Χάρη στην ταινία της Εύας Νάθενα, το έργο του Παπαδιαμάντη, ή έστω και μόνο η Φόνισσα, έφτασε σε καινούργιο κοινό. Δεν πρόκειται βέβαια για κάποιον άγνωστο συγγραφέα ούτε για κάποιο παραγνωρισμένο έργο, αφού ο μεν Παπαδιαμάντης διδάσκεται στα σχολεία, ενώ και η Φόνισσα έχει κατά καιρούς περιληφθεί (σε αποσπάσματα) στα διδακτικά βιβλία -όμως και πάλι πολλοί έχουν ακούσει το έργο χωρίς να το έχουν διαβάσει.
Εδώ στο ιστολόγιο βέβαια τον Παπαδιαμάντη τον αγαπάμε και βάζουμε συχνά διηγήματά του, οπότε δεν είναι έκπληξη ότι βάλαμε, τον προηγούμενο μήνα, δυο κεφάλαια από τη νουβέλα του Παπαδιαμάντη, το πρώτο και το τρίτο. Αλλά το ερώτημα του τίτλου, τότε, δεν τέθηκε κι έτσι δεν το συζητήσαμε.
Τέθηκε όμως στα σόσιαλ. Ας πούμε, στην ομάδα Διαβάζοντας του Φέισμπουκ, τη μαζικότερη φιλαναγνωστική ομάδα. Μια γυναίκα, μέλος της ομάδας, έγραψε πριν από 3-4 ημέρες, βάζοντας και μια φωτογραφία μιας από τις πολλές εκδόσεις της Φόνισσας (όπως συνηθίζεται στην ομάδα αυτή, όταν πρόκειται κάποιος να σχολιάσει ένα βιβλίο):
Ξενέρωσα…Μα καλά καθαρεύουσα; Έχει κανείς να προτείνει καμία έκδοση μεταφρασμένη στα Νέα Ελληνικά μήπως καταφέρω να το διαβάσω πριν το δω στο σινεμά;
Τώρα που γράφω το άρθρο, η ανάρτηση αυτή έχει προκαλέσει 1085 σχόλια, πολύ περισσότερα από το συνηθισμένο, και χωρίς να μετριούνται τα προσβλητικά και σεξιστικά σχόλια που η αντμίνα της ομάδας έσβησε, όπως ανέφερε αργότερα. Διότι πολλά προσβλητικά σχόλια υπήρξαν για την «αγράμματη» σχολιάστρια – ένα από τα ήπια ήταν «μήπως θέλεις να σου το κάνουμε και στιχάκια για τραπ, κοριτσάκι μου;»- ή συστάσεις να περιοριστεί στη Μαντά και τη Δημουλίδου. (Από περιέργεια κοίταξα το προφίλ της κυρίας και η προηγούμενη φιλαναγνωστική της ανάρτηση δεν ήταν κάποιο αριστούργημα της Χρ. Δημουλίδου, αλλά η Αστραδενή της Ευγενίας Φακίνου). Δεν έλειψαν και οι ιερεμιάδες για τη νέα γενιά που δεν ξέρει ελληνικά.
Η σχετική συζήτηση με παρακίνησε να κάνω ένα γκάλοπ στο Τουίτερ, ρωτώντας αν έχουν διαβάσει τη Φόνισσα στο πρωτότυπο, και αν είναι πάνω από 40.
Στην αρχή προηγούταν το Όχι (δεν έχω διαβάσει) αλλά μετά ειδοποιήθηκαν οι παπαδιαμαντιστές και προσέτρεξαν αθρόοι και γύρισαν το ματς. Τελικά, ψήφισαν 1516 άτομα. Το 56% δήλωσαν ότι έχουν διαβάσει τη νουβέλα (19% κάτω των 40, 37% άνω των 40) ενώ το 44% παραδέχτηκαν ότι δεν την έχουν διαβάσει (21% κάτω των 40, 23% πάνω από 40). Υπάρχει δηλαδή μια διαφορά στις ηλικίες καθώς στους νεότερους (που απάντησαν) πλειοψηφούν ελαφρά αυτοί που δεν το έχουν διαβάσει.
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι για αρκετούς αναγνώστες η γλώσσα της Φόνισσας είναι ανασταλτικός παράγοντας, που τους εμποδίζει να διαβάσουν το έργο -κάποιοι θα το αρχίσουν, όπως η κυρία της ανάρτησης, και θα το εγκαταλείψουν, αν και κάποιοι θα επιμείνουν ως το τέλος.
Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η γλωσσική ποικιλία στην οποία είναι γραμμένη η Φόνισσα είναι αρκετά διαφορετική από αυτήν που χρησιμοποιούμε σήμερα. Και όχι μόνο η καθαρεύουσα, διότι οι διάλογοι της Φόνισσας δεν είναι καθόλου σε καθαρεύουσα αλλά σε ντοπιολαλιά. Και η ντοπιολαλιά θα απωθεί κάποιους επίδοξους αναγνώστες. Υποθέτω ότι και η παλιά δημοτική, όπως των Επτανησίων, επίσης θα ενοχλεί.
Οι νέοι, έχω προσέξει, δυσανασχετούν με τους αποκλίνοντες τύπους, είτε είναι της καθαρεύουσας είτε της παλιάς δημοτικής (π.χ. οι περίστασες, αντί οι περιστάσεις). Επίσης, ενοχλούνται όταν δεν καταλαβαίνουν κάποια λέξη -όπως διηγείται μια χρήστρια της ηλικίας μου, «Έδωσα Λουντέμη στην αριστούχο κόρη -απόφοιτη λυκείου 2004- και κάθε 5 λεπτά με ρωτούσε τι σημαίνει αυτο και τι εκείνο. Στο τελος της είπα σταμάτα το «ενα παιδί μετράει τα αστρα» γιατι θα μετρήσω την πίεση μου«.
Μια λύση είναι ο εκτεταμένος υπομνηματισμός. Όπως ήδη έχω αναφέρει, υπάρχει μια πολύ καλή Φόνισσα από τις εκδόσεις Πατάκη, με εξαντλητικό σχολιασμό από τον Κώστα Σταμάτη. Κάποτε θα την παρουσιάσω, αλλά όχι σήμερα, αφενός επειδή σήμερα θα αναφερθώ σε κάτι άλλο και αφετέρου επειδή, ντρέπουμαι λίγο που το λέω, δεν βρίσκω πού την έχω βάλει. Η ορθολογική τακτοποίηση της βιβλιοθήκης δεν είναι από τα μεγάλα ταλέντα μου.
H άλλη λύση βέβαια είναι η μετατροπή του κειμένου σε μια πιο κοντινή μας γλωσσική ποικιλία, όπως κι αν θέλετε να το ονομάσετε αυτό. Τις προάλλες, χρησιμοποίησα τον όρο «μετάφραση», ακριβώς για τον Παπαδιαμάντη, και προκάλεσα ιερή οργή σε ορισμένους φίλους, που προτιμούσαν άλλους όρους όπως «απόδοση» ή «μεταγραφή» μάλλον επειδή θεωρούν ότι είναι η ίδια γλώσσα, άρα δεν νοείται «μετάφραση». Πάντως, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, σε ένα πολύ σημαντικό δοκίμιό του που το έχουμε αναδημοσιεύσει στο ιστολόγιο, τον όρο «μετάφραση» χρησιμοποιεί.
Η Φόνισσα έχει μεταφραστεί από τον Γιώργο Αριστηνό το 2006, στο πλαίσιο ενός εγχειρήματος για ενδογλωσσική μετάφραση πολλών κλασικών κειμένων της λογοτεχνίας μας (είχε προηγηθεί η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη από τον Καλοκύρη, ενώ είχε αναγγελθεί και δεν ξέρω αν εκδόθηκε η Γυναίκα της Ζάκυθος).
Τότε είχα αντιδράσει αρνητικά στο συγκεκριμένο εγχείρημα, όπως και οι περισσότεροι. Καθώς πέρασαν τα χρόνια, έχω βάλει λίγο νερό στο κρασί μου και είμαι αμφίθυμος. Αναγνωρίζω ότι τα ερωτήματα που είχε βάλει τότε ο Γιάννης Χάρης, υπέρ της μετάφρασης, δεν είναι εύκολο να τα προσπεράσεις.
Είναι σήμερα ενεργή η γλωσσική μορφή που ακολούθησαν οι παραπάνω λογοτέχνες;
Θέλουμε / Πρέπει να μπορεί να τους διαβάζει ο καθένας;
Μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από το λεξικό;
Το άλλο πρόβλημα, είναι πως ο μεταφραστής του Παπαδιαμάντη θα βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο καθώς όσοι έχουν ενδοιασμούς για το εγχείρημα καθαυτό της «ενδογλωσσικής μετάφρασης» θα φανούν άτεγκτοι στην κρίση του μεταφράσματος, λες και οι κακές μεταφράσεις ξενόγλωσσων λογοτεχνικών έργων θέτουν σε αμφισβήτηση τη λογοτεχνική μετάφραση γενικώς. Από αυτό δεν ξεφεύγω κι εγώ, και στη μετάφραση του Αριστηνού, που δείγματά της θα παραθέσω, βρήκα κάμποσες αστοχίες.
Η μετάφραση του Αριστηνού δεν ξέρω αν κυκλοφορεί ακόμα στα βιβλιοπωλεία -πάντως, πέρα από την αρχική έκδοσή της το 2006 είχε επίσης διανεμηθεί πριν από μερικά χρόνια από τα Νέα ως δώρο.
Για να πάρουμε γεύση, παραθέτω αντικριστά το πρωτότυπο, τη μετάφραση του Αριστηνού και τη μετάφραση του εκπαιδευτικού Διονύση Παρούτσα, ο οποίος έχει έναν καταπληκτικό ιστότοπο με εκπαιδευτικά θέματα και έχει μεταφράσει και προσφέρει δωρεάν τη Φόνισσα, αντικριστά με το πρωτότυπο, ελπίζοντας ότι ο αναγνώστης από ένα σημείο και μετά θα διαβάζει μόνο την αριστερή στήλη, το πρωτότυπο δηλαδή.
Οι δυο πρώτες παράγραφοι της νουβέλας:
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ | ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ | ΠΑΡΟΥΤΣΑΣ |
Μισοπλαγιασμένη κοντὰ εἰς τὴν ἑστίαν, μὲ σφαλιστὰ τὰ ὄμματα, τὴν κεφαλὴν ἀκουμβώσα εἰς τὸ κράσπεδον τῆς ἑστίας, τὸ λεγόμενον «φουγοπόδαρο», ἡ θεια-Χαδούλα, ἡ κοινῶς Γιαννοὺ ἡ Φράγκισσα, δὲν ἐκοιμάτο, ἀλλ’ ἐθυσίαζε τὸν ὕπνο πλησίον εἰς τὸ λίκνον τῆς ἀσθενούσης μικρᾶς ἐγγονῆς της. Ὅσον διὰ τὴν λεχώ, τὴν μητέρα τοῦ πάσχοντος βρέφους, αὔτη πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ἐπὶ τῆς χθαμαλῆς, πενιχρᾶς κλίνης της. | Μισοπλαγιασμένη κοντά στη φωτιά με κλειστά τα μάτια και το κεφάλι ακουμπισμένο στην άκρη του τζακιού, κοινώς «φουγοπόδαρον», η θεία Χαδούλα, γνωστή με το όνομα Γιαννού η Φράγκισσα, δεν κοιμόταν, αλλά θυσίαζε τον ύπνο της δίπλα στην κούνια της μικρής άρρωστης εγγονής της. Όσο για τη λεχώνα, τη μητέρα του βρέφους, αυτή είχε κοιμηθεί πριν από λίγη ώρα πάνω στο χαμηλό, φτωχικό κρεβάτι της.
|
Μισοπλαγιασμένη κοντά στο τζάκι, με κλειστά τα μάτια, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο σκαλί του τζακιού που το λένε «φουγοπόδαρο», η θεία-Χαδούλα, που την ξέρανε όλοι σαν τη Γιαννού τη Φράγκισσα, δεν κοιμόταν, αλλά θυσίαζε τον ύπνο της δίπλα στην κούνια της άρρωστης μικρής εγγονής της. Όσο για τη λεχώνα, τη μητέρα του άρρωστου μωρού, αυτή πριν από λίγο είχε αποκοιμηθεί στο χαμηλό, φτωχικό της κρεβάτι. |
Ὁ μικρὸς λύχνος, κρεμαστός, ἐτρεμόσβηνε κάτω τοῦ φατνώματος τῆς ἑστίας. Ἔρριπτε σκιὰν ἀντὶ φωτὸς εἰς τὰ ὀλίγα πενιχρὰ ἔπιπλα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο καθαριώτερα καὶ κοσμιώτερα τὴν νύκτα. Οἱ τρεῖς μισοκαυμένοι δαυλοί, καὶ τὸ μέγα ὀρθὸν κούτσουρον τῆς ἑστίας, ἔρριπτον πολλὴν στάκτην, ὀλίγην ἀνθρακιὰν καὶ σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν τὴν γραίαν νὰ ἐνθυμῆται μέσα εἰς τὴν νύσταν της τὴν ἀποῦσαν μικροτέραν κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἥτις ἂν εὑρίσκετο τώρα ἐντὸς τοῦ δωματίου, θὰ ὑπεψιθύριζε μὲ τόνον λογαοιδικόν: «Ἂν εἶναι φίλος, νὰ χαρῆ, ἂν εἴν’ ἐχθρός, νὰ σκάση…». | Το μικρό κρεμαστό λυχνάρι τρεμόσβηνε κάτω από το φάτνωμα του τζακιού. Η σκιά που έριχνε πάνω στα λιγοστά φτωχικά έπιπλα τα έκανε να φαίνονται πιο καθαρά και πιο τακτοποιημένα τη νύχτα. Οι τρεις μισοκαμένοι δαυλοί και το μεγάλο όρθιο κούτσουρο της εστίας άφηναν πολλή στάχτη, λίγη ανθρακιά και, πού και που, έκαναν τη φωτιά να τριζοβολάει. Η γραία, καθώς έγερνε από τη νύστα, έφερνε στη μνήμη της την εικόνα της μικρότερης κόρης της, της Κρινιώς. Αν όμως βρισκόταν τώρα δα στο δωμάτιο θα την άκουγε να ψιθυρίζει σιγανά σε ρυθμό πεζοτράγουδου «Αν είναι φίλος να χαρή, αν είν’ εχθρός να σκάση».
|
Το μικρό λυχνάρι, κρεμασμένο, τρεμόσβηνε στο κοίλωμα που σχημάτιζαν τα δοκάρια του τζακιού. Πιο πολύ ίσκιο έριχνε παρά φως στα λίγα φτωχικά έπιπλα, που φαίνονταν καθαρότερα και πιο αξιοπρεπή στο σκοτάδι. Τα τρία μισοκαμένα δαυλιά, και το μεγάλο όρθιο κούτσουρο της εστίας, έριχναν πολλή στάχτη, λίγη ανθρακιά και κάπου – κάπου μια φλόγα που έσκαγε με θόρυβο, έκανε τη γριά να θυμάται μέσα στον ύπνο της την μικρότερη κόρη της, την Κρινιώ, που έλειπε και που αν βρισκόταν τώρα μέσα στο δωμάτιο, θα απάγγελνε με τρόπο μισοτραγουδιστό: «Αν είναι φίλος, να χαρεί, αν είναι εχτρός, να σκάσει.». |
Έχω κάποιες διαφωνίες με τις επιλογές του Αριστηνού: γιατί διατηρεί το τελικό νι στο «φουγοπόδαρο», που ασφαλώς δεν το έλεγαν έτσι; Γιατί διατηρεί (σε όλο το κείμενο) το «γραία», που ακούγεται παράταιρα; Γιατί διατηρεί, στο τέλος, την ορθογραφία της υποτακτικής (να χαρή, να σκάση); Χώρια που το «σε ρυθμό πεζοτράγουδου» δεν νομίζω πως είναι καλή απόδοση του «με τόνον λογαοιδικόν».
Και η τρίτη παράγραφος:
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ | ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ | ΠΑΡΟΥΤΣΑΣ |
Ἡ Χαδούλα, ἡ λεγομένη Φράγκισσα, ἢ ἄλλως Φραγκογιαννού, ἧτο γυνὴ σχεδὸν ἐξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, μὲ ἁδροὺς χαρακτήρας, μὲ ἦθος ἀνδρικόν, καὶ μὲ δυὸ μικρὰς ἄκρας μύστακος ἄνω τῶν χειλέων της. Εἰς τοὺς λογισμούς της, συγκεφαλαιοῦσα ὅλην τὴν ζωήν της, ἔβλεπεν ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε κάμει ἄλλο τίποτε εἰμῆ νὰ ὑπηρετῆ τοὺς ἄλλους. Ὅταν ἧτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της – καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρος της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἧτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ. Ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της. Ὅταν τὰ τέκνα τῆς ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της. | Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή αλλιώς Φραγκογιαννού, ήταν γύρω στα εξήντα, καλοφτιαγμένη, με αδρά χαρακτηριστικά, ανδρική συμπεριφορά, ενώ ένα αραιό μουστάκι διαγραφόταν στα χείλη της. Καθώς αναλογιζόταν τη ζωή της, έβλεπε πως δεν είχε κάνει τίποτε άλλο παρά να υπηρετεί τους άλλους. Όταν ήταν μικρό παιδί, υπηρετούσε τους γονείς της, όταν παντρεύτηκε, έγινε σκλάβα του άντρα της, και όμως κάτι η ιδιοσυγκρασία της, κάτι η ανεπάρκεια εκείνου έφτασαν για να γίνει κηδεμόνας του. Όταν απέκτησε παιδιά, έγινε δούλα των παιδιών της. Όταν τα παιδιά της απέκτησαν παιδιά, σφοσιώθηκε στο ν’ αναστήσει τα εγγόνια της.
|
Η Χαδούλα, που τη λέγανε και Φράγκισσα, ή αλλιώς Φραγκογιαννού, ήταν μια γυναίκα κοντά στα εξήντα, καλοκαμωμένη, με έντονα χαρακτηριστικά, με αντρικό τρόπο συμπεριφοράς και δύο μικρές άκρες από μουστάκι στο πάνω μέρος των χειλιών της. Σαν το συλλογίζονταν και λογάριαζε όλη της τη ζωή, έβλεπε ότι δεν είχε κάνει τίποτε άλλο παρά να υπηρετεί τους άλλους. Όταν ήταν παιδούλα, υπηρετούσε τους γονείς της. Όταν παντρεύτηκε, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, λόγω του χαρακτήρα της και της αδυναμίας του, ήταν ταυτόχρονα και υπεύθυνη γι’ αυτόν. Όταν απέκτησε παιδιά, έγινε δούλα των παιδιών της. Όταν τα παιδιά της απέκτησαν παιδιά, έγινε ξανά υπηρέτρια των εγγονιών της. |
Και το τέλος του τρίτου κεφαλαίου:
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ | ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ | ΠΑΡΟΥΤΣΑΣ |
Λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ οἱ γονεῖς, ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, ὅλαι αἱ χῆραι, ἀνάγκη πάσα καὶ χρέος ἀπαραίτητον, νὰ ὑπανδρεύσουν ὅλας αὐτὰς τὰς κόρας – καὶ τὰς πέντε, καὶ τὰς ἐξ, καὶ τὰς ἑπτά! Καὶ νὰ δώσουν εἰς ὅλας προίκα. Πάσα πτωχὴ οἰκογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, μὲ δυὸ στρέμματα ἀγρούς, μ’ ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – εἴτε κολλήγισα ἄλλων εὐπορωτέρων οἰκογενειῶν εἰς τὰ κτήματα, εἰς τὰς συκᾶς καὶ τὰς μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ὀλίγην μέταξαν– ἢ τρέφουσα δυὸ ἢ τρεῖς αἴγας ἢ ἀμνάδας –γινομένη κακὴ μὲ ὅλους τοὺς γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διὰ μικρὰς ζημίας– φορολογουμένη ἀσπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον ἄρτον ποτισμένον μὲ ἱδρώτα ἁλμυρὸν – ὤφειλεν ἐξ ἅπαντος «ν’ ἀποκαταστήση» ὅλα τὰ θήλεα ταῦτα, καὶ νὰ δώση πέντε, ἐξ, ἢ ἑπτὰ προίκας! Ὢ Θεέ μου! | Άρα όλοι αυτοί οι γονείς, όλα αυτά τα αντρόγυνα, όλες οι χήρες ήταν αδήριτη ανάγκη και αναπόφευκτο χρέος να παντρέψουν όλες αυτές τις κόρες, και τις πέντε, και τις έξι, και τις επτά. Και να δώσουν σε όλες προίκα. Κάθε φτωχή οικογένεια, κάθε χήρα μητέρα, με δυο στρέμματα χωράφι όλα κι όλα, με φτωχικό σπίτι, ξενοδουλεύτρα και ταλαιπωρημένη -είτε ως κολίγα στα κτήματα άλλων πιο εύπορων οικογενειών, στις συκιές και τις μουριές, συλλέγοντας φύλλα, παράγοντας λίγο μετάξι ή ανατρέφοντας δυο ή τρεις αίγες ή προβατίνες- γινόμενη κακιά με όλους τους γείτονες, πληρώνοντας πρόστιμα για μικρές ζημιές, φορολογούμενη χωρίς οίκτο, τρώγοντας κριθαρένιο ψωμί, ποτισμένο με αλμυρό ιδρώτα, όφειλε εξάπαντος «ν’ αποκαταστήσει» όλα αυτά τα θηλυκά, και να δώσει πέντε, έξι ή επτά προίκες! Ω Θεέ μου.
|
Λοιπόν, όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλες οι χήρες, είχαν την ανάγκη και το χρέος να παντρέψουν όλες αυτές τις κόρες – και τις πέντε, και τις έξι, και τις επτά! Και να δώσουν σε όλες προίκα. Κάθε φτωχή οικογένεια, κάθε χήρα μητέρα, με δύο στρέμματα χωράφι, με ένα φτωχικό σπίτι, ταλαιπωρημένη, αναγκασμένη να ξενοδουλεύει σαν κολλήγισα – είτε σε άλλες πιο ευκατάστατες οικογένειες, στα χωράφια τους, στις συκιές και τις μουριές – μαζεύοντας φύλλα, παράγοντας λίγο μετάξι – είτε εκτρέφοντας δύο ή τρεις κατσίκες ή προβατίνες – κάνοντας καβγάδες με όλους τους γείτονες, πληρώνοντας πρόστιμα για μικρές ζημιές – φορολογούμενη άδικα, τρώγοντας κρίθινο ψωμί ποτισμένο με αλμυρό ιδρώτα – όφειλε απόλυτα «να προικοδοτήσει» όλα αυτά τα θηλυκά, και να δώσει πέντε, έξι, ή εφτά προίκες! Ω Θεέ μου! |
Καὶ ὁποίας προίκας, κατὰ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα. «Σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιά, ἔλιωνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά». Ἀλλὰ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους, περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος, εἶχε κολλήσει καὶ ἄλλη ψώρα. Τὸ «μέτρημα», ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν τὴν ὁποίαν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, εἶχεν ἀφορίσει ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία. Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώση καὶ μετρητὴν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. Ἄλλως, ἂς εἶχε τὰς κόρας του νὰ τὰς καμαρώνη. Ἂς τὰς ἔβαζε στὸ ράφι. Ἂς τὰ ἔκλειε στὸ δουλάπι. Ἂς τὰς ἔστελνε στὸ Μουσεῖον. | Και τι προίκες, σύμφωνα με τα νησιώτικα έθιμα. «Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην αμμουδιά, ελιώνα στο Λεχουνι, χωράφι στο Στροφλιά».Όμως και τα τελευταία χρόνια, γύρω στα μέσα του αιώνα, είχε κολλήσει κι άλλη ψώρα, άλλη συνήθεια. Το «μέτρημα», εκείνο που στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν «τράχωμα», δηλαδή προίκα σε μετρητά, συνήθεια που είχε αφορίσει η Εκκλησία, αν δεν κάνω λάθος. Όφειλε ο καθένας να δώσει και προίκα μετρητή. Δυο χιλιάδες, χίλιες, πεντακόσιες, αδιάφορο. Διαφορετικά ας κρατούσε τις κόρες του για να τις καμαρώνει. Ας τις έβαζε στο ράφι. Ας τις έστελνε στο Μουσείο.
|
Και τι προίκα, σύμφωνα με τα νησιώτικα έθιμα. «Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά, λιοστάσι στο Λεχούνι, χωράφι στο Στροφλιά». Και επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, στα μέσα του αιώνα, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το «μέτρημα», αυτό που στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν «τράχωμα», μια συνήθεια την οποίαν, αν δεν κάνω λάθος, την είχε αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Έπρεπε ο καθένας να δώσει και προίκα μετρητά. Δύο χιλιάδες, χίλιες, πεντακόσιες, αδιάφορο. Διαφορετικά, ας είχε τις κόρες του να τις καμαρώνει. Ας τις έβαζε στο ράφι. Ας τις έκλεινε στο ντουλάπι. Ας τις έστελνε στο Μουσείο. |
Το «γινόμενη κακιά» του Αριστηνού, στην πρώτη παράγραφο, είναι πολύ άγαρμπο. Προτιμώ τη λύση του Παρούτσα. Εγώ δεν θα κρατούσα τις αίγες, κι ας τις λένε στην Κρήτη (ή ίσως επειδή τις λένε στην Κρήτη). Επίσης, στο τέλος του αποσπάσματος παραλείπει για κάποιο λόγο το ντουλάπι.
Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.
Θα μπορούσα να βάλω κι άλλα αποσπάσματα, αλλά φοβάμαι ότι σε κινητές συσκευές δεν θα διαβάζονται εύκολα. Στα σχόλιά σας θα μου πείτε πώς κρίνετε, έστω και εξ όνυχος, τις μεταφράσεις.
Και βέβαια υπάρχει και η ερώτηση του τίτλου. Εσείς μπορείτε να διαβάσετε τη Φόνισσα στο πρωτότυπο;