cebccebdceaecebcceb7 cebaceb1ceb9 ceb1cf86ceaeceb3ceb7cf83ceb7 cf84ceb7cf82 cf87cf81ceb9cf83cf84ceafcebdceb1cf82 cf86cf81ceb1

Ίλι Ντεμνέρι, Θυμάμαι, μτφρ. Ελεάνα Ζιάκου, εκδ. Πληθώρα, Αθήνα 2020.

Πώς θυμούνται οι άνθρωποι την παιδική τους ηλικία; Πώς την αφηγούνται; Με ποιο τρόπο η μνήμη διαχειρίζεται το τραυματικό; Είναι η παιδική ηλικία ένας χωροχρόνος που το υπερβαίνει; Πώς η παιδική ηλικία, παρά το ξεχωριστό του προσωπικού βιώματος, συνομιλεί με τη συλλογική μνήμη συμμετέχοντας έτσι στη χαρτογράφηση μιας καθολικότερης εμπειρίας;

Ο Ίλι Ντεμνέρι, σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής και συγγραφέας, γεννημένος στα Τίρανα το 1961, θυμάται την παιδική και νεανική του ζωή όπως την έζησε στην πόλη του, στην Αλβανία της εποχής πριν από τη δεκαετία του `90.

«[…] Αν για τις γραφομηχανές έπρεπε να εξασφαλίσεις άδεια από το υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων», διαβάζουμε στην εισαγωγή του βιβλίου του με τον τίτλο Θυμάμαι, «για τις φωτογραφικές μηχανές κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο, ωστόσο η εμφάνιση και η εκτύπωση γίνονταν στα κρατικά εργαστήρια, όπου τίποτα δεν ξέφευγε από το άγρυπνο μάτι του Κόμματος. Άλλη εναλλακτική δεν υπήρχε. Διαφορετικά, έπρεπε να στηθούμε μπροστά στους φωτογράφους «του κράτους», σε κάποιο στούντιο ή στο πάρκο πίσω από το άγαλμα του Σκεντέρμπεη. […] Η καθημερινή ζωή, οι προσωπικές στιγμές – έξω από τις πόζες σε προεπιλεγμένα ντεκόρ-έμειναν ανεξίτηλες αποκλειστικά στη μνήμη των ανθρώπων».

Ο Ντεμνέρι ανακαλύπτοντας τυχαία το βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Ζωρζ Περέκ Je me souviens, βιβλίο εμπνευσμένο με τη σειρά του από το, «I remember», του Αμερικανού ζωγράφου Joe Brainard, νιώθει ότι «οι λέξεις απεγκλωβίστηκαν, οι εικόνες απέκτησαν φτερά».

«Θυμάμαι τον κατάλογο του Καταστήματος Τροφίμων, όπου η πωλήτρια σημείωνε έναν σταυρό δίπλα στο όνομα κάθε οικογενειάρχη, κάθε φορά που αγοράζαμε ελαιόλαδο, καφέ, αλεύρι, ζάχαρη , σαπούνι… (και άλλα που έχω ξεχάσει). […]».

«Θυμάμαι ένα κορίτσι στο δημοτικό που ξεχώριζε από μας τους υπολοίπους, γιατί φορούσε ρούχα «από το εξωτερικό». Ακόμη και η τσάντα της δεν ήταν μαύρη ή καφέ, όπως οι δικές μας, αλλά ροζ. ‘Έλεγαν ότι ο πατέρας της εργαζόταν σε κάποια πρεσβεία».

Η επιτέλεση της γραφής ως αναδρομική κατάθεση των αποτυπωμένων στη μνήμη εικόνων, εκείνων που παρέμειναν έξω από το κάδρο των κρατικών λήψεων.

Τα αγαθά, η δυνατότητα κατοχής τους, η ελεύθερη πρόσβαση σε μια εμπράγματη καθημερινότητα που όλα λείπουν και ό,τι υπάρχει διατίθεται στο πλαίσιο μιας αφόρητης, γραφειοκρατικής, διευθέτησης, περνούν εν είδει φλας μπακ, από μπροστά μας, διασχίζοντας με δύναμη τον δικό μας χωροχρόνο.

Το σώμα έχει κεντρική θέση σε αυτή την επιστροφή, χειρονομίες, βλέμματα, αγγίγματα, επιθυμίες, κάθε τι απτό καθίσταται αντικείμενο ενός ανεκπλήρωτου πόθου, η έλλειψη τροφοδοτεί τη φαντασία, το όνειρο, η βαθιά λαχτάρα για ό,τι απαγορεύεται δίνει τον τόνο σε εκείνη τη ζωή.

Ιστορίες μικρές και μεγαλύτερες, λίγες λέξεις αλλού, μια αιφνίδια ανάμνηση αλλάζει το τοπίο, η ανάκληση της μνήμης άναρχη, με υπόγειες συνδέσεις, ένα κολάζ φωτογραφιών τα συμβάντα, ο χώρος και ο χρόνος γίνονται η βάση, το πλαίσιο που θα τα περιβάλει όλα και θα τα νοηματοδοτήσει ως ενότητα.

«Θυμάμαι το ραδιόφωνο μάρκας «Nora», που είχαμε στην κουζίνα. Όταν άναβε, η γυάλινη επιφάνεια όπου αναγράφονταν οι πόλεις Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Ρώμη, Στοκχόλμη, Μαδρίτη κτλ. φωτιζόταν από ένα μικρό λαμπάκι. (Ήταν το μόνο ανοικτό σύνορο). […]».

Η αφήγηση, μακριά από νοσταλγία και λογοτεχνισμούς, με συγκρατημένο συναίσθημα, καταφέρνει να απλωθεί αποφεύγοντας την καραδοκούσα, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, παγίδα μιας δραματοποιημένης έκθεσης της εμπειρίας. Ο Ντεμνέρι γράφει με ουδέτερο ύφος δίνοντάς μας «μια γραφή σχεδόν λευκή, όπως οι ονομασίες των σταθμών του Προυστ», ονομασίες που ο μεγάλος συγγραφέας έβρισκε και διάβαζε τα βράδια, για να κοιμηθεί, μέσα στο φυλλάδιο με τα δρομολόγια των τρένων.

Και αν σε κάποια σημεία μια λεπτότατη αίσθηση νοσταλγίας αφήνεται να φανερωθεί, «είναι η νοσταλγία που νιώθει κανείς για τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, ασχέτως του πολιτικού συστήματος στο οποίο αυτά βιώθηκαν…» τονίζει.

«Θυμάμαι όταν το Έλατο και ο Άι Βασίλης απαγορεύτηκαν ως θρησκευτικά σύμβολα. Η φιγούρα του Άι Βασίλη με το μούσι αντικαταστάθηκε από εκείνην ενός νεαρού που κρατούσε στο ένα χέρι την αξίνα και στ` άλλο το όπλο. Πόσο λυπήθηκα όταν την είδα πρώτη φορά κρεμασμένη στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου «Αγκίμι».

«Θυμάμαι όταν από τον φόβο μου έσκισα το ημερολόγιό μου και κατέβηκα στο υπόγειο για να το κάψω».

Ο Ντεμνέρι με τα θραύσματα της μνήμης συνθέτει το σπονδυλωτό του αφήγημα, όλα συμβαίνουν σε άλλο χρόνο πια, σ` αυτόν της γραφής, και ο συγγραφέας αποτυπώνει εδώ, στο χαρτί, την πραγματικότητα εκείνου του καιρού. Γράφοντας επιστρέφει στο οικείο του βιώματος, στο «τότε», σε εκείνο τον χώρο, και «χτίζει» με την επιστροφή του αυτή έναν αντιχώρο μέσα από τον οποίο ατενίζει το παρελθόν. Καταφέρνει με μεγάλη μαεστρία να μεταφέρει την πολιτική συνθήκη καταθέτοντας ταυτόχρονα το ευφρόσυνο και ενίοτε συναρπαστικό που κουβαλά μαζί της η παιδική και η νεανική ζωή. Φόβος αλλά και ζώσα ζωή γιατί απλά είσαι παιδί.

«Θυμάμαι το θερινό σινεμά Ρεπουμπλίκα: τα αναρριχώμενα φυτά γύρω από την οθόνη, τα τριθέσια παγκάκια, τον καπνό του τσιγάρου πάνω από τα κεφάλια των θεατών …και τον ήχο των ραδιοφώνων που ερχόταν από τα ανοικτά παράθυρα των γύρω πολυκατοικιών. « Έεεεει! Κλείσε το ραδιόφωνο, βρε φίλε!»

Καθώς προχωρά η ανάγνωση αναδύεται το ηχοτοπίο της προφορικότητας, η αμεσότητά της. Το βλέμμα του αφηγητή, οι εκφράσεις τού προσώπου, η στάση του σώματος. Είναι φανερή η διάσταση της επιτέλεσης. Ο λόγος του ακουμπώντας στις ενθυμήσεις άλλων συνομηλίκων, ανατροφοδοτεί τη δική τους ανάμνηση, συμμετέχοντας έτσι στη δημιουργία μιας μνήμης συλλογικής. «Καθώς διάβαζα το βιβλίο», γράφει στον επίλογο ο συγγραφέας Αρντίαν Βεχμπίου, «μου γεννήθηκε η επιθυμία να γράψω κι εγώ κάτι παρόμοιο, ένα δικό μου, προσωπικό «Θυμάμαι»· ως κομμάτι μιας σειράς, ενός περιδέραιου που θα κομίσει στον αναγνώστη την ομορφιά και τις ευαισθησίες μιας κατά τα άλλα άσχημης και αναίσθητης εποχής».

«Θυμάμαι ότι την τσίχλα που μασούσα όλη την ημέρα, λίγο πριν κοιμηθώ, την έβαζα σε ένα ποτήρι με νερό για να την χρησιμοποιήσω την επομένη. Ως απαγορευμένο προϊόν οι τσίχλες είχαν εξελιχθεί σε σπάνιο είδος. Τύγχανε, κάποιος που ταξίδευε στο εξωτερικό να σου χαρίσει καμιά Hollywood. Θυμάμαι ότι ορισμένοι συνέλεγαν περιτυλίγματα και ασημόχαρτα, τοποθετώντας τα ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων».

Ο Ίλι Ντεμνέρι «μιλώντας» για τα όσα έχει δει και ζήσει γίνεται μάρτυρας μια εποχής και ενός κόσμου. Ο χρόνος της διήγησης σε απόσταση από τον πραγματικό χρόνο, βοηθά στην αποτύπωση της παρελθούσης καθημερινότητας με τρόπο κατά το δυνατόν αντικειμενικότερο. Η μνημονική ανάκληση γεγονότων της παλιάς ζωής, η ανασύσταση μιας κατάστασης όπου ο φόβος και ο αποκλεισμός ήταν οι βασικές συντεταγμένες, και η μετουσίωση όλων αυτών σε βιβλίο, γίνονται για τον συγγραφέα πράξη λυτρωτικού στοχασμού, βαθιάς απελευθέρωσης. Η αφήγησή τους ως γλύτωμα και ως λυτρωμός. Κι εκείνος μπορεί να πει άφοβα πια:

Θυμάμαι τον φόβο. Τον καθημερινό. Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.
Θυμάμαι ότι κάποτε αυτή ήταν η πραγματικότητά μας.

Η έμπειρη Ελεάνα Ζιάκου που πολλά χρόνια τώρα μεταφράζει βιβλία από τα Αλβανικά στα Ελληνικά και τανάπαλιν συνδέοντας τις λογοτεχνίες των δύο χωρών, σε αυτήν εδώ τη νέα, ρέουσα, μετάφρασή της, αποδίδει με τέχνη το ουδέτερο ύφος, τον υπόγειο παλμό.

Η φροντισμένη έκδοση είναι των εκδόσεων «Πληθώρα».

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Richard Diebenkorn. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

b251419

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *