cebcceb9cf87ceb1ceaecebb cebcceb7cf84cf83ceaccebaceb7cf82 ceb8ceb5ceaccebcceb1cf84ceb1 cf84cebfcf85 cf88cf85cf81cf81ceae

Θα διαβάσουμε σήμερα ένα αθηναιογραφικό διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη, ενός συγγραφέα που δεν τον έχουμε παρουσιάσει όσο του αξίζει στο ιστολόγιο, αν και πριν από 6 χρόνια είχαμε δημοσιεύσει ένα ακόμα αθηναιογραφικό σκίτσο του, τον Καβγά.

Ο Μητσάκης (1863; – 1916) είναι από τους λογοτέχνες μας που βασανίστηκαν από ψυχική ασθένεια και μάλιστα τελείωσε τις μέρες του στο Δρομοκαΐτειο, όπως νωρίτερα ο Βιζυηνός και αργότερα ο Φιλύρας. Έγραφε σε αρκετά βαριά καθαρεύουσα, αλλά στους διαλόγους αποτυπώνει το μάγκικο ιδίωμα της εποχής. (Σαν ενδιαφέρον γλωσσικό πείραμα, ο Μητσάκης έχει γράψει το ίδιο μικρό διήγημα σε δύο γλωσσικές ποικιλίες, καθαρεύουσα και δημοτική).

Εδώ και λίγο καιρό, ο φίλος μας ο Γιάννης Π. έχει φτιάξει στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο ένα αφιέρωμα στον Μιχ. Μητσάκη, στο οποίο συγκεντρώνει (νομίζω) σχεδόν το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου μαζί με άλλο υλικό. Αναδημοσιεύω λοιπόν σήμερα ένα διήγημα από το αφιέρωμα αυτό του Λ.Ιστ. και με την ευκαιρία σας προτρέπω να το βάλετε στους σελιδοδείκτες σας. Πριν ανοίξω το ιστολόγιο, στον παλιό μου ιστότοπο είχα τα Κείμενα Μαζί, όπου ο Γιάννης Π. ήταν ένας από τους κορυφαίους συντελεστές -τον τελευταίο καιρό σχεδόν ο μόνος. Αργότερα είχε την πολύ καλή ιδέα να φτιάξει το Λογοτεχνικό Ιστολόγιο, στο οποίο μετέφερε όλη την ύλη από τον παλιό μου ιστότοπο και άρχισε να προσθέτει κι άλλα.

Το διήγημα που θα δούμε σήμερα αρχικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αττικόν Μουσείον» έτος Γ’ αριθ. 10 (10 Σεπτεμβρίου 1890). Η εδώ ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ, τακτοποιημένα και φροντισμένα από τον Δημ. Ταγκόπουλον, Τόμος πρώτος, ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ», έκδοσις της εταιρείας ΤΥΠΟΣ, 1920. Έγινε μεταφορά στο μονοτονικό. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου εκτός από την ορθογραφία του ρ. είναι και του πληθυντικού των άρθρων.

Θεάματα του Ψυρρή

Εκ του στενού, ως τουρκικής πόλεως, δρομίσκου του Ψυρρή, συρφετός διέρχεται, ποικίλος, άνθρωποι και κτήνη, παιδία και γυναίκες, νοικοκυραίοι και εργάται, λαϊκόν πλήθος, πηγαίνον ή ερχόμενον, διαφοροτρόπως ενδυμένον, ως εν απόκρεω προχείρω, πληρούν βόμβου την μικράν οδόν. Κορασίδες, φέρουσαι τας στάμνας των εις χείρας, διευθύνονται συχνά, προς την πλησίον βρύσιν της πλατείας, δια να τας γεμίσουν, μαθηταί επιστρέφοντες εκ του σχολείου, οψοκομισταί, λούστροι, πλύστραι, μοδιστρούλες, εμποροϋπάλληλοι, δικηγόροι ενίοτε με δικογραφίας υπομάλλης, εξερχόμενοι του κοντινού κακουργιοδικείου, ρασσοφόροι κάποτε, βρακάδες πού και πού, στρατιωτών πηλίκια και αρβύλαι, κανέν μαύρο τσεμπέρι γραίας, ιθαγενών αθηναίων φουσκωμένα προς τα οπίσω πανταλόνια, φθάνοντα μέχρι του γόνατος και μόνον, πολύχρωμοι κνημίδες υποκάτω, εμφανίζονται, κινούνται, σπεύδουν, βραδυπορούν, διασχίζουν τον δρομίσκον, βυθίζονται εις τας λοιπάς της συνοικίας ατραπούς, λαβυρινθώδεις, στενάς επίσης αλλά ζωτικωτάτας αρτηρίας, υπηρετούσας την ερμαϊκήν ταινίαν, την Βλασσαρούν, τον Άγιον Φίλιππον, το Γεράνι, την πλατείαν της Ελευθερίας, την λεωφόρον Πειραιώς, τα μέρη του σιδηροδρόμου. Άμαξαι ή κάρρα παταγούν περιοδικώς, κυλίονται με προσοχήν, μόλις χωρούντα να περάσουν, καταλαμβάνοντα όλον το πλάτος του σοκακιού, με τους τροχούς των συμπιεζομένους από τα εκατέρωθεν λιθόστρωτα. Ομάδες καρπαθίων, λατόμων ως επιτοπολύ, εκ των ασχολουμένων εις τα πέριξ της πόλεως νταμάρια, επανακάμπτοντες εκείθεν, δια να αναπαυθούν και διασκεδάσουν, αύριον Κυριακήν, επιδεικνύουν λυγιζόμενα τα υψηλά των αναστήματα και την ιδιόρρυθμον αμφίεσίν των. Πλανόδιοι οπωροπώλαι οδηγούν αργά αργά τα βασταγούδια των, φορτωμένα με σταφύλια ιδίως και τις εξ αυτών, εκαβαλίκευσε το ιδικόν του εις τα νώτα, όπισθεν των κοφινίων, κι εποχείτο με τα μικρά του σκέλη ψαύοντα την γην. Εντός των γύρω μαγαζείων, ισογείων ή υπογείων πάντοτε, εργάζονται οι ένοικοι μικροπαντοπώλαι, μικροψιλικοπώλαι, μικροκαπνοπώλαι, εις χρυσοχόος εκθέτων αναμίξ επί των θαμβών υέλων του δακτυλίδια προϊστορικά, αλύσσεις παναρχαίας, ασημένια κουταλάκια του γλυκού και εικόνας αγίων, ταβερνιάρηδες ή κρεοπώλαι ή μανάβηδες. Ο γείτων μάγειρος, ο Τάσσος, έχει ανοικτόν το μαγειρείον του, και κάθητ’ έμπροσθεν αυτού, κοντός, χονδρός, με την μακράν ποδιάν του, τους νευρώδεις βραχίονας, οίτινες μόνου του υποκαμίσου την περίπτυξιν ανέχονται. Του καφφενείου του κυρ Πολύχρονη οι θαμώνες, στριμόνοντ’ επί του πεζοδρομίου, μόλις κρασπεδούντος την οδόν, το πολύ δύο σπιθαμών εκτάσεως, επιτελούντες θαύματα ισορροπίας, με τον κορμόν των και τους δύο πόδας της καρέγλας επ’ αυτού, τους δ’ ιδικούς των και τους δύο άλλους της, εντός του οχετού του παραρρέοντος οι πλείστοι. Μία φεσού, διήλθε προ μικρού, στολισμένη, εύσωμος, σείουσα το παππάζι της, κυμαίνουσα τα πυγαία, μεγαλοπρεπώς. Από του ενός μέρους εις το άλλο διαμείβονται συνομιλίαι, διάλογοι, συνάπτονται, αστεία πολλάκις, απευθύνονται, ανταλλάσσονται φωναί και επικλήσεις, θορυβώδεις, εύθυμοι, κραυγαστικαί συνήθως, εν οικειότητι ως οικογενειακή. Εις υψηλός λοιδωρικιώτης, επέρασεν αρτίως, φέρων περί τον αυχένα τυλιγμένον ζωντανόν αρνίον, όπερ εκράτει εκατέρωθεν διά των χειρών, άγων φαίνετ’ αυτό κάπου προς πώλησιν ο άνθρωπος. Και υπήρξε γέλως σιγηλός επί στιγμήν, και βλέμματα ειρωνικά τριγύρω, διά τον τρόπον ον εκράτει το σφακτόν, με το κεφάλι του προβάλλον παραλλήλως προς το ιδικόν του, εκ πλαγίου. Δύο κουτσαβάκηδες διήλασαν συγχρόνως, περιπλέγδην, ως μισομεθυσμένοι, την ρεπούμπλικαν στραβά, κάτω τους γύρους, τρικλίζοντες προσποιητά και επιδεικτικώς, τραγουδούντες διά λάρυγγος βραγχώδους οιδαλέου άσμα, αρτίτοκον γέννημα των ρυακίων του Ψυρρή:

Βάρα με το στυλέτο
Κι όσο αίμα τρέξη πιέτο!

Αίφνης, οπίσω των διαβατών, μόνος εν μέσω της οδού, σκύλος επεφάνη, βραδέως βαίνων.  Την κεφαλήν έχων σχεδόν εγγίζουσαν το χώμα, κυρτήν την ράχιν, κατεβασμένην την ουράν, τα σκέλη διεστώτα, επροχώρει βήμα προς βήμα, επωδύνως. Η γλώσσα του εκρέματο εκτός, ερυθρά, μακρά, γλοιώδης, εν αγκομαχητώ και άσθματι. Ύφαιμοι οι οφθαλμοί του, απλανείς, σκοτεινοί και σταθεροί, εφαίνοντο ως πλέοντες εις όνειρον, παρατηρούντες ωρισμένον τι σημείον επί του εδάφους, μετακινούμενον κι εκείνο προς τα πρόσω, χωρίς να στρέφωνται ούτε εντεύθεν, ούτ’ εκείθεν. Το τρίχωμά του όλον, έφρισσεν, ήτον ανορθωμένον, ως ακανθοχοίρου, αιχμηρόν, κι εκάμπτοντο τα γόνατά του ως εβάδιζεν. Εβιάζετο εν τούτοις, έσπευδεν, ωσάν να ήθελε να τρέξη, ως να φύγη, μετά βίας, και εν τάχει, όσω δυνατόν. Επί της γης, κατόπιν του, άφινε προχωρών, μακράν γραμμήν, κόκκινην, χαράσσουσαν το έδαφος, εξελισσομένην εν συνεχεία ως επί το πλείστον, άλλοτε εις στίγματα ευρέα, παρακολουθούσαν τον παράδοξον διαβάτην. Και από της κοιλίας του, ηνεωγμένης κατά μήκος, εκ μακράς πληγής, τεμνούσης όλον το υποκάτω του σώματος αυτού, διηκούσης από των αιδοίων μέχρι του στήθους του, σχεδόν, τα εντόσθιά του έπιπτον χαμαί, πάνοπτα, κρεμάμενα, εσύροντο επάνω εις το χώμα, όλα έξω, εν όγκω υποπρασίνω και αιμοφύρτω. Μόλις εκινείτο, απάγον ούτω τα έντερα αυτού, οικτρόν την θέαν, το τετράποδον, καταμεσής του δρόμου, ωσάν να ήθελε συγχρόνως και να επιδείξη όσον οίον τε μακρότερον και εμφανέστερον την όψιν του τοιαύτην. Η κατακόκκινη γραμμή, εσημείωνεν ανά παν βήμα την διάβασιν αυτού, εκτείνετο, εκ της πλατείας όθεν εμφανίσθη, κατελάμβανε βαθμηδόν όλον τον δρόμον, μηκυνομένη κατ’ ολίγον, απλουμένη αδιακόπως, πένθιμος. Και ως από συνθήματος, διά την στιγμήν αυτήν, έλειψαν κι οι άλλοι διαβάται, όλοι, ανεκόπη κατά σύμπτωσιν τυχαίαν η παρέλασις αυτών, και της οδού κυρίαρχον, το ζώον επροχώρει, επιβλητικόν εν τη απαισιότητι αυτού.
Εν τη οδώ ανακίνησις έγινε μεγάλη, συνεταράχθη εκ βαθέων παρευθύς, πας ο συρφετός. Μετά περιεργείας αναμίκτου ηδονή, απέβλεψαν οι εν αυτή επί το όραμα προσήλωσαν τα βλέμματά των θεωρούντες εν εκπλήξει, εξεγέρσει διά το απροσδόκητον, αλλά και μ’ ευχαρίστησιν ανθρώπων μη ανοικειώτων εις τοιαύτα. Τρεις μάγκαι, καθήμενοι πλησίον της πλατείας, πρώτοι – πρώτοι το ανήγγειλαν, καθώς το είδαν έβαλαν κραυγάς, εγέλασαν παταγωδώς, — Τήραξε ρε, τήραξε!— το επλησίασαν, ήρχισαν να το συνοδεύουν προχωρούν. Ένθεν κι εκείθεν, επί τω ακούσματι, κεφαλαί υψώθησαν, τράχηλοι ετάθησαν, όμματα το ανεζήτησαν, εκαρφώθησαν επάνω του. Επί του δρόμου διέτρεξεν ακαριαίως πνεύμα ωσεί χαρμονής, και φιλοπραγμοσύνης εν σπουδή. Οι αναγινώσκοντες επί του πεζοδρομίου τας εφημερίδας τας αφήκαν, ο Τάσσος εξηγέρθη του καθίσματος, προέβη δυο – τρία βήματα, διά να ιδή καλύτερα. Μυκτηρισμοί, αναφωνήσεις, θόρυβος παντοειδής, ηκούσθη, ανεδόθη, εκυλινδήθη παρατεταμένος. Εκ των μικροεργαστηρίων, προς αυτόν, εξιππάσθησαν πολλοί, ανείδον, και μαντεύσαντες, ετινάχθησαν, εβγήκαν εις τας θύρας, ανέμιξαν τας ερωτήσεις και τους γέλωτάς των και αυτοί, και ίσταντ’ επί των ουδών κυττάζοντες. Εις εκ των ευρισκομένων έξω εις τον δρόμον, εστράφη προς τα ένδον μαγαζείου, προσεκάλεσέ τινα μεγαλοφώνως: —Έλα να ιδής ρε Παναγιώτη!… Ο Πολυχρόνης άφησε να ψήνωνται μονάχοι οι καφφέδες, προέβαλε θυελλωδώς, εξώρμησε δι’ αλμάτων κολοσσιαίων, από του καφφενείου του το βάθος.
— Τι τρέχει ρε, τι τρέχει;…
— Να, ένα σκυλί σφάξανε και πάει πέρα…
— Βρε το άτιμο!… Τι λες ρε;… Ποιος τώκαμ’ έτσι ρε;…
— Ξέρω γω;!…
— Τήρα τα πλεμόνια του!… Βρε το άτιμο!… Ποιος τώκαμ’ έτσι ρε Σταύρο;…
— Ο Μιχάλης ο χασάπης, πήγε ναν τον δαγκάση λέει χτες το βράδυ που γύριζε στο μαγαζί και το βάρεσε· σήμερα κει που καθότανε στον καφφενέ πάλε του πήγαινε απόκοντα και τον εβάβυζε· βγάζει κι εκείνος το μαχαίρι και τoύχει μια στην κοιλιά!…
– Αλήθεια ρε;… Τι λες ρε;… Αλήθεια…
Και καγχασμοί, εκρήγνυντ’ επί τη διηγήσει, σκώμματα, και ερωτήσεις, και διαλέξεις γεγωνυίαι. Αυξάνεται η περιέργεια εκ των πληροφοριών, όρεξις εκμαθήσεως γεννάται πλειοτέρων , και ανακοινώσεων αιτήσεις. Αποβλέπουν πάντες προς τα πέραν, παρακολουθούν δια των οφθαλμών το φεύγον ζώον, συνταυτίζοντ’ εν κοινώ αισθήματι ευθύμου θεαματικότητος, ανταποκρίνονται, και γήθονται ακούοντες την ιστορίαν. Οι πλείστοι απετέλεσαν ως στοίχους εκατέρωθεν του δρόμου, οιονεί εν παρατάξει, δια μέσου των οποίων διέρχεται ο αιμοσταγής περιπατητής. Άλλοι τρέχουν οπίσω του, διά να τον φθάσουν καν τον απολαύσουν περισσότερον. Οι μάγκαι είναι πάντοτε οι κύριοι δορυφόροι του, επόμενοι πιστώς και επισήμως, οι δύο εκ πλαγίου και ο τρίτος ουραγός, εγγύτατα. Αλλ’ εις αυτούς, ικανοί ήδη προσετέθησαν, βαδίζουν παραπλεύρως των παρατηρούντες, και εσχηματίσθη όμιλος.
Ο πληγωμένος σκύλος εν τω μεταξύ, εξηκολούθει την πορείαν του, εσύρετο, ως ημπορούσε, μετά μόχθου. Αργά – αργά, τρικλίζων επί τας τρεμούσας κνήμας του, σιωπηλός διέγραφε τα βήματά του τα επώδυνα, ως να τα εμετρούσε ταυτοχρόνως. Ως γέρων, κύπτων υπό των μακρών ετών το βάρος, προέβαινε προδήλως υποφέρων, πάσχων προφανώς. Κατάδικος θα έλεγες, φέρων επί των ώμων τον σταυρόν αυτού, και διευθυνόμενος, με γυία κεκομμένα, να υποστή το μαρτύριόν του. Αναμφιβόλως η πορεία τού εκόστιζε πολύ, μετ’ άχθους αυξομένου επροχώρει με λογιζόμενα τα διεσταλμένα σκέλη του αείποτε κατά στγμήν. Κατώρθωνεν όμως ουχ ήττον να βαδίζη, εκινείτο, άφινεν οπίσω ίχνη της προόδου του. Ήδη, είχε διέλθει μέγα μέρος του δρομίσκου, κοπιωδώς, αλλ’ εν αντοχή. Ενίοτε η δύναμις εφαίνετο εν τούτοις να τον εγκατέλειπε, κι εστέκετο δι’ εν λεπτόν, και έπαιρνεν αναπνοήν βαθείαν. Όμως, ετίθετο εις δρόμον πάλιν γρήγορα, μετετοπίζετο, ωσάν ν’ ανέκτησεν εκ του σταθμού του κάποιαν ισχύν, ήνοιγεν αύθις τας τρεμούσας κνήμας του. Και τα εντόσθια αυτού εσάρωναν το έδαφος διαρκώς, εμίαιναν το χώμα και εσήκωναν την σκόνην, ήτις προσεκολλάτο εις αυτά.
Περί αυτόν, ο όμιλος ηυξάνετο και η βοή πλειότερον. Όλα τα παιδαρέλια, όσα εύρεν εμπροστά της η πομπή, τα προσηλύτισε, τα ήγρευσεν, εξογκουμένη ολονέν. Εκ των εργαστηρίων υπηρέται προσετέθησαν πολλοί, και κύριοι ουχ ήττον ουκ ολίγοι. Οι εντός έτι απομείναντες, ακούοντες αυξάνοντα τον θόρυβον, αποφασίζουν επιτέλους, παραιτούν την εργασίαν των, υποκεντώμενοι. Οι μη ιδόντες διόλου, εκζητούν να εισέλθουν εις το θέαμα, όσοι είδαν αρχήθεν, θέλουν λεπτομερείας ευρυτέρας.
— Τι τρέχει ρε Δημητράκη;…
— Να, δε γλέπεις τι τρέχει;…
— Στο σεργιάνι τάβγαλε τάντερα του, ρε Δημητράκη;..
Εκ των συναντωμένων καθ’ οδόν, εσταματούσαν ως εικός οι περισσότεροι, και έβλεπαν, τινές δε διεγειρόμενοι, παρηκολούθουν και αυτοί. Και κατά βήμα προσετίθεντο και άλλοι, απετέλουν μέρος της πορείας, έτειναν την κεφαλήν κι εκύτταζαν, κι ιδόντες, είποντο, ρυθμίζοντες το βάδισμά των προς το των λοιπών. Απετελέσθη ούτω συνοδεί’ αλλόκοτος, ωσεί αήθης λιτανεία, άγουσα τον σκύλον τούτον, με τα έντερα εκτός, επί την τελευτήν του την μοιραίαν. Και εξ αυτής, γέλωτες πάντοτ’ ανεδίδοντο, ομιλίαι, τωθασμοί, συρίγματα ενίοτε, ορυμαγδός ποικίλος, αναγκάζων τους περιοικούντας να ανοίγουν διά να μάθουν την αιτίαν του. Έβαινε δ’ εν τω κέντρω το τετράποδον, διηνεκώς, ωσεί διευθύνον την πομπήν, βραδυπορούν πλειότερον ή πριν, αδυνατίζον επί μάλλον, την αυτήν στάσιν τηρούν, φαινόμενον ωσάν να ηδιαφόρει διά τα πέριξ του γινόμενα. Κι η κατακόκκινη γραμμή, ήρχετ’ αείποτε κατόπιν, μακροτάτη, εκτυλισσομένη δίκην νήματος.
Κατά τον τρόπον τούτον, εν καμάτω, εν αγώνι, σχεδόν έρπων, είχε προχωρήση, διήλθεν εξ ολοκλήρου τον δρομίσκον, έφθασεν εις την καμπήν, κι εστράφη προς τα κάτω.
— Που πάει ρε, που πάει τόρα;…
— Να, κείθε πέρα, έστριψε από τη γωνιά…
— Κάτου τράβηξε ρε;…
— Ξαπλώθηκε αποκάτου απ’ το φανάρι.
— Και τι κάνει ρε, τι κάνει;…
— Να, χάμου κάθεται, ξαπλωμένο. Δε μιλάει καθόλου…
Η είδησις διεδόθη εν ακαρεί καθ’ όλον το Ψυρρή, διεσπάρη ανά τους πλαγινούς δρομίσκους, εκυκλοφόρησε, διεγείρουσα το ίδιον πανταχού, περιεργείας και διαχύσεως συναίσθημα. Εξ όλων των γειτονικών μερών, ομάδες παίδων ήρχισαν συρρέουσαι, μανάβηδες εκ της πλατείας, και χασαπόπουλα και μπακαλόπουλα, έδραμον προς της συγκεντρώσεως την θέσιν, έκαμαν κύκλον γύρω του, κι εκείθεν αναγγέλλουν εις την συνοικίαν τα καθέκαστα δι’ ανακραυγών. Οι μικροκαταστηματάρχαι του δρομίσκου εις τας θύρας των, ο χρυσοχόος κρατών έτι εις την χείρα κρεμαμένην άλυσσιν, ο Τάσσος και ο Πολυχρόνης έξω, όρθιοι, ολίγω παραπέραν από το καφφενείον, αναμένουν τας πληροφορίας, τας υποδέχονται πτεριγιζούσας από στόματος εις στόμα, τας μεταβιβάζουν μεγαλοφωνούντες, εν χειρονομίαις. Δυο κορασίδες, χαριέσταται, γνώριμαι λίαν εις τον μαχαλάν, ζωηραί, η μία με τα μαύρα, ην οι θαμώνες του καφενείου Πολυχρόνη ονομάζουν «η καλόγρηα», και η άλλη με τα κόκκινα, ιστάμεναι παρά την θύραν των οικίσκων των, παλαιωμένων, αμαυρών το χρώμα, με κίτρινα παράθυρα, συνεννοούνται μεταξύ των.
— Πάμε να ιδούμε, καϋμένη Ελένη!…
— Πάμε, τράβα!…
Και τρέχουν μετά βίας, εν σπουδή, και εν χαρά, ασθμαίνουσαι, κιχλίζουσαι, πηδώσαι, μ’ ανεμιζούσας τας πτυχάς των φορεμάτων των, και τας μικράς των κνήμας γλαφυράς, ευρώστους από τόρα, αποκαλυπτομένας εις παν βήμα, μέχρι του μηρού.
Το ζώον, είχεν υπερβάλλη την γωνίαν, πράγματι, και είχε σταματήση, και εξαντληθέν, ηπλώθη υποκάτω του φανού, ετέντωσε τους πόδας του και κατεκλίθη επί του αριστερού πλευρού. Χωρίς να λέγη όντως τίποτε, χωρίς ούτε την ελαχίστην υλακήν, χωρίς καν οιμωγήν, εκάθησεν εκεί, έστρωσεν ως ερρίφθη τον όγκον των εντοσθίων του εμπρός, εστηρίχθη εις τον τοίχον. Και μένει ήδη ούτω, από ώρας, την γλώσσαν κρεμαμένην εκ της ρίζης, και αγκομαχούν. Εκ της πληγής του ρέει αδιάλειπτον το αίμα, άφθονον, πηκτόν, μαύρον σχεδόν, πυκνούται προ αυτού, σχηματίζει τόρα μικρόν τέλμα. Τα ώτα καταβιβασμένα και συμμαζευμένην την ουράν ως πριν, τους οφθαλμούς υφαίμους, απλανεἰς, χαμένους εις το όνειρόν του το παράδοξον, βλέπει συνήθως προ αυτού ακόμη ατενώς. Το στόμα του, ημιάνοικτον τελεί, πλήρες σιέλου κατερύθρου. Οφιοειδείς, διπλούνται των εγκάτων του οι πλόκαμοι, λιπαροί, εκτεθειμένοι εις τον ήλιον. Το μέγα έντερον αυτού, παχύ, εξωδηκός, ως από προσφάτου χορτασμού, κυλίεται εν λίμνη λύθρου. Οι πέριξ του συνηθροισμένοι, ίστανται, συνδιαλέγονται φαιδρώς, εν αντιθέσει προς την σιγηλότητα αυτού, παραστατούν την αγωνίαν του, το επισκοπούν αλγούν, εκφράζοντες διαφόρους κρίσεις και παρατηρήσεις.
— Τι λες ρε, θα ψοφήση;..
— Αμ’ τι θα κάνει, θα χορέψη;…
— Εγώ λέω που δε θα ψοφήση!…
— Ρε άιντε να χαθής δεν το γλέπεις ρε;…
— Τι λέει ρε Μήτσο, τι λέει;…
— Λέει που δε θα ψοφήσει, ακούς!;…
— Καλό ξημέρωμα!…
— Βάνουμε στοίχημα;…
Ιλαρύνονται δε τα χασαπόπουλα, και τα μπακαλόπουλα ηδύνονται, και αγαλλιώσιν οι μαγκόπαιδες. Αι δύο κορασίδες είν’ εμπρός – εμπρός, παρά το θνησιμαίον, εγγίζουσαι σχεδόν αυτό διά του φορέματος. Εις ώθησε το μέγα έντερον αυτού δια του ποδός, ως δια να το εισαγάγη εις την πληγήν. Αλγήσας δ’ έτι μάλλον φαίνεται, ο σκύλος, απεσύρθη εις τον τοίχον, συνεθλίβη προς αυτόν πλειότερον.
— Τι λες ρε, του τα χώνουμε μέσα;
— Άιντε ρε σαπέρα, που θαν του τα χώσης μέσα!…
Νέοι δε προσέρχονται κατά στιγμήν περίεργοι, ευρύνεται ο κύκλος, ζητούνται αγγελίαι διά τας φάσεις του θεάματος, γυναίκες έτι πλησιάζουν, εκ των γύρωθεν τρωγλών, ωρυγαί πόρρωθεν ακούονται:
— Ψόφησε ρε, ψόφησε;..
— Πού να ψοφήση ρε, έχει καιρό ακόμα!…
Προδήλως, δεν είχεν όμως πολύν καιρόν ακόμα, το θνήσκον κτήνος. Ρίγη συνεχή ετάρασσον από μιας στιγμής το δέρμα του, και το συνέσπων, το ετίνασσον από κεφαλής μέχρι ποδών. Το στόμα του ηνοίγετο συχνότερον, μεγαλωστί, βιαίως ανασαίνον, ροφών και αναδίδον τον αέρα μεθ’ ορμής. Σφοδρώς να πάλλη η καρδία του εφαίνετο, ηκούετο σχεδόν, ντουκ! ντουκ! υπό τα στήθη του. Κάποτε, μετετόπιζε την κεφαλήν αυτού, από της ακινήτου θέσεώς της, την έστρεφε πλαγίως, εν βραδύτητι, κι εκοίταζε τα σπλάχνα του χυμένα, παρίστατο θα έλεγες ως και το ίδιον εις την αγωνίαν του, ωσάν ν’ ανέμενε να ίδη εαυτό να ξεψυχά. Άλλοτε, καθώς ήτο απλωμένον, κατά μήκος, επεχείρει να την εξαπλώση και εκείνην, να την ακουμβήση ως δια να την ξεκουράση, ανεκόπτετο αμέσως, την εσήκωνεν εκ νέου, προφανώς πονούν. Τέλος συνεταράχθη διαμιάς, όλον, εξαίφνης, συνέστειλε το στόμα, έβρυξε τους οδόντας, ήφρισεν, εζήτησε ν’ ανεγερθή, εν απροόπτω εντάσει νεύρων και μυών, ανίσχυρον ηπλώθη αύθις, ετεντώθη και συνεσπειρώθη, αλληλοδιαδόχως. Υστάτη ανατριχίλα, παρατεταμένη, εμαστίγωσεν απ’ άκρου εις άκρον το κορμί αυτού, το διέδραμεν αστραπιαίως, ισχυρότατα. Ως κύμα αίματος ανέβη επί τον λάρυγγά του, εκόχλασεν, ανερροφήθη, και κλείσαν τα όμματα, ωσάν να ετελείωσε το όνειρόν του το συγκεχυμένον, εξέπνευσε το ζώον. Η κεφαλή του εκυλίσθη πλέον τόρα καταγής κι αυτή, εν αδρανεία, ελευθέρα, κι εξετάθησαν τα μέλη του, ακίνητα, άπνοα, λυμένα.
Ο συρφετός ανεκινήθη τότε πάλιν, εκ βαθέων, υπέρποτε περίεργος, όλοι έτειναν τον λαιμόν δια να ιδούν, εγούρλωσαν τα μάτια, συνωθήθησαν πλειότερον. Εις έσκυψεν ολίγον και το έψαυσεν, άλλος το έσπρωξε με το παπούτσι του, διά να βεβαιωθούν περί του τέλους. Και οι συνηθροισμένοι διασκορπίζονται, συναποφέροντες το άγγελμα της εκπνοής, της αγωνίας τας ειδήσεις, την περιγραφήν, καθ’ όλον τον ανυπόμονον Ψυρρή.
— Ψόφησε ρε, ψόφησε;…
— Τόρα πλια, τα κακκάρωσε!…
— Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο!… Τρεις ώραις έκανε να ξεψυχήση!…
— Ζωή σε λόγου σου!…
— Βρε το άτιμο!…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *