Θα παρουσιάσω σήμερα το πρώτο κεφάλαιο από ένα μυθιστόρημα που συζητήθηκε πολύ πέρυσι και είχε και αξιόλογη κυκλοφορία: το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους του Μιχάλη Αλμπάτη (εκδ. Νήσος).
O Aλμπάτης γεννήθηκε 1973 στο Ζαρό, ένα χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη και ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το 2018 εξέδωσε τη νουβέλα «Ο κώλος της Άννας», που ήθελα να την πάρω για τον τίτλο της, αλλά τελικά άλλαξα γνώμη και το 2019 τη νουβέλα Κάρτα ελεύθερης πρόσβασης.
Τα προηγούμενα βιβλία του ήταν νουβέλες, όμως τούτο είναι μυθιστόρημα και μάλιστα αρκετά εκτενές -470 σελίδες. Το συζητήσαμε πριν από μερικούς μήνες στη Λέσχη Ανάγνωσης που έχουμε εδώ στο Λουξεμβούργο, όταν εγώ δεν το είχα διαβάσει και, παρά το ότι η ετυμηγορία των περισσότερων ήταν αρνητική, τα σχόλιά τους με παρακίνησαν να το αναζητήσω -και όταν το διάβασα είδα πως έχει μεν ψεγάδια αλλά και πολλές αρετές.
Ανάμεσα στις αρετές του είναι η φαντασία. Το μυθιστόρημα έχει ένα εξαιρετικό εύρημα, που δεν θα το αποκαλύψω για να μην με πείτε μαρτυριάρη. Ευτυχώς, το πρωτο κεφάλαιο, που θα διαβάσετε αμέσως τώρα, είναι πολύ κατατοπιστικό για το χάρισμα του κεντρικού ήρωα, του δεκαπεντάχρονου Φανούρη, που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους, οπότε εγώ δεν χρειάζεται για την ώρα να προσθέσω κάτι -θα πω μερικά πράγματα στο τέλος.
Νυχτερινό ψάρεμα δίχως ποτάμι
I
Παρόλο που το καλοκαίρι εκείνο έκλεινε τα δεκαπέντε του χρόνια, δεν είχε ποτέ ως τότε παραστεί σε κηδεία. Από τα μικράτα του ακόμα, όταν πέθαινε κάποιος στη γειτονιά, απέφευγε να πλησιάζει το σπίτι όπου τον ξενυχτούσαν, όχι εξαιτίας του αρχέγονου φόβου του θανάτου που οι μορφές των πεθαμένων αντανακλούν σαν πένθιμοι καθρέφτες, αλλά επειδή ο ίδιος ο θάνατος φαντάζει στα μάτια των παιδιών σαν κάτι το ξένο κι ολότελα παράταιρο με τη ζωή, κάτι που δεν αξίζει και πολύ από την προσοχή τους, τόσο ακατανόητο όσο οι ψαλμωδίες των παπάδων και τόσο βαρετό όσο οι νουθεσίες των δασκάλων. Κι όταν πέρναγε από τον δρόμο κάποια νεκρώσιμη πομπή, εκείνος και οι υπόλοιποι πιτσιρικάδες σταμάταγαν για λίγο το παιχνίδι τους για να παρακολουθήσουν με μια αμήχανη συστολή τον νεκρό να απομακρύνεται ταλαντευόμενος στους ώμους των κουβαλητών του, χωρίς να νιώθουν διόλου λύπη ή δέος, παρά μόνο την ενοχλητική αίσθηση πως επρόκειτο για κάποιον που δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον άνθρωπο στον οποίο μέχρι χθες δάνειζε το πρόσωπό του, για κάποιον που δεν ανήκε πια στον κόσμο ετούτο και που θα ‘πρεπε να παραχωθεί το συντομότερο κάτω απ’ τη γη, στην επικράτεια των πεθαμένων, που τα σύνορα της περιχαράκωνε με αυστηρότητα ο ψηλός ασβεστωμένος τοίχος του νεκροταφείου.
Μονάχα όταν ο νεκρός ήταν κάποιος στενός συγγενής υποχρέωναν ακόμα και τα μικρότερα παιδιά να πλησιάσουν το φέρετρο για να προσκυνήσουν το εικόνισμα που ανάμεσα στα ξυλιασμένα του δάχτυλα κρατούσε. Όμως στη δική του οικογένεια, πέρα από τον έναν του παππού που είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν ακόμα αγέννητος, μετρούσανε μονάχα μία πένθιμη απουσία, αυτή του πατέρα του που είχε εκτελεστεί από τους Γερμανούς τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, όταν ο ίδιος ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρονών. Ο ίδιος διατηρούσε μια εξαιρετικά συγκεχυμένη και νεφελώδη ανάμνηση από το όλο συμβάν, μια ανάμνηση περιβεβλημένη από θραύσματα εικόνων αναστάτωσης και πανικού, από τα σπαρακτικά ουρλιαχτά της μάνας του και το βουητό του πλήθους που ’χε κατακλύσει το σπίτι, με τη μορφή του νεκρού πατέρα να σβήνει μέσα σ’ αυτόν τον συρφετό σαν το σημάδι ενός πλεούμενου που απομακρύνεται σ’ έναν ορίζοντα θολό, αφήνοντας παραδόξως να κυριαρχήσει στη θέση της η εικόνα του πλουμιστού, βαρυφορτωμένου του μουλαριού, που ’χε επιστρέψει μόνο του στο χωριό αναγγέλλοντας τον θάνατό του.
Ο πατέρας του ήταν πραματευτής και γύρναγε ολόκληρη την περιοχή, από τη ρίζα του Ψηλορείτη μέχρι χαμηλά στον κάμπο, έχοντας φορτωμένη στο μουλάρι του την πολυποίκιλη πραμάτεια του: μπακιρένια μπρίκια, κατσαρολικά, ξύλινες κουτάλες, καθρεφτάκια, πιαστράκια για τα μαλλιά, χτένες, κουβαρίστρες, βελούδινες πελότες, μανταλάκια, κομπολόγια, φυλαχτά, μαχαίρια, σουρωτήρια, χαϊβάνια, ψαλίδια, καλτσοδέτες, κι ό,τι άλλο μικροαντικείμενο μπορούσε να φανταστεί κανείς που θα ’ταν χρήσιμο στο καθημερινό νοικοκυριό ή που θα μπορούσε να δελεάσει τη γυναικεία φιλαρέσκεια. Το μεσημέρι εκείνο επέστρεφε από μια διήμερη περιοδεία όταν έπεσε πάνω σ’ ένα γερμανικό μπλόκο. Το ίδιο πρωινό οι αντάρτες είχαν επιτεθεί σ’ ένα περίπολο και είχαν αφήσει πίσω τους κάμποσους στρατιώτες τραυματίες κι έναν νεκρό. Ο κομαντατούρης της Μεσαράς είχε δώσει διαταγή να εκτελεστούν πάραυτα για αντίποινα είκοσι νοματαίοι, οι χωρικοί όμως, ξέροντας από πριν τι τους περίμενε, είχαν σκορπίσει στην εξοχή βρίσκοντας καταφύγιο σε σπηλιές και σε στάνες, κι έτσι οι Γερμανοί, παρότι σάρωσαν τους γύρω οικισμούς μαζεύοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους -από αμούστακα παλικαράκια μέχρι κατσιασμένους γερόντους-, δεν κατάφεραν να συμπληρώσουν τον απαιτούμενο αριθμό. Τους έλειπε ένας. Τότε εμφανίστηκε μπροστά τους ο πατέρας του, αμέριμνος κι ανυποψίαστος, σέρνοντας ξοπίσω του το βαρυφορτωμένο του μουλάρι. Τον ανέβασαν κι αυτόν στο φορτηγό και ξεκίνησαν για το λατομείο όπου έγινε η εκτέλεση, ενώ το μουλάρι του, γνωρίζοντας απέξω τη διαδρομή, πήρε μονάχο του τον δρόμο της επιστροφής, διασχίζοντας τα χωριουδάκια που οι άντρες τα ’χαν εγκαταλείψει, με τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά να το παρατηρούν βουβοί πίσω απ’ τα μισόκλειστα παραθύρια. Φτάνοντας στο χωριό τους, σκορπούσε στο διάβα του μια συμπαγή και κραταιά σιωπή, καθώς όσοι το συναντούσαν, έχοντας ακούσει για τα αντίποινα και υποψιαζόμενοι το τι είχε συμβεί, απόμεναν να το κοιτούν σαν μαρμαρωμένοι, με τα συμπράγκαλα που μετέφερε να κουδουνίζουν σε κάθε του βήμα και ν’ αντανακλούν ιριδίζοντας τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου. Ήταν ένας αλλόκοτος αγγελιοφόρος του θανάτου, πολύχρωμος κι αστραφτερός, που εισέβαλε στην αυλή του σπιτιού όπου εκείνος -μια σταλιά παιδί- έπαιζε με τα χώματα, εντυπώνοντας για πάντα στην τρυφηλή του μνήμη την εκθαμβωτική εικόνα του.
Τώρα ο νεκρός ήταν ο θείος του, ο Κρασογιώργης, ο αδερφός της γιαγιάς του απ’ τη μεριά του πατέρα του, που, όπως μαρτυρούσε η λεξούλα εκείνη που ’χε ενωθεί αξεδιάλυτα με τ’ όνομά του, αποζητούσε αδιάκοπα τη μακαριότητα της μέθης. Δεν ήταν πάνω από εξήντα πέντε χρονών, αλλά έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος, με τη φουσκωμένη κοιλιά, το πρησμένο απ’ το πιοτό πρόσωπο και τη μελιτζανιά μύτη του μπεκρή. Ήταν ανύπαντρος κι έμενε σε μια μικρούλα κάμαρη δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, που του πήγαινε καθημερινά ένα πιάτο φαΐ και του έπλενε πού και πού τα ρούχα. Τον είχαν βρει, ήδη ξυλιασμένο, νωρίς το πρωί, φορώντας μόνο το ολόσωμο σώβρακό του, πεσμένο μπρούμυτα σ’ ένα χωράφι πλάι στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής, πέντε λεπτά δρόμο απ’ το σπίτι του, σφίγγοντας στα άψυχα χέρια του ένα ξεροκάλαμο που στην άκρη του είχε δεμένη μια πετονιά που κατέληγε σ’ ένα σκουριασμένο αγκίστρι. Κανείς δεν μπορούσε φυσικά να εξηγήσει τον σκοπό της εσπευσμένης, όπως η ενδυμασία του φανέρωνε, νυχτερινής εξόδου του, που η παραδοξότητά της μεγεθυνόταν από την ύπαρξη του καλαμιού ψαρέματος σ’ ένα χωριό που απέχει πάνω από είκοσι χιλιόμετρα από τη θάλασσα και που το μόνο ποτάμι που το διασχίζει είναι ένας ξεροπόταμος, όπου μέσα του δεν υπάρχει ούτε ίχνος από ψάρι.
Ο Φανούρης ήταν στη δουλειά όταν έμαθε για τον θάνατο του θείου του και για τις παράξενες συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες είχε βρεθεί η σορός του. Όταν τελείωσε το δημοτικό ήθελε πολύ να συνεχίσει το σχολείο -ήτανε, άλλωστε, απ’ τους καλύτερους μαθητές στην τάξη-, τα έξοδα όμως ήτανε πολλά γιατί το γυμνάσιο ήταν μακριά, σ’ ένα κεφαλοχώρι κάτω στον κάμπο, και θα ’πρεπε να νοικιάσει κάμαρη εκεί και να ‘χει και κάποια χρήματα για να περνάει, όμως το μόνο εισόδημα στην οικογένειά τους ήταν από το λίγο λάδι που πουλούσανε και τα ελάχιστα χρήματα που μάζευε η μητέρα του ξενοπλένοντας. Έτσι αναγκάστηκε να βρει δουλειά, πηγαίνοντας στην αρχή για έναν χρόνο παραγιός δίπλα στον Καπρόκωστα, τον τσαγκάρη, αλλά δεν την έπαιρνε καθόλου την τέχνη κι ο αφεντικός του όλο γρύλιζε δυσαρεστημένος, με το στραβό του δόντι να ξεπροβάλλει απ’ το κάτω χείλος του, κι όλο τον απόπαιρνε και τον κακομεταχειριζόταν. Τότε ευτυχώς προσφέρθηκε να τονε πάρει στη δούλεψή του ο Σπαγούλιος, που ’χε το μεγαλύτερο παντοπωλείο, στη μέση μέση του χωριού, και με τον οποίο είχανε μια μακρινή συγγένεια απ’ τη μεριά του μακαρίτη του παππού του. Η δουλειά ήτανε πολλές ώρες, απ’ το πρωί τις εφτά μέχρι αργά το απόγευμα, με ένα μικρό μόνο διάλειμμα για φαγητό το μεσημέρι, όμως πληρωνότανε αρκετά καλά, το αφεντικό δεν ήτανε πολύ αυστηρό και είχε και την ευκαιρία να συναναστρέφεται ένα σωρό ανθρώπους και να μαθαίνει όλα τα νέα του χωριού, κι έπειτα το βράδυ τον έβαζε η μάνα του με το νι και με τι σίγμα να της τα διηγείται.
Εκείνο το πρωινό σκούπιζε ακόμα στο βάθος του μαγαζιού όταν ήχησε νεκρίκια η καμπάνα. Ο Σπαγούλιος παράτησε τα χαρτιά με τους λογαριασμούς του και χώνοντας τα χέρια στην τσέπη της μακριάς ποδιάς, που ολημερίς φορούσε, πήγε ως το κατώφλι του μαγαζιού περιμένοντας τον πρώτο περαστικό, τον οποίο και ρώτησε:
-Ποιος, μωρέ, επόθανε;
-Α, δεν τα’ μαθες; Ο Κρασογιώργης, τονε βρήκανε με τα σώβρακα ξάπλα σ’ ένα χωράφι κι εκράθιε στα χέρια του ένα ψαροκάλαμο. Τώρα ήντα διάολο επήγαινε να ψαρέψει νυχτιάτικα, κιανείς δεν ξέρει.
Ο Φανούρης είχε απομείνει κοκαλωμένος, με τη σκούπα στα χέρια. Τον αγαπούσε πολύ τον μπάρμπα του και πάντα του πήγαινε κρυφά κρασί απ’ το κελάρι της γιαγιάς, για να ανταμειφθεί με τις παράξενες ιστορίες που εκείνος του διηγούνταν, με τα ξετσίπωτα ανέκδοτα και τις λογής λογής μαντινάδες, που, όσο μεθυσμένος κι αν ήταν, πάντα κατάφερνε να ανασύρει απ’ τη μνήμη του. Ο Σπαγούλιος τον έβγαλε απ’ το ονειροβύθισμά του.
-Τ’ άκουσες; Επόθανε ο μπάρμπας σου. Τέλειωσε με το σκούπισμα, συμμάζεψε λίγο το μαγαζί κι ύστερα πήγαινε στο σπίτι να βοηθήσεις στην κηδεία. Πάρε κι ένα μπουκάλι κονιάκ από μένα.
Η κάμαρα όπου έμενε ο θείος του ήτανε μικροσκοπική και ετοιμόρροπη, γι’ αυτό είχαν μεταφέρει τη σορό του στο σπίτι της γιαγιάς, που ’χε μια μεγάλη αυλή κι αποτελούνταν ολόκληρο από ένα μόνο τεράστιο, ψηλοτάβανο δωμάτιο. Όταν έφτασε ο Φανούρης, η αυλή ήταν ήδη γεμάτη κόσμο. Είχαν κουβαλήσει καρέκλες απ’ όλη τη γειτονιά, που τις είχαν τοποθετήσει περιμετρικά του αυλόγυρου, κι ο κόσμος, αφού έμπαινε να προσκυνήσει τον νεκρό και να δώσει τα συλλυπητήριά του, καθόταν εκεί για να κουτσομπολέψει ψιθυριστά, αργορουφώντας τους καφέδες κι αδειάζοντας τα ποτηράκια με το κονιάκ που η
αδερφή του, η Φιλιώ, και άλλες συγγενοπούλες σερβίρανε αδιάκοπα, πηγαινοερχόμενες αεικίνητα ανάμεσα στο πλήθος.
Ο Φανούρης διέσχισε την κατάμεστη αυλή, σφίγγοντας στη σειρά τις παλάμες που απλώνονταν προς το μέρος του συνοδευόμενες απ’ τις συλλυπητήριες δηλώσεις, και φτάνοντας στην είσοδο του σπιτιού συνάντησετη μάνα του, που πήρε απ’ τα χέρια του την μπουκάλα με το κονιάκ κι αγγίζοντάς τον ελαφρά στον ώμο τον προέτρεψε:
Πήγαινε, πήγαινε μέσα να προσκυνήσεις τον θείο σου, ήσουνα το αγαπημένο του ανίψι.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και δρασκέλισε το πέτρινο κατώφλι για να βρεθεί στο δροσερό και μισοσκότεινο εσωτερικό, που στο κέντρο του, πάνω σε δυο σιδερένια τρίποδα, ήταν τοποθετημένο το ανθοστόλιστο φέρετρο. Δίπλα στην είσοδο βρισκόταν ένα μαγκάλι παραγεμισμένο με άμμο, απ’ όπου ξεφύτρωνε μια συστάδα αναμμένων κεριών που με τις κιτρινωπές αναλαμπές τους σκορπίζανε στον χώρο τη γλυκερή και ζεστή μυρωδιά της λιωμένης κερήθρας.
Το ευρύχωρο δωμάτιο ήταν κι αυτό, όπως η αυλή, γιομάτο με κόσμο- στενοί συγγενείς και γειτόνοι, κι ανάμεσά τους ο θείος Σήφης ο Αμερικάνος, που ντυμένος με ένα κουστούμι ανοιχτόχρωμο ξεχώριζε μες στο σκουροντυμένο πλήθος σαν άσπρη μύγα σε μαύρο γάλα. Σιμά στο φέρετρο ήταν καθισμένες η γιαγιά του η Φρόσω και η θεία Μάρω -τα τελευταία εν ζωή αδέλφια του Κρασογιώργη-, πλαισιωμένες από κάμποσες άλλες γριές που τους παραστέκονταν, παρηγορώντας τες και σιγοντάροντας με οιμωγές και κλαυθμυρίσματα το μοιρολόι που εκτελούσαν σαν ένα αξεχώριστο κομμάτι του όλου τελετουργικού. Τη στιγμή εκείνη η γιαγιά του είχε παραλάβει από την αδερφή της τη σκυτάλη του θρήνου και με ελαφρά τραγουδιστή φωνή έλεγε:
-Σήκω απού ’ρθε κόσμος να σε δει, καλέ μου, ξύπνα από τον ύπνο σου, σγουρέ βασιλικέ μου, απού ’σουν το καμάρι του σπιτιού, αδελφέ μου, ο πιο λεβέντης του χωριού, μονάκριβέ μου.
Όλες αυτές οι εκφράσεις τρυφερότητας προς τον νεκρό ξάφνιασαν τον Φανούρη, που είχε συνηθίσει να ακούει τα ίδια χείλη να κατηγορούν αδιάκοπα τον μακαρίτη σαν μέθυσο, ανεπρόκοπο, γρουσούζη και ακαμάτη, και σκέφτηκε πως αυτή η μεταστροφή εξηγούσε τη συνήθεια να αποκαλούνται οι νεκροί «συγχωρεμένοι», πως ο θάνατος έκανε να φαίνεται ασήμαντο κάθε ελάττωμα και κάθε πρότερο αμάρτημά τους, απαλλάσσοντάς τους από κάθε μομφή και κάθε κατηγορία. Με τις σκέψεις αυτές, ζύγωσε πάνω απ’ το φέρετρο. Το πρόσωπο του θείου του φαινόταν ακόμα πιο πρησμένο, με το μελιτζανί της μύτης του να έχει εξαπλωθεί σ’ ολόκληρο το μούτρο του, τα χείλη του χυμένα λίγο στραβά στο πλάι, μ’ ένα μαντίλι σφιγμένο κάτω απ’ το σαγόνι του να συγκροτεί το στόμα μην ανοίξει και με χοντρούς σβόλους μπαμπακιού να φουσκώνουν στα ρουθούνια του και να φράζουν τ’ αυτιά του. Δεν άντεξε να κοιτά για πολύ αυτό το τρομακτικό προσωπείο και, αποστρέφοντας το βλέμμα του, σταυροκοπήθηκε νευρικά κι έσκυψε να προσκυνήσει το ξύλινο εικόνισμα που ξεπρόβαλλε μέσα απ’ τα κέρινα δάχτυλα του νεκρού.
Τότε το άκουσε. Ήταν η φωνή του θείου του, με τη συνηθισμένη της χροιά, όμως σε έναν τόνο πολύ πιο χαμηλό κι από αυτόν του πιο αιθέριου ψιθύρου, χωρίς να χάνει ωστόσο σε διαύγεια ή σε σφρίγος, θυμίζοντας το απαλό βουητό που αφήνει ο άνεμος καθώς περνάει μέσα απ’ τα χωράφια με τα στάχυα.
-Καλώς το Φανουράκι μου! Ήρθες; Πώς και σ’ άφησε ο τσιγκούναρος ο Σπαγούλιος να φύγεις; Αυτός δεν ήρθε, ε; Εμ βέβαια! Σιγά μην κλείσει το μαγαζί του να ’ρθει να ανάψει μια λαμπάδα στον συγγενή του! Φοβάται μη χάσει καμιά δεκάρα ο σπαγγοραμμένος!
Ο Φανούρης, που δεν είχε προλάβει ακόμα να προσκυνήσει το εικόνισμα, έστρεψε τα γουρλωμένα από έκπληξη μάτια του προς το πρόσωπο του νεκρού, πιστεύοντας πως είχε γίνει κάποιο θαύμα και πως ο θείος του είχε αναστηθεί, όμως όχι, τα χείλη του παρέμεναν σφαλιστά, έχοντας την μπλαβιά απόχρωση του σκοτωμένου αίματος.
-Αχ! Τι με κοιτάς, ανίψο μου, λες και μπορείς ν’ ακούσεις όσα λέω. Μακάρι να μπόραγες! Εσύ πάντα με νοιαζόσουνα και με καταλάβαινες κι όλο και κάνα ποτηράκι κρασί μου ’φερνες κρυφά απ’ τη γιαγιά σου. Αχ! Μακάρι να μ’ άκουγες και να μου ’δίνες κι εμένα λίγο κονιακάκι, που το ζήλεψα. Τόση ώρα πίνουνε οι κερατάδες και λένε «Μακαρία του», μα δεν εβρέθηκε ένας τους να στάξει λιγουλάκι απά στα χείλια μου, απού έχουνε πετρώσει!
Ο Φανούρης, σίγουρος πια πως ο θείος του ήτανε ζωντανός, μόνο που δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του εμποδισμένος απ’ το μαντίλι, στράφηκε απότομα προς τα πίσω, άρπαξε ένα ποτηράκι με κονιάκ από τον δίσκο που η αδερφή του μετέφερε και ξαναγυρίζοντας πάνω από το φέρετρο έσταξε αργά αργά το περιεχόμενό του πάνω στα παχιά, σφιγμένα χείλη, που όμως διόλου δεν σαλέψανε για να το υποδεχτούν, παρά το άφησαν να κυλήσει σε δυο λεπτές γραμμές πάνω στον ζαρωμένο λαιμό κι από κει να μουσκέψει τον γιακά του άσπρου πουκαμίσου. Μέσα στην αίθουσα επικράτησε ξαφνικά μια απόλυτη σιωπή, με κάθε κίνηση να μένει μετέωρη και με ολωνών τα βλέμματα συγκεντρωμένα επάνω του, ξαφνιασμένα από την παράδοξη σπονδή, που την ερμήνευσαν σαν έναν συμβολικό αποχαιρετισμό προς τον αγαπημένο του θείο.
Εκείνη τη στιγμή η αέρινη φωνή ακούστηκε ξανά:
“Αχχχ! Να’χεις την ευχή μου! Δεν μπορώ, βέβαια, να το καταπιώ, μα μου γλύκανε τα χείλη. Μα πώς μπορείς και με ακούς; Είσαι κι εσύ σαν τον παππού σου τον Φανούρη, ε; Κι αυτός λένε πως εμίλαγε με τους αποθαμένους.»
Ο Φανούρης μόνο τότε συνειδητοποίησε πως ο θείος του ήταν πράγματι νεκρός, οριστικά και αμετάκλητά, και πως μονάχα εκείνος μπορούσε να ακούσει τη φωνή του, που δεν ήταν ακριβώς φωνή, αφού δεν έβγαινε απ’ τα χείλη του, αλλά κάτι σαν το ψιθύρισμα της ψυχής του. Η συνειδητοποίηση αυτή τον άφησε αποσβολωμένο και κάθιδρο πάνω απ’ το πτώμα, με την ομήγυρη να επιστρέφει στις πρότερες κουβέντες της και με μόνη τη γιαγιά του να παρατηρεί το σάστισμά του και να προσπαθεί να τον παρηγορήσει λέγοντάς του:
– Άχου, παιδί μου, και πόσο τον αγάπαγες, και ποθαμένος που είναι πάλι τονε φροντίζεις! Δώσ’ του, δώσ’ του να πιει, Φανουράκι μου, που πάντοτε σε μάλωνα γιατί του πήγαινες κρυφά κρασί. Δώσ’ του να πιει, μα δεν θα ξαναμεθύσει ο έρμος…
– Πες σ’ αυτή τη γρια-καρακάξα να πάψει την κλάψα της και στις άλλες τις σταφιδομούρες να σταματήσουνε τα μοιρολόγια, μ’ έχουνε ζαλίσει απ’ το πρωί, άκουσε ξανά τον θείο του να λέει. Και πες της ακόμα πως τους ανθρώπους πρέπει να τους αγαπά κιανείς όσο είναι ζωντανοί, γιατί, άμα ποθάνουνε, δεν έχουνε ανάγκη ούτε από γλυκόλογα ούτε από αγάπες. Κι όσο για το καλάμι, που απ’ το πρωί τους ακούω ήλους να αναρωτιούνται τι το ’θελα και να λένε πως σίγουρα μου ’χε σαλέψει για να βγω νυχτιάτικα με τα σώβρακα και να πάω για ψάρεμα στα χωράφια, πες τους πως καθόλου δεν ετρεζάθηκα και πως δεν είχα βγει για να πιάσω ψάρια, αλλά κρασί. Ναι, ανίψο, μη γουρλώνεις τα μάτια σου, κρασί ήθελα να ψαρέψω.
»Είχα πέσει νωρίς νωρίς να κοιμηθώ, αφού δεν είχα ούτε μια δραχμή να πάω ως τον καφενέ να πιω έστω ένα τεταρτάκι – το βερεσέ μού το ’χουνε κομμένο εδώ και καιρό, το ξέρεις. Στην αρχή, που λες, με πήρε εύκολα ο ύπνος, όμως εμεταξύπνησα μες στα βαθιά μεσάνυχτα και είχα μια τέτοια δίψα! Όχι μόνο το σάλιο στο στόμα μου, μα κι η ίδια η ψυχή μου είχε στεγνώσει, Φανουράκι μου! Σκέψου πως εσηκώθηκα και ήπια ένα ποτήρι νερό, εγώ, που δεν θέλω ούτε να το μυρίσω. Τόσο πολύ εδίψαγα! Ήπια, που λες, το νερό και ξαναξάπλωσα, μα πού να κοιμηθώ! Εστριφογύριζα σαν την κομμένη ουρά της κολισαύρας κι ο νους μου όλο επήγαινε σ’ εκείνον τον ασκό με το γλυκύ κρασί. Δεν εμπορούσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό. Το ’ξερα πως ήταν αμάρτημα βαρύ, μα το ’χα ξανακάνει κι εσκέφτηκα πως, άμα η αμαρτία είναι ολόιδια, είτε μια φορά τηνε κάμει κανείς είτε πολλές, το ίδιο βάρος θα ’χει. Έτσι επετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου κι απ’ τη βιασύνη μου δεν έβαλα ούτε το παντελόνι, μόνο επήρα το καλάμι μου κι εκίνησα για την Αγία Κυριακή.
»Ήταν η τρίτη φορά που πήγαινα. Έναν μήνα πριν, μ’ έβαλε ο διάολος και παρατήρησα την ώρα της θείας λειτουργίας πως ο παπα-Αντώνης είχε κρεμασμένο τον ασκό με το κρασί της μεταλάβωσης, το νάμα, απέναντι απ’ το παραθυράκι του ιερού, που το αφήνανε πάντα μισάνοιχτο. Με το που τον είδα, μου καρφώθηκε η ιδέα στο μυαλό και, όσο κι αν τη φοβούμαι την κόλαση, εκείνο το ασκί ήτανε πιο δυνατό απ’ όλα τα καζάνια της μαζί. Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, περίμενα να χτυπήσει το ρολόι του Αϊ-Γιωργιού μεσάνυχτα κι έπειτα πήρα το καλάμι μου, που ‘χα χρόνια να το χρησιμοποιήσω, και πήγα μέχρι την εκκλησιά, ανέβηκα στο τοιχιό, έσπρωξα το παραθυράκι ν’ ανοίξει κι ύστερα, με χίλιες δυο προσπάθειες, κατάφερα να αγκιστρώσω το ασκί και να το τραβήξω μέχρι τα μένα. Δεν ήταν εύκολο, ανιψέ, το φως απ’ τα καντήλια ήτανε λιγοστό και τα χέρια μου τρέμανε από την αγωνία, μα η δίψα μου ήτανε τόσο δυνατή, που δεν μ’ άφηνε να το βάλω κάτω. Να δεις χαρά που έκαμα όταν επήρα τελικά τον ασκό στα χέρια μου και έφερα στα χείλια μου το ζουμερό του μαστάρι! Ήπια σχεδόν μονοκοπανιάς το μισό ασκί κι ύστερα πήγα μέχρι τη βρύση στα Λεμονιανά, το πογέμισα νερό κι έπειτα πάλι πίσω, δώσ’ του απ’ την αρχή, να προσπαθώ άλλη τόσην ώρα εκεί που ήταν κρεμασμένο να το ξαναβάλω.
Τρίτη φορά που θα πήγαινα να κλέψω απ’ το κρασί της Αγίας, μα δεν επρόλαβα, μπορεί και να ‘τανε τιμωρία απ’ τον Θεό, γιατί μόλις ανέβηκα στο τοιχιό μου ’ρθε μια ζάλη κι έπεσα τα ίσα πίσω, στο χωράφι της Λαφοελένης. Έμεινα ξάπλα εκεί ως το πρωί που ήρθανε και με μαζέψανε, και μόνο τότε κατάλαβα πως ήμουν ποθαμένος. Στην αρχή θαρρούσα πως είχα σπάσει τους κοκάλους μου και γι’ αυτό δεν μπόραγα να κουνηθώ, όμως μετά που εβρέθηκα ανάμεσα σ’ ανθρώπους κι εγώ τους άκουγα δίχως ν’ ακούν αυτοί εμένα, κατάλαβα πως είχα τινάξει πια τα πέταλα, που λένε… Μετά με φέρανε στο σπίτι κι άρχισε τον θρήνο η γιαγιά σου και η θεία σου η Μάρω και ήρθανε κι άλλες γειτόνισσες και με γδύσανε τσιτσίδι και πήραν να με πλένουν με κρασί! Το πιο όμορφο μπάνιο της ζωής μου! Ούτε πασάς να ’μουνα! Τα χέρια τεσσάρων γυναικών -κι ας ήταν σιτεμένες!- να σε πασπατεύουνε και να σε ξεπλένουνε με φίνο κοκκινέλι! Αξιζε τον κόπο που τα τίναξα! Όμως μετά μου φορέσανε τούτο το σκοροφαγωμένο κουστούμι και με χώσανε στην κάσα, κι έρχονται όλοι οι κερατάδες που τόσονα καιρό ούτε ένα ποτηράκι τσικουδιά δεν με κερνάγανε και στέκονται από πάνω μου μουρμουρίζοντας “ο Θεός να του συγχωρέσει”, και θα ‘θελα ν’ άνοιγα το στόμα να τους σιχτιρίσω, μα μου το ’χουνε δεμένο με το μαντίλι, κι έτσι κι αλλιώς δεν έχω μπλιο φωνή, κι είναι κι ετούτες οι μπαμπόγριες που κάθονται τριγύρω και μ’ έχουνε ζαλίσει με το μοιρολόι τους… όμως πάλι καλά που εσύ μπορείς και με ακούς και θα μου κάνεις παρέα μέχρι να με χώσουνε κάτω απ’ τη γης, γιατί, πίστεψε με, Φανουράκι μου, είναι μεγάλη η μοναξιά των πεθαμένων…
»Κάτσε, να σε χαρώ, πλάι μου να τα λέμε, μα μην πεις καλύτερα σε κανέναν πως μπορείς και με ακούς -δεν πρόκειται να σε πιστέψουν- ούτε να τους πεις τι γύρευα με το καλάμι μες στη νύχτα, γιατί αν το μάθει ο παπα-Αντώνης δεν θα θέλει να με διαβάσει και θα με θάψουνε άψαλτο -όπως εκάμανε με τον Γραδόκωστα, που αυτοκτόνησε- και λένε πως, άμα δεν σε διαβάσουνε, όσα χρόνια και να περάσουνε, δεν λιώνεις… Μα το ίδιο δεν λένε και για τους αγίους; Το φαντάζεσαι; Να με ξεθάψουνε, λέει, μετά από εκατό χρόνια και να μη θυμάται κανείς τι ρεμάλι ήμουνα, μόνο να νομίζουνε πως δεν έλιωσα από θρησκευοσύνη και να με κηρύξουνε, λέει άγιο, ο Αϊ-Κρασογιώργης, προστάτης των μπεκρήδων και των ξενύχτηδων, και να ’χουνε σε κάθε καπηλειό κι από ένα εικόνισμά μου, μόνο που αντί για σταυρό θα κρατώ στα χέρια μου μια ξεχειλισμένη κρασοκανάτα, κι όταν θα γυρνάνε οι μεθύστακες πάρωρα στα σπίτια τους και οι αγουροξυπνημένες κυράδες τους θα τους γκαρίζουνε “Πάλι μεθυσμένος είσαι;”, εκείνοι θα ορκίζονται στη χάρη μου και θα λένε «Μα τον Αϊ-Κρασογιώργη, δεν έχω πιει ούτε σταγόνα!”. Το φαντάζεσαι; είπε και ξέσπασε στα γέλια μ’ εκείνο το λαχανιασμένο και βραχνό χαχανητό του, κι ο Φανούρης, φανταζόμενος την εικόνα του αγιοποιημένου θείου του, γέλασε κι αυτός, μισόπνιχτα στην αρχή, μα έπειτα ασυγκράτητα, συνοδεύοντας τον μπάρμπα του στο χειμαρρώδες κρεσέντο της μεταθανάτιας ευθυμίας του.
Γέλασε τόσο, μέχρι που δάκρυα ανεβήκανε ως τα μάτια του, και σταμάτησε μόνο όταν αντιλήφθηκε πως το γέλιο του είχε ανοίξει μέσα στην αίθουσα ένα καινούργιο βάραθρο σιωπής, όπου μέσα του είχε κατακρημνιστεί κάθε ήχος, με τα βλέμματα όλων συγκεντρωμένα ξανά επάνω του, φωτισμένα όμως αυτή τη φορά από μια απορημένη και ανησυχαστική λάμψη. Ο Φανούρης, αντικρίζοντας γύρω του το πλήθος των ματιών που με τις αιχμές ενός υπόρρητου ερωτηματικού τον λογχίζανε, ένιωσε την ανάγκη να δικαιολογηθεί και, παρακούοντας τη συμβουλή του θείου του, ψέλλισε απολογητικά:
– Μου μιλάει… μπορώ και τον ακούω… μου μιλάει. Το ανακάτεμα των φωνών, που για στιγμές είχε κατασιγάσει, αναδύθηκε τότε ξανά ζωηρότερο και τεταμένο, με κάποιες γριές να σταυροκοπιούνται εξακολουθητικά και μανιασμένα, ενώ μέσα απ’ το εντεινόμενο μουρμουρητό και το σούσουρο ξεχώριζαν με τον όγκο τους οι πιότερο επαναλαμβανόμενες εκφράσεις: «Ετρεζάθηκε!», «Του ’στριψε από τον καημό του!», «Ελωλάθηκε το κακορίζικο!».
-Μα… αλήθεια σας λέω… μου μιλάει… συνέχισε εκείνος, ξεσηκώνοντας ένα ακόμα ισχυρότερο κύμα ψιθύρων.
Ο θείος του ο Αμερικάνος, μαζί με τη μάνα του, που κάποιος την είχε φωνάξει από την αυλή, τον πλησίασαν βιαστικά πιάνοντάς τον δεξιά κι αριστερά από τους αγκώνες.
-Πάμε σπίτι, γιε μου, να ξεκουραστείς, να ξαπλώσεις λίγο, του είπε εκείνη στοργικά, ενώ ο θείος του με ύφος επιτακτικό γάβγισε:
– Έλα, φτάνει! Μας ξεφτιλίζεις μπροστά στους ανθρώπους, πάμε!
Ο Φανούρης αφέθηκε ανήμπορος να τον τραβήξουν κατά την έξοδο, στρέφοντας ολοένα το κεφάλι του προς τα πίσω, στον στριμωγμένο μέσα στην κάσα του νεκρό, ακούγοντας τη φωνή του να παρακαλεί σπαρακτικά:
-Όχι, μη φεύγεις! Πού πας; Μη μου τον παίρνετε, μη φεύγεις! Μόνο εσύ με καταλαβαίνεις! Μη μ’ αφήνεις μόνο μου με τους ζωντανούς! Μη φεύγεις, Φανουράκι μου, μη φεύγεις…
Όπως βλέπετε, το χάρισμα του μικρού είναι ότι μπορεί να ακούει όσα λένε οι νεκροί μετά τον θάνατό τους. Και ενώ την πρώτη φορά οι χωριανοί πιστεύουν ότι παραλόησε από τη λύπη, την επόμενη φορά που ο Φανούρης παρευρίσκεται σε ξόδι ακούει από το στόμα της νεκρής πού είναι θαμμένο το κομπόδεμα που αναζητούν οι κληρονόμοι της και υποδεικνύει την κρυψώνα κι έτσι όλοι πείθονται. Ο «Αμερικάνος» θείος του διαβλέπει την ευκαιρία να βγάλει λεφτά από τον νεαρό κι έτσι ξεκινούν μαζί ένα ταξίδι στα χωριά του νομού Ηρακλείου. Ύστερα από διάφορες περιπέτειες καταλήγουν στο Κάστρο, όπου ο νεαρός γνωρίζει τον έρωτα, αναπόφευκτα η δραστηριότητά τους προκαλεί το ενδιαφέρον των αρχών και κάπου εδώ σταματάω να σποϊλάρω.
Μοιάζει λίγο με πικαρέσκο μυθιστόρημα, και ο συγγραφέας χειρίζεται επιδέξια και πειστικά το υπερφυσικό στοιχείο. Τα ψεγάδια που εγώ είδα ήταν η φλυαρία στην αφήγηση -θα προτιμούσα λιτότητα στις προτάσεις, αλλά αυτό είναι και θέμα γούστου. Σε κάποια σχόλια αναγνωστών είδα να το κατηγορούν για… πορνογράφημα, κάτι που το βρίσκω εντελώς άστοχο.
Γλωσσάρι δεν θυμάμαι να υπάρχει στο βιβλίο (που δυστυχώς δεν το έχω τώρα μαζί μου) αλλά δεν πολυχρειάζεται. Χρησιμοποιεί ο συγγραφέας κρητικές λέξεις, αλλά με φειδώ.