cebbceadcebdceb1 cebaceb1cebbcebbceadcf81ceb3ceb7 cebf cebacebbcebfcebdceb9cf83cebccf8ccf82 cf84ceb7 ceb1cebdceb8cf81cf8ecf80ceb9cebd

της Βαρβάρας Ρούσσου

Ο δυτικός άνθρωπος υπάρχει έχοντας κατασκευάσει ένα αδιαπέραστο δυϊστικό μοντέλο: απ’ τη μια το ανθρώπινο ως φορέας πολιτισμού/ πολιτισμικό απ’ την άλλη το ζωικό ως φυσικός κόσμος. Ή αλλιώς η διχοτομία έμψυχο/άψυχο με κάποια επιφανειακή εξαίρεση για τα ζώα συντροφιάς που περιβάλλει με αγάπη και μπορεί να τα κατατάξει ως κατώτερα έμψυχα. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για τον φυτικό κόσμο που προσεγγίζεται με απόλυτα κριτήρια ανθρωπινότητας: εκμετάλλευση (παραγωγικά φυτά) και αισθητική απόλαυση (κυρίως άνθη) άψυχων παρουσιών χωρίς απόπειρα κατανόησης.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της θεώρησης του εξωτερικού κόσμου ως κοινωνικά/γλωσσικά κατασκευασμένου περιλαμβάνεται και η φύση: μπορεί να εκληφθεί ως γλωσσική/κοινωνική κατασκευή αφού γίνεται αντιληπτή μέσα από το ανθρώπινο πρίσμα, συνεπώς μερικά κατανοητή ως ένας (ακόμη) Άλλος.  Η οικοκριτική, πεδίο που αναδύθηκε πριν μισό αιώνα αλλά έλαβε έκταση τα τελευταία χρόνια, (επαν)εξετάζει σε πλήθος λογοτεχνικά κείμενα την αναπαράσταση του φυσικού κόσμου, στη βάση οικοκεντρικών εννοιών/αξιών.[1] Η Kate Soper μάλιστα σημειώνει ότι η φύση δεν είναι ένα θεωρητικό γλωσσικό κατασκεύασμα «η γλώσσα που έχει μια τρύπα του όζοντος» .[2] Τέτοιου είδους ερωτήματα παράγονται από τη νέα ποιητική συλλογή της Λένας Καλλέργη και δεν εντάσσονται άμεσα στην προβληματική της περιβαλλοντικής συνείδησης και της οικολογικής αγωνίας η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως απώτερη βάση των ποιημάτων χωρίς ωστόσο ρητές (και πιθανά διδακτικού τύπου) αναφορές στο οξύ περιβαλλοντικό ζήτημα του καιρού μας.

Η συλλογή

 Το Ανήμερο είναι το τρίτο ποιητικό βιβλίο της Καλλέργη. Από τους Κήπους στην άμμο (2010) αλλά ιδίως από το Περισσεύει ένα πλοίο (2016) η δεδομένη επικέντρωση της στη γλώσσα, ενισχυμένη από τη μαθητεία σε μεταφράσεις, βρίσκει τώρα μια εξελιγμένη διάσταση. Στο εκτεταμένο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των συλλογών η Καλλέργη καλλιεργώντας το προσωπικό της ύφος έφτασε σε αναγνωρίσιμο ιδίωμα ώστε να κατορθώσει αυτό που αποτελεί, νομίζω, σημαντικό ποιητικό στόχο: αφενός να προτείνει, μέσα από τα ποιήματά της μια άλλη οπτική για τον κόσμο και τη σχέση/θέση του ατόμου σε αυτόν, μεταφέροντας αυτή τη ματιά από το προσωπικό ποιητικό σχέδιο στο συλλογικό σκεπτικό αφετέρου να επικοινωνήσει την ποιητική της πρόταση με το αναγνωστικό κοινό.

Η Καλλέργη δεν αφήνει εύκολα να διαφανούν οι οφειλές της. Είναι ωστόσο δυνατό να αναγνωριστεί ο διάλογος όπως στο «Του άγνωστου ψαριού» με το «Πού’ναι τα πουλιά» του Γ. Παυλόπουλου ή με τη Δημουλά («Δέηση αλλιώς» και «Δωδώνη»ή ακόμη με τις Αόρατες πόλεις του Ι. Καλβίνο στο «Μόνη πόλη». Υφολογικά η συγγένεια με την ιδιαίτερη αφαιρετικότητα της Δημουλά μπορεί να ανιχνευτεί αν και σε κάθε περίπτωση η οποιαδήποτε επιρροή είναι γόνιμα οικειοποιημένη και συμβάλλει στην οικοδόμηση ιδιαίτερου ύφους.

Τα 35 έντιτλα ποιήματα που απαρτίζουν το Ανήμερο δεν κατανέμονται σε ενότητες και συνήθως ολοκληρώνονται στο όριο της μιας σελίδας ή είναι και συντομότερα. Είναι κατανεμημένα σε στροφικές ενότητες, ανισόστιχες με ελαφρά ποσοτική πρόκριση των τετράστιχων στροφών, που είναι εμπρόθετα διαιρεμένες στη βάση του νοηματικού φορτίου. Η εναλλαγή συντομότερων και μεγαλύτερων στο μήκος στίχων είναι μελετημένη ώστε να μην εξαντλούνται τα στιχικά όρια και να ενισχύεται παράλληλα το νοηματικό βάρος: «Στις βόρειες χώρες με τα στρογγυλά βουνά/με την ομίχλη που ανεβαίνει από τις λίμνες/υπήρξα Ελληνίδα.»//Στις μακρινές ηπείρους/με τα φαράγγια και τις κόκκινες ερήμους/υπήρξα Ευρωπαία.» («Ταυτότητες»). Είτε για λόγους νοηματικούς ο στίχος διασκελίζεται εντείνοντας την αναγνωστική προσδοκία είτε το νόημα ολοκληρώνεται εντός του στίχου και ενίοτε με ισχυρό σημείο στίξης υποδηλώνοντας την καθετότητα της απόφανσης: «Μην εμπιστεύεσαι λουλούδια.//Πατούν επί πτωμάτων./Φυτρώνουν όπου δεν τα σπέρνουν./Μαραίνονται την πιο καλή στιγμή σου./Μόνο για λίγο προσποιούνται/τα καλλιεργημένα./στο βάθος μένουν άγρια./» («Λάθος το τρυφερό»). «Επειδή είθισται/ επιβάλλεται /έτυχε˙ // επειδή γυναίκα/ γηρατειά/ αποκούμπι˙ // παιδιά/ας μην προκύψουν.//» («Τεκνοποιία»).

Η τάση λοιπόν προς τη ρυθμικότητα γίνεται αισθητή συνεχόμενα ή διάσπαρτα στα ποιήματα. Έτσι, η κύρια μορφική επιλογή, ο επεξεργασμένος ελεύθερος στίχος δεν εκφεύγει σε πεζολογία τόσο λόγω της ελεγχόμενης έκτασής του στίχου όσο και της ποικιλότροπης ρυθμικής φροντίδας (θέση λέξεων και τόνων, μετρικοί θύλακες, παρηχήσεις): «Όταν αδειάζουν τα χωριά/και πέφτει το σκοτάδι/[…]οι κραυγές τους ορίζουν τους λόφους/τους επίμονους κήπους.» (ιαμβικό 8+7[…]αναπαιστικός ρυθμός) («Δεν είναι λύγκας») Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της χρήσης μέτρου αποτελεί «Το ανήσυχο», ποίημα δύο στροφών (8 και 7 στίχων αντίστοιχα που ανακαλούν έτσι την τομή ενός 15σύλλαβου από 8+7 συλλαβές) με κανονικούς 15σύλλαβους στίχους -οι λιγότεροι με «δύσκολες» συνιζήσεις, στην πλειονότητά τους με αποδεκτές που επιτρέπουν ομαλό βάδισμα του στίχου-: «Αυτό με βρήκε ορθάνοιχτη και μ’ έχει κατοικήσει/αυτό με στέλνει στα βουνά, στη θάλασσα, στα βράχια/με κλείνει σαν περαστικό φτεράκι στο κλουβί του/κι έρχονται ανήξερα πουλιά να τα παρηγορήσω/αυτά που αλλού γεννήθηκαν, κίτρινα σκλαβωμένα/αυτά που εξαφανίζονται χωρίς μια στάλα δέντρο/και τα όμορφα τα πράσινα με τις καμένες χώρες/». Η ένταση των τελευταίων τεσσάρων στίχων μάλιστα επιτείνεται με την ομοιοκαταληξία γελάσω-ησυχάσω, πατρίδα-είδα. Συχνά θεωρούμε ότι η παρουσία 15σύλλαβου συνεπάγεται προφανή διάλογο μόνον με το δημοτικό τραγούδι λησμονώντας τις ενδιάμεσες εκδηλώσεις του στίχου στη σύγχρονη ποίηση, όπως συμβαίνει στο συγκεκριμένο ποίημα που η Καλλέργη, διατηρώντας τον ιδιαίτερο τόνο της, με την επιλογή του 15σύλλαβου ανοίγει το διάλογο αφενός με τη μορφή του δημοτικού αφετέρου με ποιητές που τον αξιοποίησαν και τον επαναδιαπραγματεύτηκαν. Το ποίημα συμπυκνώνει ό,τι και παρακάτω θα τονίσω ως κύριο γνώρισμα αυτής της συλλογής: αφενός την έκφραση της διάστασης μεταξύ ανθρώπινου και μη ανθρώπινου αφετέρου την ποικιλότροπα εκφρασμένη ενοποιητική αρχή που (θα έπρεπε να) διέπει τη ζωή ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων. Στο πλαίσιο αυτό ο επί ίσοις όροις διάλογος ενός ανθρώπινου ποιητικού εγώ με μη ανθρώπινα όντα συνάπτεται λειτουργικά με τη μορφική επιλογή.

Η ενότητα ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων

Ο Πλάτων στον Τίμαιο αναγνωρίζει τη συγγένεια ανθρώπων-φυτών που πριν υποταχθούν στον άνθρωπο και τις καλλιέργειές του «ην μόνα τα των αγρίων γένη, πρεσβύτερα των ημέρων όντα» και συμπληρώνει «Οτιδήποτε μετέχει στη ζωή, έχει κάθε δικαίωμα να ονομάζεται «ζώο».[3] O Derrida αναρωτιέται για το αν τα ζώα,  προϋπήρχαν του Αδάμ, από τον οποίον όμως έλαβαν όνομα.[4]

Η Λένα Καλλέργη φαίνεται να επιβεβαιώνει την πλατωνική βάση στην ποιητική συλλογή της Ανήμερο. Επιχειρεί δηλαδή να κατασκευάσει ποιητικά έναν ενοποιημένο κόσμο «ζώων» ή μάλλον αντιλαμβάνεται τον υπάρχοντα με διαφορετική οπτική όπου το ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο τείνουν ή θα έπρεπε να τείνουν (και εδώ βρίσκεται η έννοια της πρότασης για μια άλλη θέαση) να συστήσουν ένα όλον.

«Το ανήσυχο», που προαναφέρθηκε, αποτελεί παράδειγμα αυτής της αντίληψης:  μεταβάλλει σε αποδέκτη του παράπονου μιας σειράς πτηνών τη φωνή εκφοράς, το ανθρώπινο ον, φέρνοντάς το στο χώρο και τη θέση τους (βουνά, θάλασσα, δέντρα, κλουβί). Τα «ανήξερα πουλιά» είτε προέρχονται από τη σκλαβιά, είτε είναι είδη προς εξαφάνιση είτε φτάνουν μετά από οικολογική καταστροφή. Ανίκανη η ανθρώπινη φωνή («Μα εγώ κουρνιάζω ανήμπορη να πιω και να γελάσω») να αντιδράσει προσφέροντας λύση περιμένει την επιστροφή στην ομορφιά προερχόμενη από τη φύση, τραγουδισμένη από «το αηδόνι που δεν άκουσα, τ’ αηδόνι που δεν είδα» που έρχεται από «τη βαθιά πατρίδα». Στο ποίημα κυριαρχεί ο τρόπος της Καλλέργη να συμπυκνώνει με σχεδόν τη φυσικότητα ενός ήρεμα ρέοντος λόγου, με υπογειωμένη την ένταση,  τη βαθιά προβληματική της ενώ υπόκειται, χωρίς διδακτισμό, το περιβαλλοντικό ζήτημα.

Η θεώρηση του κόσμου λοιπόν και η δήλωση της ατομικής παρουσίας σε αυτόν γίνεται αφενός μέσω της φανταστικής αναγωγής στον φυσικό μεγάκοσμο ή μικρόκοσμο, συνεπώς με όρους που διαφεύγουν από τη ρεαλιστική θέαση του παρόντος, αφετέρου με άξονα το εγώ και το πρώτο πρόσωπο. Ενισχύεται η αίσθηση εξομολόγησης που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από θρηνολογία, μιζέρια, οργισμένη ένταση ή τάση κατήχησης ούτε από τον στείρο εγωτισμό.

Έτσι, βάσει των παραπάνω, τα ποιήματα φαίνεται να αποτελούν δύο ομάδες: εκείνα που επικεντρώνονται στο φυσικό κόσμο φυτών και ζώων («Η χαρουπιά», «Κουκάλογο», «Του άγνωστου ψαριού») και εκείνα που περιστρέφονται γύρω από το ατομικό βίωμα, ουσιαστικά τον κόσμο των ανθρώπων. Ωστόσο, καθώς όλα τα ποιήματα απαιτούν την ποιητική φωνή που παρατηρεί το έξω κυρίως ως φύση και το μέσα-εαυτή φαίνεται ότι όχι μόνο δε συνιστούν διακριτές ενότητες αλλά διαπλέκονται με ιδιαίτερο τρόπο: η χλωρίδα και η πανίδα αποτελούν άλλοτε ετερότητα που η φωνή τείνει να συναντήσει ως διαφυγή, παρηγοριά, οικειότητα όπως στο «Πλατάνια» και στο «Για να περάσει»: «όταν φοβάμαι που οδηγώ μόνη/που δεν ξέρω γιατί πηγαίνω/ούτε αν κανείς με περιμένει//σκέφτομαι τα βαθιά βουνά/τα ζώα που εκεί μου κρύβονται/τ’ αρχαία δέντρα που σηκώνουν σύννεφα πουλιών/τον παγωμένο ποταμό Βοϊδομάτη//…» ή στο παρεμφερές «Ζώα της νύχτας»: «Νύχτα οδηγώ/καλύτερα πηγαίνω/αν πετύχω αγριογούρουνο/νεαρά τσακάλια/αλεπούδες/κουκουβάγιες στην άκρη του δρόμου.», άλλοτε ως μετάπλαση της πραγματικότητας όπως στο «Παράλληλη φύση»: «Κάθε μέρα στην πόλη/δεν κοιτώ τα θηρία/κοιτώ τα πουλιά.//Δεν βλέπω τις ύαινες δίπλα στους κάδους/τα γκνου στην πρωινή μετανάστευση/», άλλοτε στοιχεία του ζωικού κόσμου λειτουργούν ως μεταφορά όπως στα «Ζώα συντροφιάς»: «Τα όχι και τα μη που έχω δεχτεί/σέρνονται πίσω μου μ’ αόρατα λουριά. Τα απαγορεύεται τραβούν τις αλυσίδες/δεξιά κι αριστερά.», στο «Αμφιθυμία» κ.ά.

Η Καλλέργη δεν βρίσκει στη φύση μόνο μια διαχειρίσιμη και πλούσια δεξαμενή μεταφορών, κάτι σύνηθες αλλά εύκολο και ενδεχομένως ρηχό, ούτε πλάθει αλληγορίες κατά τον παραδοσιακό τρόπο. Διαπλέκει, συμπλέκει αλλά και επισημαίνει τη διαφορά, την αντιπαλότητα για να εξωτερικεύσει το προσωπικό και να φωτίσει το συλλογικό χρησιμοποιώντας δημιουργικά και ποικιλότροπα τον κατεξοχήν ποιητικό τρόπο της μεταφοράς. Δεν επικαλείται τα πλατωνικά «ζώα» για να επιβεβαιώσει την ανθρωπινότητα ή να παραμείνει στο γραφικό τρόπο θέασης της φύσης, ιδίως του φυτικού κόσμου, ενισχύοντας το ανθρώπινο εγώ. Ο φόβος, οι αγωνίες, οι αποτυχίες, η αβεβαιότητα που αποδίδονται με την ποίηση της Καλλέργη λειτουργούν ως κλονισμός τη ανθρώπινης οπτικής, της βεβαιότητας υπεροχής, της σταθερότητας των ταυτοτήτων αναδεικνύοντας ως δυνατότητα την αμοιβαιότητα και τη συμπληρωματικότητα με τον μη ανθρώπινο κόσμο που είθισται να βλέπουμε ως Άλλο. Επιχειρείται μάλιστα να τοποθετηθεί το αόριστο αχρονικό «φύση» στο ιστορικό καθημερινό του σήμερα καταδεικνύοντας την υποκατάσταση της φύσης από την πόλη, μια άλλη διχοτομική θεώρηση («Παράλληλη φύση»). Χαρακτηριστικό ποίημα είναι το «Ρητορική παραίσθηση»: «…οι άγνωστοι ξένοι/ που περνούν με βαλίτσες/ας με δουν/ας μ’ ακούσουν//Άραγε θα μπορέσω/ ν’ αρθρώσω «βοήθεια»/ σε μια γλώσσα γέφυρα/ που θα ξέρουν κι εκείνοι/ή θα βγει από μέσα μου/ηλίανθος, θυμάρι/τρομαγμένα κυκλάμινα/…». Η «γλώσσα γέφυρα» στο «Ρητορική παραίσθηση» επιβεβαιώνει την αίσθηση της φωνής εκφοράς για έναν μετεωρισμό ανάμεσα στη μόνωση από τον κόσμο των ανθρώπων (όπως στο «Πλατάνια» όπου η οικειότητα με τα πλατάνια είναι υψηλότερη σε σχέση με τους ανθρώπους) και τους όρους του  και τη συγγένεια αλλά και αναγκαιότητα υπαγωγής στο φυσικό κόσμο με τους δικούς του όρους.

Βέβαια, μια τέτοια αντίληψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ρομαντική αναγωγή, πέρα από τις εξουσιαστικές δομές που εγκαθίδρυσαν στερεοτυπικές θεάσεις της «φύσης».[5] Ο κίνδυνος για την στερεοτυπική, γραφικά εξιδανικευμένη, ανιστορική θεώρηση της φύσης ως πρότυπο της ειδυλλιακής αθωότητας μειώνεται καθώς τα μη ανθρώπινα στοιχεία εκλαμβάνονται ως έχουν, χωρίς ωραιοποιητικές περιγραφές αλλά και χωρίς επιστροφή σε κάποιου είδους ειδωλολατρικό ανιμισμό. Μάλιστα, η αρχέγονη, προαιώνια τάση των ανθρώπων να αποδίδουν ψυχή στα φυτά μέσω μύθων μεταμόρφωσης, που κατά μια έννοια προτάσσουν το ανθρωπομορφικό και ανθρώπινο, γίνεται αντικείμενο επίκρισης στο «Η χαρουπιά» όπου το ομώνυμο δέντρο, με πράξη αυτόβουλη, αυτονομημένο από το πλέγμα του μυθικού ανθρώπινου αλλά και θεϊκού ονοματοδοτικού λόγου αποφασίζει τη μορφή του: «Δεν έχει άραγε έναν θρύλο/το δέντρο αυτό/μια ιστορία κυνηγιού/μια νέα γυναίκα που αναγκάστηκε/ να μεταμορφωθεί/για να μην την πληγώσουν/ που της δόθηκε ως χάρη/διέξοδος σε ξύλινο κορμό/κι έχουν να λένε ότι ήταν τυχερή/που γλίτωσε τον πόνο;//Όχι. Η δική του νύμφη/περπάτησε στη θάλασσα/της άρεσε ο ήλιος/μόνη της διάλεξε πού να σταθεί/…».

Η Καλλέργη λοιπόν δεν αγνοεί τη διάσταση από τη φύση και την περιχαράκωση στην ανθρωπινότητα. Στο «Λάθος το τρυφερό» ανατρέπει την εξιδανικευτική συνδήλωση των λουλουδιών ως εκφραστών λεπτών αισθημάτων και αισθητικής του ωραίου προβάλλοντας μια σχέση εχθρική και από τις δύο πλευρές: «Ποιο άρωμα αντέχει να μην το θυμάσαι./Ποιος μίσχος, ποιος βλαστός θα σε στηρίξει./ποιο άνθος για σένα θα κοπεί, να φανερώσει/τα αισθήματα και την αισθητική σου.//Θα χρειαστείς μαχαίρι./». Όλη η βάση του εγχειρήματος παράγει έναν συγκερασμό των θεωρημένων έως τώρα διαχωρισμένων ή και αντίθετων κόσμων ανθρώπινου μη ανθρώπινου.  Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι αυτό συμβαίνει στο ατομικό ποιητικό επίπεδο επέχει ρόλο παραδειγματικό, αποτελεί δηλαδή μια ποιητική πρόταση, όπως προανέφερα στην αρχή, μια οπτική που τείνει από το προσωπικό στο συλλογικό.

 Γυναίκα

Μια ομάδα ποιημάτων οργανώνεται γύρω από το ατομικό βίωμα νοούμενο ως γυναικείο, που εξάλλου υπήρχε και στην προηγούμενη συλλογή. Στο Ανήμερο η θεματική της απουσίας μητρότητας («Τεκνοποιία»), η ξενότητα και συνάμα η ρευστότητα αλλά και η αλληλοδιαπλοκή των ταυτοτήτων ως αναγνώριση μιας intersectionality («Ταυτότητες») βρίσκουν τη θέση τους σε κομβικά της συλλογής ποιήματα. Η σειρά των στοιχείων που συνιστούν μια σύνθετη ταυτότητα (έθνος, δυτικός κόσμος/Ευρώπη στοιχείο το οποίο παράγει συζητήσεις) στο «Ταυτότητες» κλείνει με το «γυναίκα». Ο ουσιοκρατικός χαρακτήρας του θεωρούμενου οικουμενικού όρου αίρεται καθώς προβάλλεται ο φόβος της γυναίκας για την κακοποίησή της, κοινός σε όλες, αν και σε διαφορετικό βαθμό σε διαφορετικά τοπικά/κοινωνικά/ταξικά περιβάλλοντα, ο φόβος ως συστατικό της γυναικείας καθημερινότητας: «Σε σκοτεινά σοκάκια μητροπόλεων/με τρομαγμένα βήματα και βιαστικά κλειδιά/ήμουν γυναίκα.». Το ποίημα καταλήγει στο άφυλο, μη ανθρώπινο, σε έναν προ-πτωτικό θα έλεγα κόσμο («υπήρξα κύτταρο»).[6]

Επιπλέον, είναι γνωστή η στερεοτυπική συχνά ταύτιση του θηλυκού, της γυναίκας με τη φύση στη βάση της αναπαραγωγικής ικανότητας και της διχοτομίας γυναίκα-φύση vs. άντρας-πολιτισμός. Όπως η φύση έτσι και η γυναίκα με φυσικό τρόπο που δεν επιδέχεται επιλογή, αναπαράγει το είδος της και εάν δεν επιτευχθεί τότε αυτή εντάσσεται στο μη φυσιολογικό/παθολογικό. Η Καλλέργη στο «Τεκνοποιία» αρνείται τη βιολογία ως κληρονομιά και νόμο, με τρόπο στιβαρό που επικυρώνει η πυκνότητα και συντομία των στίχων (μόνος πολυσύλλαβος εκείνος που συμπυκνώνει τον ζωικό κόσμο επισημαίνοντας την ενστικτώδη μη επιλέξιμη διαδικασία αναπαραγωγής: «Παιδιά/κάνουν κι οι έχιδνες/οι σμέρνες, οι διωναίες[7], τα μαυροσκάθαρα/τα σκουλήκια». Αξίζει να τονιστεί η επιλογή των ζώων/φυτών: εκείνα που βρίσκονται στον αντίποδα της τρυφερότητας, εχθρικά, δηλητηριώδη, αρνητικά φορτισμένα από τον άνθρωπο. Ωστόσο, αυτά τα όντα, όπως όλη η φύση, έτσι και τα παιδιά, αποτελούν το τμήμα εκείνο του κόσμου το άφωνο και εκτεθειμένο στη δικαιοδοσία των ανθρώπων ή καλύτερα στο κτητικό δίκαιο της πατριαρχίας: «Παιδιά/μην ξαναγίνουμε ποτέ/κι είμαστε πάλι έρμαια/στα χέρια των ανθρώπων.». Το ίδιο ισχύει για τις γυναίκες. Νοούμενες ως ο Άλλος σε σχέση με τον Εαυτό-άντρα δεν διαθέτουν φωνή και συνδυαστικά με την αναπαραγωγική τους ιδιότητα ταυτίζονται με τον άφωνο φυσικό κόσμο, χάνουν την ανθρωπινότητα, εκπίπτουν στην ζωικότητα και δεν ανήκουν στην εαυτή και το σώμα τους. Η τάση λοιπόν ταύτισης της γυναικείας ποιητικής φωνής με τον μη ανθρώπινο χώρο υπογραμμίζει αυτή τη διχοτόμηση και επιχειρεί να την επαναπροσδιορίσει θετικά αυτή τη φορά. Επαναπροσδιορισμό της έννοιας της μητρότητας και της πατριαρχίας και παράλληλα επαναδιαπραγμάτευση της έννοιας θεϊκής παντοδυναμίας αποτελεί το «Μιλάει Εκείνη». Εκείνη, όπως διαπιστώνεται τόσο από την τελευταία λέξη-στίχο του ποιήματος («Παναγιά μου!») όσο και από την εικονοποιΐα του ποιήματος, είναι η Παναγία-μητέρα που, ως φωνή εκφοράς, δηλώνει την άρνησή της να παραμένει στον επιβεβλημένο ρόλο και εξομολογείται την ανθρώπινη πλευρά της. Το ποίημα κινείται κλιμακωτά και κορυφώνεται στο τέλος επιφωνηματικά. Η Παναγία-«Εκείνη» επιθυμεί να αρνηθεί την αρραγή/ανώτερη θεϊκή εικόνα της απόλυτης νηφαλιότητας για να παραδοθεί στην ταραχή και ένταση του γυναικείου συναισθήματος.

Χαρακτήρα ανοδικής πορείας και κορύφωσης που και πάλι συμπλέκει το έμφυλο-ανθρώπινο-μη ανθρώπινο αποτελεί και το ποίημα «Αυτοδικίες», πρωτότυπης θεματικής και συστηματςικής οργάνωσης.

Μια σειρά άλλων ποιημάτων αντλούν από το χώρο της προσωπικής εμπειρίας («Θηρίο της μνήμης», «Όρος του επαγγέλματος» -ένα λεκτικό παιχνίδι που συμπλέκει το επάγγελμα με το φυσικό τοπίο-, «Ορκίζομαι» -εξομολογητικό ποίημα που αποδίδει με υπογειωμένη συγκίνηση όχι τη μοναξιά αλλά την ανάγκη μόνωσης από τον ανθρώπινο πολύβουο κόσμο- «Μόνη πόλη», «Το δώρο» κ.ά.).

Επίλογος

Στον αντίποδα μιας ποίησης δικαιολογημένα εξεγερμένης, κραυγάζουσας, που προβάλλει την ματαίωση και αναζητά διέξοδο αλλά και πέρα από την απόλυτα εγωτική ποίηση που εσκεμμένα απομονώνεται/απομονώνει και εμμονικά μένει στο χώρο του προσωπικού βιώματος η Καλλέργη επιδιώκει και συνήθως κατορθώνει την ισορροπία.  Νομίζω ότι δεν μπορούμε να παραβλέψουμε αυτό που έθεσα εξαρχής: την έκκεντρη οπτική προς τον κόσμο που θέτει ο ιδιαίτερος ποιητικός τρόπος της Καλλέργη. Ο ιδιαίτερος τρόπος της να ανανεώνει την έννοια ευαισθησία μέσω της οποίας προτάσσει το βίωμα των αισθήσεων χωρίς συναισθηματολογία και να το ανάγει σε στοχασμό χωρίς να γίνεται βαρύγδουπη, χωρίς συνθηματολογία αποτελεί προσωπικό της επίτευγμα.

 

 

010100073764Λένα Καλλέργη, Ανήμερο, Ίκαρος 2023

μικρο logo Ευριπιδη

 

 

[1] Βλ. G. Garrard, Ecocriticism, Routledge, σειρά “New Critical Idiom” 2004

[2] Kate Soper, What Is Nature? Culture, politics and the non-human, Oxford:Cambridge, Blacwell 1998

[3] Σκέφτηκαν λοιπόν να δώσουν ύπαρξη σε μια τάξη όντων συγγενών με τα ανθρώπινα, συνδυάζοντας όμως διαφορετικές μορφές και αισθήσεις ώστε να προκύψει ένα νέο είδος πρόκειται για τα δέντρα, τα φυτά και τους σπόρους, όλα αυτά που σήμερα είναι ήμερα, καλλιεργούνται από τους γεωργούς και έχουν τιθασευθεί, τότε όμως υπήρχαν μόνο στην προγενέστερη άγρια μορφή τους.» Πλάτωνος, Τίμαιος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Βασίλης Κάλφας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Αθήνα 2013 σ. 299-300

[4] J. Derrida, The Animal That Therefore I Am Edited by Marie-Luise Mallet Fordham University Press New York 2008

[5] Jonathan Bate, Romantic Ecology: Wordsworth and the Environmental Tradition, Routledge 1991

[6] Βλ. και το ανέκδοτο αλλά πρόσφατα δημοσιευμένο ηλεκτρονικά ποίημα της Καλλέργη «Ευχή για φύλο» όπου παρόμοια υπέρβαση https://www.culturebook.gr/grafeion-poihsews/epta-syn-ena-poihmata/7-1-2023-culture-book-may-1.html

[7] Διωναία: το σαρκοφάγο φυτό, μυγοπαγίδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *