cebccf80ceaccf81cebccf80ceb9 cebcceb9ceb1 cf86ceb5cebcceb9cebdceb9cf83cf84ceb9cebaceae cf84ceb1ceb9cebdceafceb1

barbie 2023 posterΌταν ήταν μικρές, οι κόρες μου έπαιζαν με κούκλες Μπάρμπι -όχι πάρα πολύ, αλλά έπαιζαν. Με τον  καιρό, μαζεύτηκε ένα μικρό πλήθος από Μπάρμπες (το  παιδί, που ξέρει την ενδιάθετη γραμματική, κλίνει βέβαια τη λέξη, η  Μπάρμπη και οι Μπάρμπες), μια διμοιρία ας πούμε. Όταν οι κόρες μου μεγάλωσαν, οι Μπάρμπες, με εμφανή τα σημάδια και τα τραύματα από τη θητεία τους, άλλες ξεμαλλιασμένες, μια-δυο με βγαλμένα μέλη,  αποστρατεύτηκαν και μπήκαν, πετάχτηκαν να λέμε την αλήθεια, σε ένα μεγάλο κουτί,  που τέτοια θα υπάρχουν σε όλα τα σπίτια με παιδιά, που σε κάποιο πατάρι θα μαζεύει σκόνη.

Από τότε είχα να ασχοληθώ με τη Μπάρμπι -ή τις Μπάρμπες. Προχτές όμως πήγα και είδα την ταινία Μπάρμπι, που βασίζεται στον φανταστικό κουκλόκοσμο που έχει πλάσει η εταιρεία Mattel, που βγάζει αυτές τις κούκλες, για να προωθεί τις πωλήσεις της. Είχα ακούσει πολλά για την ταινία, από ύμνους έως πλήρη  απαξίωση,  οπότε μόλις είδα ότι παίζεται στο θερινό της παραλίας πήγα να τη  δω.

Είχε πολύ κόσμο, κυρίως νεαρό,  πολλές κοριτσοπαρέες. Περίμενα στην ουρά για να βγάλω εισιτήριο και σε τρίδιπλη ουρά για το ποπκόρν διότι τώρα έχει γίνει δύσκολο να ψωνίσεις από το  μπαρ του σινεμά, έχει τόσες επιλογές που σαστίζεις. Δεν με εξέπληξε που είχε πολύ κόσμο, γιατί διάβασα ότι, μέσα σε 15-20 μέρες που έχει κυκλοφορήσει η  ταινία (21 Ιουλίου η πρεμιέρα σε σινεμά στην  Αμερική) έχει ήδη κάνει τζίρο πάνω από 1 δισεκατομμύριο (αχ αυτά τα ποσά, σαν φιστίκια).

Η  πρωταγωνίστρια, η  στερεοτυπική Μπάρμπι,  ζει  στη Μπαρμποχώρα (Barbieland). Εκεί όλες  οι γυναίκες λέγονται Μπάρμπι, όλοι οι άντρες λέγονται Κεν,  όπως λέγεται το αγόρι της Μπάρμπι στην κουκλοσειρά (εκτός από τον Άλαν, που είναι γκέι). Στη Μπαρμποχώρα επικρατεί γυναικοκρατία, αφού οι γυναίκες κατέχουν όλα τα αξιώματα, από την Πρόεδρο και το Ανώτατο Δικαστήριο έως όλες τις θέσεις ευθύνης,  ενώ οι άντρες έχουν  διακοσμητικό ρόλο. Έτσι κι αλλιώς, όλη τη  μέρα όλες και όλοι την περνούν στην πλαζ, μέσα σε μια ροζ ανεμελιά -διότι όλα είναι ροζ, ακόμα και  η άμμος, εκτός αν είναι λαχανί. Για τις Μπάρμπες κάθε μέρα είναι η ομορφότερη της ζωής  τους, για τους Κεν μόνο όταν  τους χαμογελάσει η  Μπάρμπι τους. Έτσι κι αλλιώς, ο συγκεκριμένος Κεν είναι μάλλον αδέξιος και η δουλειά του είναι να στέκεται στην  παραλία και να  κάνει φιγούρα.

Όμως μια μέρα η πρωταγωνίστρια αρχίζει να έχει πεισιθάνατες σκέψεις, κάτι πρωτάκουστο -κι ύστερα παύει να είναι σωματικά τέλεια, αφού παρουσιάζει πλατυποδία. Πηγαίνει στην «Περίεργη Μπάρμπι», ένα είδος μάγισσας της φυλής που μένει ψηλά στο βουνό,  η οποία τής λέει ότι στον Πραγματικό Κόσμο κάποιο κοριτσάκι έχει ταυτιστεί πολύ με την κούκλα του, οπότε έχει ανοίξει μια τρύπα στη μεμβράνη που διαχωρίζει τους δυο κόσμους και η μόνη λύση είναι να πάει η Στερεοτυπική Μπάρμπι στον πραγματικό κόσμο, να βρει το κοριτσάκι που έχει τη συγκεκριμένη κούκλα ώστε να ξαναβρεί την τελειότητά της.

Με έναν παραμυθένιο τρόπο ξεκινάει για τον Πραγματικό Κόσμο, έχοντας απρόσκλητο συνοδοιπόρο τον  Κεν. Φτάνουν στο Λος Άντζελες όπου γίνονται διάφορες κωμικές παρεξηγήσεις, όπως όταν η Μπάρμπι πηγαίνει σε ένα  εργοτάξιο για  να  βρει «δυνατές γυναίκες» διότι στη δική της χώρα όλες τις δουλειές τις κάνουν οι γυναίκες -και βλέπει μονάχα  μαντράχαλους ή όπως όταν αγοράζουν  «ανθρώπινα» και όχι κουκλίστικα ρούχα αλλά φεύγουν από το μαγαζί χωρίς να  πληρώσουν -αφού στη  Μπαρμποχώρα δεν  υπάρχουν χρήματα. Ούτε να πίνουν νερό δεν  ξέρουν, τα ποτήρια στη  Μπαρμποχώρα είναι άδεια.

Η Μπάρμπι βρίσκει μιαν έφηβη, τη Σάσα, και η διαίσθησή της τής λέει ότι αυτό είναι το κορίτσι που αναζητεί -όμως η  Σάσα έχει σταματήσει να  παίζει με κούκλες από 5 χρονών και την καταρρακώνει με μια δριμύτατη  κριτική εξ αριστερών: λέει στη Μπάρμπι ότι δεν ενδυναμώνει τις γυναίκες, όπως νομίζει, αλλά προωθεί εξωπραγματικά πρότυπα ομορφιάς -και στο τέλος την αποκαλεί φασιστόμουτρο.

Η Mattel, η εταιρεία που φτιάχνει τις Μπάρμπες, έχει ειδοποιηθεί από το FBI για τη διείσδυση από την Μπαρμποχώρα στον  πραγματικό κόσμο. Βρίσκουν τη Μπάρμπι και προσπαθούν να τη δελεάσουν να «μπει στο κουτί» για να την στείλουν  πίσω στον κουκλόκοσμο. Εκείνη την τελευταία στιγμή το μυρίζεται και τους ξεφεύγει. Βγαίνει τρέχοντας από το κτίριο και μπαίνει για  να σωθεί στο αυτοκίνητο της  μητέρας της Σάσας, η οποία δουλεύει γραμματέας στην Ματέλ. Κι ενώ ξεφεύγουν από τους διώκτες τους, η Μπάρμπι συνειδητοποιεί ότι αυτή που έπαιζε με τις κούκλες δεν ήταν η Σάσα,  αλλά η μητέρα της, η Γκλόρια, που τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να παίζει και να σχεδιάζει, ως αγχολυτικό, με τις παρατημένες κούκλες της κόρης της.

Όλο αυτό το διάστημα ο Κεν, που έχει μείνει μόνος του, βλέπει ότι στον πραγματικό κόσμο όλες τις θέσεις ευθύνης τις έχουν άντρες. Μαθαίνει τι είναι πατριαρχία, που επισήμως δεν υπάρχει πια («δηλαδή τώρα το κρύβουμε καλύτερα», του λένε) και βλέπει ότι με το σύστημα αυτό είναι αμέσως πιο αξιοσέβαστος -οπότε, βουτάει δυο τρία σχετικά βιβλία από μια σχολική βιβλιοθήκη και επιστρέφει στον κουκλόκοσμο, όπου αρχίζει να μυεί τους άλλους Κεν στις αρετές της  πατριαρχίας.

Κι έτσι, όταν η Μπάρμπι επιστρέφει στον κουκλόκοσμο μαζί με τις δυο γυναίκες του πραγματικού κόσμου, μάνα και κόρη,  βρίσκουν τα πάντα να έχουν αλλάξει: οι Κεν  έχουν πάρει την εξουσία, έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου στις γυναίκες, που έχουν όλες μετατραπεί σε πειθήνιες γλάστρες, καμαριέρες και σερβιτόρες, ακόμα κι αν ως τώρα η μια ήταν Πρόεδρος της χώρας, η άλλη δικάστρια και η τρίτη νομπελίστρια.

Μόνο η Περίεργη Μπάρμπι έχει μείνει ανεπηρέαστη, μαζί με μερικές ακόμα σκληροπυρηνικές (τα αποσυρμένα  μοντέλα κούκλας) στο βουνό. Εκεί καταφεύγουν  οι ηρωίδες μας, μαζί με τον  Άλαν, και αρχίζουν την προσπάθεια αντεπίθεσης. Παρά τις αρχικές απογοητεύσεις, που οδηγούν τη Μπάρμπι στα πρόθυρα της παραίτησης, καταφέρνουν τελικά να επαναπρογραμματίσουν τις άλλες Μπάρμπες, που ξυπνάνε από τον λήθαργο και θυμούνται πως ήταν Πρόεδρος η μια, δικάστρια η άλλη και νομπελίστρια η τρίτη και πάει λέγοντας.

Τελευταίο όπλο είναι να σπείρουν διχόνοια στους Κεν, κάνοντάς  τους να ζηλέψουν οι μεν τους δε. Κι έτσι, τη μέρα που έχει οριστεί δημοψήφισμα  για να αλλάξει το Σύνταγμα της Μπαρμποχώρας (και να μετονομαστεί και η χώρα σε Kendom, Βασίλειο του Κεν) οι Κεν αλληλογρονθοκοπούνται στην παραλία (κάπως όπως οι Γαλάτες του Αστερίξ) κι έτσι οι Μπάρμπες ψηφίζουν  να μην αλλάξει το σύστημα της χώρας. Οι Κεν μένουν σε υποδεέστερη  θέση λοιπόν, αν και οι Μπάρμπες αναγνωρίζουν  ότι δεν φέρθηκαν καλά με την απόλυτη μητριαρχία κι έτσι τους υπόσχονται ότι αν  προσπαθήσουν θα φτάσουν στη θέση που έχουν  οι γυναίκες στον πραγματικό κόσμο -και πάλι υποδεέστερη δηλαδή, αλλά όχι τόσο.

Όμως η πρωταγωνίστρια, η στερεοτυπική Μπάρμπι, έχει  εκτεθεί πολύ στην ανθρώπινη  συντροφιά και, με την ενθάρρυνση του φαντάσματος της Ρουθ Χάντλερ (1916-2002, η γυναίκα που εμπνεύστηκε τη Μπάρμπι, και διετέλεσε τσέα της Ματέλ)  αποφασίζει να γίνει γυναίκα και να ζήσει στον κόσμο μας. Το έργο τελειώνει με τις δυο φίλες της, μάνα και κόρη, να την πηγαίνουν να  κάνει την πρώτη της επίσκεψη σε γυναικολόγο.

barbieratingsΕίπα πιο πριν ότι η ταινία έκοψε πολλά εισιτήρια, αλλά οι αντιδράσεις  που έχει προκαλέσει είναι ανάμικτες. Πολλοί τη λάτρεψαν, πολλοί τη μίσησαν. Στη  σελίδα κριτικής (κοινού) της Γκουγκλ, η βαθμολογία  είναι κατά μέσο όρο πολύ χαμηλή,  μόλις 2,9, διότι πάρα πολλοί έχουν βάλει τη χαμηλότερη βαθμολογία, 1 αστέρι.

Κι αυτό συμβαίνει ενώ τα σχόλια, αν  κάνετε τον κόπο να τα διαβάσετε, είναι κατά 80% εγκωμιαστικά. Πράγμα που σημαίνει ότι πολλοί  ενοχλημένοι χρήστες έβαλαν κακό βαθμό στην ταινία χωρίς να την  έχουν δει, επειδή είχαν ακούσει ότι διαπνέεται από το φιλελέφτ και γουόκ πνεύμα που χαρακτηρίζει το Χόλιγουντ εσχάτως.

Θα ενοχλήθηκαν πολλοί από τη ματιά του σεναρίου, που θα το κατηγόρησαν για αντίστροφο σεξισμό, μια και τυποποιεί αρνητικά τους άντρες -τουλάχιστον μέχρι λίγο πριν το τέλος. Αλλά ύστερα από δεκαετίες με σεξιστικά στερεότυπα στον κινηματογράφο προς τη μια κατεύθυνση δεν βλάφτει να έχουμε κι ένα προς την άλλη έστω και για λόγους δικαιοσύνης και ισορροπίας.

Είδα  μάλιστα έναν φίλο, που πολιτικά διαφωνώ μαζί του αλλά σε πολλά θέματα γούστου συμφωνώ, που είναι και δεινός σινεφίλ, ο οποίος έγραψε στον τοίχο του στο Φέισμπουκ ότι δεν άντεξε τη  Μπάρμπι και έφυγε στη μέση, κάτι που πολύ σπάνια του συμβαίνει. Πρόσθεσε  μάλιστα πως άντεξε να δει μονορούφι την ταινία Ζαν Ντιλμάν (κτλ.), μια πειραματική φεμινιστική βελγική ταινία του 1975, διαρκείας 201 λεπτών, την οποία πρόσφατα το Sight and  Sound ανακήρυξε σε καλύτερη ταινία όλων των  εποχών, αλλά όχι τη Μπάρμπι. Φοβάμαι πως κάποιος από τους δυο μας, ή και οι δυο μας, επηρεαστήκαμε στην αξιολόγηση της Μπάρμπι από την ιδεολογική μας τοποθέτηση, διότι εγώ καθόλου δεν  ήθελα να φύγω στη μέση, αλλά απεναντίας την ταινία τη χάρηκα.

Θεωρώ ότι είναι σαφώς μια φεμινιστική ταινία, υπονομευτική σε πολλά, αλλά βέβαια με τους αυτονόητους περιορισμούς που έχουν οι χολιγουντιανές ταινίες. Μια ανεκτίμητη σκηνή είναι όταν η Μπάρμπι βρίσκεται ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας Ματέλ, και θεωρεί αυτονόητο ότι επικεφαλής της εταιρείας θα είναι γυναίκα, αλλά προς κατάπληξή της μαθαίνει ότι ο τσέος είναι άντρας, ο CFO είναι άντρας, ο COO είναι άντρας,  όλοι οι τοπ μανατζαραίοι είναι άντρες, και μόνο κάποια στιγμή πριν από πολλά χρόνια είχαν γυναίκα τσέα.

Η Μάργκοτ Ρόμπι (που συμμετέχει και στην παραγωγή) και ο Ράιαν Γκόσλινγκ είναι εξαιρετικοί σε ρόλους που, παρά το επιφανειακά εύκολο, έχουν  δυσκολίες, ενώ το σενάριο, που το συνυπογράφει η σκηνοθέτρια (αυτός είναι κατ’ εμέ ο προτιμότερος θηλυκός τύπος της λέξης), η δαιμόνια κυρία Gerwig, όπως κι αν προφέρεται, είναι πολύ καλοδουλεμένο -και σε γλωσσικά ακόμα θέματα, όπως ότι η Μπάρμπι, φτάνοντας στον πραγματικό κόσμο, δυσκολεύεται να βρει λέξεις για τα καινούργια συναισθήματα που νιώθει. Επίσης, βρήκα πειστικό τον  φεμινιστικό μονόλογο της Γκλόριας προς το τέλος του έργου («κουράστηκα να γίνομαι χίλια κομμάτια για να αρέσω σε όλους»).

Μια αδυναμία, αναγκαστική, που έχει η πλοκή είναι ότι επειδή η Μπάρμπι είναι κούκλα, στον κόσμο της δεν υπάρχει σαρκικός έρωτας και δεν υπάρχουν και αντρόγυνα που να συμβιώνουν (όπως και στον κόσμο του Μίκι Μάους, που δεν υπάρχουν αντρόγυνα με παιδιά, αλλά οι Χιούι, Λιούι και Ντιούι είναι ανιψάκια του Ντόναλντ, αγνώστων γονέων). Αυτό εμποδίζει να δειχτούν αυτές οι διαστάσεις της πατριαρχίας.

Μια και μίλησα πιο πάνω για γλώσσα, να πω και για τη μετάφραση. Γενικά τη  βρήκα πετυχημένη και με αρκετά καλά ευρήματα. Ωστόσο, έχω μια διαφωνία για την απόδοση του Weird Barbie. Το «Περίεργη Μπάρμπι», που επιλέχτηκε, είναι αμφίσημο, αφού περίεργος είναι και ο παράξενος αλλά και ο φιλέρευνος. Εγώ θα προτιμούσα «Αλλόκοτη Μπάρμπι», που ταιριάζει και με τη φυσιογνωμία της. Και βέβαια στο τέλος, εκεί που η Ρουθ Χάντλερ (ή το πνεύμα της) λέει «I invented Barbie», κακώς ο υπότιτλος λέει «Εγώ ανακάλυψα τη Μπάρμπι». Την εφεύρα, την επινόησα, τη δημιούργησα,  τη σχεδίασα, την έφτιαξα, ναι. Όχι «την ανακάλυψα» γιατί προσδίδει στη φράση μια σημασία που δεν τη θέλησαν οι σεναριογράφοι.

Βρίσκω χρήσιμη  την ταινία και χαίρομαι για την απήχηση που φαίνεται ότι έχει. Τη στιγμή που η αστυνομικίνα στη Λάρισα βρίσκεται σακατεμένη στο νοσοκομείο από τα χτυπήματα του νταή συζύγου της, και μια νεαρή γυναίκα να συμπεράνει ότι η πατριαρχία είναι κακό πράγμα,  κέρδος θα είναι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *