cebcceb1 ceb5ceafcebdceb1ceb9 cf84cf81ceb5cebbcebfceaf ceb1cf85cf84cebfceaf cebfceb9 cebacf81ceb7cf84ceb9cebacebfceaf 2 cebc

creteΌπως είπαμε και στο πρώτο άρθρο αυτής της σειράς, ο φίλος μας ο Μικιός είχε μια πρωτότυπη ιδέα. Να συγκεντρώσει τις  λέξεις του κρητικού ιδιώματος που υπάρχουν  και στην  κοινή νεοελληνική αλλά έχουν  (και) διαφορετική σημασία απ’ό,τι στην κοινή. Οπότε, δεν περιλαμβάνει  τις  ειδικά κρητικές λέξεις, ας  πούμε «μπέτης» (το στήθος),  αλλά περιλαμβάνει  ειδικά κρητικές σημασίες λέξεων της  κοινής, όπως άκοπος, γαλανός  ή  θυμός. 

Οι λέξεις αυτές  μπορεί να αποτελέσουν  παγίδα για  τον μη Κρητικό που θα  τις ακούσει και  θα παραξενευτεί ή και θα παρεξηγήσει  (όπως ο Αρβανίτης της Βαβυλωνίας, που θεώρησε ότι η  φράση  «φάγατε τα κουράδια μας» είχε την  πανελλήνια σημασία και θύμωσε) αλλά και για τον  Κρητικό που θα τις χρησιμοποιήσει εκτός Κρήτης και θα προκαλέσει το γέλιο, όπως εκείνος ο φοιτητής που  είπε  «άφησα τα λεφτά μου στο σύρμα» εννοώντας «στο συρτάρι».  Πρόκειται, ουσιαστικά,  για ψευδόφιλες μονάδες. 

Η δουλειά που έκανε ο Μικιός είναι,  όπως θα δείτε προσεγμένη και πολύ ενδιαφέρουσα. Όμως η έκτασή της επιβάλλει να τη δημοσιεύσουμε τμηματικά, σε τέσσερις συνέχειες. Την προηγούμενη φορά δημοσιεύσαμε λέξεις από το Α έως και το Θ, ενώ σήμερα θα δούμε τις λέξεις Ι-Κ, ουσιαστικά το Κ αφού το Ι έχει ένα λήμμα μόνο.  Με βάση την ενιαία αρίθμηση πρόκειται για λήμματα από το 59 έως το 120. Οπότε, αν θέλετε να προσθέσετε λέξεις  που λείπουν, συνεισφορά αυτονόητα καλοδεχούμενη, θα σας παρακαλούσα να περιοριστείτε στο τμήμα Ι-Κ  του λεξιλογίου.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις προσθέτω [μέσα  σε αγκύλεςαναφορές δικές μου. 

Χωρίς περισσότερα δικά μου εισαγωγικά,  δίνω τον λόγο στον Μικιό:

Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί; (B)

  1. ίδια (επιρ.) στις φρ.:

> ίδια εδά: τώρα, αυτή τη στιγμή.

– Ίδια εδά επέρασε από παέ ο Γιώργης.

> ίδια πως: σάμπως.

– Εσκόρπα τα λεφτά, ίδια πως ήτονε του μαχαραγιά ο γιός!

> ίδια (ε)τσά ή (ε)τσε: ακριβώς.

– Θωρείς εκειονέ τον κακομοίρη τον Αντώνη; Ίδια ‘τσα θα καταντήσεις με τα μυαλά που κρατείς!

> ίδια πα(δ)έ: ακριβώς εδώ.

– Ίδια παδέ εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Νικολοκωστή.

  1. κάβος, ο: νεαρός βλαστός που επιμηκύνεται πάνω στο έδαφος ή σε δέντρο || (Δ.Κρ.) ο πρώτος ή η πρώτη στο χορό.

– Μωρέ, πώς εμακρύνανε οι κάβοι τση κολοκυθιάς!

||Όλοι τον κάβο του χορού ξανοίγουνε.

  1. καλά (επιρ.): πολύ, αρκετά (καλά καλός, καλά ψηλός κ.λπ.)

και στις φρ.:

> καλά του έργου: στα καλά καθούμενα, αναίτια.

– Στα καλά του έργου μ’έσπρωξε και κόντεψα να κατασκοτωθώ.

> καλά ’ναι δα μπλιό!: Φτάνει, αρκετά πια!

– Καλά ‘ναι δα μπλιό να σωπάσεις! Εβαρεθήκαμε να σ’ακούμε!

  1. καλάμι, το: δέρμα κρητικού στιβανιού που περιβάλλει τη γάμπα.

– Οι σόλες του στιβανιού μη σε νοιάζουνε, μα το καλάμι πρόσεχε μη σκίσεις!

  1. καλαπόδι, το: η τρικλοποδιά.

– Τως ήβανε συνέχεια καλαπόδια και τον εδιώξανε από το παιχνίδι.

  1. καλέμι, το: εμβόλιο (ενόφθαλμος βλαστός) σε καρποφόρο δέντρο.

– Η νερατζά ήτονε πολλώ χρονώ και δεν την εκέντρισα με μάτι, μα με καλέμι.

  1. καλλονή, η: καλοκαιρία, ηλιόλουστη μέρα.

– Καλλονή θαν-είναι σήμερο, μόνο να πάμε σ’τσ’ ελιές.

  1. καλορίζικα, τα (ουσ.): Ανθοπέταλα (με ρύζι ή χωρίς) που ρίχνουν στους νεόνυμφους κατά τη διάρκεια του γάμου || αποξηραμένα λουλούδια από τον Επιτάφιο || (Δ.Κρ.) φαγώσιμα δώρα προσφερόμενα σε διασκεδάσεις και εορτές (τα τελευταία χρόνια, κυρίως παξιμαδάκια αμυγδάλου).

Όλη η εκκλησία στρώθηκε με τα καλορίζικα που έριχναν οι καλεσμένοι.

|| Με καλορίζικα θυμιάζουν το σπίτι για να ξορκίσουν το κακό.

|| Οι τάβλες στρωθήκανε με τσικουδιά και καλορίζικα.

  1. καλόφαγος,-η,-ο (≠καλοφαγάς): που του αρέσουν όλα τα φαγητά, χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις.

Καλόφαγο απού‘ναι τονέ το κοπέλι! Ό,τι και να του βάλεις ομπρός του, το τρώει!

[Δεν υπάρχει στα λεξικά, αλλά πρέπει να είναι πανελλήνιο]

  1. καλοφέγγω: βλέπω καθαρά, έχω καλή όραση.
  • Εδά τελευταία δεν καλοφέγγω και θαρρώ πως θέλω γυαλιά.
  1. καμπανέλι, το: η σταφυλή της στοματικής κοιλότητας || ψιλόηχο ορειχάλκινο κουδούνι αιγοπροβάτων || (Δ.Κρ.) το λειρί του κόκκορα.

– Επήγε στην Αθήνα και του κόψανε μιαολιά το καμπανέλι και σταμάτησε να ρουχαλίζει!

|| Το καμπανέλι έχει σχήμα κόλουρου κώνου και κατασκευάζεται από μπρούντζο.

|| Πολλά μικρό καμπανέλι έχει τοσές ο κόκορας.

  1. καμπανίζω: ζυγίζω (<καμπανός=στατήρας) || ταλαντεύομαι.

– Έλα παέ να καμπανίσομε τα τσουβάλια.

|| Φυσοσε γέρας, κα τ φριχτ ψοφίμι καμπάνιζε… [Ν. Καζαντζάκης]

  1. καμώνομαι: ωριμάζω.

– Νωρίς εκαμωθήκανε τα ρόγδια οφέτος!

  1. κάνω στις φρ.

> κάνε!: βιάσου, συντόμευε, μην αργείς.

– Κάνε, μπρε Μαργή, γερά-γερά μη μασε πιάσει η κάψα.

> κάνω – δεν κάνω (κάπου): μου αρέσει ο τόπος, ευχαριστιέμαι να μένω εκεί (ή δεν …).

– Λες να κάνει το κοπέλι εκειά στο χωριό με τη θειά σου;

> κάνω (σε χαρτοπαίγνιο): μοιράζω τα χαρτιά.

– Θαρρώπως η σειρά σου είναι να κάνεις εδά, Κωσταντή.

> κάνω κούπα (κάποιο χώρο): καθαρίζω πολύ καλά.

– Ήρθε η πεθερά μου κι ήκαμε κούπα την κουζίνα!

> κάνω μεσημέρι: γευματίζω.

– Κάτσετε ‘δά να κάμομε μεσημέρι κι ύστερα συνεχίζομε.

> κάνει πώς… (απροσ.): υπάρχει πιθανότητα (μικρή συνήθως) να…

– Σύννεφα έχει, κάνει πως θα βρέξει, μα μπάαα!

  1. καρβούνι, το: η δερματική λοίμωξη άνθρακας || (Δ.Κρ.) κακοήθης όγκος, καρκίνος.

– Καρβούνι να βγάλεις!

|| Καρβούνι ήβγαλε και μάλλον δεν θα τη γλυτώσει.

  1. καρφώνω (αμετβ.): βουλιάζω σε τέλμα, λασπουριά κ.τ.ό.

– Εκειά που πας έχει ένα λάκκο με λάσπες και θα καρφώσεις!

  1. κάσα, η: βρομιά, ακαθαρσία (πάνω σε δέρμα, κυρίως)

Δε θωρείς τσι κάσες στα πόδια σου; Άμε να πλυθείς!

  1. καστανιά, η: μεταλλικό δοχείο με καπάκι, κατάλληλο για μεταφορά φαγητού.

Ο Γιάννης κρέμασε την καστανιά ψηλά στο λιόκλαδο.

[και καστάνια,  παροξύτονο, ίσως πανελλήνιο]

  1. κατάλυμα, το: ερείπιο, χάλασμα.

Κατάλυμα και σκουπιδότοπος εκατάντησε του Γιωργονικολή τ’αρχοντικό!

  1. καταλυμένος,-η,-ο: τελειωμένος, φθαρμένος.

Καταλυμένη ’ναι η μπαταρία και θέλει άλλαγμα.

  1. κατηγορημένος,-η,-ο: αδυνατισμένος, εξασθενημένος.

– Κατηγορημένο σε θωρώ σήμερο. Ειντά ‘χεις;

  1. κατηγορούμαι: αδυνατίζω, εξασθενώ.

– Ένα τσιλατό μ’έπιασε και κατηγορήθηκα τουτηνέ τη βδομάδα!

  1. κατίνα, η: σπονδυλική στήλη, πλάτη

– Εσήκωσα ένα τσουβάλι ελιές και ντελόγο με πόνεσε η κατίνα μου.

[Και  στη  Μυτιλήνη το λέμε. Από εκεί και το «ξεκατινιάζομαι»]

  1. καύκαλο, το: το μισό παξιμαδοκουλούρας [πανωκαύκαλο – κατωκαύκαλο] || (Δ.Κρ.) μεγάλο κομμάτι από ψωμί.

– Ντομάτα, μυζήθρα, λάδι και ρίγανη πάνω σ΄ένα καύκαλο και χορταίνεις!

– Ένα καύκαλο ψωμί, ίσαμε μισό κιλό, ήφαε με το τυρί!

  1. κεντράδι, το: νεαρό δέντρο που πρόσφατα εμβολιάστηκε (ενώ, κεντράδι της ΚΝΕ=κεντρίδι ή κέντρι).

– Ένα καμάρι εξετέλεψε οφέτος το κεντράδι εκειονέ!

  1. κεντώ (μτβ. και αμτβ.): ανάβω φωτιά για να κάψω θάμνους, ξερά χόρτα κ.λπ., καίω-ομαι, πυρπολώ-ούμαι || εκπυρσοκροτώ.

– Πήγε να κεντήσει τσι πεζούλες και κόντεψε να καεί!

«… κι ο αέρας που μ’ εδρόσιζεν, εδά κεντά και βράζει.» [ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ]

|| Γεμισμένο έχω το(ν) τσιφτέ, μόνο πρόσεχε μη κεντήσει μια στιγμή!

  1. κενώνω: βάζω/σερβίρω το φαγητό -από ένα μεγαλύτερο σκεύος- στο πιάτο (κυρίως σούπες και κοκκινιστά).

– Πρόσεχε, γιατί ετσά που κενώνεις τη σούπα θα με λερώσεις!

  1. κεφάλα, η: λόφος, ύψωμα.

– Ε χωριανοί γουρούνια όσοι έχετε το γουρούνι ο Πρόεδρος είπε να το δένετε στην κεφάλα! [Με επιλογή κατάλληλης στίξης…]

  1. κλαδί, το (μόνο ενικ.): κόκκος, μικρή ποσότητα, κομμάτι.

– Ρίξε ένα κλαδί αλάτι ακόμη στο φαΐ.

  1. κλέφτης, ο: δειγματολήπτης, σωληνωτό κατασκεύασμα (παλιότερα από καλάμι), με δύο μικρές τρύπες πάνω-κάτω, για λήψη ή/και μεταφορά ποσότητας υγρού.

Ήβγαλε μιαολιά κρασί με τον κλέφτη από το βαρέλι, μα του χύθηκε!

  1. κόβ(γ)ω στις εκφρ.

> κόβ(γ)ω το λάδι: σε συγκεκριμένη στιγμή και τιμή πουλώ το λάδι που έχω αποθηκεύσει σε αποθήκες εμπόρου ή ελαιουργείου.

Πιέσεις ασκούν οι παραγωγοί στους ελαιουργούς για να κόψουν τώρα το λάδι τους.

> κόβ(γ)ει το αίμα μου: συγχύζομαι υπερβολικά, χάνω την ψυχραιμία μου.

– Το αίμα μου ήκοψε άμα τον είδα να χτυπά πάλι το κοπέλι!

> κόπηκε η κλωστή (Δ.Κρ.) ή κόψανε τα λόγια (Α.Κρ.): συμφωνήθηκε, ολοκληρώθηκε συνοικέσιο.

– Προχθές εκόπηκε η κλωστή! Του χρόνου θα γενεί ο γάμος!

«Επήραν οι Γωνιές φωθιά και θα καούν τ’Ανώγεια

και θα καεί κι η κοπελιά που κόψαμε τα λόγια.» [Β.Σκουλάς]

> κόβ(γ)ει (απροσ.): στοιχίζει

– Έ, και πόσο κόβ(γ)ει ‘δα το τσουβάλι το λίπασμα;

  1. κοιτάζω, σωστότερα κοιτάσω (για πουλιά): κοιμούμαι, κουρνιάζω στη φωλιά.

– Αυτός κοιτάσει με τσ’όρνιθες! Σιγά μην κάτσει στο γλέντι!

  1. κόκ(κ)α, η: χαρακιά, εγκοπή || (Α.Κρ.) απουσία, διακοπή από τακτική παρουσία, κοπάνα.

– Εγέμισε κόκες τονέ το μαχαίρι και θέλει γερό τρόχισμα.

Αλλά και:

Οι κόκες πάνω σ’ ένα επίμηκες ξύλο αντιστοιχούσαν σε αριθμούς/πλήθος.

||- Ανε κάνεις συνέχεια κόκες, θα αναγκαστώ να βρω άλλον, μόνο κανόνισε!

  1. κοκ(κ)άρι, το: (Δ.Κρ.) Εγκοπή/τομή που γίνεται στο αφτί αιγοπροβάτων σαν σημάδι αναγνώρισης, η σαμιά.

Τα κοκ(κ)άρια γίνονται με μαχαίρι ή με ψαλίδα και είναι πολλών ειδών.

  1. κόκκαλος, ο: η κεφαλή του μηριαίου οστού. Κατ’ επέκταση, ο γοφός, η μέση.

– Με πονεί σήμερο ο κόκκαλός μου και δεν μπορώ να στέκω.

  1. κόλλα ή κολλιά ή πετσόκολολλα: (Α.Κρ.) ρητινώδης ύλη που εμφανίζεται στο άνθος άγριου αγκαθωτού φυτού, της (α)κολλιάς.

– Δεν είχαμε τότεσάς τσίχλες. Κολλιές εμασούσαμε…

  1. κολλώ: χτυπώ, δέρνω.

– Θα τονε πιάσω και θα του κολλώ ίσαμε να μπορώ!

  1. κόμμα, το (μόνο ονομ.): κοπή, κόψιμο.

– Εκειοσές ο αθάνατος θέλει κόμμα γιατί εμποδίζει την περασά.

  1. κοντεύ(γ)ω: κρατώ || παρακρατώ, περικόπτω || εμποδίζω, συγκρατώ.

– Ένα κομμάτι αμπελιού εκόντεψα, ίσα-ίσα να βγάνω το κρασί μου.

||Εκόνταψε ένα τσουβάλι από τσι πατάτες που του κουβάλησε, για τη βενζίνα που ‘καψε.

||- Δεν την εκόντεψες την αίγα και μπήκε στο ξένο χωράφι!

  1. κοντό (επιρ.): (Α.Κρ.) άραγε, μήπως.

– Πού’ ναι κοντό τόσηνα ώρα και δε φαίνεται!

[ Στα «παράξενα κρητικά επιρρήματα ]

  1. κόντρα, η: (Α.Κρ.) στρώμα λέρας στα πόδια ή χέρια, λόγω απλυσιάς.

– Μόνο με ζεστό νερό και τρίψιμο με ελύφι θα φύγουνε οι κόντρες από τσ’ αγκώνους σου!

Λεξικογραφική παρατήρηση: Το  «ελύφι» δεν συμπεριλαμβανόταν στο πρώτο μέρος του λεξιλογίου, επειδή δεν έχει αντίστοιχη  λέξη  στην κοινή

  1. κοντύλια, τα: χοντρά άχυρα που περιέχουν τους κονδύλους των δημητριακών.

– Και τα κοντύλια ήφαε το βούι από την πείνα ντου!

  1. κοπανιά, η: ποσότητα μπαρουτιού ή σκαγιών, αρκετή για γέμισμα φισεκιού (κατ’ επέκταση:πυροβολισμός). Τώρα μόνο στην επιρ. έκφραση:

> μια κοπανιά: κάποια στιγμή ξαφνικά, απροσδόκητα.

– Μια κοπανιά, να’τονε και καταφτάνει, σεινάμενος κουνάμενος!

  1. κοπανίζω: δέρνω ανηλεώς κάποιον.

– Εκοπάνισά τονε καλά-καλά το Μιχάλακα, απού να σταθεί όρθιος δεν εμπόρειε!

  1. κοράκι, το: ζωονόσος, πτηνών και αιγοπροβάτων, από στέρηση νερού (> κορακιάζω = διψώ υπερβολικά).

Το κοράκι εκδηλώνεται αρχικά με ερεθισμό και εμφάνιση φλύκταινας στο στόμα του ζώου που μετά σπάει και γίνεται μαύρη μεμβράνη.

  1. κορμάκι, το: (Α.Κρ.) ο νεοσσός του περιστεριού λίγο πριν πετάξει.

– Μαγειρεύει κορμάκια κοκκινιστά με πιλάφι σήμερο η θειά-Καλλιόπη.

  1. κούμαρο, το: μικρή διακοσμητική μπάλα ή θύσανος από νήματα ή ύφασμα (κυρίως σε υφαντά, κεντήματα κ.τ.ό.).

Η κάτω μεριά τση κουβέρτας ήτονε γεμάτη πολύχρωμα κούμαρα.

  1. κούπα, η: κέλυφος (ανοιχτό από ένα μέρος, όπως π.χ. μισό του καρυδιού)|| ο πυθμένας φυσικού βαθουλώματος ή μεγάλου λάκκου.

– Εχώστηκε σαν το χοχλιό στην κούπα ντου.

|| Το αλώνισμα ξεκινά με το στρώσιμο του αλωνικού μέσα στην κούπα του αλωνιού.

  1. κούπες, οιποτήρια, τα): (Α.Κρ.) οι βεντούζες.

– Να μου πάρεις κούπες, μωρέ γυναίκα, το βράδυ γιατί ‘μαι κρυωμένος.

– Του κοπελιού να πάρεις ποτήρια ανέ θες να γιάνει!

  1. κουρά, η: (Α.Κρ.) απρόσεκτη ψαλιδιά από κουρέα, που δεν διορθώνεται εύκολα.

– Ο κερατάς ο κουρέας μού‘καμε μια μεγάλη κουρά αυτή τη φορά!

  1. κουράδι, το: κοπάδι αιγοπροβάτων, ποίμνιο. {Την περιέχει το ΧΡΗΣΤΙΚΟ, με τη σημείωση: (στην κρητική διάλεκτο)}

«…κι’ ο Γιάννης ο καλύτερος το βλέπει το κουράδι

απού γνωρίζει τα σφαχτά προτού να τα μετρήσει.»[Από ριζίτικο]

  1. κουρκουμάς, ο: (Α.Κρ.) κουμπαράς || μελανοδοχείο.

– Ήσπασα τον κουρκουμά μου, μα δεν εφτάξανε τα λεφτά να πάρω το ποδήλατο.

||-  Άδειος είναι ο κουρκουμάς, μόνο βάλε του μελάνι.

  1. κούτελο (επιρ.): αντικριστά, ακριβώς απέναντι.

«Να’ χω τον ήλιο κούτελο, καρφίχτη το φεγγάρι». [Κ. Φραγκούλης]

  1. κουτούκι, το: (Α.Κρ.) κομμένος οριζόντια κορμός δέντρου ή χοντρός κλάδος δέντρου.

– Όλο τον κορμό τση καράς θα τονε κόψω κουτούκια.

  1. κουτουλιά, η (μτφ.): απερισκεψία, επιζήμια ενέργεια.

– Μεγάλη κουτουλιά ήπαιξα π’ αγόρασα τουτονά το εργαλείο.

  1. κουτουλώ (αµετβ., μτφ.): κάνω απερισκεψία.

– Εθάρειε πως πήρε το κελεπούρι, μα κουτούλησε ο κακομοίρης!

  1. κουφός, ο: φλεγμονή του δαχτύλου, με πύο κάτω από το νύχι || (επιθ.) κούφιος, κενός ή με διάκενα, χωρίς απόδοση.

– Έναν κουφό ήβγαλα στο νύχι και μ’έχει ‘ποθάνει σ’τσι πόνους!

|| – Τα μισά καρύδια απού μού’δωσες ήτονε κουφά!

  1. κοψ(ι)ά, η: κόψιμο στα δύο της τράπουλας || (Α.Κρ.) εκτροπή νερού σε αυλάκι || (Δ.Κρ.) Το τμήμα/πλήθος των ζώων που αποχωρίζουν από ένα κοπάδι οι ζωοκλέφτες για να το κλέψουν.

– Ε, να χαρώ σε, μια κοψά την ήκαμες!

||- Άνοιξε ‘κεινέ την κοψά να‘ρθεί το νερό επαέ!

||- Μωρέ, μεγάλη κοψά κάμανε οι κλέφτες τηνέ τη φορά! Πάνω από 100 οζά επήρανε!

  1. κρατώ [Βλ. και βαστώ]: (Α.Κρ.) είμαι παντρεμένος με κάποια || σέρνω ή συμμετέχω σε κύκλο χορευτών.

– Κρατώ την ανηψά ντου.

||Η νύφη κρατεί πρώτη στο χορό.

  1. κρίνω: τυραννώ, βασανίζω (κυρίως ερωτικά).

– Μια μελαχρινή με κρίνει!

  1. κύλισμα, το: βαθύ σκάψιμο χωραφιού.

– Εκαθάρισα το χωράφι απ’ τσι πέτρες και αύριο θα το κάμω κύλισμα.

  1. κωλώνω: οπισθοχωρώ, κάνω οπισθοπορεία.

– Σιγά-σιγά κώλωσε τ’αμάξι να μην το κουτουλήσεις!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *