cebaceaccf84ceb9 cf83ceb1cebd cebccf80cebbceb5

 Neverhome, Λερντ Χαντ, Εκδόσεις Πόλις, (μετάφραση Χρήστος Οικονόμου)

 

white

«Ο θάνατος έρχεται να σου χτυπήσει την πόρτα και δεν ξέρεις τι να κάνεις».

white

Αμερικανικός εμφύλιος. Μια γυναίκα πάει στον πόλεμο. Ο άντρας της μένει πίσω να φυλάει το αγρόκτημά τους από τους Νότιους. Στα πεδία της μάχης η Κόνστανς μεταμορφώνεται στον Γενναίο Ας. Έχει αφήσει πίσω της τα φουστάνια της, όπως και κάθε θηλυκή ανάμνηση, το κορίτσι που ήταν κάποτε, τη μαύρη γειτόνισσα με το καμένο σπίτι, τη γιαγιά της που φορούσε παντελόνια για να κλαδέψει τις τριανταφυλλιές της, τη νεκρή μητέρα της, το παιδί που γέννησε και έζησε μόνο μερικά λεπτά. Γιατί η Κόνστανς ντύνεται άντρας και πάει να πολεμήσει με τους Βόρειους; Από αυτό το ερώτημα, που διαχέεται σε υπαινικτικές, ζοφερές υποδείξεις, συντίθεται η συνταρακτική μυθοπλασία της αφήγησης. Η ηρωίδα είναι μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον ειρηνικό που εγκατέλειψε και τον εμπόλεμο που αποζητά. Για την ανάγκη της φυγής της μιλάει μόνο στη νεκρή της μητέρα, με την προσδοκία ίσως μιας καταφατικής σιωπής. Η μητέρα της ήξερε πως ο κόσμος είχε πάψει προ πολλού να είναι ειρηνικός και γι’ αυτό κρεμάστηκε σε ένα δέντρο της αυλής της. Η Κόνστανς ήθελε την ειρήνη, αλλά κυρίως εκδίκηση. Έγινε δυνατή προκειμένου η μητέρα της να ανακτήσει τη χαμένη της δύναμη.

Ο Λερντ Χαντ γράφει για την απερίγραπτη βιαιότητα του πολέμου μέσα από το βλέμμα μιας γυναίκας. Το ανδροκρατούμενο σκηνικό διαστίζει ένα βλέμμα επιρρεπές στον λυρισμό, στην υπόκωφη, απόκρυφη ποίηση των πραγμάτων. Η Κόνστανς, όσο και αν αντιστέκεται, δεν ξεχνά την ομορφιά. Σκάβει λάκκους και ορύγματα, γεμίζει και αδειάζει μουσκέτα, εφορμά με την ξιφολόγχη, βαδίζει σε αγρούς στοιχειωμένους από την απόκοσμη σιωπή των νεκρών, προχωρά σε απέραντες πεδιάδες σπαρμένες με κόκκαλα και πτώματα, με άντρες σωριασμένους στο χώμα που ουρλιάζουν, αλλόφρονες από τον σπαραγμό του χαμού, αλλά πάντοτε υπάρχει η στιγμή που το βλέμμα της λοξοδρομεί προς την απάνθρωπη ομορφιά της φύσης, αδιατάρακτης από τις βόμβες και τους θανάτους. «Κάπου στο βάθος ακούγονταν κανονιοβολισμοί και πιο κοντά το κελάηδημα πουλιών».

«Κοκκινολαίμηδες φτεροκοπούσαν στα πράσινα δέντρα και όλα γύρω μας αργοσάλευαν σιωπηλά και ευτυχισμένα στην απαλή αύρα».

Φτάνοντας στο πρώτο της στρατόπεδο, η Κόνστανς συνειδητοποιεί τον εκτοπισμό της από την ομορφιά. «Το στρατόπεδο ήταν μια μέρα δρόμος με καλπασμό απ’ αυτό που θα μπορούσες να περιγράψεις σαν όμορφο μέρος». Αργότερα, όταν πια έχει προχωρήσει βαθιά στον Νότο, οι δρόμοι έπαψαν να απομακρύνονται από όμορφα μέρη. Απλώς συνέδεαν τον όλεθρο με την επόμενη κόλαση. Το αδιέξοδο εμφανίστηκε στην Κόνστανς, καθώς περπατούσε σε έναν παλιό δρόμο με δενδροστοιχίες.

«Φαινόταν ότι κάποτε οδηγούσε από ένα όμορφο μέρος σε κάποιο άλλο, όμως οι μέρες εκείνες είχαν περάσει. Ο τόπος ολόγυρα ήταν διάσπαρτος από νεκρούς. Κοιτάζοντάς τους, νόμιζες ότι είχαν σωριαστεί ξεθεωμένοι στο έδαφος να πάρουν μιαν ανάσα».

Ένα ξημέρωμα, που φώτισε απηνώς την εκατόμβη ολόγυρά της, η Κόνστανς παρέλυσε από τη νεκρική σιωπή. «Τα παιδιά που ήταν ζωντανά πιο πριν, είχαν σωπάσει πια. Ευχήθηκα να ήταν κάποιας λογής ύπνος».

Σε έναν πόλεμο είναι οι γυναίκες κυρίως που αναλαμβάνουν το χρέος της ταφής των νεκρών πολεμιστών. Στον δικό της πόλεμο η Κόνστανς σκοτώνει άφοβα άντρες με γκρι στολές, δίχως όμως να απαλλάσσεται εντελώς από τις θηλυκές της ενορμήσεις. Τον πρώτο άντρα που πυροβόλησε, θέλησε να τον αγκαλιάσει.

«Ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις όπως αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω».

Μια άλλη φορά, χωμένη σε μια τρύπα στο χώμα, βλέπει δίπλα της έναν άντρα και ενώ γύρω της λυσσομανούσε η μάχη και έπεφταν βροχή οι σφαίρες, ήταν βέβαιη πως ήταν «ο πιο όμορφος άντρας» που είχε αντικρίσει ποτέ· «ήταν η ομορφιά που βλέπεις μονάχα από κοντά, καθώς ζυγώνει ο θάνατος, μια ομορφιά μαυρισμένη από την καπνιά, με μάγουλα απαλά και μάτια που φεγγοβολάνε».

Ο όμορφος άντρας σήκωσε το απαλό του χέρι και το ακούμπησε στο μάγουλό της. Το άγγιγμά του ήταν σαν κάψιμο. «Το κράτησε εκεί και εγώ δεν κουνήθηκα καθόλου, δεν πήρα ανάσα, ούτε ανατρίχιασα, μονάχα έκλεισα τα μάτια κι άφησα το πρόσωπό μου να ξαποστάσει μέσα στο χέρι του».

Διασχίζοντας ολόκληρες πεδιάδες σκεπασμένες με άταφα πτώματα και σκόρπια κόκκαλα, η Κόνστανς, περισσότερο από το φρικιαστικό θέαμα, λυγίζει από την επιθυμία ταφής των οστών. Αυτή η επιθυμία την αποσβολώνει, ενόσω εκείνη συνεχίζει να διατρέχει τα εωσφορικά τοπία, άφωνη με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να τολμά να αγγίξει το φτυάρι της.

Σε ένα ξέφωτο βλέπει νεκρούς άντρες σωριασμένους ο ένας πάνω στον άλλο και έπειτα βλέπει «το φως του ήλιου να τους σκεπάζει μέχρι το πηγούνι σαν καλοστρωμένη κουβέρτα». Κάπου αλλού ετοιμοθάνατοι άντρες κείτονταν σε ένα ακόμη «ειδυλλιακό» ξέφωτο.

«Λαμπύριζαν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, όλοι αυτοί που έκλαιγαν και βογκούσαν. Σαν να είχαν γκρεμιστεί από τα σύννεφα του Θεού. Κάπου μακριά ακούγονταν κανονιές. Το βαρύ πυροβολικό ετοιμαζόταν για την καινούργια μέρα. Θα άνοιγαν κι άλλα ειδυλλιακά ξέφωτα όπως αυτό εδώ. Απαίσιες μυρωδιές πλανιούνταν στον αέρα. Σώματα έκαναν την ανάγκη τους ανεξέλεγκτα. Πράγματα που δεν θα έπρεπε να ανοιχτούν ποτέ έχασκαν τώρα ορθάνοιχτα».

Η ομορφιά φεγγοβολούσε ακόμη και σε μέρη κατασκότεινα, όπως το κελί της σε ένα φρενοκομείο. Τα βράδια οι φρουροί βασάνιζαν τους κρατούμενους στην πτέρυγα των αντρών και μέσα από τα ουρλιαχτά και τα βογγητά, η Κόνστανς διέκρινε έναν γλυκόηχο αντίλαλο, σαν τραγούδι που ανέβλυζε από το βένθος του πόνου. «Υπήρχε ένα παιδί, στην άλλη άκρη, που ούρλιαζε σαν να τραγουδούσε. Λες και έπρεπε να τον ανεβάσουν στη σκηνή. Οι κραυγές του είχαν μια περίτεχνη κομψότητα και έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να ήταν μονάχα εκείνος που θα κέντριζαν με τα μυτερά ραβδιά τους».

Σε έναν αγρό σπαρμένο με νεκρούς, όρνια και ακρωτηριασμένα μέλη, πλανιόταν στον αέρα «το άρωμα από τις μέντες που φύτρωναν θεριεμένες και καταπράσινες δίπλα στους φράχτες». Η μυρωδιά επέστρεψε την Κόνστανς στο αγρόκτημά της και στον Βαρθολομαίο, τον αγαπημένο της. «Όταν ήμουν σπίτι, η αγαπημένη μας ασχολία με τον Βαρθολομαίο ήταν να κόβουμε μέντες με το δρεπάνι. Με δυο-τρεις δρεπανιές ένιωθες την ευωδιά του παραδείσου να ανεβαίνει στα ρουθούνια σου».

Η θύμηση του Βαρθολομαίου συμπαρασύρει την επανεμφάνιση της νεκρής μητέρας. Η Κόνστανς τη νιώθει συνεχώς δίπλα της, της μιλάει, της εξομολογείται τη διαρκή παρόρμηση της λιποταξίας, τον φόβο του φόβου, τη δύναμη της δειλίας, απολογείται για την ανάγκη της φυγής, για την ανάγκη της να τρέχει χωρίς σταματημό, να πηδάει φράχτες και να σκαρφαλώνει δέντρα «από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του πολέμου», αποζητά την κατάνευσή της. Λίγο καιρό προτού χάσει τη μητέρα της, ο Βαρθολομαίος της είχε χαρίσει ένα κόκκινο λουλούδι. Τη μέρα του γάμου τους είχαν πάει στο νεκροταφείο για να αποθέσουν λουλούδια στον τάφο της. Ο εγκαταλελειμμένος Βαρθολομαίος ήταν αξεχώριστος από τη μητέρα της, η οποία την είχε εγκαταλείψει ολομόναχη στη φωτιά του πολέμου.

«Σε μια στιγμή είδα τη μητέρα μου να περπατάει δίπλα μου και της είπα να τρέξει να φωνάξει τον Βαρθολομαίο, αλλά μου απάντησε ότι ο Βαρθολομαίος προτιμούσε να μην έρθει. Εκείνη έφυγε και ο Βαρθολομαίος δεν ήρθε. Τότε μου μπήκε στο μυαλό ότι έπρεπε να κλάψω. Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου αλλά δεν κατάφεραν να ποτίσουν το ξεραμένο χώμα στο πρόσωπό μου».

Η Κόνστανς θα χρειαστεί να φτάσει στο τέλος της μακράς διαδρομής της για να νιώσει το πρόσωπό της μουσκεμένο από δάκρυα. Λίγα χιλιόμετρα πριν επιστρέψει στο σπίτι της, ένας κουβάς έσκασε στο κεφάλι της και την έλουσε με δάκρυα. Ο κουβάς δεν έπαυε να στάζει. Τα μάτια της έσταζαν αίμα. Όταν στέγνωναν, κατέτρωγαν το σκοτάδι, «το πίσω μέρος από τα βλέφαρά» της. Όμως, ο κουβάς και πάλι τρυπούσε. «Χωρίς να το καταλάβω, ο κουβάς μου είχε ξαναγεμίσει και από τα μάτια μου έσταζαν τώρα καφετιά δάκρυα. Νεκρά φύλλα. Λασπωμένα ρυάκια. Κυλούσαν στο πρόσωπό μου και έπεφταν από το σαγόνι μου».

Γράφοντας στον Βαρθολομαίο, η Κόνστανς κατόρθωνε να απομακρύνεται από τα στρατόπεδα και τα πεδία της μάχης, έκανε ένα βήμα έξω από τον πόλεμο και ανάσαινε δίχως να την πνίγει η σκόνη και το καύμα της φωτιάς. Στα γράμματά της πάσχιζε να εσωκλείει όμορφες εικόνες. Ένας γαλάζιος ερωδιός ψαρεύει ένα ψάρι σε μια λίμνη με ήρεμα νερά. Πουλιά και δέντρα και λίγο πιο κάτω μια γέφυρα και ένα ποταμάκι που κυλούσε βγάζοντας έναν γλυκό ήχο. Λίγο πριν φύγει για τον πόλεμο, ο Βαρθολομαίος της είχε προσφέρει ένα μπουκέτο πασχαλιές. Ήθελε τα γράμματά της να είναι όμορφα όπως εκείνες οι πασχαλιές. Όμως, οι λέξεις της μέχρι να φτάσουν στον Βαρθολομαίο είχαν χάσει τη φευγαλέα συγκίνηση της στιγμής και στράγγιζαν την αποφορά του αίματος.

«Έχω κάνει κάποια πρόοδο από τότε […] όμως εκείνη την εποχή ήμουν αργή στο γράψιμο και το να χρησιμοποιώ την πένα μου για να πλάσω λέξεις που θα συνέχιζαν να έχουν κάποιο νόημα αφού θα είχαν ταξιδέψει εκατοντάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, μου φαινόταν παράξενη υπόθεση. Διάβαζα προσεκτικά τα γράμματά μου προτού τα ταχυδρομήσω και ήταν σαν να διάβαζα τα γράμματα ενός αγνώστου προς έναν άγνωστο και δεν μου άρεσε αυτή η αίσθηση».

Αντιθέτως, τα γράμματα του Βαρθολομαίου φυλούσαν στις λέξεις τους άθικτη την αγάπη για εκείνη που τον είχε εγκαταλείψει και στην οποία ποτέ δεν είπε να γυρίσει πίσω. Διότι πίσω την παραμόνευε ένας ανείπωτος πόνος, που μόνο με τον πόλεμο θα κατάφερνε ίσως να κατατροπώσει.

«Ήξερε, λέει, πως δεν ήμουν ακόμα έτοιμη να γυρίσω στο σπίτι και ότι αν δεν έμενα να δω κάποιες μάχες, θα με κυρίευαν για πάντα ο αντίλαλος της λύπης και η οδύνη των τύψεων».

Κάπου στον Νότο η Κόνστανς είδε μια ντόπια καλλονή που ατάραχη έπιασε το κρανίο που της πέταξε ένας από τους συστρατιώτες της. Η εικόνα την αναστάτωσε, όχι λόγω της χυδαίας προσβολής της ομορφιάς, αλλά επειδή πίσω από την κοπέλα ορθωνόταν ένα καμένο σπίτι. «Η πρόσοψη του σπιτιού είχε μαυρίσει από τη φωτιά και η σκεπή ήταν μισογκρεμισμένη». Η Κόνστανς βρέθηκε μεμιάς δίπλα στη μητέρα της. Την είδε ξανά, όπως εκείνη τη νύχτα που την ακολούθησε κρυφά μέχρι το σπίτι της γειτόνισσας. Είδε τους εξαγριωμένους άντρες με τις δάδες που περικύκλωναν τη μαύρη γυναίκα με τα δύο παιδιά. Είδε τη μητέρα της να αντιστέκεται σε εκείνη την αγριότητα. «Όμορφη και τρομακτική. Σαν δρεπάνι που θερίζει το χλωρό χορτάρι του καλοκαιριού».

«Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθουν να σε βρουν οι νεκροί. Μονάχα ότι θα έρθουν σίγουρα».

Πολιορκούμενη από τις οιμωγές των άταφων νεκρών, η Κόνστανς άκουγε τη φωνή της μητέρας της να της υπενθυμίζει πως ο φόβος πάντοτε σε βρίσκει. Αυτή είναι και η ύστατη σκέψη της ηρωίδας στο μυθιστόρημα. «Ο φόβος σε βρίσκει». «Σε βρίσκει πάντα». Η μητέρα της νικήθηκε από τον φόβο, όταν το σπίτι της γειτόνισσας έγινε στάχτη. Φεύγοντας για τον πόλεμο, η Κόνστανς δραπέτευε από τον φόβο. Γι’ αυτό ριχνόταν άφοβη στη μάχη, γι’ αυτό δεν έτρεχε να κρυφτεί, γι’ αυτό δεν έσκυβε όταν οι σφαίρες την κυνηγούσαν, γι’ αυτό δεν δίσταζε να πυροβολεί ανθρώπους που δεν γνώριζε. Σε κάθε σκέψη λιποταξίας έστρεφε τη ματιά της στο μνήμα της μητέρας της. Μολονότι θαμμένη πια μέσα στο χώμα, η ντροπή τής τρυπούσε ακόμη τα κόκκαλα. Ενάντια σε αυτή την ντροπή πολεμούσε η Κόνστανς. Γι’ αυτό ο Βαρθολομαίος τής έλεγε να μην γυρίσει, για να μην τη συνθλίψουν ο αντίλαλος της λύπης και η οδύνη των τύψεων.

Κλεισμένη στο κελί του φρενοκομείου, όπου τιμωρούνταν οι κάθε λογής αποστάτες, η Κόνστανς, έρμαιο μαρτυρίων και εμπύρετων παραισθήσεων, ονειρεύεται τον Βαρθολομαίο και το αγρόκτημά της. Φαντάζεται να φτεροκοπά πάνω από πεδιάδες και λίμνες, πάνω από τα βουνά, τις κορυφές των δέντρων και τις όχθες των ποταμών, για να φτάσει στο σπίτι της που το βρίσκει καμένο. Κάποιοι απαίσιοι άντρες το είχαν κάνει αποκαΐδια.

«Ήταν οι ίδιοι άντρες που είχαν κάψει πριν από χρόνια το σπίτι της γειτόνισσάς μας, έτσι λοιπόν ήρθε και η μητέρα μου στο όνειρό μου και στάθηκε ανάμεσα στ’ αποκαΐδια του σπιτιού μας, που κάποτε ήταν δικό της, και άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυά της πρέπει να ξεχείλισαν από το όνειρο και να βρήκαν διέξοδο στο πρόσωπό μου, γιατί ήταν εκεί όταν ξύπνησα. Καυτά και βαριά φαντάσματα που είχαν έρθει να μου στοιχειώσουν το πρόσωπο. Φρένιασα και μούγκρισα τότε. Χτύπησα το κεφάλι και το χέρι μου πάνω στην πόρτα μέχρι που μάτωσαν».

Κατά κύριο λόγο η αφήγηση του Λερντ Χαντ μένει ασυγκίνητη, αδάκρυτη. Το στεγνό, παρατακτικό ύφος, που ενίοτε παραπέμπει σε υπηρεσιακή αναφορά, οι περιγραφικές λεπτομέρειες, η δόμηση των ανιστορούμενων σε μικρές, ακριβείς φράσεις, δραματοποιούν με μία κατ’ επίφαση ρεαλιστική πρόθεση τη συνθήκη του πολέμου. Η πρόταξη μιας αντικειμενικότητας, ανεπηρέαστης από συναισθήματα, αποδεικνύεται δραστικότατη μυθοπλαστικά στο μέτρο που κατατείνει σε μεγέθυνση. Οι λέξεις αποσιωπούν ένα τεράστιο, απερίγραπτο δράμα, δεν επαρκούν για να το αρθρώσουν. Όταν, ωστόσο, η ηρωίδα φτάνει στο έσχατο όριο ψυχικής οδύνης, η γραφή διατρανώνει τη συγκινησιακή της δύναμη σε σπαρακτικές σκηνές όπως η παραπάνω. Θεμελιώνοντας την αφήγηση πάνω στην περίτεχνα μεθοδευμένη αντίστιξη μεταξύ ενός ανδροπρεπούς περιβάλλοντος και της θηλυκής τρωτότητας, ο Χαντ συνθέτει μια εκπληκτική εικονοποιία.

Η εξιστόρηση της Κόνστανς εκδιπλώνεται αρκετό καιρό μετά από το πέρας των εχθροπραξιών. Στο διάστημα που μεσολάβησε ο πόλεμος στον οποίο πολέμησε, απαθανατίστηκε στις σελίδες ιστορικών βιβλίων. Η Κόνστανς διαβάζει αυτά τα βιβλία και γίνεται έξαλλη με τους εξωραϊσμούς τους και τις ανακρίβειές τους. Αφηγούνταν «την ιστορία σαν ποίημα». Δεν βρίσκει εκεί μέσα την αποφορά του αίματος, τις ανατριχιαστικές αντηχήσεις του πόνου, τα ερεβώδη ξέφωτα του θανάτου. «Στα βιβλία αυτά, οι γυναίκες είναι αγίες και άγγελοι, οι άντρες ευγενείς και θαρραλέοι, όλα γίνονται γρήγορα και ωραία, και τίποτα δεν μυρίζει αίμα».

Έχει ενδιαφέρον η κριτική της Κόνστανς στον βαθμό που στρέφεται εμμέσως ενάντια στο μυθιστόρημα του Χαντ, ο οποίος, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, υποδηλώνει τις τερατωδίες του πολέμου μέσα από την αντιπαραβολή τους με λυρικά γλωσσικά ιντερμέδια. Τελικά, φαίνεται πως η Κόνστανς αναθεώρησε την άποψή της σχετικά με τη συμβολή της ποίησης στην ιστορία, διότι το αφηγηματικό της ύφος είναι εντέλει εκείνο του Χαντ. Η μεταστροφή της οφείλεται στη συζήτησή της με έναν άντρα, ο οποίος προς το τέλος του βιβλίου τής αφηγείται τη δική του πολεμική ιστορία, προβαίνοντας σε παρόμοιες καλλωπιστικές επεμβάσεις, που αργότερα θα διαβάσει σε βιβλία ιστορίας.

Αντικρούοντας τις αντιρρήσεις της Κόνστανς για την παραπλανητική του ιστορία, ο άντρας τής λέει: «Αν πεις τα πράγματα με τον έναν αντί με τον άλλο τρόπο, μπορεί να σταματήσουν να σέρνονται γύρω σου στο κρεβάτι και να σου γδέρνουν τα μάγουλα με τα νύχια τους». Όταν στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος η Κόνστανς αρχίζει να μας αφηγείται την ιστορία της, φαίνεται πως έχει ενστερνιστεί απόλυτα την αφηγηματική προτροπή εκείνου του άντρα.

Μάλιστα, φτάνει στο σημείο να αποβάλει εντελώς από τη σκέψη της την αποδοκιμασία της για τους ευγενείς και θαρραλέους άντρες των βιβλίων, που φάνταζαν λες και «ήταν στρατιώτες στον πόλεμο των ουρανών». Σε μια μάχη βλέποντας να εφορμούν εναντίον του συντάγματός της καβαλάρηδες με γκρι στολές, ξαφνιάζεται από την αύρα ιπποσύνης που τους περιέβαλλε. «Σ’ εκείνη την έφοδο έβλεπες το κομμάτι του Νότου που άξιζε να μείνει ζωντανό».

«Σαν ιππότες έμοιαζαν. Κι έμοιαζαν σαν να μην είχαν πρόσωπα μαυρισμένα από το μπαρούτι αλλά να φορούσαν περασμένο στο μανίκι τους το σκουρόχρωμο μαντίλι μιας αρχόντισσας».

«Στο όνειρο που βλέπω δεν υπάρχει φεγγάρι, ούτε αστέρια, και είμαι χαμένη μέσα σε ένα πλήθος που κρατάει αναμμένους πυρσούς για να βάλει φωτιά στον κόσμο. Η φωνή της μητέρας μου και δεν μπορώ να τη φτάσω. Η φωνή της μητέρας μου πιο μακριά, ή εγώ πιο μακριά από αυτήν, καθώς το πλήθος μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Γίνονται γίγαντες και οι γροθιές μου πέφτουν βροχή στα γιγάντια πόδια τους».

Ο πόλεμος της Κόνστανς δεν αφορά τους σκλάβους του Νότου, αφορά τη λύτρωση της μητέρας της από τη δουλεία του φόβου, τη λύτρωσή της από την ντροπή. Εκείνη τη φρικτή νύχτα είχε σταυρώσει τα χέρια της και είχε σταθεί απέναντι στους άντρες με τους πυρσούς, ζητώντας τους να φύγουν. Όμως, ακαριαία κατάλαβε ότι αντιστεκόταν σε μια φρίκη που θα τη νικούσε. Τα χέρια της κρεμάστηκαν στα πλευρά της, η φωνή της τρεμούλιασε, δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της, ο φόβος την είχε βρει. Μες στην κουζίνα του σπιτιού που θα γινόταν στάχτη, η μαύρη γυναίκα ενσάρκωνε ένα ιώβειο πάθος. Ο Χαντ πυκνώνει θαυματουργικά το έρεβος εκείνης της νύχτας σε μια καρέκλα.

«Στο σπίτι πίσω μας, η γειτόνισσα καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με ένα μωρό στο κάθε χέρι. Τα μάτια της ήταν πανικόβλητα και έλεγε ένα τραγούδι που δεν είχα ξανακούσει. Κουνιόταν μπρος-πίσω σε μια καρέκλα που δεν ήταν κουνιστή».

Οι επόμενες μέρες, μέρες σκοτεινιασμένες «από τον μαύρο καπνό που ανέβαινε αργά αργά από τον σωρό της στάχτης που ήταν κάποτε το σπίτι της γειτόνισσας», έφερναν τη μητέρα της όλο και εγγύτερα στη θηλιά που θα κρεμούσε σε ένα δέντρο του αγροκτήματός της. Δεν της έμεναν αντοχές για άλλη βιαιοπραγία.

«Περίμενα ότι η μητέρα μου θα κατάφερνε να βάλει ένα καλό τέλος στη θλιβερή αυτή ιστορία, αλλά εκείνη έμεινε σιωπηλή, χωρίς να φορά στέφανο δικαιοσύνης στο μέτωπο, χωρίς να κραδαίνει μάχαιρα εκδικήσεως στο χέρι».

«Η μητέρα μου, ψηλή και δυνατή. Η μητέρα μου που όλη μέρα κουμάνταρε το βαρύ δρεπάνι και μετά έβγαινε και όργωνε στο φως του φεγγαριού».

Η μέρα που η Κόνστανς αναμετρήθηκε με τον φόβο της μητέρας της, ήταν η στερνή μέρα της νιότης της. Στον πόλεμο η μορφή της μητέρας της εμφανιζόταν μέσα σε μια «λίμνη από δάκρυα». Την έβλεπε «καθισμένη στο μπροστινό σκαλί με το πρόσωπο χωμένο μέσα στα μεγάλα της χέρια, τους ώμους της να ανεβοκατεβαίνουν και τα μάτια της […] στραμμένα μακριά από μένα σαν γυάλινες μαύρες χάντρες».

Με ένα εξίσου απαρηγόρητο, απόμακρο βλέμμα την αποχαιρέτησε ο Βαρθολομαίος όταν έφυγε για τον πόλεμο. Η Κόνστανς τον άφησε καθισμένο στο κατώφλι του σπιτιού τους με τα χέρια του τυλιγμένα σφιχτά γύρω από το στήθος του, «σαν να φοβόταν ότι τα πνευμόνια του θα τον εγκατέλειπαν».

«Τα μάτια του είχαν ένα απόμακρο βλέμμα, λες και ταξίδευαν ήδη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά για να με βρουν, παρόλο που στεκόμουν ακριβώς δίπλα του».

Ο πόλεμος της Κόνστανς μαίνεται στο αγρόκτημα που αφήνει πίσω της για να πάει στον Νότο. Είναι ένας πόλεμος φασματικός, που ρημάζει τη σκέψη και την καρδιά της. Ένα τραύμα ανοιχτό και ανεπούλωτο, που αδιάκοπα αιμορραγεί. Στη μακρά πορεία της στους λειμώνες του πολέμου συναντά μια μαύρη γυναίκα, που και εκείνη είχε βγάλει τα φουστάνια της για να συνταχθεί με τους Βόρειους. Και οι δύο είχαν ντυθεί τα μπλε για να πολεμήσουν τους γκρι. Η Κόνστανς τής προτείνει να μοιραστούν τον δρόμο. Συνοδοιπορούν για λίγο και η Κόνστανς προσπαθεί να τη διασκεδάσει με ευτράπελες ιστορίες της στρατιωτικής ζωής. Η γυναίκα εξοργίζεται με αυτή την απαράδεκτη ανεμελιά. Σωριάζει την Κόνστανς στο χώμα, την ακινητοποιεί και την αναγκάζει να ακούσει τη δική της ιστορία, μια ιστορία εξίσου τρομερή με τον εμπρησμό του σπιτιού της γειτόνισσας. Η οργή της μαύρης γυναίκας είναι απότοκη της συνειδητοποίησης πως η λευκή γυναίκα είχε πολεμήσει σε έναν άλλο πόλεμο, τον οποίο επεδίωκε να εξομοιώσει με τον δικό της. Σκύβοντας πάνω από το σώμα της Κόνστανς τής λέει: «Δεν πολέμησες τίποτε απ’ όλα αυτά», «δεν πολέμησες ούτε μια σπιθαμή απ’ αυτά».

Υπάρχει και κάτι άλλο όμως που εξοργίζει τη μαύρη γυναίκα, ο φόβος. Όταν είδε την Κόνστανς φοβήθηκε, διότι προς στιγμήν νόμισε πως αντίκριζε το «φάντασμα της παλιάς αφέντρας μου που ήρθε να μ’ αρπάξει».

Οι δύο γυναίκες προχωρούσαν ολομόναχες σε έναν δρόμο που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους φαιόχρωμος μέσα από ατέρμονες σπείρες οδύνης. Ήταν έγκλειστες και ασυντρόφευτες σε μια αδιαπέραστη ερημιά.

«Δεν ξέρω γιατί μου καρφώθηκε στο μυαλό αυτή η εικόνα ενός δρόμου άδειου από εμάς και από οτιδήποτε άλλο, εκτός από το φεγγάρι που τον έκανε να μοιάζει σαν άσπρη κορδέλα».

«Εσύ, Γενναίε Ας, γιατί κατατάχτηκες;» Ο στρατιώτης αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα του συνταγματάρχη του και εκείνος φαίνεται να κατανοεί το ανέφικτο της απόκρισης. «Σήμερα θέτω ερωτήματα που μεγαλώνουν τη σιωπή αντί να την περιορίζουν. Κάτι που ανήκει στη σφαίρα της λογοτεχνίας, όχι της διοίκησης».

Η Κόνστανς, υπεκφεύγοντας, του αποκρίνεται: «Κύριε συνταγματάρχα, είμαι καλός στρατιώτης και έχω πολεμήσει άξια για τον κοινό μας σκοπό». Αυτή η διαβεβαίωση δεν πείθει καθόλου τον συνταγματάρχη, ο οποίος, όπως είδαμε, αναζητεί τα κίνητρα του στρατιώτη Ας στη σφαίρα της λογοτεχνίας.

«Καλός στρατιώτης, ε; Αυτή τη φράση πλάθει το μυαλό σου; Αυτό αναδύεται μέσα από το μυστήριο που διάγει τον βαλτώδη βίο του ανάμεσα στ’ αυτιά σου;»

Σε μια άλλη συνομιλία τους η Κόνστανς του λέει: «Ήθελα μονάχα να πολεμήσω, κύριε συνταγματάρχα. Ήθελα μονάχα να φύγω μακριά για λίγο». Και όταν εκείνος της επισημαίνει πως αυτά είναι «δύο διαφορετικά πράγματα», εκείνη επιμένει. «Όχι, είναι το ίδιο πράγμα». Το λέει με μια βεβαιότητα από την οποία εξαρτά τη ζωή της και αρνείται να δώσει εξηγήσεις.

Όπως επισήμανα προεισαγωγικά, ολόκληρη την αφήγηση πυρπολεί αυτή η απορία, οι απώτεροι λόγοι για τους οποίους η Κόνστανς πάει στον πόλεμο. Η ηρωίδα φεύγει από έναν κατάσαρκο πόνο για να πάει σε ένα μέρος, όπου λυσσομανούσε ολούθε ο πόνος. «Όλος ο πόνος αυτού του κόσμου και του άλλου». Μες στα ορύγματα του πολέμου αναζητά έναν τάφο για τον πόνο της μητέρας της και τον δικό της. Θέλει να πάει όσο γίνεται πιο μακριά από τον θάνατο της μητέρας της, αλλά ποτέ δεν φτάνει αρκετά μακριά. «Δεν μπορείς να πας πιο μακριά από τα σκοτεινά σύνορα που χωρίζουν αυτόν τον κόσμο από τον άλλο».

Ο Νότος ήταν πολύ πιο σκοτεινός απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί η Κόνστανς. Ήταν ένα βαθύσκιωτο δάσος. «Πιο βαθύ και πιο σκοτεινό απ’ όσο νόμιζα όταν τράβηξα στην άκρη την κουρτίνα που το χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο». Και πάλι η εικονοποιητική τέχνη του Χαντ καθηλώνει με τη ζοφερότητα των αναπαραστάσεών της. Οι κατερειπωμένες παράγκες των σκλάβων, όπου έχασκαν ξεκλείδωτες οι αλυσίδες τους, κάνουν την Κόνστανς να σπαράζει από βουβό πόνο.

«Από μακριά, η παράγκα, με την πόρτα της να κρέμεται μισάνοιχτη από έναν μεντεσέ, έμοιαζε να οδηγεί σε ένα σκοτάδι που, αν το κοίταζες από πολύ κοντά, θα σε πήγαινε σε κάποιο μέρος από το οποίο θα έπρεπε να παλέψεις σκληρά για να ξαναβγείς».

«Περάσαμε από ένα παλιό δημοπρατήριο σκλάβων, που είχαν ξηλώσει την επιγραφή του και είχαν σπάσει την μπροστινή πόρτα, μαζί με την κάσα, σίγουρα για να διευκολύνουν […] την έξοδο των φαντασμάτων που συνέχιζαν να σφυρίζουν εκεί μέσα».

Η Κόνστανς διασχίζει ένα γυμνό και καμένο τοπίο, φυτεμένο με άταφα οστά, που ανέδιδε την απόπνοια από τις φλόγες του πολέμου. Η γη που πατούσε ήταν βαριά από ψιθύρους και οιμωγές φαντασμάτων. Καυτή από μια ακατάσβεστη φωτιά που την έκαιγε σύγκορμη, «σαν να είχαμε τραυματιστεί πριν μπούμε καν στη μάχη και είχαμε γίνει ήδη κομμάτι της αιώνιας θλίψης και δόξας του κόσμου».

Σε μια άκρη αυτού του ατέρμονου τοπίου ένα αγόρι σερνόταν, ενόσω μια κηλίδα αίμα κυλούσε από τη γωνιά των χειλιών του. «Κάθε μισό μέτρο έβηχε και η κηλίδα απλωνόταν. Στα σκονισμένα του μάγουλα έτρεχαν δάκρυα. Κοίταζε συνεχώς γύρω του, ζητούσε νερό. Σερνόταν προς έναν τάφο που θα άνοιγε από στιγμή σε στιγμή».

Στην πλατεία ενός χωριού εκτυλισσόταν ένα παράξενο τελετουργικό. Κόσμος πολύς περικύκλωνε μια καρέκλα, στην οποία όποιος καθόταν έλεγε την ιστορία του κρατώντας ένα λουλούδι. Μες στο πλήθος η Κόνστανς ξεχωρίζει ένα μωρό στην αγκαλιά της μητέρας του. Φαινόταν «ότι δεν του έμελλε να ζήσει πολύ σε τούτο τον σκοτεινό κόσμο. Θαρρείς και μια παγωμένη πάχνη είχε πέσει στο μέτωπό του για να χαράξει τα σημάδια της. Ράγιζε η καρδιά σου να το κοιτάς. Ένα μωρό με κεφάλι μικρό σαν μήλο. Μόνο τα σκουλήκια έλειπαν».

Μια ακόμα εφιαλτική, πανέμορφη σκηνή. Σωριασμένη σε ένα τυφλό, σκοτεινό σοκάκι, η Κόνστανς ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά τον θάνατό της. «Έμεινα πολλή ώρα εκεί, με τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζοντας τον ουρανό πέρα από τους τοίχους, τ’ αστέρια πέρα από τον ουρανό, τον θάνατό μου πέρα από τ’ αστέρια, το απόλυτο σκοτάδι πέρα από τον θάνατό μου».

«Είμαι καλός στρατιώτης» είπε η Κόνστανς στον συνταγματάρχη της, αλλά δεν του είπε τίποτα για τα σκουλήκια που την έτρωγαν, τα σκουλήκια που την είχαν φέρει στα ολοσκότεινα βάθη του πολέμου. Οι εικόνες, οι μυρωδιές και οι ήχοι του παρελθόντος την έκαιγαν ακόμα, της χαράκωναν το δέρμα και την ψυχή.

«Ήταν […] ακόμα εκεί, οι μυρωδιές, οι ήχοι και οι εικόνες, και με ροκάνιζαν σαν σκουλήκια που σέρνονταν μέσα στις τρύπες τους, κι ύστερα ήρθαν άλλα σκουλήκια για να φάνε κι αυτά και να τους κάνουν παρέα. Λίγο αργότερα […] έφτιαξα τον μπόγο μου και πήγα στον πόλεμο».

Η Κόνστανς βγάζει τα φουστάνια της και ντύνεται τη μπλε στολή των Βόρειων. Περισσότερο απ’ ό,τι για να πολεμήσει, μεταμφιέζεται για να αποδράσει από όλα εκείνα που την κατέτρωγαν. Η αποξένωσή της απέναντι στον Αμερικανικό Εμφύλιο δεν οφείλεται μόνο στο ότι είναι μια λευκή γυναίκα, αλλά και στο γεγονός ότι είναι εντελώς καταβυθισμένη στην ιδιωτική της συντέλεια. Το ιδιωτικό μετατρέπεται σε συλλογικό από τη στιγμή που ο θάνατος της μητέρας της προκύπτει σαν παράπλευρη απώλεια της γενικευμένης βίας. Έτσι, η Κόνστανς δυσκολεύεται να αποδεχθεί τον σφοδρό παραλογισμό του εμφυλίου. Στα μάτια της οι μπλε στολές δεν διαφέρουν και πολύ από τις γκρι.

«Αν φορούσαμε τα ίδια χρώματα, θα νόμιζες ότι κοιταζόμασταν στον καθρέφτη. Λες και η ουσία της υπόθεσης ήταν ότι εμείς ετοιμαζόμασταν να πυροβολήσουμε τον εαυτό μας, και το άλλο μισό, ο καθρέφτης, ετοιμαζόταν να ανταποδώσει τα πυρά».

Στον απόηχο μιας ακόμα μάχης, η Κόνστανς βρίσκεται ξανά περισφιγμένη από τους απόκοσμους ψιθύρους των νεκροζώντανων. «Τα φαντάσματα των νεκρών γελούσαν από ψηλά με όσα κείτονταν σφαγμένα, καμένα, τσακισμένα ή μισοπεθαμένα στο έδαφος. Ήταν δικοί μας και δικοί τους αυτοί που είχαν πέσει λαβωμένοι, και δεν υπήρχε τρόπος να ξεχωρίσεις τι χρώμα είχε η στολή απ’ όπου έβγαιναν τα βογκητά».

Την περίοδο που ήταν αιχμάλωτη στο τρελοκομείο, η Κόνστανς διέφευγε από την οδύνη των βασανιστηρίων κρυμμένη σε παραισθήσεις, όπου έβλεπε τον εαυτό της να διασχίζει ξανά τη φλεγόμενη ύπαιθρο για να βρεθεί σε μια μάχη, «που τώρα κατέκαιγε ολόκληρο τον κόσμο». Οι πολεμιστές είχαν τρελαθεί, δεν ήξεραν πια πού έπρεπε να πυροβολήσουν. «Οι πολεμιστές είχαν μπερδέψει τις στολές τους και στέκονταν σαστισμένοι, προσπαθώντας να καταλάβουν σε ποια μεριά έπρεπε να στρέψουν τα όπλα τους».

«Ο θάνατος ήταν το εσώρουχο που φορούσαμε όλοι».

Όταν τραυματίζεται στο μπράτσο, η Κόνστανς διακρίνει πάνω στο δέρμα της τη φονική τραγικότητα της εμφύλιας σύρραξης. «Μέρα με τη μέρα, η πληγή στο μπράτσο μου έκλεινε. Έσμιγαν, θαρρείς, τα κομμάτια της σάρκας μου σαν δυο εξαθλιωμένοι λόχοι που δεν ήξεραν ακόμα ότι πολεμούσαν στην ίδια πλευρά».

Ίσως έχει σημασία το ότι το πιο σοβαρό τραύμα της Κόνστανς στον πόλεμο ήταν αυτή η πληγή στο μπράτσο. Λίγες μέρες πριν σκαρφαλώσει στο δέντρο με ένα σκοινί στα χέρια, η μητέρα της της είχε διηγηθεί ένα παραμύθι. Έπειτα την καληνύχτισε και την ακούμπησε στο μπράτσο. «Αργότερα, κοίταζα συχνά το μπράτσο μου και μου φαινόταν ότι έβλεπα ένα σημάδι εκεί όπου με είχε αγγίξει. Ποιος ξέρει αν ήταν μονάχα στη φαντασία μου; Ποιος ξέρει τι μένει πάνω μας όταν μας αγγίζουν;»

«Κανείς ποτέ δεν θα σ’ αγαπήσει τόσο αληθινά όσο αληθινό είναι το μπλε σε τούτο το μπλε παπούτσι», της είχε πει κάποτε ο Βαρθολομαίος. Όταν κοίταξε το παπούτσι του, η Κόνστανς δεν είδε μπλε. «Ήταν κάτι σαν μπλε». Κάτι σαν μπλε ήταν και η στολή της. Ο δικός της πόλεμος δεν ήταν ακριβώς πόλεμος.

Ο Χαντ δραματοποιεί μια ιστορία αγάπης καταμεσής του πολέμου. Όπως η βία, η αγάπη απλώνεται σε πολλαπλές αποχρώσεις. Η Κόνστανς πολεμά από αγάπη για τη μητέρα της. Η γενναιότητά της την καθιστά ικανή για αποκρουστικές ωμότητες. Την ίδια στιγμή η σκληρότητά της αποκαλύπτει έναν τρεμάμενο από το πένθος ψυχισμό. Παράλληλα, το εμπόλεμο παρόν (διηγημένο εκ των υστέρων σε αόριστο) διεμβολίζεται διαρκώς από εξαίσια φεγγοβολήματα του παρελθόντος καθώς και από παρηγορητικές διαφυγές στη φαντασία. Η σύζευξη της συντριπτικής φρίκης με την ακατάβλητη ομορφιά, το δεσπόζον μοτίβο του μυθιστορήματος, προσφέρει σελίδες συνταρακτικής εικονοποιητικής δύναμης. Η συναίρεση μιας αρρενωπής γλωσσικής εκφοράς με έναν μεστό λυρισμό γυναικείου φύλου καταδεικνύει την υψηλότατη αφηγηματική τεχνική.

Όσον αφορά την τεχνική, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια σκηνή, που το νόημά της αποκαλύπτεται στην κατακλείδα του βιβλίου. Την περίοδο του εγκλεισμού της στο φρενοκομείο, η Κόνστανς συναντιέται με τον συνταγματάρχη. Εκείνη είναι καταρρακωμένη από τα βασανιστήρια, εκείνος, ο τιμωρός της, καταβεβλημένος από τον πόλεμο αλλά αγέρωχος. Η τεταμένη συνάντησή τους λαμβάνει χώρα σε ένα όμορφο δωμάτιο. «Υπήρχαν δυο πολυθρόνες και ένα τραπέζι που στη μέση του έστεκε ένα βάζο γεμάτο ξεραμένα λουλούδια». Ο συνταγματάρχης παίρνει το βάζο με τα λουλούδια και το ακουμπάει στο πάτωμα. Στο τέλος της συνομιλίας σηκώνει το βάζο και το βάζει ξανά στο τραπέζι. Θα χρειαστεί να φτάσουμε στην τελευταία σελίδα για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτή η μετατόπιση του βάζου.

Η προαναφερθείσα σκηνή είναι δηλωτική της δεξιοτεχνίας του Χαντ στον υπαινιγμό. Η υπαινικτικότητα διαρρηγνύει τον ρεαλισμό της αφήγησης, αφήνοντάς την διάτρητη για να δεξιωθεί την υποφώσκουσα ποιητικότητα της πραγματικότητας. Η φυγή της Κόνστανς είναι μια υπόθεση του μυαλού. Ο δικός της πόλεμος μαίνεται κατάστηθα, στα έγκατα της ψυχής της, τη μήτρα του πόνου.

Το μυθιστόρημα του Λερντ Χαντ καταθέλγει τον αναγνώστη με την αριστοτεχνική του γραφή, την καθηλωτική εικονοποιία, τις ψυχογραφικές εμβαθύνσεις, τις υφέρπουσες αντιστίξεις, τις υφολογικές μετατροπίες, αλλά οπωσδήποτε και χάρη στην κορυφαία μεταφραστική εργασία του Χρήστου Οικονόμου.

neverhome polis
public logo link

The post Κάτι σαν μπλε appeared first on Literature.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *