Πριν από δέκα μέρες, στο περιθώριο του άρθρου για τις απόψεις της καθηγήτριας Μαρίας Ευθυμίου για τη γλώσσα, έγινε στα σχόλια αρκετή συζήτηση για τη λέξη «νοσταλγία» και την ετυμολογία της. Μια και δεν έχουμε αφιερώσει ειδικό σχετικό άρθρο, είπα να γράψω κάτι σήμερα, μια και η ιστορία των λέξεων αυτών είναι αρκετά… νόστιμη. Επίτηδες διαλέγω αυτή τη λέξη, που είναι ετυμολογικά συγγενής.
Εν αρχή ην ο νόστος, βέβαια. Στα αρχαία ελληνικά, νόστος είναι ο γυρισμός στο σπίτι, η επιστροφή στην πατρίδα. Η λέξη απαντά στον Όμηρο, πολύ λογικά, αφού η Οδύσσεια, όπως λέει το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, είναι το έπος του νόστου στην Ιθάκη. Μάλιστα, ήδη στην αρχή του έπους, στον 5ο στίχο, διαβάζουμε πως ο Οδυσσέας πάλεψε για τη ζωή του και για τον «νόστον εταίρων», την επιστροφή των συντρόφων του, αλλά δεν το κατάφερε.
Ο νόστος ετυμολογείται από το θέμα νοσ- που απαντά στο ρήμα «νέομαι» (επιστρέφω). Στην ίδια ετυμολογική οικογένεια ανήκει το όνομα Νέστωρ. Είπαμε πως είναι συχνή στην Οδύσσεια, πχ στη ραψωδία ψ (ψ68) όπου η Πηνελόπη πιστεύει πως ο Οδυσσέας «ώλεσεν νόστον Αχαιίδος» (έχασε το δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα).
Επίσης, Νόστοι ονομάστηκε ένα από τα Κύκλια Έπη, που περιγράφει τα ταξίδια του γυρισμού διάφορων Αχαιών ηρώων στα σπίτια τους. Η δε λέξη «νόστος» πήρε και τη σημασία γενικά του ταξιδιού, όχι ειδικά της επιστροφής.
Νόστιμος είναι αυτός που αναφέρεται στον νόστο, στον γυρισμό. Ήδη στον 9ο στίχο της Οδύσσειας διαβάζουμε πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα έκαναν την αποκοτιά να φάνε τα βόδια του Ήλιου (τι ωραία που το έχει αναδιηγηθεί ο Σεφέρης) κι έτσι αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ, αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Η έκφραση «νόστιμον ήμαρ» είχε λοιπόν τη σημασία «η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα». Η λέξη «νόστιμος» εμφανίζεται στην Οδύσσεια και με τη σημασία «ικανός για γυρισμό» -ας πούμε στο τ85, όπου ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας αναφέρεται στον εαυτό του και λέει ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν, δηλαδή «χάθηκε και γυρισμό πια δεν έχει», δεν μπορεί πια να επιστρέψει.
Η σημασία διατηρείται και στα κλασικά χρόνια, π.χ. στους Πέρσες του Αισχύλου «νόστιμον βλέπω φάος» = το φως του γυρισμού μου βλέπω.
Ωστόσο, από τα ελληνιστικά χρόνια η λέξη «νόστιμος» εμφανίζει και τη σημασία «άφθονος, παραγωγικός» (φέρε δ’ αγρόθι νόστιμα πάντα – όλα σε αφθονία) στον Καλλίμαχο, και μετά τη σημερινή σημασία «εύγευστος», ας πούμε «άπαν το λιπαρόν και νόστιμον» λέει ο Πλούταρχος μιλώντας για τα σύκα. Πώς έγινε αυτή η σημασιακή μεταβολή;
Ο Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης, ο σχολιαστής του Ομήρου, τον 12ο αιώνα την εξηγεί ως εξής:
Ὅτι Ὅμηρος μὲν, ἦμαρ νόστιμον τὸ τῆς οἴκαδε ὑποστροφῆς λέγει. οἱ δὲ μεθ’ Ὅμηρον, καὶ βρῶμα φασὶ νόστιμον, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται. καὶ νόστον δὲ, τὴν ἡδύτητα, διὰ τὸ ἡδὺ τοῦ Ὁμηρικοῦ νόστου
Ο Όμηρος αποκαλούσε «νόστιμον ήμαρ» τη μέρα της επιστροφής στο σπίτι και οι μετά τον Όμηρο αποκάλεσαν «νόστιμο» το φαγητό και λένε «νόστο» και τη γλυκύτητα, επειδή ο γυρισμός στο σπίτι είναι γλυκό πράγμα.
Τα ίδια λέει και το λεξικό Σούδα, που λέει ότι «νόστος» έφτασε να λέγεται ο γλυκασμός των εδεσμάτων επειδή στον Όμηρο τίποτα δεν είναι γλυκύτερο από την επιστροφή στην πατρίδα.
Το λεξικό του Μπαμπινιώτη διακρίνω ότι κρατάει μιαν υπόρρητη επιφύλαξη, αφού δεν λέει ότι η σημασιακή μεταβολή έγινε από τη γλύκα της επιστροφής στην πατρίδα, αλλά ότι ο Ευστάθιος «προσπαθεί να ερμηνεύσει» τη μεταβολή της σημασίας με τον τρόπο που είπαμε. Ωστόσο, δεν έχουμε άλλη εξήγηση.
Αντίθετο του νόστιμος είναι ο άνοστος -που και πάλι αλλιώς ξεκίνησε, αφού αρχικά σήμαινε «αυτός που δεν επιστρέφει». Στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, ω528, «πάντας όλεσαν και έθηκαν ανόστους» (για τους μνηστήρες ο λόγος: θα τους σκότωναν όλους, κανείς να μη γυρίσει στην πατρίδα του). Mάλιστα, στην Οδύσσεια εμφανίζεται και ο τύπος «ανόστιμος» με την ίδια ακριβώς σημασία -πχ στο δ182, κείνον ανόστιμον έθηκεν.
Η λέξη άνοστος κάπως αργότερα εμφάνισε τη σημερινή της σημασία, του μη γευστικού.
Υπήρχε επίσης και η λέξη «εύνοστος» στα αρχαία ελληνικά, που έδωσε στα μεσαιωνικά χρόνια τις λέξεις «έμνοστος» (ευχάριστος) και «πανέμνοστος» (πεντάμορφος, στο θηλυκό: άσπρη, ξανθή, πανέμνοστη –έχουμε γράψει).
Και η νοσταλγία; Η νοσταλγία δεν πλάστηκε στην ελληνική γλώσσα, όπως είπαμε και στο προηγούμενο άρθρο. Τη λέξη την έπλασε στα νεολατινικά, το 1688, ο Ελβετός Johannes Hofer, θέλοντας να μεταφέρει τη γερμανική λέξη Heimweh (Heim = σπίτι, Weh = πόνος), το αίσθημα ψυχικού πόνου που αισθάνονταν οι Γερμανοί ή Ελβετοί μισθοφόροι που όργωναν την Ευρώπη μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους! Ασφαλώς, ο Hofer χρησιμοποίησε ελληνικά δομικά στοιχεία, νόστος και άλγος, αλλά στα ελληνικά λέξη «νοσταλγία» εμφανίστηκε μόλις τον 19ο αιώνα.
Ο Χόφερ, που ήταν φοιτητής τότε, εκπόνησε αυτή τη διατριβή έναν χρόνο πριν από την κύρια διατριβή του, που είχε άλλο θέμα. Όπως βλέπετε στην εικόνα της πρώτης σελίδας της, πιο πάνω, γράφει τη λέξη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ με ελληνικά και κεφαλαία. Αργότερα, το 1710, ξαναεξέδωσε τη διατριβή του, αλλά άλλαξε όρο. Αντί για Νοσταλγία, στην πρώτη σελίδα γράφει Pothopatridalgia. Αργότερα, το 1745, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, έκανε νέα έκδοση, όπου επανέρχεται στον όρο «νοσταλγία» αν και τον γράφει λατινικά, nostalgia.
Στα σημερινά ελληνικά, εκτός από τον νόστο και τη νοσταλγία έχουμε την παλιννόστηση (πάλιν-), το ρήμα παλιννοστώ και τους παλιννοστούντες. Η παλιννόστηση είναι η επιστροφή στην πατρίδα, συνήθως ύστερα από μακρόχρονη απουσία -δηλαδή είναι περίπου συνώνυμο του νόστου. Και για τα αντιδάνεια, μπορούμε να πούμε πως είναι παλλινοστούσες λέξεις.
Ένα κάπως αστείο φαινόμενο, που το έχουμε θίξει παλιότερα στο ιστολόγιο αλλά και το έχει εξετάσει αναλυτικά ο φίλος Γιάννης Χάρης, από το άρθρο του οποίου παίρνω τα όσα ακολουθούν, είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί χρησιμοποιούν τη λέξη «νόστος» όχι σαν λόγιο συνώνυμο της επιστροφής στην πατρίδα, αλλά σαν επισημότερο τύπο της λέξης… νοσταλγία.
Όπως λέει ο Χάρης: Το λάθος αυτό, να χρησιμοποιείται ο νόστος με τη σημασία της νοσταλγίας, είναι αρκετά συχνό, και κυρίως «διαταξικό», το συναντούμε δηλαδή ακόμα και στον ειδικό χρήστη, τον φιλόλογο, τον συγγραφέα, τον επιστήμονα, και μάλιστα –κι έχει σημασία εδώ αυτό!– στον γλωσσαμύντορα και πάντως γλωσσανησυχούντα και κινδυνολογούντα. Από κει και πέρα είναι όχι απλώς αναπόφευκτο αλλά και απολύτως φυσικό να περάσει στην κοινή χρήση.
Εξάλλου, το ότι οι δύο λέξεις λειτουργούν στο ίδιο σημασιολογικό πλαίσιο και σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης και την εδραίωση του λάθους.
Ας δούμε λίγα παραδείγματα, από τα πάρα πολλά που έχει ψαρέψει ο Χάρης.
– «διακατεχόμενος από τον ισχυρό νόστο για την πατρίδα»·
– «μ’ έπιανε πάντα νόστος και επέστρεφα στα μέρη που γεννήθηκα»·
– «ο νόστος των εκεί εργαζομένων μεταναστών»·
– «τους πιάνει μερικούς, όταν κρυώνουν, ένας νόστος για την πιο οικεία αγκαλιά»·
– «δε νιώθω νόστο, αλλά πόνο».
Προφανώς, δεν τους έπιανε «νόστος», νοσταλγία τους έπιανε.
O Xάρης σωστά σχολιάζει:
Άγνωστο, ξαναλέω, αν βρισκόμαστε μπροστά σε επικείμενη σημασιολογική αλλαγή· πάντως, είναι πολλαπλώς ενδιαφέρουσα η περίπτωση, καθώς πρόκειται για «τζάμπα» λάθος, που ξεφύτρωσε, όχι έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο της αναζήτησης μιας πάντοτε λογιότερης έκφρασης. Κι όμως, δεν αποτελεί, διάολε, κάποια παλινορθούμενη αρχαία ή απλώς λογιότερη λέξη στη θέση κάποιας «βαρβαρικής» (όπως είναι η περίπτωση του λαμβάνω αντί για το ξάφνου αποδιοπομπαίο «λαϊκό» παίρνω), δείχνει όμως, φοβούμαι, τη φόρα-κατηφόρα στο δρόμο του εξαρχαϊσμού.
Αυτά γράφτηκαν το 2009. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το μπέρδεμα δεν έχει επικρατήσει, δηλαδή ακόμα λέμε για νοσταλγία και είναι λιγοστά τα «με πιάνει νόστος», αλλά και δεν έχει εξαφανιστεί. Και η κ. Ευθυμίου άλλωστε, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, είχε πει σε ραδιοφωνική συνέντευξη ότι η λέξη νοσταλγία: Αποτελείται από δυο όρους, τον ”νόστο”, δηλαδή την επιθυμία να επιστρέψεις σε κάτι από το παρελθόν που αγαπάς και ιδίως στον τόπο σου….
Αμ, κυρία καθηγήτριά μου, νόστος δεν είναι η επιθυμία να επιστρέψεις, είναι η επιστροφή!
Οπότε δεν είναι εντελώς περιττό το σημερινό άρθρο.