Κ. Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ – ΔΙΩΝΗ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Δημίου και δημιουργού, 36 αγχόνες επί χάρτου
Εισαγωγή: Ευσταθία
Δήμου, Η τέχνη τού να είσαι ποιητής
Εικαστική παρέμβαση: Γλύκα Διονυσοπούλου
Εκδόσεις Κουκκίδα
Της Χρύσας Φάντη*
Το άλγος ως αναλγητικό**
Τι σημαίνει να είσαι ποιητής και
ποια η σχέση ενός ποιητή με το έργο του; Πώς μπορεί ένας ποιητής να αποδώσει
ποιητικά την ίδια την πράξη της ποιητικής του; Στο βιβλίο με τον παράξενο
τίτλο, δύο δόκιμοι ποιητές, συνεπικουρούμενοι και από μια ιδιαίτερη εικαστική
παρέμβαση, καταθέτουν ο καθένας με τη δική του φωνή την ίδια διττή διερώτηση: ο
ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης με δεκαοχτώ, σχετικά σύντομα ποιήματα, ενταγμένα στην
ενότητα με τον γενικό τίτλο «Σταθμεύων σε ό,τι αντιστάθμισα», η ποιήτρια Διώνη
Δημητριάδου με την τετράπτυχη ποιητική σύνθεση με τον γενικό τίτλο «Ιάσονος
Κλεάνδρου, τέσσερις όψεις οιμωγής», ενώ τους συστήνει η κριτικός αλλά και
ποιήτρια Ευσταθία Δήμου, με το εισαγωγικό της δοκίμιο «Η τέχνη τού να είσαι
ποιητής», χωρισμένο σε δύο μέρη: «Ι. Το ποίημα ως στάση ζωής» και «ΙΙ. Το άλγος
ως αναλγητικό, με τον υπότιτλο: Ο ποιητής του ποιητή».
Όπως επισημαίνει, στην πρώτη
παράγραφο του εισαγωγικού δοκιμίου της, πρόκειται «για ένα σύνολο ποιημάτων που
εκκινούν και αφορμώνται από την ίδια την ποιητική δημιουργία», ποιητικές
συνθέσεις οι οποίες εστιάζουν στην προσπάθεια του ποιητή να υπάρξει και να εκφραστεί
συνειδητά αποστασιοποιημένος από αυτό που καλούμε “ατομικότητα”, “καθημερινή
ζωή”, “χρόνος που ρέει”.
Η Δήμου, εκκινώντας από την
ποιητική κατάθεση του Ριζάκη, αναφέρεται «στην ασθμαίνουσα ανάβαση που
συνεχίζεται ακόμα και τις στιγμές των παύσεων», αναφορά η οποία, σε πρώτη
ανάγνωση, φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τη μετοχή «σταθμεύων» του τίτλου
(Σταθμεύων σε ό,τι αντιστάθμισα), ενώ στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά
αποδυναμώνει ή και αίρει την διαπίστωση της δοκιμιογράφου, αφού όπως μας εξηγεί,
ο ενεστώτας χρόνος της μετοχής «σταθμεύων», επί της ουσίας υπονομεύει κάθε
έννοια αδράνειας, ακινησίας, παύσης ή στασιμότητας, παραπέμποντας έτσι, μέσω
αυτής, στον άοκνο, καθημερινό αγώνα και στο αδιάλειπτο μέλημα του ποιητή για το
έργο του. Ποίηση ομοιόμορφη, με τους τελευταίους στίχους των ποιημάτων να
λειτουργούν ως επιμύθια ευνοώντας τον αναστοχασμό∙ ποίηση απαισιόδοξη και
απορηματική, που ξενίζει με την ιδιόμορφη σύνταξη, το ύφος, αλλά και τις λέξεις
που επιλέγει, διαμορφώνει ή αναπλάθει: αίμα της πληγής στο πρώτο κρακ
ποιήματος, ε-/ κούσιος με δηλώνεις.
Ο Ριζάκης, ποιητής κατεξοχήν
τραγικός, με την πεποίθηση ότι μόνο στον οικειοθελή εγκλεισμό η συνείδηση του
ποιητή μπορεί να συλλάβει τον εαυτό της, μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί
και “σκηνοθετεί” το ποιητικό της έργο ως «σκηνοθέτης μαζί και σκηνοθετούμενος»,
ως «δραματουργός αλλά και μετέχων του δράματος», θυμίζει σύγχρονο Οιδίποδα,
ποιητή ο οποίος όχι μόνο αποδέχεται αλλά και επιδιώκει την «εξωτερική τύφλωση»
για να μπορεί να βλέπει καλύτερα το εσωτερικό του τοπίο, διεκδικητής μιας
κατάστασης που υπάρχει μόνο στη φαντασία του, «κυνηγός μιας υπόσχεσης η οποία
ουδέποτε γίνεται πράξη», όπως σημειώνει η Δήμου.
Σε συμπόρευση αλλά και σε
αντίστιξη με την ποίηση του Ριζάκη, στην ποιητική σύνθεση «Ιάσονος Κλεάνδρου,
τέσσερις όψεις οιμωγής», η Δημητριάδου επικαλείται τον ομώνυμο καβαφικό ήρωα
για να σκιαγραφήσει, μέσω εκείνου, την δική της ποιητική ματιά και μετάπλαση. Η
ποίησή της, λακωνική, δωρική, στιβαρή, ανακαλεί στους στίχους της το πένθος του
ποιητή, εκφράζει την ανάταση, αλλά και τη καθημερινή φθορά που απορρέει από το
πέρασμα του χρόνου και το ατέρμονο άχθος της δημιουργίας. Άβουλη μοίρα/ Άπτερη/
Ποιος τον ανέβασε ως εδώ/ Την αγωνία του/ Σωσμένος πια/ Ποιος ατενίζει;
Μεταξύ πτώσης και ανάτασης, οικτιρμού
και θάμβους, θεϊκής ταπείνωσης, αλλά και της ύβρεως και της αλαζονείας που
υπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινη δημιουργία, η πορεία της ποιήτριας προς τη
«λέξη» δεν αποτελεί μόνο τριβή και έθος, αλλά πρωτίστως ήθος απέναντι στην
τέχνη της. Όπως παρατηρεί η Δήμου, στο επίκεντρο της ποίησης της Δημητριάδου
βρίσκεται η «λέξη», σε σημείο που, κάποιες φορές, αυτή η μία λέξη στο ποίημα ή
και σε κάποιον στίχο της ποιήτριας, να συγκροτεί τον «πυρήνα» του, το κουκούτσι
της σύλληψής του. («Το άλγος ως αναλγητικό». Και καταλήγοντας συμπεραίνει:«στην
πραγματικότητα, εκείνο που επιχειρούν να περιγράψουν […] οι δύο ποιητές,
Ριζάκης και Δημητριάδου, είναι ακριβώς η φιγούρα του ποιητή διαχρονικά και
διατοπικά, το σχήμα του και όχι οι επιμέρους εκφάνσεις ή εκδοχές με τις οποίες
το σχήμα αυτό εκδηλώνεται.
*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας και κριτικός βιβλίου
**Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Κυριακάτικης Αυγής (7/5/23)