cebccf80cebfcf81ceb5ceaf cebf ceacceb4ceb7cf82 cebdceb1 cebaceb1cf84ceb1cf86cf84ceaccebdceb5ceb9 ceb1cf80ceb1cebbcf8ecf82 ceb3

Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Άδης απαλώς, Κίχλη, Αθήνα 2023.

Κινούμενοι ήδη στον απόηχο των εθνικών εκλογών, θα τολμούσα να κάνω την παρατήρηση ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως μια αναλογία μεταξύ πολιτικής και ποίησης: θα έλεγα ότι και στις δύο περιπτώσεις διαχειριζόμαστε μέτριες προσδοκίες –αφού πολύ συχνά και στα ποιητικά πράγματα λέμε πως δεν κινείται τίποτα– αν δεν συνέβαιναν δύο γεγονότα που διαψεύδουν αυτή τη διαπίστωση: το πρώτο είναι ότι η ποίηση, σε αντίθεση με την πολιτική, που τις περισσότερες φορές κατακρημνίζει τις ελπίδες μας παρά τις επιβεβαιώνει, λειτουργεί πρωτίστως παρηγορητικά –και μην ξεχνάμε ότι όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πρώτα αναγνώστες της και μετά ποιητές, αν είμαστε ποιητές. Το δεύτερο είναι ότι τον τελευταίο καιρό προκύπτουν βιβλία-εκπλήξεις που μας δημιουργούν μια ψυχική ευφορία, μας αναστατώνουν και επιβεβαιώνουν μέσα μας ότι ο κόσμος μας μπορεί να γραφτεί με πληρότητα, δηλαδή ότι μπορούμε γράφοντας να του προσδώσουμε νόημα –νόημα στην Ιστορία που περνάει πάνω απ’ τα σώματά μας, νόημα στα πρόσκαιρα αλλά ενίοτε τόσο βαθιά μας αισθήματα και στις κοινές εμπειρίες που μας καθιστούν μεταξύ μας ίδιους και μαζί τόσο διαφορετικούς– και κατά συνέπεια ότι αυτός ο κόσμος, αυτή η καθημερινή περιπέτεια είναι αξιοβίωτη και καθόλου εντέλει μάταιη. Κι επειδή δεν μου αρέσουν οι εύκολες γενικότητες, βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, όπως η συγκεντρωτική έκδοση Σώμα του Γιάννη Αντιόχου, οι συλλογές της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, του Δημήτρη Πέτρου και άλλων ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Είναι δυνατόν όμως το βιβλίο μιας πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως, όπως είναι ο Άδης απαλώς της Σιαχάμη που παρουσιάζουμε απόψε –είτε της Τώνιας Τζιρίτα-Ζαχαράτου είτε της Γεωργίας Πολυκανδριώτη και της τρία έπσιλον που και οι δύο παρουσιάστηκαν πέρσι– να μας μεταφέρουν ένα ανάλογο υπαρξιακά συμφιλιωτικό αίσθημα;

Ένας πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής, κι ακόμα περισσότερο όταν δημοσιεύει σε ώριμη ηλικία, δείχνει συνήθως βιαστικός. Νιώθει πως έχει χάσει χρόνο, ότι βγαίνει αργοπορημένος στη σκηνή κι ότι η γενιά του τον έχει ήδη προσπεράσει –κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει, το άγχος του να προλάβει να αφήσει ένα ίχνος. Για κάποια όμως που γράφει, αντί «σύντομου βιογραφικού», τις φράσεις «Αν ήμουν κάτι, θα ήμουν στόμα. […] Πιστεύω στον Θεό και στο χώμα. Τα έχω δοκιμάσει και τα δύο» νομίζω πως αυτό δεν ισχύει. Και θα το πω ευθύς εξαρχής: από την πρώτη στιγμή που η άγνωστή μου τότε Κωνσταντίνα Σιαχάμη έστειλε ποιήματα στο Φρέαρ, η ώριμη ποίησή της με εντυπωσίασε για τον λεκτικό της πλούτο, την ευρηματικότητα των συνειρμικών εικόνων της, την ευφάνταστη σύνδεση ετερόκλητων, κατασταλαγμένων βιωμάτων. Φράσεις όπως «προτιμώ το φιλί. Το φιλί. Απ’ όλους τους νεκρούς μου», «Ήμουν πρωί, οι πλαγιές μου άστραφταν, τα μάτια σου κυλούσαν πάνω μου με κρότο», «Μεταξύ καμπαναριού και ελαιώνων, ξεκίνησα να λέω ψέματα.», «Έξω χιονίζει κι εγώ τακτοποιώ. Φράσεις τέλους», «…έχω πολλά ονόματα. Ένα για κάθε αφαίρεση», νομίζω πως επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση και με κάνουν να αισθάνομαι λιγάκι συγγενής μαζί της. Επιπλέον, η Σιαχάμη δεν κρύβει τα αναγνώσματα και τις επιρροές της, όταν για παράδειγμα αντιγράφει τους τρόπους του Ρεμπώ από τη Μια εποχή στην κόλαση, μόνο που εκείνη δεν καθίζει στα γόνατά της την Ομορφιά αλλά την ίδια τη Δύση, αφήνοντάς την μάλιστα να της περάσει μια θηλιά απ’ τον λαιμό. Προσέξτε πώς ένα ποίημα (ο τίτλος: «Μικρή συνομιλία με τον Ρεμπώ) γίνεται βαθιά, πολύσημα και ανένταχτα πολιτικό χωρίς καθόλου να το διαλαλεί, χωρίς να ακκίζεται, χωρίς να θέλει να μας το πουλήσει, καθώς κλείνει με την αμφίσημη φράση: «Πρέπει να βρω μια γλώσσα όταν κόβεται το φως». Το για ποιο φως πρόκειται (λ.χ. είναι το φως της Δύσης ή το ηλεκτρικό;) το αφήνει ως ερώτημα ανοιχτό. Πέρα απ’ τον σεφερικό απόηχο –κι εδώ εννοώ το τέλος του ποιήματος «Η τελευταία μέρα»–, η συνειρμική αναφορά στην «κομμένη γλώσσα», κοινότοπη έκφραση που συναντούμε σε πολλούς ποιητές, σε αυτό το ποίημα δεν υπάρχει, αλλά υπονοείται και συνδέεται με τη διόλου αυτονόητη ύπαρξη του φωτός.

Αν και έχω τον πειρασμό να σχολιάσω την αυτοσαρκαστική φράση (μιλάω για φράση γιατί τα ποιήματα του βιβλίου είναι όλα πεζόμορφα) που βασίζεται στον διάσημο στίχο θα-καταλάβετε-αμέσως-τίνος-ποιητή: «Και τώρα πες μου ποιητή, –τι γύρευα στη Λάρισα, εγώ, μία Λερναία», προτιμώ να σταθώ σε μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα καθότι συγκριτική και τολμηρή αναφορά σε δύο ολωσδιόλου διαφορετικές αλλά με κοινό όνομα ποιήτριες, την Αν Σέξτον και την Άννα Αχμάτοβα. Στο ποίημα με τίτλο «Καθρέφτης» η Σιαχάμη φαίνεται να απορρίπτει την επιτηδευμένη ωραιοπάθεια της αυτοκτόνου Σέξτον έναντι της υπαρξιακά οδυνηρής πορείας της ρωσίδας ομοτέχνου της –προφανώς πρόκειται για μια επιλογή προσωπικής στάσης ζωής. Η Αχμάτοβα περιπλανιέται στην προκυμαία και την πόλη χωρίς να θεωρεί πως κάνει κάτι συνταρακτικό, συμπεριφέρεται σαν οποιαδήποτε ανώνυμη γυναίκα, όμως οι αναφορές στους παγωμένους νεκρούς, στο ρέκβιεμ και στον άντρα της είναι τα στοιχεία που κάνουν τη διαφορά, αν γνωρίζεις την τραγική ζωή της.

Χρησιμοποίησα μόλις μια πρόταση (το «σαν μια οποιαδήποτε ανώνυμη γυναίκα») που με έθεσε μπροστά σε ένα ακόμα ερώτημα, λίγο προκλητικό αυτή τη φορά: τελευταία, λόγω των αποτρόπαιων γυναικοκτονιών, της κυριαρχίας στον χώρο των ιδεών του θέματος των φυλετικών ταυτοτήτων αλλά και της πολιτικής ορθότητας, υπάρχει μια τάση, σχεδόν αυτονόητη πια δυστυχώς, να διαβάζουμε τις γυναίκες ποιήτριες με μια «έμφυλη ματιά», η οποία φυσικά καταλήγει, με τρόπο σχεδόν στανικό, δηλαδή τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, σε μια άμεση ή έμμεση καταγγελία της «εθνοπατριαρχίας». Διαβάζοντας τη Σιαχάμη καταλαβαίνεις ασφαλώς αμέσως ότι γράφει μία γυναίκα, όμως η ποίησή της, παθιασμένη, αισθησιακή, πολύχυμη και όπως ήδη καταλάβατε γεμάτη εικόνες, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ενταχθεί στην κατηγορία «γυναικεία ποίηση» ή να θεωρηθεί, παρά κάποιες μικρές αιχμές της, ότι επιδιώκει να λειτουργήσει «έμφυλα». Διάβασα την περασμένη Κυριακή μια συνέντευξη της σπουδαιότερης μάλλον ποιήτριάς μας, της Μαρίας Λαϊνά στο Βήμα (25.6.2023), που έγραφε σχετικά: «Για το έμφυλο στοιχείο, ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Όποτε αντιλαμβάνομαι ότι έχει έρθει η στιγμή να γράψω, απλούστατα το κάνω. Δεν λέω, είμαι μια γυναίκα και τώρα θα γράψω στίχους. Ο τρόπος μου δεν αλλάζει». Και συμπληρωματικά σε αυτό σημειώνει σε άλλο σημείο: «Η ποίηση είναι γλώσσα. Η ποίηση γράφεται με λέξεις, όχι με ιδέες. Αν επιχειρήσεις να βιάσεις την ποίηση, αν προσπαθήσεις να βάλεις ιδέες στις λέξεις, την καταστρέφεις». Για να το πω αλλιώς, η μαχητική διεκδίκηση δικαιωμάτων ή ορατότητας στον δημόσιο χώρο δεν σημαίνει αυτομάτως και σημαντική ποίηση, το πιθανότερο είναι να σημαίνει εργαλειοποιημένη, επικαιρική και ίσως κάποιες φορές και κραυγάζουσα στιχουργία –θα έπρεπε, αφού υπάρχει ανάγκη, και υπάρχει εκ των πραγμάτων επιτακτική τέτοια ανάγκη, ο συγγραφέας να επιλέγει πιο λυσιτελή ως προς την πειθώ είδη λόγου (άρθρο, δοκίμιο, ακόμα και μυθιστόρημα) για να υποστηρίζει δημόσια τις αντιλήψεις του. Αντίστοιχα με τα όσα υποστηρίζει η Λαϊνά, ούτε η Σιαχάμη γράφει με ιδέες, γράφει με εικόνες, κάποτε μάλιστα σχεδόν κινηματογραφικές (βλ. λ.χ. το ποίημα «Γεωργία»). Αυτό δεν θα πει ασφαλώς ότι δεν υπάρχουν ιδέες στα ποιήματά της, κάθε άλλο, είδαμε άλλωστε πρωτύτερα κι ένα προφανώς πολιτικό της ποίημα. Αυτές όμως τις ιδέες τις στολίζει, όπως αρμόζει στην αληθινή ποίηση.

Το βιβλίο της Κωνσταντίνας Σιαχάμη με τον τίτλο Άδης απαλώς είναι σε μεγάλο βαθμό ένα θανατοκεντρικά δομημένο κείμενο, όπως το λέει ο τίτλος και μαζί ο στίχος τής «Αυτοπροσωπογραφίας»: «Ικανή για μεγάλους θανάτους, εγώ», αλλά ο Άδης έρχεται απαλώς, χορευτικά όπως συμβαίνει στο ομότιτλο ποίημα, ερωτικά κοινώς. Η συλλογή χωρίζεται σε πέντε ενότητες: «Χους εγώ» (για τα χοϊκά στοιχεία της ανθρώπινης μοίρας), «Να και ο βαρκάρης» (ποιήματα για την απώλεια του πατέρα, όπου ξεχωρίζει για μένα η συνομιλία με δημοτικά τραγούδια σαν «Του νεκρού αδελφού» στο «Έξω πέτρα»), «Τόποι είναι» (από την πιο πυκνοκατοικήμενη αυτή περιοχή του βιβλίου θα διάλεγε παραθέματα ο Ρολάν Μπαρτ για τα αποσπάσματα ερωτικού λόγου), «Δύο ποιήματα με τον τρόπο της Γ.Μ.» (όπου Γ.Μ. ίσον Γλυκερία Μπασδέκη κι όπου αντί για το φιλί, εδώ μυθολογούνται οι νύχτες και οι συναντήσεις) και «Αντί παρόντος, παρελθόν» (μια σειρά ποιημάτων πάνω σε μνήμες της οικογενειακής της ιστορίας). Δεν θα σας κουράσω άλλο. Διαβάστε το βιβλίο της Κωνσταντίνας και νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου: αν η Σιαχάμη δεν παρασυρθεί από την επιτυχία της, θα έχει σίγουρα μια αξιοπρόσεκτη πορεία στα γράμματα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, που πραγματοποιήθηκε στον Κήπο του Μουσείου, στις 28.6.2023. Φωτογραφία: ©Mahmudur Rahman Fahim. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

357146526 10226417378812527 5312597229037390520 n

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *