ceb8ceb5ceb9ceaccf86ceb9 cebaceb1ceb9 ceaccebbcebbceb1 ceb4ceb1ceb9cebccf8ccebdceb9ceb1 cf84ceb7cf82 ceb3cf81ceb1cf86ceaecf82

ΘΕΙΑΦΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ (ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ)

Η συγγραφή είναι πράξη ελευθερίας αλλά για ποια ελευθερία μιλάμε σήμερα όταν παράγοντες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε όπως η κλιματική αλλαγή, οι πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις και πρόσφατα η υγειονομική κρίση μας οδηγούν σε αποκλεισμούς, εγκλεισμούς, οπισθοχωρήσεις. Ωστόσο η συγγραφή, ευτυχώς ακόμη, στις δημοκρατίες είναι μια πράξη που δεν ελέγχεται, δεν περιορίζεται , δεν χειραγωγείται. Μια τέτοια περίπτωση γραφής έχουμε εδώ σήμερα σε ένα βιβλίο που αποτελείται από διηγήματα και κείμενα που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε ημερολογιακή καταγραφή που αφορά τον Απρίλιο του 2020 στην διάρκεια δηλαδή του πρώτου lock down. Αν κάποιος διαβάσει ξεχωριστά το ημερολόγιο διαπιστώνει σύντομα πως δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη καραντίνα, ο όρος covid 19, ούτε καν ο όρος πανδημία. Η απομάκρυνση από τις λέξεις με τις οποίες ντύθηκε ως το λαιμό η σκοτεινή καθημερινότητα εκείνων των ημερών καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα την συγκατοίκηση του ημερολογίου της με τα κείμενά της αφού η καταγραφή του εγκλεισμού γίνεται το εφαλτήριο ενδοσκόπησης και στοχασμού.

Η συγγραφέας δημιουργεί αυτό το πρωτότυπο και αξιανάγνωστο έργο συνομιλώντας με δικά της κείμενα που είναι πάντα επίκαιρα καθώς κεντρικό τους θέμα είναι ο άνθρωπος και η αγωνία της ύπαρξης. Θίγει ζητήματα κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά μιλώντας με ενσυναίσθηση και ευαισθησία για την προσφυγιά, την κατάθλιψη, τη μοναξιά και το περίπλοκο των ανθρώπινων σχέσεων. Οι ήρωές της είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άστεγοι του απέναντι δρόμου, νέοι που βιώνουν αδιέξοδα, ηλικιωμένοι που αποζητούν το ελάχιστο χάδι στοργής. Αλλά υπάρχουν και κείμενα όπου κυριαρχούν παιδικές μνήμες και σκιρτήματα εφηβικά καθώς μας μεταφέρει στο μοναδικό για ένα παιδί, σύμπαν του γενέθλιου τόπου της. Αποτυπώνει με παραστατικό και γλαφυρό ύφος την ανεκτίμητη ομορφιά της φύσης και την αντιπαραβάλει με το γκρίζο, μονότονο και προπάντων μοναχικό για τους ανθρώπους αστικό τοπίο. Δημιουργεί μια παλέτα συναισθημάτων που βρίσκονται σε αρμονία με την τοπιογραφία του κάθε κειμένου.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 5 κεφάλαια με χαρακτηριστικούς και συμβολικούς τίτλους: Έτσι στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο: «Στη μέσα Χούνη» συναντάμε εικόνες δύσκολες από τον πυκνό αστικό ιστό της πλατείας Βάθης όπου άνθρωποι και σπίτια παρακμάζουν. Άστεγοι, απόκληροι και περιθωριοποιημένοι είναι οι ήρωες των διηγημάτων της πρώτης ενότητας. Ανθρώπινα ερείπια της πλατείας Βάθης. Πασχίζουν να διασώσουν την ανθρωπιά τους στα χρόνια της βαθιάς κρίσης που οδηγεί αθώους και αδύναμους στην εξαθλίωση, ενώ η συγγραφέας θρηνεί για την χαμένη αθωότητα μιας ολόκληρης γενιάς όπως χαρακτηριστικά περιγράφει στην σελ. 19: «Στην αρχή έριχνα μια γρήγορη ματιά και απομακρυνόμουνα βιαστικά. Αργότερα απέφευγα και να κοιτάω. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι γύρω μου. Κυκλοφορούσαμε στη γειτονιά βιαστικοί και ζωηροί. Δεν ξέρω τους λόγους που είχαν οι άλλοι, γιατί δηλαδή δεν βοηθούσαν ους πεσμένους ανθρώπους, που βλέπαμε στη γειτονιά όλες τις ώρες ημέρα και νύχτα. Εμένα πάντως με πάγωνε ο φόβος. Σαν όρθια λαμαρίνα κρύα και εχθρική μου φαινόταν. Ήτανε μια χορδή που παλλόταν και μου σκοτείνιαζε το μυαλό, απλωνόταν στο πρόσωπό μου και σε ανύποπτο χρόνο μου έφερνε δάκρυα. Ο πεσμένος άνθρωπος αβοήθητος κι εγώ δεν έκανα τίποτα. Ήθελα να θρηνήσω για μια αθωότητα που δεν έβρισκα να αγγίξω».

Θέλω να σταθώ σ’ αυτή την τελευταία φράση του αποσπάσματος. Η συγγραφέας θρηνεί και διαμαρτύρεται μέσω της γραφής πασχίζοντας να μη χαθεί η ικμάδα της ελπίδας για τον κόσμο που ονειρεύτηκε. Όμως κάποτε οι λέξεις φαντάζουν τόσο φτωχές μπρος στην αδυσώπητη πραγματικότητα των αστέγων, των πνιγμένων προσφύγων, της εξαθλίωσης.

Στις 3/4/2020 μεταξύ άλλων γράφει: «Γι’ αυτό σου λέω ότι τρελαίνομαι. Καταλαβαίνω πως δε φταίει η εποχή ούτε το ότι έτυχε σε μένα τώρα να ζω δίπλα σε τούτους εδώ τους αποσυνάγωγους. Σε όλες τις εποχές άνθρωποι-σκουπίδια», ενώ αλλάζει διάθεση σε λίγες ημέρες καθώς νοσταλγεί τον τόπο της παιδικότητας: «Την ίδια ώρα στο Νότο, στην αυλή της μάνας μου, οι γυναίκες ξεκινάνε να γειτονέψουν. Είναι ένας παλιός κόσμος που έζησε τον πόλεμο και την αρχαία ζωή. Κλείνουν την τηλεόραση και μιλάνε μεταξύ τους».

Ένας κόσμος που λιγοστεύει, μα δεν έχει εντελώς χαθεί, είναι το αντίπαλο δέος στην αγωνία και τη λύπη μπροστά στην εξαθλίωση. Η επιθυμία για γνήσια και ειλικρινή ανθρώπινη επαφή είναι άκρως παρηγορητική. Αρκεί μερικές φορές να κλείσουμε την τηλεόραση.

Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο: «and also the trees» η συγγραφέας προαναγγέλλει πως έχει ανάγκη να μιλήσει για το παρελθόν. Αυτό που μας καθορίζει και βλασταίνει αδιάκοπα μέσα μας. Τα βιώματα του γενέθλιου τόπου έχουν την πρωτοκαθεδρία σε αυτό το κεφάλαιο αφού η πραγματικότητα είναι ζοφερή και ανυπόφορη: Στις 12/4/2020 σημειώνει: «Μαζεύτηκαν πολλά και δε χωρούν στο δωμάτιο. Μουχλιάζουν οι τοίχοι. Πρέπει να βγούμε στον ήλιο και στον αέρα. Να στεγνώσουμε. Σαν τον μυθικό Ανταίο να πατήσουμε τη γη. Στο Νότο. Εκεί το χώμα είναι στεγνό. Το φως του ήλιου σκληρό. Ας φύγουμε απ’ την πόλη να περπατήσουμε στο Νότο.»

Η Ελένη Γούλα αναπαριστά την σημαντικότερη σχέση των ανθρώπων της επαρχίας, που δεν είναι άλλη από τη σχέση με τη γη τους. Μιλά για την ελαιοσυγκομιδή, το κλάδεμα, το θειάφισμα και το γαλάζωμα αποκαλύπτοντας πως ειδικά τα παιδιά βίωναν τις καλλιεργητικές φροντίδες σαν γιορτή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ντοπιολαλιά που συναντάμε με αποκορύφωμα την εξαιρετική αφήγηση της μητέρας της στα σχόλια της σελ. 68.

Η συγγραφέας μιλά για την μαγική σιωπή εκείνης της εποχής που οδηγούσε τον άνθρωπο σε μια άλλης μορφής ηδονή. Δανείζεται τον στίχο του Κ.Π. Καβάφη για να καταλήξει χρόνια μετά πως ευτυχώς η ίδια είχε ενδώσει σ’ αυτόν τον πρωταρχικό και ακατέργαστο έρωτα για τη φύση: «Το Σύνταγμα της Ηδονής χωρίς να το ξέρω, είχε φτάσει στα μέρη μου. Ξεσήκωνε η μουσική την καρδιά Γαλαζώματα, κλαδέματα και το μεγάλο μυστήριο του θειαφείσματος , είχαν γίνει μακρινά.» Και φυσικά δεν μπορούσε η ηρωίδα να μείνει πια στην επαρχία. Είχε φτάσει το Σύνταγμα της Ηδονής. Είχε ξυπνήσει πόθος, η δική της επιθυμία για ζωή. Δε μπορούσε να κάτσει εκεί να καθορίζουν τη ζωή της οι άλλοι.

Κι επειδή οι ιστορίες ζουν πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους, οι αναγνώστες έχουμε την τύχη ν’ αναβιώσουμε το άπλωμα της σταφίδας –μια δύσκολη και επίπονη διαδικασία– σαν μια διαδικασία συνάντησης και θαλπωρής που λειτουργεί όπως το παραμύθι πριν τον ύπνο. Νεράιδες που τρώνε κάτω από συκιές κι αβάφτιστα νεκρά παιδιά που γίνονταν σμερδάκια στροβιλίζονταν έξω από τα πλίθινα σπιτάκια της σταφίδας. Μ’ έναν εξαιρετικό παραλληλισμό μιλάει η Ε. Γούλα για τη διαχρονική αξία της προφορικής ιστορίας που είναι δυνητικά γραπτή, όπως το σταφύλι γίνεται σταφίδα, κρατώντας τα πολύτιμα σάκχαρα. «Κάτι ιστορίες με ονοματεπώνυμα. Τέτοιες σαν τις λέξεις που μαζεύονται τώρα να περιγράψουν τον τρύγο το γαλάζι και τα άλλα δαιμόνια. Που στριμώχνονται σαν τις ρώγες κάτω από τον ήλιο να στεγνώσουν. Να μείνει μόνο η ψίχα και το μέλι.» Την ψίχα και το μέλι της παιδικής και εφηβικής ζωής προφυλάσσει από τη λήθη με την γραφή της.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο «Προζύμι και μαγιά». Η αλληγορία του ζυμώματος αφορά στην μετουσίωση του βιώματος σε τέχνη.

Στο τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ως χαρίεν» η ζωή περιγράφεται σαν μια φωτιά που χρειάζεται κατάλληλα ξύλα και φροντίδα. Μιλάει για τα πάθη του ανθρώπου, τις σχέσεις στη σύγχρονη εποχή, την ηλεκτρονική, χωρίς να τη δαιμονοποιεί όπως στο υπέροχο διήγημα με τίτλο: «Η ομορφιά του κόσμου». Έτσι κλείνει το βιβλίο της η Ελένη Γούλα και είναι τόσο παρηγορητικό αυτό στις ημέρες που ζούμε σήμερα. Μέρες σκοτεινιασμένες από την καταχνιά του πολέμου και την απειλή μια παγκόσμιας σύρραξης: «Η ομορφιά του κόσμου δεν τελειώνει ποτέ. Να το θυμάσαι αυτό. Ο τελευταίος μου λόγος, αυτός που θέλω να σου αφήσω τελευταίο».

Μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου ο αναγνώστης προβληματίζεται για τα δεινά της εποχής μας, μα το σημαντικότερο είναι πως καταλαβαίνει πως μόνο με την αλληλεγγύη έχει ελπίδα ο κόσμος μας. Το θειάφι και άλλα δαιμόνια μας θυμίζουν πως δεν μπορούμε ν’ αποστρέφουμε το βλέμμα από την ασχήμια και τη δυστυχία που μας περιβάλλουν, όμως την ίδια στιγμή τα μάτια της ψυχής μας πρέπει να είναι πάντα άγρυπνα, πάντα ανοιχτά.

Θα κλείσω την παρουσίαση μου με ένα απόσπασμα της ημερολογιακής καταγραφής: «Ο μεγάλος δρόμος απλώνεται τώρα μπροστά. Όλο απλώνεται και μακραίνει. Βουίζουν οι λέξεις, οι φωνές, οι τρόποι. Με την ψυχή προχωράς. Δεν έχεις παρά την ψυχή σου. Στην κόψη της μέρας φουσκώνει η καρδιά στο στήθος. Δεν είναι να ξεχαστείς έτσι που ξεκίνησες πια» το οποίο νομίζω συμπυκνώνει τις συγγραφικές της προθέσεις και το δικό μου βλέμμα πάνω στη συλλογή της που αποτελείται από κείμενα ψυχής.

⸙⸙⸙

[*Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην αίθουσα Ακρίτας στην Καλαμάτα. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

271764969 3140318882911221 8024658628758937648 n

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *