ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΖΟΡΜΠΑΣ
Πράσινη πέτρα
ωραιοτάτη
SOLOÚP
Εκδόσεις Διόπτρα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Soloúp: «Νίκος Καζαντζάκης: Ζοrμπάς, πράσινη πέτρα ωραιοτάτη» (diastixo.gr)
Η αναμέτρηση με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, έτσι κι
αλλιώς είναι απαιτητική, είτε γράφει κάποιος γι’ αυτό είτε το διαβάζει.
Σκέφτομαι ότι η γενιά η δική μου διάβαζε τα έργα του Καζαντζάκη από την πρώιμη
εφηβική ηλικία (ακόμη και τα δυσκολότερα), με αποτέλεσμα από κάποια στιγμή και
μετά να θεωρήσουμε δεδομένη, κατακτημένη πλέον τη σχέση μας με τη σκέψη του,
ακόμη και να αμφισβητήσουμε τη δραστική του επιρροή στους νεότερους και πολύ
περισσότερο αδιάφορους για την έντυπη (και όχι μόνο) λογοτεχνική γραφή. Οι
εκδόσεις Διόπτρα αποφάσισαν να επανασυστήσουν στο αναγνωστικό κοινό (ή να
γνωρίσουν για πρώτη φορά) όλα τα έργα του σπουδαίου διανοητή, με νέες
προσεκτικά επιμελημένες εκδόσεις.
Η έκπληξη ήταν όταν πρότειναν, ανάμεσά τους να βρει
ιδιαίτερη θέση η μορφή ενός graphic
novel. Δοκιμασμένος με επιτυχία στο απαιτητικό αυτό είδος ο
Αντώνης Νικολόπουλος (γνωστότερος ως Soloúp), ανέλαβε την αναμέτρηση με το θηρίο, τον «δράκο» Ζορμπά,
τον ήρωα του βιβλίου Βίος και πολιτεία
του Αλέξη Ζορμπά. Το αποτέλεσμα, μια έξοχη νέα αφήγηση, που (ευτυχώς)
μοιάζει τεχνηέντως να αγνοεί όλα τα «κλισέ» γύρω από τον ήρωα. Γιατί, φυσικά,
το γνωρίζει όποιος πέρα από την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη θέλησε να
εντρυφήσει στο ίδιο το βιβλίο, ο Ζορμπάς δεν είναι το «συρτάκι» (αυτό το επινοημένο
και κακοποιημένο, fantaisie χασάπικο της ταινίας), που στοίχειωσε από τότε και
μέχρι τώρα ό,τι ελληνικό βγήκε στη διεθνή αγορά, ούτε βέβαια, αντιπροσωπεύει
τον Έλληνα των τουριστικών φαντασιώσεων.
Στο graphic
novel του Soloúp, ο Ζορμπάς
συνυπάρχει με το «αφεντικό», τον Καζαντζάκη, όπως ακριβώς και στο βιβλίο, στην
αρχική ιδέα του συγγραφέα, σε μια διαρκή αντιπαράθεση/ανταλλαγή σκέψεων, σε μια
αλληλεπίδραση από τις πιο σημαντικές στη λογοτεχνία. Ο διανοούμενος, από τη
μια, που προσπαθεί να κατανοήσει την πηγή της δύναμης, να ανακαλύψει την ουσία
της ζωής, ερευνώντας και αναλύοντας τον απλό άνθρωπο. Από την άλλη, αυτός ο
απλός εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, να απευθύνει μια σειρά από αυθεντικές
ερωτήσεις που αναζητούν απάντηση σε όσα υποτίθεται πως γράφουν τα βιβλία. Προαιώνια
αντιπαράθεση, που ακόμα δεν έχει βρει το σημείο τομής, την αγαστή σύμπλευση.
Αυτό που καταφέρνει ο Ζορμπάς του Soloúp είναι να προτείνει μια νέα ανάγνωση, μια
«επαναφήγηση», και όχι μια απλή μεταφορά σε κόμικ ή διασκευή. Μένοντας πιστός
στο πνεύμα του έργου, στην ουσία ξαναδιάβασε το βιβλίο, αφήνοντας στην άκρη όσα
εν μέρει διαστρεβλωτικά, εν μέρει παραπλανητικά, επισώρευσε πάνω του η
βιομηχανία του θεάματος. Η δική του ανάγνωση καταδεικνύει την αυθεντικότητα του
απρόβλεπτου, εφευρετικού, παρορμητικού, ερωτικού προσώπου του ήρωα. Αλλά και
την επίσης αυθεντική αγωνία του διανοούμενου συνοδοιπόρου του να τον
κατανοήσει, να τον καθοδηγήσει (επί ματαίω), ή να αφεθεί να επηρεαστεί από
αυτόν. Και μόνο το γεγονός ότι ανακατεύει τη σειρά των κεφαλαίων, τη χρονική
σειρά των γεγονότων, δείχνει και τη δική του συγγραφική αυθεντικότητα, αυτή του
αναγνώστη (κάθε συγγραφέας είναι πρωτίστως αναγνώστης) που διαβάζει, ερμηνεύει
και κατανοεί κατά τη δική του κρίση. Ο Soloúp επιλέγει μέσα από το βιβλίο στιγμές, γεγονότα,
πρόσωπα που, έτσι όπως τα εκθέτει, με τη σειρά που επίσης επιλέγει, έρχονται
και δένουν μεταξύ τους, διαμορφώνοντας πράγματι μια νέα ανάγνωση του βιβλίου.
Και, βέβαια, τις εντυπώσεις κερδίζει η παντοδυναμία της εικόνας, το σκίτσο, οι
ζωγραφιές του «μιλούν» ανάμεσα στα αυθεντικά λόγια του πρωτοτύπου, σε μια
ισορροπία εξαιρετική.
Το «κλειδί» για να διαβαστεί αυτή η πρωτότυπη δουλειά
είναι να αποστασιοποιηθεί ο αναγνώστης από όσα ήδη γνωρίζει (αληθινά ή όχι) για
τον Ζορμπά του Καζαντζάκη. Να αφεθεί
στην αφήγηση με τον τρόπο του Soloúp. Να δει από
άλλη οπτική (μπαίνοντας μέσα στην εύγλωττη εικόνα) σκηνές συγκλονιστικές (όπως
το λιντσάρισμα της χήρας), ή σκηνές απόλυτου φιλοσοφικού στοχασμού (όπως στο
κεφάλαιο «Δέος» με τον ιερό τρόμο να εισβάλλει στη σκέψη του απλού θνητού
μπροστά στον σιωπηλό και ανερμήνευτο κόσμο), ή ακόμη και σκηνές ευτράπελες,
μικρά «ανοίγματα» στο καζαντζακικό σύμπαν. Αλλά και να ευχαριστηθεί με την ψυχή
του την «εισβολή» του ίδιου του σκιτσογράφου στην ιστορία, στο κεφάλαιο
«Συρτάκι» (καθόλου τυχαία η επιλογή της παρείσφρησης ακριβώς εκεί) σαν σχόλιο
κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου ή σαν μια «συζήτηση» με τον
Καζαντζάκη ή, (ακόμη πιο εύστοχα) σαν μια αφορμή να σχολιαστεί η σύγχρονη
αποδοχή του έργου, κυρίως από τη νέα γενιά, που γνωρίζει ίσως την ταινία,
γνωρίζει σίγουρα το «συρτάκι» και τα συμπαρομαρτούντα, αγνοεί όμως πως η αρχή
είναι ένα βιβλίο. Αναρωτιέται, παρεμπιπτόντως, κανείς αν η γνωριμία μέσω του
κόμικ θα οδηγήσει και στην ανάγνωση του βιβλίου. Ωστόσο, και επειδή μιλάμε για
τέχνη αυτόνομη (την 9η κατά σειρά), η αξία του συγκεκριμένου κόμικ
είναι αναμφισβήτητη, ακόμη και χωρίς τη συμπόρευση με το βιβλίο – άλλωστε θα το
υποτιμούσαμε, νομίζω, αν απλώς το θεωρούσαμε ένα «μέσον» και όχι αυτοδίκαια ένα
σκοπό.
Μένω στα λόγια του Soloúp, στο
Σημείωμα που συνοδεύει το βιβλίο, γιατί δείχνει τον τρόπο που δούλεψε, τη
σημασία που έδωσε στη δουλειά του, την αγωνία του να μην «προδώσει» το
πρωτότυπο αλλά και την επιθυμία του να δημιουργήσει κάτι προσωπικά δικό του:
«Πέρα όμως από τα βιβλία στα οποία βυθίστηκα ως νέος ‘χαρτοπόντικας’, πήρα τα
πόδια μου να σεριανίσω, με κάθε ευκαιρία, εκεί που ακούμπησε το βλέμμα του ο
Καζαντζάκης. Όχι αναζητώντας κάτι μεταφυσικά απροσδιόριστο, αλλά περισσότερο
προσπαθώντας ν’ ανασυνθέσω, να φανταστώ, να υποθέσω, έστω μέσα από το δικό μου
πρίσμα, έναν άλλο χρονότοπο. Τις πιθανές σκέψεις κι αφορμές στο μυαλό του
συγγραφέα. Τα σημεία όπου, στη φαντασία του, ‘η αλήθεια παντρεύτηκε με το
ψέμα’. Να δω τι μπορεί να απέμεινε από εκείνο το βλέμμα, στις γραμμές του
ορίζοντα και των πραγμάτων. Αν έχουν οι γραμμές, οι πέτρες, να μου πουν κάτι».
(σ. 514).
Ο Αντώνης Νικολόπουλος (Soloúp) αναμετρήθηκε με το θηρίο και τα κατάφερε!
Διώνη Δημητριάδου