Οι τίμιοι ψεύτες
Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου
Ελευθερία Θάνογλου
ΑΩ εκδόσεις
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Πώς παίζεται το παιχνίδι • Fractal (fractalart.gr)
Πώς
παίζεται το παιχνίδι
Παρακολουθώ την ποίηση της Θάνογλου από την πρώτη της
συλλογή (Πέντε εποχές του κόκκινου,
Πικραμένος, 2017) με τις κόκκινες χρωματικές απολήξεις του έρωτα, αλλά και τις
επόμενες (Αναπαράσταση, Πικραμένος,
2019, και Ο θάνατος των πτηνών, ΑΩ,
2021), όταν η θεματική του θανάτου με τα γκρίζα χρώματα πήρε τη θέση του
αιμάσσοντος ερωτικού στοιχείου, σαν να ήταν μια φυσική συνέχεια. Καθώς η μία
συλλογή διαδεχόταν την άλλη, η ποιήτρια έμοιαζε να ωριμάζει στις αναζητήσεις
της όλο και περισσότερο. Ήταν θαρρώ, σχεδόν αναπόφευκτο, έτσι που συνέδεε
εσωτερικά τις έννοιες, να εστιάσει κάποια στιγμή στην κορυφαία αντίστιξη, αυτή
του κωμικού με το τραγικό, τις δύο όψεις ενός και του αυτού, σε αρμονική
συνύπαρξη. Στην πρόσφατη συλλογή της, με τον τίτλο να υπογραμμίζει τις
φαινομενικά αντιθετικές έννοιες σε σχήμα οξύμωρο (Οι τίμιοι ψεύτες) αλλά και τον υπότιτλο (Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου), παρουσιάζει μια ποίηση που εκκινεί από την υπαρξιακή
θεματική, προχωράει στον πολιτικό προβληματισμό για να εκβάλει «φυσικώ τω
τρόπω» ξανά στο μέγα ερώτημα της ύπαρξης, τη σχέση ζωής και μη-ζωής. Έχει
ενδιαφέρον η «συμφιλίωση» με τη μη-ζωή, όπως μέσα σε πέντε μόλις στίχους
μοιάζουν όλα να έρχονται στη φυσική τους θέση: Αυτή η συνεχόμενη αντίσταση/ στον θάνατο,/ η μη παράδοση στο φυσικό του
τέλους,/ μοιάζει κάποτε με απομάκρυνση/ από τον αρχικό μας ρόλο. («Με την
κίνηση της πέστροφας».
Μια ποίηση που γεφυρώνει τον ιδιωτικό χώρο με τον
κοινωνικό και τον πολιτικό, παραμένοντας αλώβητη στην αρχική της ιδέα: ο
άνθρωπος με τον εαυτό του, με τον χώρο του, με τον χώρο επέκεινα· τελικά, ο
άνθρωπος: Χωρίς συναίσθηση περί
τυφλότητας/ βαδίζουμε ολοένα·/ κι αυτό το δάσος που μέσα του ριχτήκαμε/
μακραίνει κάποτε δραματικά.// Άραγε,/ πούθε τελειώνουν τα δέντρα;/ Πούθε
τελειώνει τ’ ανθρώπου το χνάρι;/ Πούθε τελειώνει ο άνθρωπος;// Τα πεύκα
θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο. («Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν
αρχαίο τρόπο»).
Η Θάνογλου προσεγγίζει την πολιτική φύση του ανθρώπου
χωρίς περιστροφές, χρησιμοποιώντας τα αντιθετικά σχήματα, προκειμένου να φανεί
το καλυμμένο ψεύδος (εκεί που χάριν της επιφανειακής τιμιότητας πλέον
εξαντλούνται όλες οι προφάσεις)· ο τρόπος που αντιμετωπίζει την πολιτική ποίηση
χρειάζεται πότε τον καθαρό λόγο και πότε τον μεταφορικό, συχνά τους δυο μαζί: Οι φυλακές χρειάζονται/ χιλιάδες σίδερα για
να γίνουν// οι πολιτικοί χρειάζονται/ χιλιάδες λέξεις για να πείσουν// τα
νεκροταφεία χιλιάδες μάρμαρα/ για να λαμποκοπά πάνω τους η βροχή.
(«Ανάγκες»).
Και μοιάζει να δείχνει πώς άρχισε το κακό, από ποια
οικογενειακή εστία ακολουθώντας τις στερεότυπες, παγιωμένες αντιλήψεις (και στα παιδιά μας μάθανε πώς παίζεται το
παιχνίδι, «Τυφλόμυγα»), χτίζεται αργά μα σταθερά η υπακοή, η συντήρηση, η
υποταγή, η τυφλότητα, το ψεύδος εν είδει τίμιας και ηθικής στάσης· όλα στην
ίδια ρότα, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας – κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα θελήσει (από απόγνωση
ή από αποκοτιά) να ακροβατήσει σε τεντωμένο σχοινί, χωρίς δίχτυ ασφαλείας: Γεγονός είναι τέλος/ πως το μόνο σχοινί που
διέθετε το σπίτι μου/ για ακροβασίες/ ήταν το σχοινί του κρεμασμένου. («Το
σχοινί»).
Ίσως μόνον η ποίηση μπορεί, έχει τη δύναμη εννοώ, να
μιλήσει αποστομωτικά για όλα αυτά, χωρίς να αναμένει ούτε συναίνεση ούτε
αντίλογο, γιατί όλα τα έχει μέσα της, ακροβατώντας πότε από δω πότε από κει,
εκφράζοντας με κάθε τρόπο το ανείπωτο. Η Θάνογλου το γνωρίζει αυτό, έτσι
κυκλοφορεί ποιητικά στο σκληρό τοπίο με την άνεση της καλής ποιήτριας. Διαλέγω
για το τέλος το έξοχο πεζόμορφο μα σε ποιητικό ρυθμό «Ο διάλογος» που γεφυρώνει
το παράλογο με το λογικό, αναδεικνύοντας ποιο από τα δύο κερδίζει στα σημεία: Είχε τη συνήθεια να παραμιλάει μοναχός του.
Τούτη η συνήθεια δεν τον άφησε ούτε όταν θάβανε τον μικρότερο αδερφό του. Όσοι
το πρόσεξαν κατά τη θλιβερή ώρα της κηδείας, είπαν πως ήτανε βαθιάς στεναχώριας
σύμπτωμα.// Μα ένα αγόρι πεντάχρονο, υποβασταζόμενο από χέρια πατρικά πάνω από
του θανάτου το χωματένιο βάραθρο, κατάλαβε πως για πρώτη φορά ίσως τούτος ο
παράξενος και μισότρελος γι’ άλλους άντρας δεν παραμίλαγε μα είχε ανοίξει
διάλογο με τ’ ‘ανοικτόν στόμα’ του μνήματος, και μάλιστα του εφάνη κάποια
στιγμή πως ο νεκρός σάλευε, γλώσσα ζωντανή, μέσα σε κάκοσμο στόμα.
Στο εξώφυλλο (έργο της Τίνας Κόντογλη, με τον εύγλωττο
τίτλο Inside out) το σκοτεινό
μαυροκόκκινο πρόσωπο, δαιμονικό ή γήινο, ποιος ξέρει, αλήθεια τα όρια ανάμεσα
στα δύο.
Διώνη Δημητριάδου