Πριν από λίγο καιρό, την ώρα που έφευγα για το αεροδρόμιο για να πετάξω για Ελλάδα, όπως έκανα έλεγχο για διαβατήριο, κλειδιά, κινητό και άλλα απαραίτητα, αναζήτησα και τα γυαλιά μου. Δεν τα βρήκα στα συνηθισμένα σημεία. Σκέφτηκα πως θα τα έχω αφήσει στο αυτοκίνητο, αλλά επειδή το ταξί περίμενε απέξω κι επειδή έχω άλλα γυαλιά στην Αθήνα δεν πήγα στο γκαράζ να τα ψάξω.
«Μπορώ και χωρίς τα γυαλιά μου», σκέφτηκα, χρησιμοποιώντας τον τίτλο μιας ασήμαντης αμερικάνικης σεξοκωμωδίας του 1977, που η μόνη της αξίωση για υστεροφημία είναι ότι υπήρξε η πρώτη ταινία στην οποία έπαιξε ένα ρολάκι ο μετέπειτα διάσημος και αξέχαστος Ρόμπιν Γουίλιαμς. Είχε έρθει και στην Ελλάδα η ταινία, και αυτός βέβαια είναι ο ελληνικός της τίτλος, διότι ο αγγλικός τίτλος ήταν Can I Do It… ‘Til I Need Glasses?. Δεν την είχα δει, αλλά ο τίτλος εντυπώθηκε στη μνήμη μου και από τότε τον θυμάμαι εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια. Ίσως δεν είμαι ο μόνος που θυμάται τον πιασάρικο τίτλο της ασήμαντης ταινίας, διότι γκουγκλίζοντας βρίσκω και άρθρο της Ρούλας Γεωργακοπούλου με τον τίτλο του σημερινού μας άρθρου, αν και βέβαια μπορεί να πρόκειται για σύμπτωση.
Στο άρθρο της, η Ρουλα Γεωργακοπούλου δηλώνει ότι μπορεί και χωρίς τα γυαλιά της επειδή έβαλε φακούς επαφής. Πιο μινιμαλιστικά, εγώ, ενώ φοράω γυαλιά από 14 χρονών περίπου, τα τελευταία 10-15 χρόνια τα φοράω όλο και λιγότερο: καθώς έχω σχετικά χαμηλή μυωπία, κάπου 2-2,5 βαθμούς, κι επειδή τώρα με την πρεσβυωπία τα γυαλιά με εμποδίζουν να διαβάζω από κοντά, συνεχώς τα βγάζω, τα αφήνω σε απίθανα σημεία και μετά τα ψάχνω για ώρες. Ξέρω ότι υπάρχουν πολυεστιακά, αλλά είμαι τεμπέλης. Εξάλλου, γυαλιά χρησιμοποιώ μόνο στον κινηματογράφο και το θέατρο ή όταν οδηγώ, ιδίως τη νύχτα. Τηλεόραση σπανίως βλέπω (από τη συσκευή της τηλεόρασης).
Τα γυαλιά, όπως λέει το λεξικό, είναι ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών -διότι εκτός από γυαλιά μυωπίας (ή οράσεως, όπως τα λένε) υπάρχουν και τα γυαλιά ηλίου.
Συνήθως η λέξη εκφέρεται στον πληθυντικό, αν και σε προφορικό λόγο μπορούμε να βρούμε και ενικό (π.χ. «με γεια το γυαλί», «πολύ ωραίο γυαλί»). Το γυαλί βεβαίως έχει άλλη πρώτη σημασία, που θα την αφήσουμε για άλλο άρθρο, ενώ και τα γυαλιά μπορεί να είναι και τίποτα σπασμένα τζάμια ή γυάλινα σκεύη πεσμένα καταγής (Πάρε με αγκαλιά, να μην πατήσω τα γυαλιά έλεγε στο τραγούδι του Τάκη Μουσαφίρη η Μαίρη Μαράντη) αλλά συνήθως όταν λέμε «τα γυαλιά» δεν έχουμε άλλη ανάγκη προσδιορισμού παρά αν πρόκειται για ηλίου ή μυωπίας, όπως είπαμε, έστω κι αν στα σημερινά γυαλιά οι φακοί δεν είναι από γυαλί.
Οι άνθρωποι από την αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν βοηθήματα για τη διόρθωση των ατελειών της όρασης -από τη ρωμαϊκή εποχή. Ο Νέρωνας, ας πούμε, χρησιμοποιουσε ένα σμαράγδι. Γυαλιά με τη μορφή περίπου που έχουμε σήμερα εμφανίστηκαν στην Ιταλία στα τέλη του 13ου αιώνα, και ήδη το 1320 υπήρχε στη Βενετία συντεχνία κατασκευαστών γυαλιών. Η εφεύρεση εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα -ο Πετράρχης, ας πούμε, σε επιστολή του περί το 1365 γράφει ότι μπορούσε να διαβάζει χωρίς να έχει ανάγκη γυαλιών.
Τα πρώτα μοντέλα ήταν δύο μεγεθυντικοί φακοί προσαρμοσμένοι σε δυο σκέλη που άνοιγαν κι έκλειναν σαν ψαλίδι και έτσι έσφιγγαν τη μύτη, ενώ σε αυτόν τον πίνακα του Γκρέκο, περί το 1600, βλέπουμε έναν καρδινάλιο να φοράει γυαλιά αρκετά όμοια με τα σημερινά.
Πότε μπήκε η λέξη στα ελληνικά; Στο μεσαιωνικό του Κριαρά δεν βρίσκω κανένα ίχνος, αλλά στον Σομαβέρα (1709) η ιταλική λέξη occhiali αποδίδεται: τα γυαλιά, οι φεγγίτες, τα σπεγγέτια. Ίδιο ακριβώς είναι και το λήμμα του απλορωμαϊκού λεξικού του Βάιγκελ έναν αιώνα αργότερα.
Θα σας προκαλεί απορία η λέξη «σπεγγέτια». Ο Κοραής, στα Άτακτα καταγράφει και τον τύπο «σφεγγέτια», χιώτικο (όπως και «σφουγγέτια» σε άλλη χιακή πηγή) και υποθέτει ότι προέρχεται από τον τ. «φεγγίτες», αλλά δεν έχει δίκιο. Τα σπεγγέτια είναι δάνειο από το γενοβέζικο spêgétti, που αντιστοιχεί στο ιταλ. specchietti -specchio είναι ο καθρέφτης, από λατινική ρίζα απ’ όπου και το αγγλ. spectacle, που δεν είναι μόνο το θέαμα αλλά και, στον πληθυντικό, spectacles, τα γυαλιά οράσεως.
Ή αλλιώς, τα ματογυάλια, διότι υπάρχει και αυτή η, πολυκαιρισμένη πια, λέξη, όπως και τα καθαρευουσιάνικα ομματοϋάλια. Και δίοπτρα αποκλήθηκαν στην καθαρεύουσα τα γυαλιά. Στον Κουμανούδη βρίσκω εφήμερους σχηματισμούς όπως διοπτροποιός ή διοπτροπώλης, ενώ επιβιώνει το σύνθετο «διοπτροφόρος», αυτός που φοράει γυαλιά -περιέργως δεν έχουμε άλλη πιο οικονομική λέξη γι’ αυτόν που φοράει γυαλιά, πέρα από το μειωτικό «γυαλάκιας».
Τα γυαλιά έχουν μπει στη φρασεολογία μας, κυρίως στη φράση «βάζω τα γυαλιά σε κάποιον», δηλαδή «αποδεικνύομαι πολύ ανώτερός του, εξυπνότερος, ικανότερος, τον ξεπερνάω καθαρά σε περίπτωση άμιλλας· σπανιότερα, τον εξαπατώ». Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος εξηγεί το σχηματισμό της από την σπανιότερη φράση «βάλε τα γυαλιά σου» δηλ. πρόσεχε, μη μιλάς απερίσκεπτα. Αφού, λέει, το «βάζω τα γυαλιά μου» πήρε τη σημασία «προσέχω, μιλάω με προσοχή», το «σου βάζω τα γυαλιά» σημαίνει «σε κάνω να προσέχεις τι λες και τι πράττεις» και βέβαια όποιος κάνει τον άλλον να προσέχει τι λέει είναι ανώτερος πνευματικά, κι έτσι προσέλαβε τη μεταφορική σημασία «υπερτερώ». ‘Ισως πάλι, απλούστερα, αυτός που φοράει γυαλιά είναι σαν να παραδέχεται ότι δεν έβλεπε καλά ως τώρα.
Υπάρχει και η νεότερη φράση «φοράω ροζ γυαλιά» δηλ. τα βλέπω όλα αισιόδοξα, που θυμίζει το Πήρα κόκκινα γυαλιά του Κραουνάκη, ενώ και ο Φώντας Λάδης λέει ότι ο φασισμός θα βρεθεί δίπλα σου «αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου». Φυσικά, η έκφραση «τα κάνω γυαλιά καρφιά» αναφέρεται στην πρώτη σημασία του γυαλιού, που δεν μας απασχολεί εδώ.
Πάντως, ενώ τα φοράμε τόσους αιώνες, τα γυαλιά δεν έχουν αφήσει βαθύ αχνάρι στη φρασεολογία μας, μάλλον επειδή μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν σπάνιο είδος ή/και είδος πολυτελείας, ιδίως στην ύπαιθρο όταν επικρατούσε ο αναλφαβητισμός. Δείτε παλιές φωτογραφίες πλήθους, ελάχιστοι είναι οι διοπτροφόροι. Στα σχολεία, βέβαια, πάρα πολλά παιδιά φοράνε γυαλιά από σχετικά νωρίς, κι έτσι δεν είναι πια δακτυλοδεικτούμενα όσα φοράνε, όπως στην εποχή μου, που είχαμε και το κοροϊδευτικό δίστιχο «αγάπη μου, λατρεία μου, γυαλάκια μυωπία μου».
Βέβαια, όσο διαδίδονται οι φακοί επαφής (αλλά και οι διορθωτικές επεμβάσεις), λιγότεροι φοράνε γυαλιά. Εγώ, όπως είπα, μπορώ και χωρίς. Και όταν πήγα στην Ελλάδα βρήκα να με περιμένει το δεύτερο ζευγάρι μου, αλλά επιστρέφοντας από μια πεζοπορία διαπίστωσα ότι τα έχω χάσει. Πέρασα έτσι πολλές μέρες, μέχρι που, τυχαία, ψάχνοντας κάτι άλλο, είδα πως τα είχα κρύψει σε μια τσέπη του σακκιδίου «για να μην τα χάσω». Την άλλη μέρα επέστρεψα στο Λουξεμβούργο, όπου ξαναβρήκα και το πρώτο μου ζευγάρι, που όντως το είχα αφήσει στο αυτοκίνητο.
Αν ξέρετε κανέναν σκελετό γυαλιών με τσιπάκι για εντοπισμό θέσης πείτε μου, τον χρειάζομαι, παρόλο που μπορώ και χωρίς τα γυαλιά μου.