cebcceb1 ceb5ceafcebdceb1ceb9 cf84cf81ceb5cebbcebfceaf ceb1cf85cf84cebfceaf cebfceb9 cebacf81ceb7cf84ceb9cebacebfceaf 1 cebc

creteΌχι, ο Αστερίξ δεν έχει περιπέτεια που να  εκτυλίσσεται στην  Κρήτη, αν και στο Μεγάλο ταξίδι ο Οβελίξ κάποια στιγμή περνάει τους Ινδιάνους για Κρητικούς.  Αλλά αφού εμείς εδώ λεξιλογούμε,  θα το καταλάβατε ότι το άρθρο,  παρά τον παιγνιώδη τίτλο του, είναι  λεξιλογικό. 

Ο φίλος μας ο Μικιός είχε μια πρωτότυπη ιδέα. Να συγκεντρώσει τις  λέξεις του κρητικού ιδιώματος που υπάρχουν  και στην  κοινή νεοελληνική αλλά έχουν  (και) διαφορετική σημασία απ’ό,τι στην κοινή. Οπότε, δεν περιλαμβάνει  τις  ειδικά κρητικές λέξεις, ας  πούμε «μπέτης» (το στήθος),  αλλά περιλαμβάνει  ειδικά κρητικές σημασίες λέξεων της  κοινής, όπως άκοπος, γαλανός  ή  θυμός. 

Οι λέξεις αυτές  μπορεί να αποτελέσουν  παγίδα για  τον μη Κρητικό που θα  τις ακούσει και  θα παραξενευτεί ή και θα παρεξηγήσει  (όπως ο Αρβανίτης της Βαβυλωνίας που  θεώρησε ότι η  φράση  «φάγατε τα κουράδια μας» είχε την  πανελλήνια σημασία και θύμωσε) αλλά και για τον  Κρητικό που θα τις χρησιμοποιήσει εκτός Κρήτης και θα προκαλέσει το γέλιο, όπως εκείνος ο φοιτητής που  είπε  «άφησα τα λεφτά μου στο σύρμα» εννοώντας «στο συρτάρι».  Πρόκειται, ουσιαστικά,  για ψευδόφιλες μονάδες. 

Η δουλειά που έκανε ο Μικιός είναι,  όπως θα δείτε προσεγμένη και πολύ ενδιαφέρουσα. Όμως η έκτασή της επιβάλλει να τη δημοσιεύσουμε τμηματικά, σε τρεις ή  τέσσερις συνέχειες. Σημερα δημοσιεύω την πρώτη και θα βάλω τη  δεύτερη  τη  μεθεπόμενη Τρίτη. Η κατάταξη είναι βέβαια αλφαβητική και σήμερα δημοσιεύουμε λέξεις από το Α έως και το Θ. Οπότε, αν θέλετε να προσθέσετε λέξεις  που λείπουν, συνεισφορά αυτονόητα καλοδεχούμενη, θα σας παρακαλούσα να περιοριστείτε στο τμήμα Α-Θ  του λεξιλογίου.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις προσθέτω [μέσα  σε αγκύλεςαναφορές από το ΙΛΝΕ.

Χωρίς περισσότερα δικά μου εισαγωγικά,  δίνω τον λόγο στον Μικιό:

Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί;

Στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα υπάρχουν πολλές λέξεις και εκφράσεις – που χρησιμοποιήθηκαν ή/και παραμένουν σε χρήση και σήμερα – οι οποίες συναντούνται και στην σύγχρονη Κοινή Νεοελληνική, αλλά με διαφορετική σημασία. Αν τις ακούσει κάποιος μη Κρητικός ή ένας νέος/μία νέα –ακόμη και κρητικής καταγωγής- μάλλον θα παραξενευτεί και θα δυσκολευτεί να καταλάβει, πιθανόν να γελάσει από την μη αναμενόμενη χρήση τους, ίσως και να θυμώσει, παρεξηγώντας  τα λεγόμενα.

Τέτοιες λέξεις άρχισα να τις σημειώνω εδώ και κάμποσο καιρό. Θεωρώντας ότι μια πιο ολοκληρωμένη παρουσίασή τους θα είχε γενικότερο γλωσσικό ενδιαφέρον και ύστερα από σχετική ενθάρρυνση του Νικοκύρη, ξεκίνησα τη συστηματικότερη καταγραφή τους, με ορισμένες προδιαγραφές/περιορισμούς:

  • Λημματογραφούνται λέξεις με σημασία που δεν την έχουν το ΛΚΝ, το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ (ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ – ΦΥΤΡΑΚΗΣ) και το ΛΕΞΙΚΟ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ.
  • Περιλαμβάνονται λέξεις κυρίως του «παλιού» κρητικού ιδιώματος, αλλά και πιο «σύγχρονες».
  • Παραλείφθηκαν αρκετές λέξεις που σχετίζονται με εξειδικευμένες εργασίες ή κατασκευές (π.χ. αργαλειού, ελαιουργείου κ.λπ.)
  • Οι περισσότερες λέξεις έχουν -ανάλογα με τα συμφραζόμενα – την ίδια ή παρεμφερή σημασία όπως και στην ΚΝΕ.
  • Κάποιες λέξεις πιθανότατα χρησιμοποιούνται με παρόμοια σημασία και σε άλλες ντοπιολαλιές.
  • Οι λέξεις που ακούγονται ιδιαίτερα στην Κεντρο-ανατολική Κρήτη [Ηράκλειο-Λασίθι] σημειώνονται με (Α.Κρ.), ενώ εκείνες που ακούγονται ιδιαίτερα στην Κεντρο-δυτική Κρήτη [Ρέθυμνο-Χανιά] σημειώνονται με (Δ.Κρ.).
  • Για κάθε λέξη δίνεται παράδειγμα (ή παραδείγματα) χρήσης της στο τοπικό ιδίωμα, -με προσπάθεια να αποδοθεί κατά το δυνατόν η προφορά.
  • Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα λεξικογραφικά έργα (με συντομογραφίες):

ΠΙ: Μανώλης Πιτυκάκης, Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, τόμοι: Α΄(Α-Λ) & Β΄(Μ-Ω) [με ενιαία σελιδαρίθμηση], Έκδοση Κοινωφελούς Ιδρύματος Εμμανουήλ και Μαρίας Πιτυκάκη-Νεάπολη Κρήτης, 2001.

ΞΑ: Αντώνιος Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Πρόλογος-Επιμέλεια: Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Α΄ έκδοση, Ηράκλειο 2000 και Δ΄ έκδοση, Ηράκλειο 2009.

ΙΔ(α) και ΙΔ(β) : Μαρίνος Ιδομενέως, Κρητικό γλωσσάριο, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006 και 2013.

ΚΑ: Μιχάλης Κασσωτάκης, ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ, έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «Το Οροπέδιο», Αθήνα 2021.

ΝΚ: Νικόλαος Κοντοσόπουλος, Αντίστροφο λεξικό της κρητικής διαλέκτου, Εκδ. ΒΙΒΛΙΟΕΠΙΛΟΓΗ, Αθήνα 2006.

 

1ο  μέρος:

  1. (α)γαστέρα, η: το μέρος του στομαχιού αρνιού ή κατσικιού (γάλακτος, να μην έχει φάει ακόμα χόρτο) που περιέχει την πυτιά.

Συνήθως το ξέραιναν και αυτό ήταν η αγαστέρα, το περιεχόμενο της οποίας σε διάλυμα το έβαζαν στο γάλα για να πήξει.

  1. αγριάδα, η: έκταση γης πετρώδης και άγονη (συνων. χαλέπα)

Έχω συμφωνήσει να ’γοράσω τούτηνέ την αγριάδα. Άμα τη συμμορφώσω, ίσαμε τρακόσα μουρέλα θα φυτέψω. [Στο ΙΛΝΕ, με ένδειξη  Κρήτη, νησιά Αιγαίου,  Πελοπόννησο]

  1. άδικο, στις φρ.:

> άδικο να (σου κ.λπ.) λάχει! συμφορά να σε βρεί!

– Με κορόιδεψε ο κερατάς, άδικο να του λάχει!

> άδικο να μη (σου κ.λπ.) λάχει! ευχή, αλλά και ήπια επίπληξη σε οικείο πρόσωπο.

– Δε σε νταγιαντώ μπλιο, άδικο να μη σου λάχει!  [Στο ΙΛΝΕ, με  ένδειξη  Κρήτη  και Δωδεκάνησα]

  1. αέρες (ή ανεμιές): αερολογίες, βλακείες, ανοησίες ||«ναι, καλά!» ή «σιγά!»

– Πάλι αέρες κουβεδιάζεις, Μανώλη!

– Ήθελα και να κάτεχα με είντα ανεμιές καταγίνεσαι πάλι!

||- Σ’ τα ’φερε τελικά τα λεφτά;  – Αέρες! [Πέπε]

  1. άκοπος, -η, -ο [Βλ. και κόβ(γ)ω]: ποσότητα γεωργικού προϊόντος που έχει παραδοθεί σε έμπορο και μένει αποθηκευμένο μέχρι να δοθεί εντολή από τον παραγωγό για να πουληθεί σε συγκεκριμένη στιγμή και τιμή.

Πολλοί ελαιοπαραγωγοί κρατούν ακόμη άκοπο το λάδι τους, περιμένοντας υψηλότερη τιμή.

  1. ακούει, στις φρ.:

> (μου κ.λπ.) ακούει: μπορώ, είμαι ικανός, τολμώ.

– Ανέ σ’ ακούει, σίμωσε παέ!

  1. ακούω: αισθάνομαι, νιώθω, καταλαβαίνω

– Ήκουσες το σεισμό το πρωί;

– Γροικώ, μωρέ, μια μυρωδιά μα δεν κατέχω ειντά ’ναι.

– Εδά τελευταία ακούω πόνους στην πλάτη μου.

  1. αμπελικός, ο: ο αγροφύλακας

– Γρήγορα κάνε! Κόψε το πεπόνι να μη μασε δεί ο αμπελικός! 

  1. άνεση, η: η αντοχή (Δ.Κρ.)

Ολημερνίς εδούλευε στ’ αμπέλι, κι εδά δεν είχε την άνεση ούτε να σηκωθεί από την καρέκλα!

  1. απλωτός, ο: η απλώστρα και το σύνολο των απλωμένων ρούχων || τόπος όπου απλώνεται για να ξεραθεί η σταφίδα.

Είχε μεγάλο απλωτό σήμερα στην αυλή και καθυστέρησε να μαζέψει τα ρούχα.

||Δυο γυναίκες εδουλεύανε στον απλωτό από το πρωί.

  1. αποβολές, οι και αποδρομές, οι: Ίχνη, σημάδια (ή οσμές) διαδρομής ζώων.

– Ήβρηκε ο σκύλος τσ’ αποβολές του λαγού. [Το ΙΛΝΕ καταγράφει τη σημασία ως κρητική και δίνει και φράση στον ενικό: ο σκύλος ηύρε την  αποβολή του λαγού]

  1. αργαστήρι, το εργαστήρι, το:(χωρίς άλλο προσδιορισμό) ο αργαλειός «Αν ει’ και πας, την κόρη μου πίσω να μου γιαγείρεις,

που μίσεψε και μ’ άφηκε στη μέση τ’ αργαστήρι

και δε χτυπά το πέταλο, και σώπασε η σαϊτα…» [Κ. Φραγκούλης]

  1. αφόρεση, η: υποψία, εικασία, υπόθεση

Δεν ήτονε σίγουρος, μα η αφόρεση απού’χε εβγήκε αληθινή.

  1. αχαμνά (επιρ.): σιγά, απαλά, ήρεμα, αδύναμα.

– Αχαμνά μίλιε, γιατί το κοπέλι δεν εκοιμήθηκε ακόμη.

  1. βάζω (≠βάνω): φλυαρώ, μουρμουρίζω συνεχώς και δυνατά (κυρίως επιτιμητικά ή υβριστικά)||(επί ζώων) φωνάζω θρηνητικά.

– Σώπασε ‘δα μπλιό κι όλο το πρωί βάζεις!

||- Τόσηνα ώρα βάζει το βούι! Άμε να δεις είντά ‘χει!

  1. βάζω (=βάνω) στις φρ.:

> η ώρα τονε (την, τσι κ.λπ.) βάνει: όπου να ‘ναι θα έρθει(-ουν).

– Μην σκάτε, μπρέ, μα η ώρα τονε βάνει!

> βάνω (ο)μπρος: επιπλήττω, μαλώνω κάποιον(-αν).

– Μ’ έβαλε μπρος και μού ‘καμε ολόκληρη φασαρία, χωρίς να φταίω!

  1. βαρεμένη: έγκυος.

– Ήτονε βαρεμένη και τσ΄ήκανε όλα τα χατίρια. 

  1. βαρώ – βαρίσκω (μετβ. και αμτβ.): πληγώνω,-ομαι, τραυματίζω,-ομαι

– Εβάρηκε (ν)του στα πόδια και τον ήριξε χάμαι.

– Πρόσεχε, γιατί θα πέσεις και θα βαρείς!

  1. βαστώ [Βλ. και κρατώ] στις φρ.:

> βαστώ νου (Δ.Κρ.): σκέφτομαι λογικά

– Βάστα τον νου σου, κακομοίρη μου, γιατί αλλιώς…

> βαστώ την …: (Α.Κρ.) είμαι παντρεμένος με την …

– Μα δεν κατέχεις πως βαστά την αδερφή του; Κουνιάδος του είναι.

> βάστα (προστ.): (Α.Κρ.) σηκώσου, έλα να…

– Βάστα να πχαίνομε, γιατί θα μασε βρει η νύχτα.

  1. βγαίνω: ανεβαίνω, σκαρφαλώνω.

– Έβγα, μπρε, στη ρογδιά να κόψεις δυο ρόγδια.

  1. βγαίνει στη φρ:

> βγαίνει (μου κ.λπ.): μου αναλογεί, μου ανήκει || μου αξίζει

– Τούτονά το κομμάτι αμπελιού σου βγαίνει και κάμε το ό,τι θες.

||Του βγαίνανε οι ξυλιές!

  1. βγάνω στις φρ.:

> βγάνω μαντινάδες: γράφω/φτιάχνω μαντινάδες

Βγάνει καλές μαντινάδες ο Γιώργης. Πολύ καλός μαντιναδολόγος!

> βγάνει (πολύ-λίγο) νερό (απροσ.): βρέχει (πολύ-λίγο).

Ήβγαλε πολύ νερό οψάργας.

> βγάνει λιγιά: είναι λίγο, ανεπαρκές.

– Καλό ‘τανε, μωρέ, το τυρί, μα ήβγανε λιγιά!

  1. βλάφτομαι: έχω ενοχλήσεις (ή παραξενιές) εγκυμοσύνης, βλαψίδια.

Βαρεμένη είναι η Ρηνιώ και βλάφτεται πότε-πότε.

  1. βλέπομαι: προφυλάσσομαι, προσέχω τον εαυτό μου

«Απού βλέπεται, βλέπει τονε κι ο Θεός». [γνωμ.]

– Βλέπου! φρόντιζε τον εαυτό σου να μην αρπάξεις κιαμιά γρίπη!

  1. βρόμος, ο: κακός, δύστροπος, αχρείος

Με τέθοιο βρόμο πού ‘μπλεξε, καλά να πάθει!

  1. γαλανός,-ή,-ό: άσπρος,-η,-ο

Δε σε πιστεύω ανέ μου λες το γάλα γαλανό ‘ναι… [μαντινάδα]

  1. γερά-γερά: γρήγορα

– Γερά-γερά κρύψε το, γιατί έρχεται η μάνα! 

  1. γεράνι, το: ειδική ξύλινη κατασκευή για άντληση νερού με κουβά από πηγάδι.

Επιστημονικά: ‘ζυγοσταθμική δοκός δ’ αντιβάρου’.

  1. γέρνω: χύνω νερό για να πλυθεί κάποιος/κάτι.

– Γέρνε μου να ξεπλύνω το πινέλο.

  1. γοργό (επιρ.): (Δ.Κρ.) πρόσφατα, τελευταία ||(Α.Κρ.) περίπου, σχεδόν, σε λίγο.

– Δεν ήρθε γοργό να μασε δεί.

– Γοργό το’ χα να τονε πιάσω!

  1. γουλιά, η: (Α.Κρ.) όχι μόνο για υγρά, αλλά και για κομμάτι στερεάς τροφής ή και μπουκιά. [Από αυτό και επιρ. έκφραση «μια ολιά»:λίγο]

– Δώσε εκεινηνά τη γουλιά το κρέας του κοπελιού! [Ο ορισμός του ΙΛΝΕ  είναι «ποσότης τροφής στερεάς ή υγρής,  όσον χωρεί το  στόμα και δύναται να καταποθεί άπαξ»,  με πανελλήνια εξάπλωση]

  1. γραμμένοι, οι και γραμμένα, τα: (Α.Κρ.) οι φιγούρες της τράπουλας.

–  Ένα γραμμένο ρίξε μου να βγάλω τριανταμία!

  1. γύρος, ο: άκρη, γωνιά, περιθώριο || ύφασμα κεντημένο που περιβάλλει το κρεβάτι, από το στρώμα μέχρι το έδαφος (κρεβατόγυρος)

– Πήγαινε σ’ ένα γύρο και μην ανακατεύεσαι!

||Θαυμάζαμε τον ολοκέντητο γύρο του κρεβατιού.

  1. δαυλίζω: (Α.Κρ.) χτυπώ με δαυλό, δέρνω.

– Κάτσε φρόνιμα, μη σε δαυλίσω!

  1. δέμα, το: (Α.Κρ.) μικρό τεχνητό φράγμα, για να διακόπτεται το νερό άρδευσης σε ένα αυλάκι και να κατευθύνεται σε άλλο || (Δ.Κρ.) δεσιά, κλωστές που δένονται στις άκρες υφαντών || δέσιμο, κυρίως σε σύνθετα: (κοντόδεμα, μετάδεμα, ανάδεμα, μπρόδεμα, ξυλόδεμα).

– Τον είχα σήμερα στο πότισμα του περιβολιού και μού ‘κοβε τα δέματα.

||Τα δέματα στις πετσέτες της ήταν πολύ εντυπωσιακά.

||Το μετάδεμα των οικόσιτων ζώων ήταν απαραίτητο, όταν τελείωνε το χορτάρι γύρω από τη θέση που αρχικά ήταν δεμένο.

  1. διαβάζω (μετβ.): διδάσκω σε σχολείο.

– Ο δάσκαλος ο Μ. εδιάβαζε στο χωριό μας μέχρι που πήρε σύνταξη.

  1. δίδω – δίνω: με τοπικό προσδιορισμό: πηγαίνω, πέφτω, ορμώ (δίδω στη θάλασσα, όξω, στα όρη…) || προκαλώ, προβαίνω σε κάποια ενέργεια (δίδω φωθιά, ήδωσα μια κουτουλιά και κατασκοτώθηκα κ.α.) || αντί του παίρνω (δίδω των αμμαθιώ μου)

και στις φρ.:

> δίδει ο ήλιος: ανατέλλει, προβάλλει ο ήλιος.

– Ακόμη δεν ήδωσε ο ήλιος, μόνο κοιμήσου μια ολιά ακόμη.

> δίδει (μου κ.λπ.) ο διάολος: μου έβαλε σκέψη, απόφαση, πράξη ο διάβολος.

– Ετσά μου δίδει ο διάολος να γυρίσ’ οπίσω να δω είντα κάνει!

  1. διόχνει (μου κ.λπ.): αποφασίζω, μου έρχεται, νομίζω.

– Όντε θα φτάξω εκειά, όπως μού διόξει θα κάμω!

– Μια στιγμή τού διόχνει και μπαίνει στ’ αμάξι και εξαφανίζεται.

  1. δούλα, η: η βάρδια στο αλώνι, η εναλλάξ απασχόληση των ζώων που αλωνίζουν.

– Πέντε δούλες εκάμαμε σήμερα στ’ αλώνι!

  1. έντρομα (επιρ.): (Δ.Κρ.) εύκολα, πρόχειρα||(Α.Κρ.) μπροστά-μπροστά, σε εμφανές μέρος.

– Βάλε στην αποθήκη το καλάθι να το βρούμε έντρομα.

– Βάλε το καλάθι έντρομα στην αποθήκη να μην το γυρεύγομε.

  1. έρω(ν)τας, ο: ο δίκταμος ή ατίταμος ή στοματόχορτο (αρωματικό φυτό)

Ο έρω(ν)τας είναι ενδημικό φυτό της Κρήτης, που φύεται σε απόκρημνα μέρη.

  1. έχω στις φρ.:

> έχω τη (ή το) σειρά (μου, του κ.λπ.): έχω καλά οικονομικά, ευπορώ.

– Έχουνε το σειρά ντως οι κουμπάροι σου! Μπορούνε να σε δανείσουνε.

> έχω τα (χωρίς προσδιορισμό): είμαι πλούσιος.

– Έχει τα, και τηνε θέλουνε πολλοί για νύφη.

> έχω ποτά: (Α.Κρ.) έχω πει, έχω δηλώσει.

– Έχω ποτά πως σ’ αγαπώ και δεν το παίρνω πίσω… [ΙΔ(β)]

  1. ζαλιά, η: βήμα, βηματισμός || πατημασιά, ίχνος

– Από το σπίτι ήκουσα τη ζαλιά του στο καλντερίμι.

||Φαινότανε οι ζαλιές του στο χιόνι!

  1. ζάρα, η: είδος κουκουβάγιας, η τυτώ.

– Ζάρα, πουλί τση σκοτεινιάς, τση συμφοράς ντελάλη, το φοβερό σου μήνυμα πώς θα τ’ ακούσω πάλι. [Β. Σκουλάς]

  1. ζουμιά ή ζυμιά, η: (Α.Κρ.) ένας κύκλος παιχνιδιού, παρτίδα.

– Εκέρδισάτηνε τηνέ τη ζουμιά, επιτέλους!

  1. ζύγι, το: (Δ. Κρ.) το νήμα της στάθμης.

Απαραίτητα εργαλεία του χτίστη ήταν το μυστρί (μαλάς), το ζύγι, το βελόνι, το αλφάδι, το σφυρί, το σκεπάρνι κ.ά.

  1. ζυγώνω: κυνηγώ, καταδιώκω || ερωτοτροπώ, πολιορκώ ερωτικά.

– Όλο το πρωί εζύγωνε τα κοπέλια να μη μπούνε στο περβόλι.

||Τηνε ζυγώνει ο Γιάννης, μα εκείνη έχει το νού τζης στο Μιχάλη.

  1. ζυγωτό, το: το κυνηγητό

– Άντεστε, σηκωθήτε να παίξομε ζυγωτό!

  1. ζώνομαι (αμετβ.): δένω τη ζώνη μου ή βάζω μέσα πουκάμισο, φανελάκι κ.τ.ό.

– δεν επρόλαβα να ζωστώ…

– ζώσου, μωρέ!

  1. θάρρη, τα στη φρ.

> έχω θάρρη (ή θάρρητα): έχω ελπίδα, στήριγμα, αποκούμπι.

– Μόνο σε σένα και στο Θιό έχω τα θάρρητά μου.

  1. θέλω ή θέλει: Μετά από υποτ. δηλώνει έμφαση ή ένταση για κάτι μελλοντικό.

– Να κάμω θέλω ταραχή σαν τον κακό Γενάρη… [Ψαραντώνης]

– Να πάω θέλει στο γάμο!

  1. θεοτικά (επιρ.): αληθινά, σωστά, τίμια.

– Μίλιε θεοτικά, μη με νευριάσεις!

– Κοίτα να του φερθείς θεοτικά και μην κάνεις βλακείες!

  1. θεοτικός,-ή,-ό: αληθινός, σωστός, καλής ποιότητας.

– Δεν μου φαίνουνται θεοτικά τα σύκα οφέτος.

  1. θέτω: ξαπλώνω ή και κοιμούμαι||χτυπώ, ξυλοκοπώ κάποιον.

– Κουρασμένος είμαι! Λέω να πά’ να θέσω.

||Ήθεσέ ντου δυο γερές γροθιές στην κεφαλή.

  1. θράψαλα, τα: θρύψαλα, συντρίμια.

– Θράψαλα εγίνηκε ο καθρέφτης ετσά που τονε χτύπησε!

  1. θρονιάζω: εγκαινιάζω εκκλησία.

Ο Μητροπολίτης θα ‘ρθεί να θρονιάσει την εκκλησία.

  1. θυμίζω: νιώθω και εκδηλώνω έντονη ερωτική ορμή, ζητώ σεξουαλική ικανοποίηση (συνήθως για θηλυκά ζώα).

– Εδά και κάμποσες μέρες, η φοράδα μας θυμίζει.

  1. θυμός, ο: σπιρτάδα, έντονη αναθυμίαση, δυνατή οσμή (επιθ. θυμωμένος)

– Μωρέ, θυμό τον έχει τονέ το ξίδι!

===+===

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *