν κὺρ Λάμπρο μὲ τὴν παρέα του.

―Ἔ; εἴμαστε γιὰ νά ᾽μαστε*;

― Μὰ βέβαια… Ἐσεῖς δὲν ἐφανήκατε κανένας σας, οὔτε σεῖς οὔτε οἱ ἄλλοι… Εἶπα κ᾽ ἐγὼ μαθέ, γιατί δὲ μοῦ μιλεῖ κανένας;… Νὰ μὴ μ᾽ πῇ κανένας ἕνα λόγο;

― Νά ποὺ ἤρθαμε…

Ὁ οἰκοδεσπότης ὡμολόγει ἀφελῶς ὅτι ἦτο ἕτοιμος νὰ δώσῃ τὸν λόγον του εἰς ἐκεῖνον τῶν κομματαρχῶν, ὅστις πρῶτος θὰ ἔσπευδε νὰ τὸν ἀγκαζάρῃ. Ἠγάπα ὡς φαίνεται τὰς θωπείας, καὶ ἐθεώρει ὡς τιμὴν προσγινομένην αὐτῷ, τὸ νὰ ἔλθῃ τις παρακαλῶν νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ψῆφόν του.

― Ἄλλο σόι ἄνθρωπος αὐτός, εἶπε μέσα του ὁ Λάμπρος Βατούλας. Καλὰ ποὺ πρόφτασα κι ἦρθα… πῶς δὲν τὸ πῆρε μυρουδιὰ ἐκεῖνο τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ ἔρθῃ νὰ μοῦ τὸν πάρῃ!

Ὁ Θανάσης ὁ Τσιρογιάννης προσέφερεν οἶνον καὶ στραγάλια εἰς τοὺς ἐπισκέπτας, ὁ δὲ Λάμπρος τοῦ ἔδωκε παχείας ὑποσχέσεις δι᾽ οἱανδήποτε ἀπαίτησιν καὶ ἂν εἶχεν ἀπὸ τὸν μέλλοντα βουλευτήν, ὅστις ἦτο σίγουρος «μὲ τὸ παραπάνω», καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ γραφεῖόν του, ὅπου εἶναι τὸ ἐκλογικὸν κέντρον, διὰ νὰ τὰ εἰποῦν καλύτερα. Μόλις ἀπῆλθεν οὗτος μετὰ τῶν ἀκολούθων, καὶ ὁ Μανώλης μὲ τοὺς ἰδικούς του ἀνῆλθον εἰς τὴν οἰκίαν.

― Λοιπόν, κουμπάρε, πῶς εἴμαστε;

Ὁ Μανώλης εἶχε συνηθίσει ν᾽ ἀποκαλῇ κουμπάρους σχεδὸν ὅλους, καὶ τοὺς συντέκνους τῶν συμπεθέρων του.

― Τώρα, κουμπάρε, ἔδωσα τὸ λόγο μ᾽.

― Σὲ ποιόνε;

― Στὸ Λάμπρο τὸ Βατούλα… Τώρ-δά, τώρα-δὰ ὅ,τι κατέβηκε… Δὲν ἠξεύρατε νὰ ᾽ρθῆτε μισὴ ὥρα μπροστά;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *