cebacf81cf8dcebf

kryoΑπό χτες επικρατεί «έντονο κρύο με τοπικές χιονοπτώσεις ως το Σάββατο» σύμφωνα με τη μετεωρολογική υπηρεσία, με θερμοκρασίες υπό το μηδέν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας αν και όχι στην Αττική -στη Βουνάσα Γρεβενών, διαβάζω, το θερμόμετρο κατέβηκε στα -6.

Συμπάσχω, διότι εδώ που είμαι, στο Μεγάλο Δουκάτο, οι θερμοκρασίες ήταν χτες αρνητικές όλη τη  μέρα -τουλάχιστον δεν βρέχει, μάλιστα χτες  είχε ωραίο ήλιο (με χαυλιόδοντες βέβαια).

Και καθώς άκουγα το δελτίο καιρού, συνειδητοποίησα ότι δεν έχουμε λεξιλογήσει, τόσα χρόνια, για το κρύο.

Οπότε, για να παραλλάξω την  παροιμία, Κρύο, καιρός για άρθρο.

Το κρύο είναι ουσιαστικό, αλλά υπάρχει και το επίθετο, ο κρύος, η κρύα, το κρύο. Παρόλο που η λέξη της καθαρεύουσας είναι «το ψύχος» και αντίστοιχα  το επίθετο «ψυχρός», και το κρύο  έχει αρχαίες ρίζες,  πανάρχαιες μάλιστα. Πράγματι, στα αρχαία ελληνικά δεν υπήρχε το κρύον, αλλά το κρύος, ουδέτερο, που σήμαινε την παγωνιά, το δριμύ ψύχος του χειμώνα.

Στον Ησίοδο, στο Έργα και ημέραι (στ. 494) διαβάζουμε: ὥρῃ χειμερίῃ, ὁπότε κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει, δηλαδή «τον  χειμώνα, όταν το κρύο τους ανθρώπους στις δουλειές τους εμποδίζει». Με μεταφορική σημασία, στον Αισχύλο, Επτά επί Θήβας 834: κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύος, σύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά στη  μετάφραση του Γρυπάρη.

Το κρύος το βρίσκουμε και σε αισώπειους μύθους, πχ «γεωργὸς χειμῶνος ὥραν ὄφιν εὑρὼν ὑπὸ κρύους πεπηγότα» (ξέρετε ότι δεν τελείωσε  καλά αυτή η ιστορία) και σε όλους τους επόμενους αιώνες, μέχρι τους γιατρούς της  ελληνιστικής εποχής αλλά και τους λόγιους συγγραφείς των τελευταίων βυζαντινών αιώνων (Καγώ χελιδών εκμελής υπό κρύους γράφει ο Μανουήλ Φιλής τον 14ο αιώνα). Ωστόσο, ήδη από τον 10ο αιώνα εμφανίζεται και το επίθετο «ο κρύος». Στον βίο του πατριάρχη  Ευθυμίου, διασώζεται διάλογος στην  ομιλουμένη της εποχής, όπου και η ερώτηση «κρύον τούτο πίνουσι;». Αλλά και στον συνεχιστή του Θεοφάνη  βρίσκουμε ένα «κρύου γενησομένου».

Άλλωστε, και ο Μιχαήλ Γραμματικός το 1030 παραπονιέται ότι στη γενέτειρά του οι χωριάτες είναι τόσο άξεστοι, που το «κρύον» το προφέρουν «κρίον»:

Ἐμοὶ πατρὶς, βέλτιστε, τραχὺ χωρίον,
ὅπου περ ἀνδρῶν καὶ βοῶν ἶσαι φρένες,
οἳ τὸ κρύον λέγουσιν ἀφρόνως κρίον,
καὶ τὸ ξύλον λέγουσιν ἀγροίκως ξίλον,

Από εδώ μαθαίνουμε  ότι το ύψιλον διατηρούσε  την παλιά προφορά του (σαν το u των  Γάλλων) έως τότε, τουλάχιστον στους μορφωμένους, αλλά ο πολύς λαός είχε αρχίσει να το προφέρει όπως το γιώτα. Όσο  και να παραπονιόταν ο Μιχαήλ, οι  πλεμπαίοι, που τους  θεωρούσε βόδια, επικράτησαν, έτσι δουλεύει η γλώσσα.

Και επικουρικά μαθαίνουμε ότι από τότε «το κρύος» είχε μεταπλαστεί σε «το κρύον», είτε ως ουδέτερο επιθέτου «ο κρύος» είτε  ως ουσιαστικό, άσχετο αν οι λόγιοι, όταν έγραφαν, χρησιμοποιούσαν τον  τύπο «το κρύος» ακόμα.

Τον Μεσαίωνα εμφανίζεται και ο τύπος «κρυός» για το επίθετο, και «κρυγιός» στην κρητική, συχνό στον Ερωτόκριτο. Υπάρχει επίσης τον Μεσαίωνα και «η κρυότη», για το ουσιαστικό, το κρύο, π.χ. κάμνει κρυότη.

Σήμερα βέβαια δεν λέμε «κάμνει κρυότη», λέμε «κάνει κρύο». Σε κάτι παλιά αναγνωστικά υπήρχε και το ποιηματάκι «κάνει κρύο, κάνει τσίφι  για το δόλιο το κοτσύφι». Όταν ήμουν νέος είχα την εντύπωση  ότι το τσίφι δεν  σημαίνει τίποτα, ότι μπήκε για να κάνει ρίμα με  το κοτσύφι, αλλά πριν  από μερικά χρόνια διαπίστωσα ότι είναι δάνειο από τα  ιταλικά -σημειώνω και την  επτανησιακή έκφραση φα τσιφέτα, κατευθείαν από το ιταλ. fa cifetta.

Όταν αρχίζει να κάνει κρύο, εγώ λέω «έβαλε κρύο», άλλοι όμως λένε «έβγαλε κρύο». Ίσως να είναι και τοπικό το θέμα, διότι στο σλανγκρ κάποιος βορειοελλαδίτης σχολιάζει: Το «έβαλε κρύο» πρώτη φορά το άκουσα στην Αθήνα ενώ το «έβγαλε κρύο» Αθηναίος φίλος το άκουσε πρώτη φορά από εμένα.

Εσείς τι από τα δύο λέτε; Έβαλε ή έβγαλε; Μπορούμε βέβαια να πούμε και «έπιασε κρύο».

Το κρύο μπορεί  να  είναι τσουχτερό, διαολεμένο, δυνατό, ανυπόφορο, δριμύ, φαρμακερό. Μπορεί να είναι χοντρό ή ψιλό, μπορεί διαπεραστικό. Όταν δυναμώνει, λέμε «έσφιξε», όταν μετριάζεται λέμε «έκοψε». Το κρύο τσούζει, περονιάζει, μας κάνει να τουρτουρίζουμε, να κόβουμε καρφιά, ενίοτε (μαμά μη διαβάζεις) να τον δαγκώνουμε.

Σπάνια,  «το κρύο» σημαίνει και το κρυολόγημα, π.χ. Άρπαξα ένα κρύο. (Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται στην παροιμία Το κρύο με το τσουβάλι μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει δηλ. γρήγορα κρυολογείς αλλά αργά και δύσκολα γιατρεύεσαι).

Στον πληθυντικό, «τα κρύα» είναι η περίοδος με χαμηλή θερμοκρασία, Φέτος έπιασαν νωρίς τα κρύα, αυτό το παλτό το έχω για τα μεγάλα κρύα.

Στα φρασεολογικά, σημειώνω επίσης την έκφραση «δεν μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη», για κάτι που μου είναι αδιάφορο.

«Κρύο, καιρός για άρθρο» έγραψα στην αρχή, αλλά η  παροιμία κανονικά λέει «καιρός για δύο», χρειάζεται συντροφιά ο χειμώνας, όπως και κάθε δύσκολη περίσταση θέλει συμπαράσταση και αλληλεγγύη.

Ξενιτεμένος καθώς είμαι, θα κλείσω με ένα τραγούδι για μετανάστες που κρύωναν. Έκανε κρύο, του Μαρκόπουλου με δωρική ερμηνεία από τον Λάκη Χαλκιά -αν και ο κανονικός τίτλος είναι «Ο Ρόκο και οι άλλοι». Στίχοι του Γιώργου Σκούρτη. Εδώ σε ζωντανή εκτέλεση, επεκτεταμένη:

ΥΓ Δεν έγραψα πολλά για το επίθετο «κρύος» και τις όχι λίγες μεταφορικές του χρήσεις, από το κρύο αίμα ως το κρύο ανέκδοτο και το «α να χαθείς βρε κρύε» των παλιών ελληνικών ταινιών. Μιαν άλλη φορά ή στα σχόλιά σας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *