cebccebdceaecebcceb7 ceb4ceb7cebcceaecf84cf81ceb7 cf83ceb1cf81ceb1cebdcf84ceaccebacebfcf85 1929 17 12 2011 cf84cebf cf84ceadcebb

Συμπληρώνονται σήμερα δώδεκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να τον μνημονεύω στο ιστολόγιο δημοσιεύοντας κάθε δεύτερη Τρίτη αποσπάσματα από τα βιβλία του, που μάλιστα εξαντλήθηκαν κι έτσι έβαλα και το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια», που η δημοσίευσή του ολοκληρώθηκε στις αρχές τούτου του χρόνου. 

Όμως έχουν απομείνει ορισμένα αποσπάσματα βιβλίων που δεν τα έχω δημοσιεύσει και τα κρατάω για ειδικές περιστάσεις -σαν τη σημερινή. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε ξαφνικά και τελικά κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Αρχείο (Προηγουμένως είχε επίσης εκδοθεί μεταθανάτια ένα ακόμα έργο του, οι τρεις νουβέλες Ο βενετσιάνικος καθρέφτης). Από τα Εφτά καλοκαίρια έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο πολλά αποσπάσματα, το 2012 και το 2013 κυρίως, αλλά όχι ολόκληρο το έργο. Οπότε σήμερα θα παρουσιάσω την πρώτη ενότητα του βιβλίου, το Τέλος του έβδομου καλοκαιριού, του 1985. Όπως είπα, είναι το  πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο εξηγεί ο πατέρας μου γιατί μιλάει για εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια. Ένα απόσπασμα το είχε δημοσιεύσει παλιά η αδελφή μου, δείτε και τη φωτογραφία με τον πατέρα μου στα δεξιά. Οι στίχοι που προτάσσονται ως μότο είναι από ποίημα της μητέρας μου. 

Ένα βιογραφικό του πατέρα μου μπορείτε να βρείτε σε παλιότερο άρθρο.

mimis jpeg smallΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΒΔΟΜΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (1985)

                                             Αργοσβήνει το καλοκαίρι στην Αίγινα…
                                             Φυλακίζω τον ήλιο μέσα στις γυάλες με το γλυκό,
                                             μεσ΄στο βαρέλι την αψάδα του μούστου.
                                             Πιάνομαι στα χέρια σου κι απαγκιάζω.
                                              Είναι βαρύς ο χειμώνας που έρχεται

 

Το πατητήρι του Άγγελου αντηχούσε από φωνές, πειράγματα και τραγούδια. Ήταν δέκα η ώρα, πρωί Σαββάτου, μέσα του Σεπτέμβρη. Από μία και πάνω ώρα πατούσαμε τα σταφύλια και τώρα, αφού ταχτοποιήσαμε το σωρό των πατημένων ώστε να αποχτήσει επίπεδη επιφάνεια, βάλαμε πάνω του μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, στην οποία  ανεβήκαμε με  προσοχή, και κρατώντας ισορροπία, όλοι μας. Το βάρος πέντε νοματαίων λειτούργησε σαν πρέσσα. Από τον σωρό των πατημένων σταφυλιών άρχισε  να  τρέχει άφθονος μούστος. Ο Άγγελος δεν ήταν ανάμεσα μας, αλλά στεκόταν έξω από το πάτημα και εφοδιασμένος με αλκοολόμετρα και ογκομετρικούς σωλήνες, είχε τη γενική  εποπτεία της  όλης διαδικασίας.

Τα τελευταία πέντε χρόνια είχε καθιερωθεί να γιορτάζουμε το τέλος του καλοκαιριού στο χτήμα του Άγγελου, στο Λειβάδι, δυο βήματα από το δικό μας το σπίτι. Εκεί, αφού πατούσαμε ομαδικά τα σταφύλια, όχι μόνο του Άγγελου, αλλά και τα δικά μας και μερικών ακόμα φίλων, στο άριστα οργανωμένο και εφοδιασμένο πατητήρι του, το ρίχναμε κατόπιν στο  φαγοπότι, με τραγούδι, χορό και όλη τη σχετική φασαρία.

Ο Άγγελος, μεταλλειολόγος το επάγγελμα, ήταν σχετικά πρόσφατη γνωριμία μου, στο νησί, μ’ όλο που επί μακρόν είχαμε ζήσει σε χώρους παράλληλους και σε χρόνους που απείχαν λίγο μεταξύ τους, χωρίς όμως να συναπαντηθούμε. Πάντως είχαμε μέγα πλήθος κοινών γνωστών, καθώς και κοινές ιδέες, απόψεις και πεποιθήσεις κι έτσι γίναμε με την πρώτη στενοί φίλοι, σα να γνωριζόμασταν από χρόνια.

Ο Άγγελος ήταν πολύ οργανωμένος άνθρωπος. Δώδεκα χρόνια πιο πριν, αγόρασε αυτό το μεγάλο χτήμα, έχτισε δυο μικρά ανεξάρτητα οικήματα, φύτεψε καμιά πεντακοσαριά φιστικιές, κάπου εκατό ελιές και κλήματα, έφτιαξε μεγάλη υπόγεια στέρνα, πλήρες πατητήρι, αγόρασε κάθε είδους γεωργικά εργαλεία και μηχανήματα και εξασφάλιζε από το χτήμα του ένα εισόδημα ίσο ή και μεγαλύτερο από το μισθό του ως μηχανικού σε μια γαλλική μεταλλευτική  εταιρεία. Παλιός επονελασίτης, με θητεία στη Μακρόνησο, ήταν ένθερμος  οπαδός, αλλά όχι οργανωμένο μέλος του Κόμματος. Δεν έμπαινε εύκολα στα καλούπια και την πειθαρχία της κομματικής ζωής.

Στο πάτημα των σταφυλιών παίρνανε μέρος κατ’ αρχήν η οικογένεια του Άγγελου, δυο συμπατριώτες  του, που  άκουγαν και οι δύο στο όνομα  Γεράσιμος, παλιοί αντάρτες του Δημοκρατικού  Στρατού, θερία  άνθρωποι από πλευράς βάρους και όγκου και γι΄ αυτό πολύτιμοι  στο πάτημα, καθώς και γείτονες που συμμετείχαν με τα δικά τους σταφύλια, τα οποία φυσικά ζυγίζονταν προηγουμένως χωριστά. Υπήρχε όμως πλήθος εθελοντών, που τους έθελγε η ατμόσφαιρα του κεφιού με όλον το σχετικό χαβαλέ, καθώς και το καθιερωμένο τσιμπούσι, με κύριο πιάτο χταπόδι κρασάτο με κοφτό μακαρονάκι (σπεσιαλιτέ της Φρανς, της γυναίκας του Άγγελου) και με συνοδεία άφθονου σπιτικού κρασιού.

Όταν τέλειωσε το γλέντι και κινήσαμε να φύγουμε από το χτήμα του Άγγελου, διαπιστώθηκε πως ήμουν τόσο υπέροχα μεθυσμένος, που κι εγώ ακόμα το παραδέχτηκα και δεν επέμεινα να οδηγήσω. Το μυαλό μου, παρά την αισιόδοξη ομίχλη μέσα στην οποίαν ήταν βυθισμένο, ήταν απολύτως διαυγές σ’ ό,τι αφορούσε τις δυνατότητες μου. Εξ άλλου το υπόλοιπο σώμα μου βρισκόταν θαρρείς μέσα σε πούπουλα, η αίσθηση της αφής είχε αλλοιωθεί κατά θαυμαστό τρόπο και αισθανόμουν ότι βάδιζα κάπου πέντε εκατοστά πάνω από το έδαφος. Έτσι η Κική με τα παιδιά φόρτωσαν στο αμάξι μας τα πλαστικά μπιντόνια με το μούστο που μας αναλογούσε και τράβηξαν για το σπίτι μας, που άλλωστε δεν απείχε πάνω από πεντακόσια μέτρα, ενώ εγώ με τη συντροφιά του Στέλιου ξεκίνησα με τα πόδια.

Με το γλέντι στου Άγγελου, συνήθως την τρίτη ή την τελευταία βδομάδα του Σεπτέμβρη, τέλειωναν ουσιαστικά όχι μόνο οι αγροτικές δουλειές του  καλοκαιριού, αλλά και το ίδιο το καλοκαίρι. Πολλοί παραθεριστές θα γύριζαν οριστικά στην Αθήνα κι άλλοι θα ‘ρχονταν πια στο νησί τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές. Αλλά και πολλοί μόνιμοι κάτοικοι, που οι ασχολίες του καλοκαιριού τους κρατούσαν στο νησί, προγραμμάτιζαν για τον Οχτώβρη εκδρομές ή ταξίδια.

Το φετινό καλοκαίρι παραήταν γεμάτο σε γεγονότα, κατά κανόνα ευχάριστα. Απορούσα πώς χώρεσαν στις τριάντα μέρες της αδείας, που δικαιούμαστε νομίμως, μια πενθήμερη εκδρομή στη Μάνη, παραμονή δυο βδομάδων στη Μυτιλήνη και ταξίδι δεκαπέντε ημερών στη Σοβιετική Ένωση. Ας είναι καλά κάτι εμβόλιμα Σαββατοκύριακα και κάτι υπόλοιπα αδειών από τον περασμένο χρόνο.

Τα αναπολούσα καθώς γύριζα στο σπίτι, με βήματα, επιεικώς αβέβαια, που τα έκαναν πιο επισφαλή τα αδιάκοπα χοροπηδητά του Στέλιου, που σκιρτούσε και έτρεχε κυκλοτερώς γύρω μου. Κάπου κάπου έκοβα τους διαλογισμούς μου και τον ανακαλούσα στην τάξη, χωρίς φυσικά να παίρνω ποτέ μου απάντηση, μια που ο Στέλιος ήταν ένα κατάμαυρο, παιχνιδιάρικο και αεικίνητο μπασταρδεμένο κανίς, που θεωρούσε υποχρέωσή του να γαβγίζει όλους τους περαστικούς που συναντούσαμε, να καταδιώκει όλα τα μηχανάκια και να κυνηγά απηνώς όσες γάτες αντιλαμβανόταν σε απόσταση είκοσι μέτρων και βάλε. Όλα αυτά με καθαρά φιλοπαίγμονα διάθεση, γιατί ήταν καλόκαρδο, κοινωνικό και άκακο πλάσμα, που ποτέ του δε δάγκωσε άνθρωπο.

Από τότε που τον πήραμε σπίτι μας, δέθηκε τόσο πολύ μαζί μου που δεν μ’ άφηνε να κάνω βήμα χωρίς να επιμένει να με συνοδέψει. Με παραμόνευε να βγω, κοιτώντας την πόρτα με τέτοια λαχτάρα, σα να περίμενε να προβάλει απ’ αυτήν ο θεός των σκύλων. Όταν έβγαινα ορμούσε πάνω μου κουνώντας την ουρά του και συνήθως μου καταλέρωνε τα ρούχα με τα σκονισμένα πόδια του.  Καθώς τον λυπόμουν να τον δένω, υποτασσόμουν και τον έπαιρνα μαζί μου λυτόν, μ’ όλο που η κοινή μας έξοδος, μου δημιουργούσε συνήθως προβλήματα, γιατί ο Στέλιος ριχνόταν σε γάτες, κότες ή περιστέρια και έμπαινε ορμητικά σε ξένες αυλές.

Μια δυο φορές τόλμησα να τον πάρω σε κομματικές συγκεντρώσεις. Στην πρώτη οι σύντροφοι δεν έφεραν αντιρρήσεις. Ήταν άλλωστε αχτίφ περιορισμένης συμμετοχής, όπου όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Στη δεύτερη φορά όμως, που ήταν «ανοιχτή συγκέντρωση σε κλειστό χώρο» στη μόνη δηλαδή διαθέσιμη αίθουσα της πόλης, ο γραμματέας έβαλε θέμα την απομάκρυνση του Στέλιου πριν αρχίσει η ομιλία. Ο ομιλητής πούχε ρθει «από μέσα» μη ξέροντας πρόσωπα και πράγματα θέλησε να πληροφορηθεί ποιός ήταν αυτός ο Στέλιος, που ήταν τόσο ανεπιθύμητη η παρουσία του στη συγκέντρωση.

“Ένα κομματόσκυλο», απάντησα, προκαλώντας τα γέλια όσων διαθέταν την αίσθηση του χιούμορ και τη συνοφρύωση των σοβαροφανών. Έχουμε αρκετούς αυτής της κατηγορίας.

Εντούτοις ο Στέλιος παρακολούθησε την ομιλία με υποδειγματική ησυχία και προσήλωση στον ομιλητή. Όταν μάλιστα άρχισαν οι διευκρινιστικές ερωτήσεις και κατόπιν οι τοποθετήσεις, γύριζε το κεφάλι του, λες και παρακολουθούσε με προσοχή τα λεγόμενα των συμμετεχόντων.

Όταν φτάσαμε κάποτε με τον Στέλιο στο σπίτι, η προηγηθείσα υπόλοιπη οικογένεια είχε αρχίσει τη μετάγγιση του μούστου στα δυο βαρελάκια, που πριν  μια βδομάδα είχα μόνος μου καθαρίσει και προετοιμάσει. Ακόμα μοσκοβολούσε το σπίτι από την τρυγιά. Παρά το μεθύσι μου, ξύπνησε μέσα μου ο χημικός και πήρα ενεργό μέρος στη μετάγγιση. Πράγματι τα κατάφερα χωρίς να χυθεί απ’ έξω σταγόνα και αφού πρόσθεσα την απαιτούμενη ποσότητα μεταθειώδους, για να καταστραφούν όλοι οι άλλοι μικροοργανισμοί και να μείνουν μόνο οι ζυμομύκητες, που θα μετατρέπανε το μούστο σε κρασί, σκέπασα την τρύπα των βαρελιών με μια κουκουνάρα τυλιγμένη σε πευκοβελόνες, για να μπορεί ν’ ανασαίνει ο μούστος.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, από τότε ακόμα που το σπίτι το αποτελούσε μόνο το υπόγειο, έβαζα πάντα ένα βαρέλι των 120 λίτρων μούστο και με τη βοήθεια του φίλου μου του Αντρέα*, διαπρεπούς οινολόγου, έφτιαχνα σπουδαίο κρασί. Μια χρονιά, που είχαμε πολλά σταφύλια, είχα βάλει τρία βαρέλια, συνολικά δηλαδή τρακόσια εξήντα λίτρα. Ο θείος μου ο Μιχάλης, ογδόντα χρονών τότε, ένθερμος λάτρης του Βάκχου, όταν τα είδε μου είπε σκεφτικός

“Θα φτάσει για τη χρονιά σου ”

εννοώντας πως θα το έπινα μόνος μου όλο αυτό το κρασί, γιατί ο ίδιος έπινε περίπου ένα λίτρο την  ημέρα, πράγμα που τον διατηρούσε σε αρίστη σωματική και πνευματική υγεία.

Εκτός από άσπρο αρετσίνωτο, έκανα καμιά φορά και μιά νταμιτζάνα κόκκινο λιαστό, ακολουθώντας τις υποδείξεις της πεθεράς μου, όχι πάντα με επιτυχία.

Το χτήμα μας, εκτός από το κύριο καλλιεργούμενο είδος, τις φιστικιές, έχει συκιές, βερικοκιές, μυγδαλιές, ελιές και κλήματα με επιτραπέζια και με κρασοστάφυλα. Είχα βάλει και μου μπόλιασαν μερικές πικραμυγδαλιές σε βερικοκιές, που ανθίζουν τον Απρίλη σα νυφούλες και μας δίνουν τον Ιούνη τόσα βερίκοκα, που δεν προφταίνουμε να τα φάμε οι ίδιοι, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες κι οι περαστικοί. Η Κική κάνει στο τέλος  κάθε Ιουνίου ίσαμε είκοσι κιλά μαρμελάδα βερίκοκο, που μας φτάνει να τρώμε όλο το χρόνο. Τον Ιούλιο είναι η σειρά των βύσσινων, που βέβαια τα αγοράζουμε, μια που στο νησί δεν ευδοκιμούν βυσσινιές. Η Κική φτιάχνει αρκετά κιλά βύσσινο γλυκό και από βύσσινα, που τα βάζει σε μια γυάλα μαζί με μπαχαρικά  και ζάχαρη, τα αφήνει δυο μήνες στον ήλιο και ύστερα τα αραιώνει με κονιάκ,  φτιάχνει ένα καταπληχτικό γλυκό και δυνατό ηδύποτο. Από αύριο θα καταπιαστεί με τη μουσταλευριά, το φτιάξιμο της οποίας αποτελεί ολόκληρη επιστήμη. Ο μούστος πρέπει να βραστεί, να ξαφριστεί, να σβηστεί για να πέσει η οξύτητά του, να μείνει για κατακάθισμα και να μεταγγιστεί, πριν ανακατευτεί με σιμιγδάλι. Ευτυχώς σε μια γωνιά του χτήματος υπάρχει ένα άσπρο λεπτό χώμα που είναι ένα κι ένα για το σβήσιμο του μούστου. Φέτος έγραψε ένα πολύ όμορφο ποίημα για το καλοκαίρι που αργοσβήνει και μου το χάρισε. Καμαρώνω μέσα μου που, τριάντα τρία χρόνια μαζί μου, όχι μόνο δε με βαρέθηκε, αλλά μου χαρίζει ποιήματα.

Το χτήμα έχει απ’ όλα. Ακόμα και κάπαρη φυτρώνει σε μια τράφο, ενώ με τα πρωτοβρόχια γεμίζει φαγώσιμα σαλιγκάρια, έδεσμα πολύ αγαπητό στην Κική και τα παιδιά, (εγώ δεν τα βάζω στο στόμα μου). Το μυστικό μου όνειρο (που το κρύβω και από την Κική, γιατί συνήθως θεωρεί τέτοια όνειρα υπερφίαλα) είναι, όταν με το καλό συνταξιοδοτηθούμε κι οι δύο, να οργανώσω το χτήμα πιο καλά. Να φτιάξω ένα περιβολάκι με λαχανικά, να δημιουργήσω ένα κήπο γύρω από το σπίτι, ένα κοτέτσι με λίγες κότες και, γιατί όχι, και μια δυο μαλτέζικες κατσίκες.

Για την ώρα, ώσπου να έρθουν οι κατσίκες και οι κότες, την πανίδα του χτήματος, εκτός από τα προαναφερθέντα σαλιγκάρια και το Στέλιο, την αποτελούν σπουργίτια, καρδερίνες, φλώροι, σπίνοι και άλλα αγνώστου (σε μένα) είδους πουλιά, που η πεθερά μου τα λέει γενικώς “θεόπουλα”, κάποια παρεπιδημούντα περιστέρια, μερικοί σκαντζόχοιροι, μπόλικες σαύρες, αρκετά φίδια και άγνωστος αριθμός ποντικών και αρουραίων, που αποτελούν την κύρια τροφή μιας κουκουβάγιας, που φωλιάζει στη στέγη και του Παρτιζάνου, ενός πανέμορφου, λυγερού και πεντακάθαρου χωραφόγατου, που τα τελευταία χρόνια είχε προσκολληθεί στο σπίτι και σε μας, πιο πολύ αναζητώντας παρέα παρά τροφή.

Το χειμώνα ο Παρτιζάνος μας ειδοποιούσε πως έφτασε και ζητούσε να του ανοίξουμε τρίβοντας τα νύχια του στα τζάμια των παραθύρων, παράγοντας έτσι ήχους διαπεραστικούς αλλά όχι δυσάρεστους, κάτι σαν κελάηδημα πουλιού. Άμα του άνοιγες ερχόταν πρώτα να τριφτεί στα πόδια σου, πήγαινε κατόπιν στην καθιερωμένη γωνιά της κουζίνας, μήπως υπήρχε τίποτα φαγώσιμο και τέλος ξάπλωνε μπροστά στο αναμμένο τζάκι, ρουθουνίζοντας πανευτυχής. Το καλοκαίρι φυσικά έμπαινε μόνος του από τα ανοιχτά παράθυρα και την άραζε στην πιο δροσερή γωνιά του σπιτιού. Ταλαιπωρημένος, όπως φαίνεται από τα βράχια, τα χώματα ή τα χορτάρια, που αποτελούσαν το κανονικό γιατάκι του, απολάμβανε με αληθινή ηδονή τις φλοκάτες και τις μάλλινες κουβέρτες, το χειμώνα και τα δροσερά σεντόνια, το καλοκαίρι, στις επιφάνειες των οποίων κοιμόταν σε στάση που πρόδινε απόλυτη παράδοση: ανάσκελος και με τα πόδια στον αέρα.

Ένα καλοκαίρι έφερε ένα φίδι ζωντανό, το απίθωσε στη βεράντα κι άρχισε να παίζει μαζί του, αποφεύγοντας με επιδεξιότητα τα δαγκώματα του. Οι γυναίκες, φιλοξενούσαμε τότε  τη Βούλα,  που βρίσκονταν μόνες στο σπίτι, (εγώ με τα παιδιά είχαμε κατεβεί στην πόλη), αφού ξεπέρασαν τον πανικό τους, έτρεξαν και πήραν κασμάδες, σκεπάρνια κι άλλα φονικά εργαλεία,  λες και θ’ αντιμετώπιζαν το δράκο του παραμυθιού και το σκότωσαν. Όταν γύρισα, μου είπαν τα καθέκαστα. Θύμωσα και τις μάλωσα για τον άσκοπο φόνο ενός αθώου πλάσματος της φύσης.

“Στο νησί, δεν υπάρχουν δηλητηριώδη φίδια”, τους διαβεβαίωσα κατηγορηματικά και, για να πειράξω τη Βούλα, που κατάφερνε να συνδυάζει τη μαρξιστική κοσμοθεωρία  με τη χριστιανική πίστη, πρόσθεσα, σοβαρά σοβαρά,

“Ο Αιακός προσευχήθηκε στο Δία, που εξαφάνισε τα δηλητηριώδη φίδια από το νησί”

Ο Παρτιζάνος όμως την άλλη μέρα, που ήμουν κι εγώ στο σπίτι, μας κουβάλησε και δεύτερο φίδι, επίσης ζωντανό. Για ν’ αποφύγω δεύτερο άσκοπο φόνο αθώου πλάσματος της φύσης, πήρα μια σκούπα με μακρύ κοντάρι και έσπρωξα το φίδι, ώσπου να απομακρυνθεί από τον Παρτιζάνο και να φύγει από τη βεράντα. Παρατήρησα τη σβελτάδα, τη χάρη και την κομψότητα με την οποία, αυτό το άποδο ζώο, απομακρύνθηκε και χώθηκε μέσα σε μια ξερολιθιά.

“Αυτά τα φίδια είναι όχι μόνο ακίνδυνα αλλά και ωφέλιμα. Ο Παρτιζάνος που δεν τα σκοτώνει αλλά παίζει μαζί τους έχει πιο πολύ μυαλό από σας”

είπα της Κικής και της Βούλας, που διαμαρτυρήθηκαν γιατί δε σκότωσα το φίδι.

“Οι αρχαίοι”, συνέχισα, παίρνοντας το κάπως δασκαλίστικο ύφος, που δαιμονίζει πάντα την Κική,  “τα θεωρούσαν προστάτες του σπιτιού και του χωραφιού, τα λάτρευαν και τα τάϊζαν μελόπιτες, αλλά εμείς μπολιαστήκαμε με το μίσος που τρέφει κατά της φύσης ο χριστιανισμός. Πληρώνουν κι αυτά  τα κακόμοιρα το προπατορικό τους αμάρτημα, γιατί κάποιο φίδι, λέει, εξαπάτησε την Εύα. Ένα ανθρώπινο ζευγάρι όλο κι όλο έφτιαξε ο Γεχωβάς και πάλι του το ξεμυάλισε ο Αποστάτης Άγγελος”.

Παρά την επιχειρηματολογία μου δεν μπόρεσα να τις πείσω για την αθωότητα και τη χρησιμότητα των φιδιών, που μόνο η θέα τους τις έφερνε σε κατάσταση υστερίας. Εγώ πολύ μικρός τυραννούσα τις γάτες, που πέφτανε στα χέρια μου (τα σκυλιά τα φοβόμουνα) ξερίζωνα τα φτερά από τις μύγες ή έπνιγα μερμήγκια, καταβρέχοντας τα με νερό. Χάρη στην προσεχτική παρέμβαση της μητέρας μου, σταμάτησα αυτές τις αγριότητες, που πηγάζανε πιο πολύ από περιέργεια παρά από κακία. Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο δεν έχω σκοτώσει ζωντανό πλάσμα. Ούτε καν μια κατσαρίδα. Αν έπρεπε να σφάξω εγώ μια κότα για να τραφώ, θα προτιμούσα χίλιες φορές να βράσω και να φάω το καλαμπόκι της. Βέβαια δεν είμαι χορτοφάγος. Μου αρέσει το κρέας, αλλά έτοιμο, σφαγμένο από άλλον. Πώς να το κάνουμε, έχω πολλές μορφές συμβατικής υποκρισίας.

Φίδια πάντως πρέπει να αφθονούν στην περιοχή και στο χτήμα μας. Φαίνεται δε πως καταφεύγουν για να περάσουν τη χειμερία νάρκη τους σε διάφορα ακατοίκητα ή περιοδικώς κατοικούμενα σπίτια, όπως το δικό μας, γιατί υπήρξε και τρίτη εμφάνιση φιδιού, την επόμενη άνοιξη. Καθώς η Κική χτενιζόταν κοιτάζοντας έναν καθρέφτη, που κρέμεται πάνω από το σκρίνιο του επάνω πατώματος, τον είδε να κουνιέται και αμέσως μετά πρόβαλε πίσω του το κεφάλι ενός φιδιού!

Οι φωνές της ξεσήκωσαν όλο το σπίτι και φυσικά ανέβηκα τρέχοντας επάνω να δω τι έπαθε. Πιο πολύ βέβαια τρόμαξε το φίδι, που είχε περάσει τον χειμώνα κουλουριασμένο πίσω από τον καθρέφτη και φυσικά εγκατέλειψε το καταφύγιό του και με εκπληκτική ταχύτητα σύρθηκε στο πάτωμα και από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα βγήκε στην ταράτσα. Κατέβηκα τρέχοντας κάτω, πήρα από το συρτάρι με τα εργαλεία ένα χοντρό γάντι, που το έχω για να χειρίζομαι το αλυσοπρίονο και  προσέχοντας μη με δαγκώσει το έπιασα από το λαιμό και το πέταξα μακριά.

Για να ξαναγυρίσω στον Παρτιζάνο,  ήταν η μόνη γάτα που δεν κυνηγούσε ο Στέλιος. Φαίνεται πως κάποτε θα συναπαντήθηκαν και τα νύχια του αιλουροειδούς θα προκάλεσαν επώδυνα αισθήματα στο σκυλί και από τότε όταν τον συναντούσε γύρω ή μέσα στο σπίτι υποκρινόταν πως δεν τον έβλεπε. Απλώς έχανε το κέφι του και σταματούσε να κουνά την ουρά του. Από την πλευρά του ο Παρτιζάνος περιοριζόταν να καμπουριάσει ελαφρώς και να βγάλει ένα σιγαλόφωνο αλλά μεστό δυσοίωνων μηνυμάτων κχχχ.

Έμεινε μαζί μας τρία χρόνια. Ύστερα φαίνεται πως βρήκε βολικότερο ή μονιμότερο στέκι, που δεν έκλεινε το χειμώνα.

 

Μόλις τέλειωσα με τη μετάγγιση του μούστου και τις παρεπόμενες δουλειές, βάρυνα απότομα και με προτροπή της Κικής, πήγα υπάκουος ως το πρώτο ντιβάνι κι έπεσα με τα ρούχα ξερός.

Ξύπνησα κατά τις εφτάμισι. Σηκώθηκα, πήγα να βρέξω το μούτρο μου στο νιπτήρα, για ν’ αποδιώξω τον ύπνο και νοιώθοντας τρομερή δίψα ήπια άφθονο νερό. Κατόπιν φρέσκος και με ξεκάθαρο μυαλό (το κρασί που ήπιαμε ήταν θαυμάσιο και δε χτυπούσε στο κεφάλι), βγήκα στη βεράντα, όπου ακούγονταν συζητήσεις. Είχαν έρθει για τον απογευματινό καφέ μερικοί από τους φίλους, που το πρωί είχαμε πατήσει μαζί τα σταφύλια στου Άγγελου. Ο τελευταίος και η Φρανς έμειναν σπίτι τους να ξεκουραστούν από τον κάματο του συγυρίσματος τόσο του πατητηριού όσο και της κουζίνας.

Η συζήτηση κυλούσε σε εύθυμο τόνο καθώς όλοι ήταν ακόμα κρασωμένοι από το μεσημεριάτικο φαγοπότι.

“Πέστε μας βρε παιδιά τις εντυπώσεις σας από τη Σοβιετική ‘Ενωση”

Η προτροπή του Κώστα ζωήρεψε ακόμα περισσότερο την κουβέντα. Από τον Απρίλη με την εκλογή του Γκορμπατσώφ ως γραμματέα του Κόμματος το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις εκεί είχε κορυφωθεί. Κανονικά θά ‘πρεπε να μονοπωλήσω τη συζήτηση επαναλαμβάνοντας όσα είχα ήδη διηγηθεί άπειρες φορές σε φίλους και γνωστούς τον τελευταίο μήνα, από τότε δηλαδή που γυρίσαμε από μια δεκαπενθήμερη εκδρομή στο Λένιγκραντ, στη Μόσχα και στο Κίεβο. Η τόση επανάληψη όμως μου είχε προκαλέσει φαινόμενα κόρου. Προτίμησα λοιπόν να αφήσω την Κική να μιλήσει. Άλλωστε εκείνη είχε ήδη αρχίσει να γράφει τις εντυπώσεις της τιτλοφορώντας τες «Δέκα μέρες που με συγκλόνισαν».

Η Κική ήταν πολύ γλαφυρή και είπε πολλά. Ύστερα όμως θυμήθηκε πως ήταν οικοδέσποινα και πήγε να φτιάξει τους καφέδες. Η κουβέντα μας γύρισε σε άλλα θέματα. Ο Μιχάλης σηκώθηκε, μπήκε στο σπίτι κι άρχισε να περιεργάζεται τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Ήρθε ύστερ’ από λίγο κρατώντας ένα χοντρό τόμο από την Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού του Ντυράν

“Γι ακούστε αυτό εδώ”, μας λέει  “έχει ενδιαφέρον”

κι άρχισε να διαβάζει:

         «Εβασίλευσα πεντήκοντα έτη νικών και ειρήνης. Δεν μου έλειψαν τα πλούτη  και αι τιμαί, η δύναμις και αι απολαύσεις. Καμμία ανθρωπίνη δύναμις δεν έλειψε από την ευδαιμονίαν μου. Εις αυτήν την κατάστασιν εμέτρησα τας ημέρας της πραγματικής, της αυθεντικής ευτυχίας που μου έτυχαν. Ανέρχονται εις δεκατέσσαρας….

“Ποιος τα είπε αυτά;” ρώτησε ο Βαγγέλης

“Είναι, λέει ο Ντυράν, γραμμένα πάνω στον τάφο του χαλίφη της Κόρδοβας και εμίρη των πιστών, Αμπτν ερ Ραχμάν του Γ΄, που έζησε τον 10ον αιώνα”

“Πολύ απαισιόδοξα τα είδε τα πράγματα”.

“Εξαρτάται τι εννοείς λέγοντας ευτυχία”, μπήκα στη συζήτηση

Είχα ξαναδιαβάσει την περικοπή πριν από αρκετά χρόνια, όταν είχα πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα του γλαφυρού, πολύτομου έργου του Ντυράν.

“Πραγματικά τι είναι ευτυχία;” αναρωτήθηκε η Κική

“Θαρρώ πως είναι να μη σε τυραννούν σοβαρές αρρώστιες, να μη σε καταπιέζουν  αβάσταχτες ευθύνες, να με σε εξουθενώνει η ανέχεια ….” απαρίθμησε ο Μιχάλης

Η Κική είχε τις αντιρρήσεις της

“Αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, θα προτιμούσα έναν ορισμό με θετικά συστατικά της ευτυχίας”

“Να είσαι καλά στην υγεία σου, να σε περιβάλλουν καλοί άνθρωποι, να έχεις μια, έστω και μέτρια, οικονομική άνεση, να νοιώθεις χρήσιμος στους άλλους…”

“Μου φαίνεται πως η ευτυχία συνδέεται με την ικανοποίηση των αναγκών σου”, παρατήρησε ο Γιάννης

“Αν δεν ιεραρχήσεις τις ανάγκες σου και δεν ξεχωρίσεις τις αληθινές από τις ψεύτικες την έβαψες”, λέει ο Μιχάλης γελώντας

“Μήπως ευτυχία είναι η δυνατότητα να δημιουργείς;” αναρωτήθηκα φωναχτά

Η συζήτηση φούντωσε. Μολονότι στην παρέα μας κουβεντιάζαμε τότε γενικώς πολιτικά,: για τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές ή τα αποτελέσματα των βουλευτικών, η πολιτική και κομματική ομοιογένειά, μας οδηγούσε γρήγορα σε ομόφωνα συμπεράσματα, που έκαναν περιττή κάθε παραπέρα ανάλυση. Ευτυχώς πολύ συχνά γυρίζαμε τη συζήτηση σε θέματα υπερβατικά και ενδιαφέροντα, όπου φυσικά ο καθένας έλεγε το κοντό του και το μακρύ του. Το σπίτι μας ήταν το καθιερωμένο κέντρο τέτοιων συζητήσεων, που συχνά τις ακολουθούσε φαγοπότι, με ότι εκ του προχείρου ετοίμαζε η Κική και οι οποίες έκλειναν συνήθως με τραγούδι ή με απαγγελίες. Έτσι θα πρέπει να ήταν τα συμπόσια των αρχαίων.

Το καλοκαίρι οι συζητήσεις γίνονταν στη βεράντα και το χειμώνα μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Σ’ ένα τέτοιο χειμωνιάτικο “συμπόσιο” είχα απαγγείλει το ποίημα του Στέφανου Δάφνη “Ψυχής ιατρείον”, που μου αρέσει υπερβολικά, λες κι έχει γραφτεί για μας και το δικό μας σπίτι και που οι φίλοι μας το βρήκαν πολύ ταιριαστό με την περίπτωση

 

Γυναίκα, λέω να βάλουμε κι ένα βαρέλι με κρασί,
που το χειμώνα θα ‘ρχονται οι φίλοι μας να πιούνε.
Στο υπόγειο να το βάλουμε, με τη δροσιά την περισσή,
νά ‘ναι από κέδρο οι ντούγες του και να μοσκοβολούνε

Απ’ τη Νεμέα θα φέρουμε μούστο θυμώδη και ξανθό
σαν το λιοντάρι του Ηρακλή, για νά ‘χει την ορμή του
κι ανήμερα τ’ Αη Δημητριού και με τον Άγιο βοηθό
θ’ ανοίξουμε τον πείρο του να πιούμε την ψυχή του

Τη νύχτα όταν τα κούτσουρα θα καιν στο παραγώνι,
τα κάστανα θα ψήνονται στη θράκα, από τη χώρα,
με ρούχα ογρά, που θα μυρίζουνε άνεμο και χιόνι,
θα ’ρχονται οι φίλοι οι πιστοί, καλόβολοι, όπως τώρα

Μέσα στο σπίτι το ζεστό θα λάμπουν τα ποτήρια,
τα λόγια θα ‘ναι της καρδιάς και της φιλίας σπονδές
κι απ’ έξω, πίσω απ’ τα κλειστά του κήπου παραθύρια
ορθοί οι Θεοί μας θ’ αγρυπνάν με τις σκιές

Γι’ αυτό σου λέω να βάλουμε ένα βαρέλι με κρασί,
γλυκόπιοτο, αρετσίνωτο, φερμένο απ’ τη Νεμέα,
για το χειμώνα τον κακό, πού ’ρχεται φέρνοντας μαζί
τη λύπη, την ανάμνηση και την κακιάν ιδέα.

 

Η συζήτηση στη βεράντα συνεχίστηκε για πολλήν ώρα, εγώ όμως δε συμμετείχα πια. Τους άφησα να μιλούν και αποσύρθηκα στις σκέψεις μου. Η ευτυχία, συλλογιζόμουν, δεν είναι σειρά εξαιρετικά ευχάριστων γεγονότων. Μάλλον την απαρτίζουν οι συνηθισμένες μικροχαρές της ζωής. Ούτε είναι μια συνεχής κατάσταση. Θα πρέπει να υπάρχουν ένα είδος κβάντα ευτυχίας, λαμπερές σταγόνες στον ωκεανό του χρόνου. Περισσότερες και πυκνότερες τέτοιες σταγόνες σε μια χρονική μονάδα, τη χαρακτηρίζουν ευτυχισμένη περίοδο. Τέτοιες περιόδους τις συναντάς καθώς πορεύεσαι στη ζωή, αλλά χρειάζεται κάποιο ταλέντο για να τις αναγνωρίσεις. Δεν τις παίρνουν είδηση όλοι. Πολλοί άνθρωποι περνάνε δίπλα στην ευτυχία χωρίς να το αντιληφθούν.

Όσο για μένα, γενικά ως τώρα  έζησα μιαν ευτυχισμένη ζωή, όχι τίποτα το σπουδαίο δηλαδή, αλλά να, χωρίς σοβαρές αρρώστιες, χωρίς αβάσταχτα βάσανα και κυρίως έχοντας δίπλα μου καλούς ανθρώπους και σαν παιδί και σαν ενήλικος και παντρεμένος. Ποτέ μας δεν είχαμε πολλά λεφτά, αλλά όσα βγάζουμε με την Κική μας αρκούν. Οπωσδήποτε έζησα περισσότερες ευτυχισμένες μέρες από κείνον τον κακομοίρη τον εμίρη. Πόσες όμως; Άντε τώρα να τις λογαριάσεις. Το σκέφτηκα πολύ και κατάληξα πως μόνο μεγαλύτερες χρονικές μονάδες θα μπορούσα να λογαριάσω, να πούμε βδομάδες ή μήνες ευτυχίας.

Τελικά βρήκα πως από τα πενηνταέξι καλοκαίρια που έζησα, λίγα ήταν τα  πραγματικά ευτυχισμένα, με την έννοια πως οι ευχάριστες, ξένοιαστες μέρες υπερτερούσαν σημαντικά από τις δυσάρεστες. Άρχισα να λογαριάζω. Οπωσδήποτε τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής μου θα ήταν ευτυχισμένα, αλλά φυσικά, εκτός από κάποιες αόριστες και φευγαλέες εικόνες, δε θυμόμουν απολύτως τίποτα. Το πρώτο ευτυχισμένο καλοκαίρι που θυμήθηκα, ήταν του 1936, που το πέρασα στη Μόρια, στο χωριό του παππού μου. Ναι βέβαια ήταν θαυμάσιο καλοκαίρι. Και το καλοκαίρι του ‘39, τότε στο Βαθύ, στη Σάμο, ήταν σπουδαίο. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Αλλά το τελευταίο καλοκαίρι της, το ’44, το πέρασα σε μια ευτυχισμένη και ανεπανάληπτη έξαρση στην ελεύθερη περιοχή του νησιού. Ύστερα πλάκωσαν τα δύσκολα ως το ‘52. Κείνο το καλοκαίρι γνώρισα την Κική. Ε, από κει και πέρα πτυχίο, στρατός, πιάσιμο δουλειάς, παντρειά. Ναι το καλοκαίρι του ‘61 ήταν ευτυχισμένο.  Ήταν γεμάτο κι όμορφο. Ύστερα του ‘73, πριν από το Πολυτεχνείο. Και το φετινό φυσικά. Για να δούμε πόσα βγαίνουν; Το ‘36 ένα, το ‘39 δύο, το ‘44 τρία, το ‘52 τέσσερα, το ‘61 πέντε, το ‘73 έξι και το φετινό εφτά.

Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια. Δεν είναι και λίγα.

* Ανδρέας Αναγνωστόπουλος, χημικός οινολόγος, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Αιωνία του η μνήμη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *