cebaceb1ceb9 cf80ceaccebbceb9 ceb3ceb9ceb1 cf84cebf cf80ceb5cf81ceb9cf86cf81cebfcebdceb7cebcceadcebdcebf cf86cf81cebfcf8dcf84cebf

eriobotrya japonica jpg1bΘα επαναλάβω σήμερα ένα άρθρο που έχει δημοσιευτεί ξανά στο ιστολόγιο, ένα άρθρο της σειράς των φρούτων -είναι άλλωστε η εποχή του περιφρονημένου φρούτου που θα σας παρουσιάσω (ξανά) σήμερα. Ποιο φρούτο; Το βλέπετε στην εικόνα: το μούσμουλο.

Τα είδα στον μανάβη, αλλά μου τα θύμισε και μια φίλη, που με ρώτησε αν τη λέξη μούσμουλο, που λέγεται στα ιταλικά nespolo και στην Κρήτη δέσπολο, έχει αρχή ελληνική ή ιταλική -ποιος το πήρε από ποιον με άλλα λόγια. Της απάντησα σε συντομία και της σύστησα να δει το άρθρο που θα έγραφα για περισσότερα.

Κατά την προηγούμενη δημοσίευση του άρθρου, που έγινε πριν από 6 χρόνια (τέτοια εποχή, παρά δύο μέρες!) είχα πει ότι το λέω περιφρονημένο το μούσμουλο, με τα πολλά και υπερμεγέθη κουκούτσια και τη σχετικά λιγοστή, φτενή σάρκα, παρόλο που έχει φανατικούς φίλους διότι ποτέ δεν κατέκτησε τις μάζες, όσο ωραίο κι αν είναι το θέαμα της φορτωμένης με καρπούς μουσμουλιάς, προς το τέλος της άνοιξης.

Σε εκείνη τη δημοσίευση ο φίλος μας ο Δημήτρης Μαρτίνος μού θύμισε ότι και τη μουσμουλιά την είχε κοροϊδέψει ο μέγας Τσιφόρος, σε ένα του ευθυμογράφημα της σειράς Παιδιά της πιάτσας, με τίτλο «Ο μούσμουλος». Εκεί, φαντάζεται τον Θεό να λέει μια μέρα «Ρε δεν κάθουμαι να σκαρώσω ένα δέντρο κορόιδο να σπάνε πλάκα τα υπόλοιπα φυτά;». Και πράγματι δίνει διαταγή στον Γαβρίλη (τον αρχάγγελο Γαβριήλ): «Το δέντρο, μεγάλα φύλλα το θέλω, καθότι τα μεγάλα θα φορεθούν πολύ φέτος και να’χει καρπόν, τα κουκούτσα να τρώνε το ψαχνό, διότι μας είναι και χρήσιμα». Χρήσιμα, επειδή θα τα παίρνουν οι ευσεβείς να τα κάνουν κομπολόγια για τις προσευχές.

Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσετε με τον Τσιφόρο ότι είναι για κοροϊδία η μουσμουλιά. Αυτό που ξέρω, αλλά δεν ξέρω αν το ήξερε ο Τσιφόρος, είναι ότι στην πραγματικότητα οι σημερινές μουσμουλιές δεν είναι ίδιες με αυτές που ήξεραν οι προπαππούδες μας, οι οποίοι είχαν υπόψη τους μια πολύ διαφορετική ποικιλία.

Εξηγούμαι. Οι σημερινές μουσμουλιές, σαν κι αυτές της παραπάνω εικόνας, ανήκουν στην μεσπιλέα την ιαπωνική (eriobotrya japonica), που ήρθε στα μέρη μας τον 19ο αιώνα, και όχι στην παλαιότερη μεσπιλέα τη γερμανική (mespilus germanica).

medlar pomes and leavesΗ μεσπιλέα η γερμανική, που τη βλέπετε εδώ, παρά το βοτανικό της όνομα είναι αυτοφυής της Μικράς Ασίας και πρέπει να ήρθε στα μέρη μας την κλασική εποχή· λεγόταν, και λέγεται στην καθαρεύουσα, μεσπιλέα, αν και κάποια αρχαία ποικιλία ήταν η αμαμηλίς ή επιμηλίς.

Για να μη μπερδευόμαστε με τα δυο είδη μουσμουλιάς, στο άρθρο αυτό την παλιότερη ποικιλία θα την αναφέρω ως «μεσπιλιά» και «μέσπιλα» τους καρπούς της, αλλά να ξέρετε ότι αυτή η διάκριση δεν είναι ευρέως αναγνωρισμένη ή αποδεκτή.

Τα μέσπιλα δεν τα είχαν και σε πολύ μεγάλη εκτίμηση οι αρχαίοι ημών πρόγονοι: ο Γαληνός τα θεωρεί περισσότερο κατάλληλα ως φάρμακο, χάρη στις στυπτικές τους ιδιότητες. Δεν τους αδικώ, διότι το μέσπιλο είναι σκληρός και στυφός καρπός, σχεδόν δεν τρώγεται, παρά μόνο υπερώριμος, όταν αρχίζει να σαπίζει. Όπως λέει ο Παλαιολόγος, ο πρωτοπόρος της ελληνικής γεωπονίας: «Τα μέσπιλα δεν είναι εκλεκτά οπωρικά, αλλ’ όταν είναι εντελώς ώριμα είναι αρκετά νόστιμα και αναπαυτικά για τους ολιγοδόντους και σεβασμίους γέροντάς μας· ωριμάζουν τον Οκτώβριον. Όταν εξαιτίας του κλίματος ή του καιρού δεν προφθάνουν να ωριμάσουν εις το δένδρον, τα συνάζουν και τα απλώνουν εις άχυρα, όπου αποπερατούται η ωρίμασις». (Αυτή η διαδικασία της μετα-ωρίμασης λέγεται bletting στα αγγλικά).

Προσέξτε ότι εκείνα «ωρίμαζαν τον Οκτώβριο» ενώ τα μούσμουλα που τρώμε σήμερα, τουλάχιστον στην Αθήνα, είναι της νεότερης ποικιλίας, της ιαπωνικής, που υποκατέστησε την παλιότερη σχεδόν παντού και ωριμάζουν τον Μάιο.

Οι δυο τύποι έχουν και εμφανισιακά μεγάλη διαφορά, αφού το μέσπιλο είναι στρογγυλό με πλατιά σέπαλα στην ουρά του που σχηματίζουν ένα στεφάνι. Τα μέσπιλα, δηλαδή τα παλαιού τύπου μούσμουλα, θα τα βρείτε πλέον μόνο στη Βόρειο Ελλάδα, διότι η μεσπιλιά είναι πιο ανθεκτική στο κρύο, και βέβαια θα τα βρείτε εκτός εμπορίου.

Από γλωσσική άποψη, η διάκριση ανάμεσα σε μούσμουλο και μέσπιλο είναι εμφανής μόνο στα αγγλικά, αφού το μέσπιλο λέγεται medlar, ενώ τον νεότερο καρπό, το μούσμουλο, το λένε loquat, όνομα κινεζικής αρχής, που έχει το ίδιο δεύτερο συνθετικό με το κουμ-κουάτ. Πάντως, ακόμα και στα αγγλικά η διάκριση συχνά δεν τηρείται –πάρα πολλές φορές, θα δείτε να αποκαλούν medlar και τα νεότερα μούσμουλα, ακόμα και σε λεξικά. Στις περισσότερες άλλες γλώσσες, υπάρχει μία λέξη και για τις δύο ποικιλίες, οπότε πρέπει να έχουμε στο νου μας πως όταν διαβάζουμε για μούσμουλα σε κείμενα πριν από το 1900 μάλλον θα πρόκειται για το παλιό είδος, ενώ σε νεότερα κείμενα για το καινούργιο.

Η λέξη μέσπιλον της αρχαίας είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πέρασε στα λατινικά ως mespilum και από εκεί διαδόθηκε στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, ωστόσο με πολλές παραφθορές σε σημείο που να είναι σχεδόν αγνώριστη. Στα γαλλικά το μούσμουλο (και το μέσπιλο) λέγεται nèfle, αλλά υπήρξαν και πολλές άλλες παραλλαγές, και από μια παλαιογαλλική παραλλαγή, medler, προέκυψε η σημερινή αγγλική λέξη, medlar. Αντίθετα, στα τούρκικα, το μούσμουλο λέγεται musmula, ολοφάνερο δάνειο από τα ελληνικά (δανείστηκαν τη λέξη από τον πληθυντικό αριθμό μας, αλλά το musmula είναι ενικός!) και η ίδια λέξη έχει περάσει στα ρώσικα και στα σερβοκροάτικα.

Το μέσπιλον έγινε μέσπουλον και μούσπουλον στα μεσαιωνικά χρόνια. (Στον Πωρικολόγο ο Μούσπουλος είναι ένας από τους γραμματικούς). Η τροπή από το π στο σημερινό μ οφείλεται σε αφομοίωση, αν και ο Ψυχάρης υποστήριξε ότι μεσολάβησε δανεισμός και αντιδανεισμός από τα τουρκικά, δηλαδή ότι η λέξη «μούσμουλο» είναι αντιδάνειο. Αυτό δεν είναι απαραίτητο, ωστόσο άλλες ελληνικές ονομασίες του μούσμουλου είναι σίγουρα αντιδάνεια. Από το ιταλικό nespola, στα Εφτάνησα ακούγονται τύποι όπως «η μέσπολα» (Κεφαλονιά), «η νέσπολα» σε Παξούς και Κέρκυρα, ενώ στην Κρήτη, που κι αυτή γνώρισε Ενετοκρατία, έχουμε τον τύπο «το δέσπολο» ή «η δέσπολα». Τα κυκλαδίτικα και πελοποννησιακά «μέσκουλα» δεν ξέρω αν είναι αντιδάνειο ή εσωελληνική εξέλιξη. Μέσκουλα τα λένε και στην Ήπειρο. Τα δέσπολα τα έχει απαθανατίσει ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο: Πού να τα πω νύχτα μες στον αέρα / Στα δέσπολα των άστρων στη μαυρίλα που μυρίζει.

Κάτι αξιοπερίεργο συμβαίνει στη Μυτιλήνη, όπου με τη λέξη «μούσμουλο» δηλώνεται ο καρπός που στην υπόλοιπη Ελλάδα λέγεται κορόμηλο -ενώ τα μούσμουλα της κοινής λέγονται φραγκόμηλα!

Στα τούρκικα τα μούσμουλα λέγονται και Malta erigi (μαλτέζικα δαμάσκηνα, κατά λέξη) ενώ στην Κύπρο λέγονται και πολεμίδια ή πομηλίδια (από εκεί ονομάστηκε και το χωριό Πολεμίδια). Αυτά τα πολεμίδια δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο, αλλά εικάζω πως είναι εξέλιξη του αρχαίου «επιμηλίδες».

Σχετικά με το μέσπιλο, το medlar, υπάρχει ένα αρκετά γνωστό άσεμνο απόσπασμα στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ:

If love be blind, love cannot hit the mark.
Now will he sit under a medlar tree,
And wish his mistress were that kind of fruit
As maids call medlars, when they laugh alone.
O Romeo, that she were, O that she were
An open-arse, thou a pop’rin pear!

Στα αγγλικά της εποχής, medlar ήταν αισχρολογία για το γυναικείο όργανο (vulgarism for female genitalia), αλλά και τα μέσπιλα τα αποκαλούσαν, λόγω του σχήματός τους, open-arse, ανοιχτόκωλα (δείτε πιο πάνω τη δεύτερη φωτογραφία). Το ‘pop’rin pear’ είναι αχλάδι από το Poperinghe, αλλά και αργκό για την ψωλή. Ο τελευταίος στίχος παλαιότερα διορθωνόταν συχνά σε «open etcetera» (θα τον βρείτε έτσι και στο Διαδίκτυο καμιά φορά). Να δούμε κανα-δυο αποδόσεις, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει ο Νίκος Λίγγρης στη Λεξιλογία:

Άμα ο έρωτας είναι τυφλός, δεν βρίσκει τον στόχο του.
Τώρα θα ’χει ξαπλώσει κάτω από μια μουσμουλιά
και θα παρακαλάει να γίνει με την καλή του αυτό
που οι κοπέλες ρωτάνε κρυφά η μια την άλλη: «Την κούνησες
εσύ τη μουσμουλιά;» Ρωμαίο, σου εύχομαι χωρίς δόλο
να γίνεις ζουμερό αχλάδι και να της μπεις στον κώλο!
(Μετ.: Ερρίκου Μπελιέ)

Ο Μπελιές μεταφράζει χωρίς περιστροφές και με πολύ καλό αποτέλεσμα, ενώ ο Ρώτας, αναγκασμένος λόγω εποχής σε μεγαλύτερη σεμνότητα, αποφεύγει τις κακοτοπιές:

Αν είν’ ο Έρωτας στραβός, ο Έρωτας δε βρίσκει
τον στόχο. Να, θα κάτσει κάτω από μια μουσμουλιά
και θα παρακαλιέται να ’τανε η καλή του
φρούτο, από κείνα που τα λένε μούσμουλα οι κοπέλες
όταν γελάνε μεταξύ τους. –Ε, Ρωμαίο,
να ’ταν, ω να ’τανε το φρούτο μες στο στόμα
κι ας ήτανε κι αχλάδι παραγινωμένο.
(Μετ.: Βασίλη Ρώτα)

Βέβαια, τον προπερασμένο αιώνα, ο Άγγ. Βλάχος είναι ακόμα σεμνότερος:

Αν τυφλός
ο έρως είνε, θ’ αστοχήση του σκοπού.
Τώρα υπό μηλέαν που θά κάθηται,
της ερωμένης του ονειρευόμενος
τα μήλα.

Μια παλιά έκφραση με τα μούσμουλα, είναι η «έφαγε τα μούσμουλα» ή «έφαγε τα μούσμουλα ξινά», που λεγόταν για ερωτευμένο που δεν βρήκε ανταπόκριση, εντελώς αντίστοιχη με τη σημερινή «έφαγε τη χυλόπιτα». Την έκφραση την έχω αποδελτιώσει στον Φιάκα του Μισιτζή, θεατρικό έργο του 19ου αιώνα, οπότε μάλλον αναφέρεται στα μέσπιλα, που ήταν πολύ πιο ξινά από τον σημερινά μούσμουλα. Τη βρίσκω και σε θρακιώτικο παροιμιολόγιο. Υπάρχει κι ένα δίστιχο, «Μ’ έναν του φίλο τού μηνά, πως είν’ τα μούσμουλα ξινά», που θα το βρείτε στο Διαδίκτυο γραμμένο «μ’ έναν του φίλο του Μηνά», λες και μιλάει για κανέναν Μηνά (πού να ξέρει ο άλλος τι σημαίνει «μηνάω»;!)

Σαν περιφρονημένο φρούτο που είναι, το μούσμουλο εμφανίζεται σε χαλαρά τυποποιημένες φράσεις, π.χ. «σιγά τα μούσμουλα», για κάτι ασήμαντο. Υπάρχει επίσης η διάσημη ατάκα του Χρόνη Εξαρχάκου στην ταινία Η παριζιάνα, που απάντησε στην πειραχτική ερώτηση «Τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα;» με το μη αναμενόμενο «Μούσμουλα!».

Σε έναν άλλον διάσημο κινηματογραφικό διάλογο μεταξύ Σταυρίδη και Γκιωνάκη στην ταινία Τα κίτρινα γάντια, ο Σταυρίδης, όταν ο χαζός σερβιτόρος τον ρωτάει αν θέλει πορτοκαλάδα από πορτοκάλι, απαντάει νευριασμένος: Όχι, από μούσμουλα!

Μούσμουλα ήταν στην αργκό οι σφαίρες, ίσως από τα κουκούτσια τους. Στην Υπόγα του Μπέζου υπάρχει ο στίχος «Μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο / Και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο», όπου η τελευταία λέξη είναι ‘ρούχο’ για ορισμένους, αλλά φαίνεται πειστικό το ‘στον ρούφο’, που είναι ο λουλάς όπως είχε πει το Σπαθόλουρο στο προηγούμενο άρθρο.

Θέλοντας να ειρωνευτεί την αντίληψη ορισμένων ότι η χρήση της καθαρεύουσας εξευγενίζει, ο Ψυχάρης, με τη χαρακτηριστική του ειρωνεία, γράφει στο Ταξίδι μου:

«Τα μούσμουλα είναι κάτι φρούτα σάπια, ολόμαβρα, κι ο καθένας μπορεί ν’ αγοράσει. Εσύ μούσ­μουλα μην τα λες· βάφτισ’ τα μέσπιλα και βγαίνουνε ρόδα».
Θυμίζω ότι γράφει το 1888, άρα αναφέρεται, όπως άλλωστε φαίνεται και από την περιγραφή, στο παλαιότερο είδος καρπού.

Κάποιοι θεωρούν ότι το κίτρινο του μούσμουλου είναι ξεχωριστή απόχρωση, κι έτσι υπάρχει η λέξη «μουσμουλί», αλλά τη λέξη αυτή δεν θα τη βρείτε στα λεξικά, παρά μονάχα στο ρεμπέτικο τραγούδι Φέρτε πρέζα να πρεζάρω του Παναγιώτη Τούντα, που μας λέει για το Ερηνάκι με το μουσμουλί γοβάκι, που έχει τρελάνει τον μερακλή του τραγουδιού, γιατί εκείνος του μιλάει μα αυτή δεν μιλιέται, σκάει απ’ τα γέλια κι όλο κουνιέται. Και φοράει και γοβάκι που δεν το έχουν τα λεξικά, η αφιλότιμη!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *