ceb8ceb1 cf84ceb9cf82 cebacebbcf89cf84cf83cebfcf8dcebcceb5cebdceb5 cf84ceb9cf82 cebbcebfcf85cebacebfcf85cebcceacceb4ceb5cf82 ceb1cf86

Θα δημοσιεύσω σήμερα ένα διήγημα που μου ήρθε με μέιλ από έναν άγνωστο (σε μένα) φίλο του ιστολογίου, ο οποίος μου λέει ότι μας διαβάζει εδώ και καιρό και αποφάσισε να μας στείλει για δημοσίευση ένα αφήγημά του, εις ύφος Παπαδιαμάντη ή Μωραϊτίδη, και μάλιστα γραμμένο σε πολυτονικό. 

Μου άρεσε το αφήγημα και χωρίς άλλα εισαγωγικά το δημοσιεύω. Προσθέτω απλώς την εικόνα με τους λουκουμάδες.

lokma

Θά τίς κλωτσούμενε τίς λουκουμᾶδες

Ἀφήγησις παιδιόφραστος (χάριν παιδιᾶς τοῦ γράφοντος)

Σημείωσις: Πρός διευκόλυνσιν τῆς ἀναγνώσεως αἱ παραπομπαί τίθενται κάτωθι τῶν ἀντιστοίχων παραγράφων.

 

«Ἅμα τό κάνουμ᾿ ἔτσι κι ἐμεῖς, θά τίς κλωτσούμενε τίς λουκουμᾶδες», ἀνεφώνησεν ὁ Γιάννης ὁ Πυρίλας, μόλις ἤκουσε τά νέα.

Ἡ εἴδησις, διατρέξασα τόν μικρόν παραθαλάσσιον οἰκισμόν μέ ταχύτητα ἀστραπῆς, ἔφθασεν εἰς τά ὦτα τῆς μικρᾶς ὁμηγύρεως τῶν ἀνδρῶν, οἵτινες ἐκάθηντο νωχελικῶς ὐπό τήν σκιάν τῶν εὐκαλύπτων τῆς αὐλῆς τοῦ παραλιακοῦ καφφενείου, ῥοφοῦντες ἡδονικῶς τόν καφφέν των, τήν πρωΐαν τῆς Κυριακῆς, 27ης Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1989.

Τό ἀστραπιαῖον τῆς διαδόσεως τῶν νέων δέν ἦτο ἀπορίας ἄξιον διά τούς παροικοῦντας τόν μικρόν οἰκισμόν. Κυρία αἰτία, πλήν τοῦ φιλερεύνου τῶν κατοίκων, ἡ πυκνοτάτη δόμησίς του. Kατά τήν ρῆσιν θυμοσόφου ἐντοπίου ἁλιέως, ὁσάκις  πέρδεταί τις, ἀφυπνίζονται ἅπαντες οἱ κοιμώμενοι συγχωριανοί του.

«Μωρέ μπράβο ὁ Τζίμης», παρενέβη  ὁ συνταγματάρχης, «καί μοῦ ᾿κανε τόν ψόφιο κοριό. Γι᾿ αὐτό δέ φάνηκε ἀκόμα».

«Συνταγματάρχης» ἀπεκαλεῖτο ὑπό τῶν ἐντοπίων, χάριν συντομίας ἢ κολακείας, ἴσως καί ψηγμάτων φόβου, καταλοίπων τῆς «ἐθνοσωτηρίου». Κατά τήν, σχεδόν τριακονταπενταετῆ, ὑπηρεσίαν του εἰς τό στράτευμα, κατώρθωσεν -μετά βίας- νά ἀναρριχηθῇ εἰς τόν βαθμόν τοῦ ταγματάρχου, λαβών τόν βαθμόν τοῦ ἀντισυνταγματάρχου ἅμα τῇ ἀποστρατείᾳ του. Ἀποκόψαντες τό «ἀντι-» οἱ ἀγαθοί νησιῶται τόν προήγαγον κατά μίαν βαθμίδα εἰς τήν κλίμακα τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας. Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἀφαίρεσις προσέθεσεν! Δικαίως, λοιπόν, ἐφούσκωνεν ὡς διάνος, ὁσάκις τόν προσηγόρευον «κύριε συνταγματάρχα» ἢ «συνταγματάρχα μου» — τό δεύτερον οἱ ἔχοντες στενοτέραν μετ᾿ αὐτοῦ  σχέσιν.

Κατετάγη κατά τήν διάρκειαν τῆς ἀδελφοκτόνου συρράξεως ὡς ἁπλοῦς στρατιώτης, προαχθείς -ἐπ᾿ ἀνδραγαθίᾳ- εἰς δεκανέα κατά τάς μάχας τοῦ Γράμμου, ὅτε, ἐρευνῶν τά θυλάκια νεκροῦ ἀγγελιαφόρου τῶν ἀνταρτῶν ὅπως ἀφαιρέσῃ χρήματα ἢ τιμαλφῆ, ἀνεῦρε καί παρέδωσεν ἁρμοδίως σημείωμα περιέχον σημαντικάς πληροφορίας. Ἀκολούθως δέ, ἐπέδειξεν ἰδιαίτερον ζῆλον εἰς τήν συλλογήν πληροφοριῶν, παρακολουθῶν τάς συζητήσεις τῶν στρατιωτῶν τοῦ λόχου καί ἀναφέρων σχετικῶς εἰς τόν ἁρμόδιον ἀξιωματικόν τοῦ A21

 

[1] Α2: Στρατιωτικόν Γραφεῖον Πληροφοριῶν, Ἀντικατασκοπείας καί τῶν συναφῶν

 

Τελικῶς, μετά τήν περάτωσιν τῆς θητείας του, παρέμεινεν εἰς τό στράτευμα ὡς μόνιμος ὑπαξιωματικός.

Ἠκολούθησεν τό Ἐκστρατευτικόν Σῶμα Ἑλλάδος εἰς Κορέαν, ὅπου διεκρίθη εἰς τάς ἐκ τοῦ συστάδην μάχας μέ τάς δυστυχεῖς ἐγκλείστους τῶν οἴκων ἀνοχῆς.

Ὑπῆρξεν ἔνθερμος ὀπαδός τῆς Ἀπριλιανῆς Δικτατορίας. Μετά τήν Μεταπολίτευσιν τοῦ 1974 παρέμεινεν εἰς τό στράτευμα, ὡς καί πλεῖστοι τῶν ὁμοϊδεατῶν του, χαρακτηρισθέντες «σταγονίδια» ὑπό τοῦ Ποντίφηκος2, κατά τήν Ρωμαϊκήν παράδοσιν, ἢ Κιοπρουλῆ3,  κατά τήν Ὀθωμανικήν τοιαύτην, ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Ἀμύνης.

 

2 Ποντίφηξ: γεφυροποιός (κατά κυριολεξίαν), ἐκ τοῦ λατινικοῦ pontifex [< pons (= γέφυρα) + facere (= ποιῶ)]

3 Κιοπρουλῆς: ὄνομα ὀθωμανικῆς οἰκογενείας ἀξιωματούχων, μέλη τῆς ὁποίας ἔλαβον τό ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Βεζύρη· ἐκ τοῦ τουρκικοῦ köprülü: γεφυροποιός

 

Ὁ Τζίμης, μόνιμος ἀντίπαλος τοῦ συνταγματάρχου εἰς τό τάβλι καί τά καφφενειακά χαρτοπαίγνια, καί πρεσβύτερος αὐτοῦ κατά μίαν δεκαετίαν περίπου, εἶχε ζήσει ἐν Καναδᾷ ἐπί τεσσαράκοντα καί πλέον ἔτη, ἐξ οὗ καί τό προσωνύμιον «Ἀμερικάνος»· διά τούς συντοπίτας του Καναδᾶς καί Ἀμερική ἦσαν ἓν καί τό αὐτό, παρά τάς ἀόκνους προσπαθείας του νά τούς πείσῃ περί τοῦ ἀντιθέτου. Μή δυνάμενος νά τούς μεταπείσῃ διά τῶν λόγων, προέβη εἰς θεαματικήν χειρονομίαν, ὑψώσας εἰς τόν ἐξώστην τῆς οἰκίας του, παραπλεύρως τῆς κυανολεύκου, τήν ἐρυθρόλευκον σημαίαν τοῦ Καναδᾶ. Ἡ ἐνέργεια αὕτη, φεῦ, ἐπέφερεν ἀποτέλεσμα ἀντίθετον τοῦ ἐπιδιωκομένου· ἀντί τῆς ἀπαλείψεως τοῦ προσωνυμίου «Ἀμερικάνος» ἀπέκτησεν καί ἕτερον.

Μόλις εἶδεν τήν σημαίαν ὁ Δημητράκης, ἀναδεξιμιός τῆς συζύγου του, ἠρώτησεν ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ του:

«Εἶντα συκοφυλλάρα εἶναι τούτη πού ἠκρέμασες στό μπαλκόνι, νονέ;»

Ὁ μικρός ἐξέλαβεν τό φύλλον σφενδάμου, τό κοσμοῦν τήν ἐν λόγῳ σημαίαν, ὡς συκόφυλλον.

Παρατυχών συντοπίτης τό ἤκουσεν καί τοῦ τό «ἐκόλλησαν»: «Συκοφυλλάρας».

Τό βαπτιστικόν του ὄνομα ἦτο Δημήτριος, μετατραπέν εἰς Τζίμης μετά τήν ἐγκατάστασίν του ἐν Καναδᾷ, ὅπου ἀφίχθη κατά περιπετειώδη τρόπον.

Γόνος πτωχῆς οἰκογενείας, ὀρφανός ἐκ πατρός, ἔζη μετά τῆς μητρός του εἰς χωρίον κείμενον εἰς τά Νοτιόχωρα τῆς μυροβόλου νήσου. Μή διαθέτοντες οὐδέ σπιθαμήν γῆς, μηδέ «πράσινον φύλλον», ἐξενοδούλευον. Αἱ δύο ἀδελφαί του ἦσαν ψυχοκόραι, τοῦτ᾿ ἔστιν ἄμισθοι οἰκότροφοι ὑπηρέτριαι, εἰς πλούσια καπετανόσπιτα τῆς νήσου, ἐνῷ αὐτός καί ἡ μήτηρ του εἰργάζοντο, ὡς ἡμερομίσθιοι, εἰς ἀγροτικάς ἐργασίας παντός εἴδους.

Ἡ κυρία ἐργασία των ἦτο εἰς τήν μαστιχοπαραγωγήν. Ἐξεκίνουν ἀπό τήν περιποίησιν τῶν μαστιχοφόρων σχίνων καί τήν προετοιμασίαν τοῦ ἐδάφους πέριξ τοῦ κορμοῦ, δι᾿ ἐπιστρώσεως λευκοῦ χώματος, καταλλήλου διά τήν συλλογήν τῆς μαστίχης. Ἠκολούθει τό «κέντος», ἡ χάραξις τοῦ κορμοῦ διά νά στάξουν ἐπί τοῦ στρωθέντος χώματος τά πολύτιμα δάκρυα τῶν σχίνων. Ἡ συλλογή τῆς μαστίχης ἀπό τοῦ ἐδάφους ἐγίνετο πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν βροχῶν. Αἱ ἐπίπονοι ἐργασίαι κατέληγον εἰς τά «παστρέμματα», δηλονότι τόν καθαρισμόν αὐτῆς ἀπό τῶν προσκολληθέντων κόκκων χώματος καί λοιπῶν ἀκαθαρσιῶν. Ἡ ἐργασία αὕτη ἐλάμβανε χώραν ἐντός τῆς οἰκίας τοῦ ἰδιοκτήτου, συνήθως κατά τάς νυκτερινάς ὥρας τοῦ φθινοπώρου ἢ καί τοῦ χειμῶνος.

Ἐνδιαμέσως, εἰργάζοντο εἰς τόν θερισμόν καί τό ἁλώνισμα τῶν σιτηρῶν, εἰς τό σκάψιμον καί τόν τρύγον τῶν ἀμπέλων καί εἰς τήν συλλογήν τῶν ἐλαιῶν. Μολαταῦτα, παρά τόν ἀδιάκοπον μόχθον καί τάς κακουχίας τῶν ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασιῶν, τά εἰσοδήματά των ἦσαν πενιχρά, μόλις ἐπαρκοῦντα διά νά τρώγουν, καί μάλιστα «πολύ ψωμί – λίγο προσφάγι».

Διά καινουργῆ ἐνδύματα οὔτε λόγος. Ὁ Δημήτρης, διάγων τό δέκατον ἕκτον ἔτος, ἐφόρει τά, καταλλήλως τροποποιηθέντα ὑπό τῆς μητρός του, «ἀποφόρια» τοῦ ἀειμνήστου πατρός. Αἰσθανόμενος τά πρῶτα σκιρτήματα τῆς σαρκός, ἐντρέπετο νά ἐμφανισθῇ ρακένδυτος εἰς τό «νυφοπάζαρον», τό λαμβάνον χώραν κατά τάς Κυριακάς καί ἑορτάς εἰς τάς κεντρικάς ὁδούς τοῦ χωρίου.

Μή δυνάμενος νά ὑπομείνῃ περαιτέρω, ἔλαβε τήν ἀπόφασιν καί τό ἀνεκοίνωσεν εἰς τήν μητέρα του:

«Μάνα, θά πάω μέ τά καράβια!»4

 

4 στίχος τοῦ ποιήματος «Οἱ ἐφτά νάνοι στό S/S Cyrenia», τοῦ Νικολάου Καββαδίου

 

Ἐταξίδευσεν ἐπί δύο συναπτά ἔτη, «πολλῶν ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα»5 καί τήν γυναικείαν σάρκα ἔγνω, ἔστω καί ἐπί χρήμασι — πλήν ἐν μέτρῳ. Δέν ἐλησμόνει τήν μητέρα του, ἀποστέλλων τακτικῶς χρήματα καί ἐπιστολάς μέ τήν παραίνεσιν «νά μή δουλεύῃ πολύ». Ἐκείνη πάντως δέν ἐξώδευσε δραχμήν, τοῦ τά ἐφύλαξε μέχρι δεκάρας.

 

5  Ὁμήρου Ὀδύσσεια  α 3

 

Ἐπέστρεψεν ἀγνώριστος. Μέ καινουργῆ ἐνδύματα, ἐπιμελῶς κτενισμένην κόμην, στίλβουσαν ἀπό βριγιανδίνην, καί λεπτόν μύστακα, «Δούγλαν»6, κατ᾿ ἀπομίμησιν τοῦ μύστακος τοῦ ὁμωνύμου ἠθοποιοῦ τοῦ Χόλυγουδ. Ἐκόμισε καινουργῆ ἐνδύματα διά τήν μητέρα καί τάς ἀδελφάς του καί τό πρῶτον ἐμφανισθέν εἰς τό χωρίον γραμμόφωνον μετά τῶν σχετικῶν πλακῶν.

 

6  πρβλ. « …μέ τόν Καπετανάκη πού ᾿χει ΝΤΟΥΓΚΛΑ τό μουστάκι», στίχος τοῦ λαϊκοῦ ᾄσματος «Ὁ Καπετανάκης», παραπέμπων είς τό σχῆμα τοῦ μύστακος τοῦ Douglas Fairbanks, διασήμου ἀμερικανοῦ ἠθοποιοῦ τοῦ Μεσοπολέμου

 

Φεῦ, ἡ χαρά τῆς ἐπιστροφῆς μετετράπη εἰς βαθυτάτην ὀδύνην, καθώς εὗρε τήν μητέρα του κλινήρη, κάτωχρον, παντελῶς καταβεβλημένην. Τήν κατέτρωγεν ἡ φθίσις.

Μόλις ἀντελήφθη τήν παρουσίαν του, ἡ μορφή της ἐγλυκάνθη καί ὑποψία μειδιάματος ἐφώτισεν τό ἰσχνόν πρόσωπόν της.

«Καλῶς ὥρισες, γιόκα μου», ἐψιθύρισε καί ἀφῆκε βαθύν στεναγμόν ἀνακουφίσεως.

Μετά ταῦτα περιῆλθεν εἰς κατάστασιν βυθιότητος καί τήν ἑπομένην ἐξέπνευσε.

Μετά τά «σαραντάμερα» ὁ Δημήτρης ἀνεχώρησεν. Ἀφοῦ κατεσπατάλησε τό κομπόδεμά του εἰς τά πέριξ τοῦ Πειραιῶς καταγώγια, «ἐπῆρε τῶν ὀμματιῶν του».

Ἐταξίδευσεν ἐπί μακρόν, ἀποφεύγων νά ἐπιστρέψῃ εἰς τά πάτρια. Μετά τό πέρας τῆς ὑπηρεσίας του παρέμενεν εἰς τόν λιμένα, ὅπου «ἐξεμπάρκαρε», μέχρις ὅτου ἐξεύρῃ τό ἑπόμενον «μπάρκο». Κατά τό μεσοδιάστημα ἐξώδευεν εἰς ἀσωτίας ὅσα χρήματα τοῦ ἀπέμενον ἀπό τό προηγούμενον.

Ὅτε ἐξερράγη ὁ Πόλεμος, ἐταξίδευεν ἀπό Καναδᾶ εἰς Ἀγγλίαν. Τό πλοῖον μετέφερεν ἐφόδια ἄκρως ἀπαραίτητα διά τόν ἀγῶνα κατά τῆς πανισχύρου ναζιστικῆς Γερμανίας, ἰδιαιτέρως κατά τήν πρώτην περίοδον τοῦ Πολέμου, ὅτε, μετά τήν κατάρρευσιν τῆς  Γαλλίας, ἡ Ἀγγλία ἐμάχετο μόνη.

Κατά τόν τρίτον ἢ τέταρτον διάπλουν τοῦ Ἀτλαντικοῦ, τό πλοῖον, τορπιλισθέν ὑπό γερμανικοῦ ὑποβρυχίου, ἐβυθίσθη. Ὁ Δημήτρης, εἷς ἐκ τῶν ὀλίγων διασωθέντων, περισυνελέγη ὑπό παραπλέοντος φορτηγοῦ πλοίου καί μετεφέρθη εἰς Καναδᾶ. Ἐκεῖ, τῇ βοηθείᾳ τοῦ ἑλληνικοῦ προξενείου, ἦλθεν εἰς ἐπαφήν μετά τῆς αὐτόθι παροικίας καί ἐξεῦρεν ἐργασίαν εἰς ἑλληνικόν ἑστιατόριον.

Εἰργάσθη σκληρῶς, ἀρχικῶς εἰς τήν «λάντζαν», ὅπου ἔπλυνε μυριάδας πιάτων — ἐάν τά ἐστοίβαζεν ἐν μιᾷ στήλῃ θά ὑπερέβαινον τό ὕψος τῶν Ἱμαλαΐων! Ἐν συνεχείᾳ προήχθη εἰς βοηθόν μαγείρου, διά νά καταλήξῃ ἐσχαρεύς7, ἐπάγγελμα εἰς τό ὁποῖον καί διέπρεψεν. Ἄλλωστε, ὡς θερμαστής εἰς τά καράβια, εἶχε συνηθίσει νά «μαλώνῃ μέ τίς φωτιές»8.

 

7  ἐσχαρεύς: μάγειρος παρασκευάζων ὀπτόν κρέας, κοινῶς ψήστης

8 στίχος τοῦ ᾄσματος «Ὁ θερμαστής», ποιηθέντος ὑπό Γεωργίου Μπάτη

 

Ἔμαθε νά παρασκευάζῃ τά καλλίτερα «στέκια»9 εἰς ὅλας τάς διαβαθμίσεις ἑψήσεως, ἀπό τοῦ αἱμοσταγοῦς «ρέαρ»10, διά τούς ἐντοπίους, ἕως τό καλῶς ἑψημένον -πλήν χυμῶδες- «γουέλλ ντάν»11, διά τούς ἄρτι ἐξ Ἑλλάδος ἀφιχθέντας.

 

9   ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ steak: μπριζόλα βοείου κρέατος (ἐν Β. Ἀμερικῇ)

10   ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ rare: ὀλίγον ἑψημένον

11 ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ well done: καλῶς ἑψημένον

 

Εἰργάσθη ἀόκνως καί ἀδιακόπως ἐπί δεκαπενταετίαν περίπου,  ἄνω τῶν δώδεκα ὡρῶν ἡμερησίως. Ἐπέστρεφεν εἰς τήν οἰκίαν του κατάκοπος καί οὐδεμία διάθεσις, οὐδέ ἱκμάς δυνάμεως, τοῦ ἀπέμενε διά νυκτερινάς ἐξόδους. Ἐξ ἄλλου, ἐπίστευεν ἐνδομύχως ὅτι ὁ πρότερος ἄσωτος βίος τόν ὡδήγησεν ἕως τό κατώφλιον τοῦ θανάτου εἰς τά παγωμένα ὕδατα τοῦ Ἀτλαντικοῦ.

Περί τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 ἔλαβεν τήν καναδικήν ὑπηκοότητα. Διάγων ἤδη τό τεσσαρακοστόν ἔτος τῆς ἡλικίας του καί διαθέτων ἀρκετάς οἰκονομίας, ἀπεφάσισε νά «νοικοκυρευθῇ». Ἀκολουθήσας τό λαϊκόν ρητόν «παπούτσι ἀπό τόν τόπο σου», ἐπέστρεψεν εἰς τά πάτρια πρός  ἀνεύρεσιν συζύγου.

Ἐφιλοξενήθη ὑπό συγγενοῦς, καθ᾿ ὅτι ἡ πατρική οἰκία εὑρίσκετο εἰς ἐρειπιώδη κατάστασιν, οὖσα ἀκατοίκητος κατά τήν ὑπερεικοσαετῆ ἀπουσίαν του. Ὁ φιλοξενῶν συγγενής ἐμερίμνησεν καί διά τήν ἀνεύρεσιν τῆς μελλούσης συζύγου του, ἥτις καί ἐπελέγη μεταξύ ἱκανοῦ ἀριθμοῦ ὑποψηφίων. Δεδομένης τῆς πενίας, τῆς μαστιζούσης τήν χώραν κατά τήν ἐν λόγῳ περίοδον, πολλαί πτωχαί νεάνιδες ἐναπέθετον εἰς τούς ἀποδήμους τάς πρός ἀποκατάστασιν ἐλπίδας των.

Ὁ γάμος μετά τοῦ Κατινακιοῦ, μιᾶς εἰκοσιπενταετοῦς μικρᾶς τό δέμας, πλήν ἐργατικῆς καί τιμίας -βάσει ἐνδελεχῶς συλλεγεισῶν πληροφοριῶν ὑπό τῶν ἐντεταλμένων προξενητῶν- νέας, ἔγινεν ἐν στενῷ οἰκογενειακῷ κύκλῳ, ἄνευ χορδῶν καί ὀργάνων. Ἀκολούθως, μετά τήν τακτοποίησιν τῶν σχετικῶν ταξιδιωτικῶν ἐγγράφων, μετέβησαν εἰς Καναδᾶν.

Τὁ Κατινάκι εἰργάσθη ὁμοίως εἰς τό γνωστόν ἑστιατόριον· ἀρχικῶς εἰς τήν «λάντζαν» καί ἀκολούθως εἰς τό μαγειρεῖον ὡς βοηθός. Μετ᾿ οὐ πολύ, οὖσα φιλόπονος, πρόθυμος, συμπαθής καί, κυρίως, ἔχουσα σημειώσει σημαντικήν πρόοδον εἰς τήν Ἀγγλικήν, ὑπερέβη τά ὅρια τοῦ μαγειρείου, καί ἔγινεν τραπεζοκόμος, «σερβιτόρα», ὡς ἔγραψεν ὑπερηφάνως εἰς τήν οἰκογένειάν της.

Μετά παρέλευσιν ὀκταετίας, ἔχοντες ἀποταμιεύσει σεβαστόν ποσόν χρημάτων, ἀλλά καί διαθέτοντες καλήν φήμην διά τά ἐδέσματα τοῦ Τζίμη καί τήν ἄψογον ἐξυπηρέτησιν τῆς Κατίνας, ἐνοικίασαν μικρόν ἑστιατόριον. Ἐργαζόμενοι μόνοι ἐπί δεκαεξάωρον, ἀπεκόμιζον πολλαπλάσια τῶν προηγουμένως εἰσπραττομένων καί, μετ᾿ οὐ πολύ, κατώρθωσαν νά ἐπεκτείνουν τήν ἐπιχείρησιν, ἐνοικιάζοντες κατάστημα μεγαλείτερον τοῦ προηγουμένου καί προσλαμβάνοντες προσωπικόν.

Τό νέον ἐγχείρημα, ὡσαύτως εὐδοκιμῆσαν, ἀπέφερεν εἰς αὐτούς πλείονα κέρδη. Οὕτως ἀπέκτησαν μεγάλην ἰδιόκτητον οἰκίαν εἰς τά προάστεια καί δύο πολυτελῆ αὐτοκίνητα, διά νά κινοῦνται ἀνεξαρτήτως, καθ᾿ ὅτι, προκειμένου νά καλύπτουν τήν δεκαεξάωρον λειτουργίαν τοῦ καταστήματος, τά ὡράριά των δέν συνέπιπτον πλήρως.

Ἐργαζόμενοι εἰς φρενήρεις ρυθμούς δέν ἀντελήφθησαν πῶς παρῆλθον τά ἔτη· ταχύτατα, ἐν μιᾷ ριπῇ, κυρίως δέ, χωρίς ν᾿ ἀπολαύσουν τούς καρπούς τοῦ μόχθου των. Κατέστησαν δοῦλοι τοῦ δημιουργήματός των, μή δυνάμενοι ν᾿ ἀπουσιάσουν ἐπί μακρόν, περιορισθέντες εἰς ὀλιγοήμερα ταξείδια εἰς δημοφιλῆ θέρετρα καί τόπους ἀναψυχῆς.

Κατά πρῶτον μετέβησαν εἰς τούς καταρράκτας τοῦ Νιαγάρα, ἔνθα ἀπήλαυσαν τό θέαμα τοῦ μεγαλειώδους δημιουργήματος τῆς φύσεως. Ἠκολούθησεν μετάβασις καί βραχεῖα παραμονή ἐν Νέᾳ Ὑόρκῃ, ὅπου ἐθαύμασαν τά ἐντυπωσιακά δημιουργήματα τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τήν διάρκειαν ἑτέρων συντόμων ταξειδίων ἐπεσκέφθησαν τούς ἐν Λάς Βέγκας ναούς τῆς τύχης καί τῆς ἀνθρωπίνης ἀφελείας, ὡς καί τούς ἐν Καραϊβικῇ παραδείσους, τούς αἰσχρῶς κακοποιηθέντας ὑπό τοῦ πανδαμάτορος τουρισμοῦ.

Τέκνα δέν ἀπέκτησαν. Ἡ Κατίνα ἐκυοφόρησεν ἅπαξ, ἀλλ᾿ ἡ ἐγκυμοσύνη ἀπέβη ἄκαρπος, καταλήξασα εἰς ἀποβολήν κατά τούς πρώτους μῆνας τῆς κυήσεως. Ἐπηκολούθησαν ἐνδελεχεῖς ἰατρικαί ἐξετάσεις καί θεραπεῖαι ἄνευ ἀποτελέσματος. Μετά ταῦτα ἐναπέθεσαν τάς προσδοκίας των εἰς τήν ἄνωθεν ἐπέμβασιν, ἀποστέλλοντες δωρεάς καί ἀναθήματα εἰς διάφορα εὐαγῆ ἱδρύματα ἀνά τήν Ἑλλάδα, πλήν εἰς μάτην. Ὡς φαίνεται, ἡ ἀκτίς δράσεως τῶν εὐχῶν τῶν εὐσεβῶν γεροντισσῶν καί «γεροντάδων» -ὡς οὗτοι ἀποκαλοῦνται ὑπό τῶν τηλεοπτικῶν θρησκεμπόρων- δέν εκάλυπτε τό δυτικόν ἡμισφαίριον. Ἐπί πλέον δέ, εἰς πλείονας τῶν περιπτώσεων, ἦτο ἀναγκαία ἡ βρῶσις ἢ κατάποσις σχετικῶν ματζουνίων, ἡ εἰς Καναδᾶν εἰσαγωγή τῶν ὁποίων προσέκρουεν εἰς σχετικάς ἀπαγορεύσεις τῶν καναδικῶν ἀρχῶν. Διά ταῦτα ἐκρίθη ἀναγκαία ἡ μετάβασις τοῦ ζεύγους οἴκαδε.

Ἔφθασαν εἰς Ἑλλάδα κατά τό θέρος τοῦ 1970, μεσούσης τῆς Δικτατορίας τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967. Ἐπεσκέφθησαν διαφόρους μονάς, παλαιοῦ καί νέου ἡμερολογίου, ἔλαβον τάς σχετικάς εὐχάς, μετά ἢ ἄνευ ματζουνίων, καί ἀνεχώρησαν διά τήν πατρῴαν νῆσον πλήρεις ἐλπίδων διά τό ποθούμενον ἀποτέλεσμα.

Ἐνταῦθα ἐγένοντο δεκτοί ἐνθουσιωδῶς, τῶν συγγενῶν καί φίλων διαγκωνιζομένων εἰς προσφοράν φιλοξενίας. Ἡ ἀφειδῶς προσφερομένη φιλοξενία δέν ἦτο παντελῶς ἀπηλλαγμένη ὑστεροβουλίας· οἱ προσφέροντες, ἔχοντες γνῶσιν τῆς οἰκονομικῆς των καταστάσεως, προσέβλεπον εἰς ἀνταλλάγματα. Τελικῶς, τό ζεῦγος ἀπεφάσισε νά καταλύσῃ εἰς ξενοδοχεῖον τῆς πρωτευούσης τῆς νήσου, πρός ἀποφυγήν παρεξηγήσεων.

Κατά τήν ὀλιγοήμερον παραμονήν των προέβησαν εἰς δωρεάς θρησκευτικοῦ περιεχομένου καί τελετάς, ὅπως ἀνακαινίσεις καί εἰκονογραφήσεις ναῶν, τρισάγια καί λειτουργίας, προσβλέποντες εἰς τήν ἄνωθεν ἀνταπόδοσιν. Πλήν ὅμως, μεγαλειτέραν σπουδαιότητα εἶχον τρεῖς κοινωνικοῦ περιεχομένου δωρεαί· διά τήν ἀνακαίνισιν τῶν σχολικῶν αἰθουσῶν καί τήν προμήθειαν ἐποπτικοῦ ἐξοπλισμοῦ ἡ πρώτη, ἡ δευτέρα διά τήν διάνοιξιν ἁμαξιτῆς ὁδοῦ ἀπό τοῦ χωρίου πρός τά νότια παράλια τῆς νήσου καί τρίτη ἡ βάπτισις τοῦ Δημητράκη, τέκνου πτωχῶν συγγενῶν τοῦ Τζίμη, μέ ἀνάδοχον τήν Κατίναν. Ἡ ἀναδοχή συνωδεύετο ἀπό σημαντικήν οἰκονομικήν ἐνίσχυσιν, μέσῳ ἀποστολῆς ἐπιταγῶν τετράκις τοῦ ἔτους: Κατά τά Χριστούγεννα, τό Πάσχα, τά γενέθλια καί τήν ὀνομαστικήν ἑορτήν τοῦ ἀναδεξιμιοῦ.

Ἐν τούτοις, εἰς τάς θρησκευτικοῦ περιεχομένου δωρεάς καί ἀγαθοεργίας δέν ὑπῆρξεν ἄνωθεν ἀνταπόκρισις. Πρός δυσμάς τοῦ βίου των, ἐν στενῷ κύκλῳ καί τελοῦντες ἐν εὐθυμίᾳ, ὁσάκις συνεζητεῖτο τό θέμα, ἀντήλλασσον σκώμματα:

«Τί νά σοῦ κάμουν τά ματζούνια καί τά διαβάσματα τῶν παππάδων ἅμα εἶν᾿ ὁ σπόρος ξεθυμασμένος;» ἔλεγεν ἡ Κατίνα.

Διά νά λάβῃ τήν ἀπάντησιν τοῦ Τζίμη:

«Τί νά σοῦ κάμῃ ὁ σπόρος, ἅμα εἶναι ἄγονο τό χωράφι;»

Ἀντιθέτως, διά τάς κοινωνικάς δωρεάς των καθολική ὑπῆρξεν ἡ ἀναγνώρισις ὐπό τῶν συντοπιτῶν. Ἀνηγορεύθησαν εἰς εὐεργέτας, ἐτοποθετήθη τιμητική πλάξ ἐκ μαρμάρου εἰς τήν εἴσοδον τοῦ σχολείου καί ἐδόθη τό ὄνομά των εἰς τήν ὑπό διάνοιξιν ὁδόν. Ὡς πρός τήν τρίτην κοινωνικήν ἀγαθοεργίαν, πέραν τῆς ἀνυποκρίτου ἀγάπης καί στοργῆς τοῦ ἀναδεξιμιοῦ, ἔμελλε νά ὑπάρξῃ σημαντική ἀνταπόδοσις.

Ἡ ζωή των δέν ὑπέστη συγκλονιστικάς ἀλλαγάς μετά τήν ἐπιστροφήν των εἰς Καναδᾶν. Ἁπλῶς ἠλάττωσαν τόν χρόνον παραμονῆς των εἰς τό κατάστημα, προσλαμβάνοντες βοηθούς δι᾿ ἀμφοτέρους. Ἑπί πλέον ηὔξησαν τόν ἀριθμόν καί τήν διάρκειαν τῶν ταξειδίων των, ἰδίως μετά τήν παρέλευσιν διετίας ἀπό τῆς ἐν Ἑλλάδι παραμονῆς των, πεπεισμένοι ὅτι ἐξέλιπε πᾶσα ἐλπίς ἀποκτήσεως ἀπογόνων.

Μετά παρέλευσιν πενταετίας ἐπανῆλθον εἰς τά πάτρια διά τήν προετοιμασίαν τῆς ὁριστικῆς ἐπιστροφῆς των. Ἡ δωρεά των διά τήν διάνοιξιν τῆς ὁδοῦ πρός τά παράλια εἶχεν ἐπιφέρει σημαντικάς ἀλλαγάς. Εἰς τόν μικρόν ὅρμον, ὅπου προηγουμένως ὑπῆρχον ἐλάχισται καλύβαι πτωχῶν ἁλιέων, εἶχον οἰκοδομηθῆ ἀρκεταί ἐξοχικαί οἰκίαι, κυρίως ὑπό τῶν ἐν Ἀθήναις ἐγκατεστημένων συντοπιτῶν.

Ὁ τόπος τούς ἤρεσεν καί, ἀφοῦ ἠγόρασαν οἰκόπεδον, ἀνεζήτουν ἀρχιτέκτονα διά τά σχέδια καί τήν ἔκδοσιν τῆς σχετικῆς ἀδείας. Οἱ συγγενεῖς ἐκάγχασαν. Αὐτά ἦσαν περιτταί δαπάναι καί ἀπώλεια χρόνου. Ὑπῆρχον τοπικοί ἐργολῆπται ἱκανοί νά ἀνεγείρουν τήν οἰκίαν, ἄνευ ἀδείας ἢ ἄλλων γραφειοκρατικῶν καθυστερήσεων· ἁπλῶς διά τῆς λιπάνσεως τῶν καταλλήλων τροχῶν. Ὅπερ καί ἐγένετο.

Αἱ ἐργασίαι ἐπεραιώθησαν,  ἀπουσίᾳ τῶν ἰδιοκτητῶν· «δι᾿ ἐλαίου καί ἄνευ φόβου»12. Τό ἑπόμενον θέρος ἐπραγματοποιήθησαν πανηγυρικά ἐγκαίνια μέ ἁγιασμόν καί πλούσιον γεῦμα ἐν χορδαῖς καί ὀργάνοις.

 

12 Πρβλ. τόν ἀριστοτελικόν ὁρισμόν τῆς τραγῳδίας: Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καί τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρίς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καί οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, ΔΙ᾿ ΕΛΕΟΥ ΚΑΙ ΦΟΒΟΥ ΠΕΡΑΙΝΟΥΣΑ τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.

 

Ἀγαπητοί ἀναγνῶσται, ἡ ἐκ μέρους μου παράφρασις μικροῦ ἀποσπάσματος τοῦ -παρατεθέντος εἰς τήν 12ην παραπομπήν-  Ἀριστοτελείου ὁρισμοῦ τῆς τραγῳδίας δέν εἶναι τυχαία. Ἡ κακοποίησις τοῦ περιβάλλοντος καί ἡ μετ᾿ αὐτῆς συνηρτημένη διαφθορά ἀποτελοῦν τραγῳδίαν διά τήν χώραν, πλήν τοῦτο εἶναι «ἑτέρου ἱερέως εὐαγγέλιον» καί δέν ἐπεκτεινόμεθα.

 

Κατά τήν ἰδίαν ἐποχήν περίπου, τό φθινόπωρον τοῦ 1975, ὁ συνταγματάρχης -τότε λοχαγός- μετετέθη εἰς τήν νῆσον. Δυσμενῶς, λόγῳ τοῦ φιλοδικτατορικοῦ παρελθόντος του. Διαθέτων προσαρμοστικότητα χαμαιλέοντος, μετέβαλε τό σκληρόν καί αὐταρχικόν ὕφος του εἰς μειλίχιον καί φιλικόν πρός τούς στρατιώτας, πλεῖστοι τῶν ὁποίων ἦσαν ἐντόπιοι. Παρέχων ἀφειδῶς ἀδείας πρός ἐκτέλεσιν ἀγροτικῶν ἢ ἄλλων ἐργασιῶν, ἀπελάμβανε τά δῶρα τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν εὐεργετηθέντων.

Ὁ τόπος τοῦ ἤρεσεν καί, κυρίως, ἤρεσεν εἰς τήν σύζυγόν του. Μετά τήν διάνοιξιν τῆς πρός τά νότια παράλια ὁδοῦ, μετέβαινον τακτικῶς εἰς τόν παραθαλάσσιον οἰκισμόν πρός εὐωχίαν -συνήθως παρεχομένην δωρεάν- εἰς τήν ταβέρναν πατρός ἐξυπηρετουμένου στρατιώτου. Μάλιστα, ὁ πατήρ τοῦ ἐπώλησεν -ἔναντι συμβολικοῦ τιμήματος- τό οἰκόπεδον, ὅπου ἀνηγέρθη ἡ οἰκία των. Περιττόν νά τονισθῇ ἡ ἀφιλοκερδής συμμετοχή ἱκανοῦ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, σχετικῶν εἰδικοτήτων, εἰς τήν ἀνέγερσίν της.

Ἀπεστρατεύθη -τῇ βοηθείᾳ τῶν φίλων του- τήν ἄνοιξιν τοῦ 1981, πρός ἀποφυγήν τυχόν δυσμενῶν ἐξελίξεων λόγῳ τῆς -πανταχόθεν ἀναμενομένης- ἐλεύσεως τοῦ σοσιαλιστικοῦ κόμματος τοῦ ΠΑΣΟΚ.

Τό θέρος τοῦ 1981 ὁ Τζίμης μετά τῆς Κατίνας ἐπέστρεψαν ὁριστικῶς ἐκ Καναδᾶ, ἀφοῦ προηγουμένως ἐπώλησαν τήν ἐπιχείρησιν καί τά λοιπά περιουσιακά των στοιχεῖα. Εὐθύς μετά τήν ἄφιξίν των, τούς προσήγγισεν ὁ συνταγματάρχης, ἔχων λάβει ἐκτενεῖς πληροφορίας -εἰδικότης κτηθεῖσα ἐν τῷ στρατεύματι- περί τῆς οἰκονομικῆς των καταστάσεως. Μή φειδόμενος κολακειῶν διά τό ὑπ᾿ αὐτῶν προσφερθέν θεάρεστον κοινωνικόν ἔργον, κατώρθωσεν νά εἰσέλθῃ εἰς τόν στενόν φιλικόν κύκλον τοῦ ζεύγους. Εἰς αὐτό συνέβαλεν, κατά κύριον λόγον, ἡ ἀμοιβαία συμπάθεια τῶν γυναικῶν, ἀλλά καί  ἡ ἰδεολογική σύμπλευσις τῶν ἀνδρῶν, λόγῳ τοῦ μίσους ἀμφοτέρων διά τόν κομμουνισμόν.

Μετ᾿ οὐ πολύ ἔγιναν ἀχώριστοι. Οἱ μέν  ἄνδρες ἐσύχναζον εἰς τό καφφενεῖον τοῦ οἰκισμοῦ, ὅπου ἔπαιζον τά γνωστά καφφενειακά παίγνια, αἱ δέ σύζυγοί των ἀντήλλασσον ἐπισκέψεις κατ᾿ οἶκον, συζητοῦσαι τά ἰδικά των. Βαθμιαίως ἀπέκτησαν τοιοῦτον βαθμόν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, ὥστε νά «λέγουν τά ἐσώψυχά των». Κυρία, ἀλλ᾿ οὐχί μοναδική, αἰτία παραπόνων των ἦτο ἡ ἐλαχίστη ἕως ἀνύπαρκτος δρᾶσις ἐπί τῆς συζυγικῆς κλίνης. Ἦσαν σημαντικῶς νεώτεραι τῶν συζύγων, ἡ μέν Κατίνα ἔχουσα ὑπερβῆ κατά τι τό πεντηκοστόν, τῆς συζύγου τοῦ συνταγματάρχου διανυούσης -τότε, ἐν ἔτει 1981- τό τεσσαρακοστόν πέμπτον ἔτος. Ἡ μή ἱκανοποιουμένη  ἀνάγκη τῆς σαρκός δέν ἦτο ἡ μόνη ἔλλειψίς των. Κυρίως, κατεθλίβοντο ἀπό τήν ἀδιαφορίαν καί τήν παντελῆ ἀπουσίαν τρυφερότητος ἐκ μέρους τῶν συζύγων των.

Παρά τούς φόβους τῶν δύο φίλων διά τήν σαρωτικήν ἐπέλασιν  τῆς κομμουνιστικῆς λαίλαπος μέ τήν ἐπικράτησιν τοῦ ΠΑΣΟΚ, οὐδέν τοιοῦτον συνέβη. Ὁ συνταγματάρχης, καίτοι ἐκτός στρατεύματος, συνέχισεν τάς ἐξυπηρετήσεις πρός τούς ὑπηρετοῦντας νέους τῆς περιοχῆς, μέσῳ τῶν ἐν ἐνεργείᾳ φίλων του, ἐνῷ οἱ ἐργολῆπται ἐξηκολούθησαν νά ἐπιδίδωνται  ἀπροσκόπτως εἰς τό κοινωφελές ἔργον τῆς τσιμεντοποιήσεως τῶν πάντων.

Ἐν τούτοις, κατά τό θέρος τοῦ 1989, τό ἠθικόν των ὑπέστη βαρύτατον πλῆγμα. Ἑφοβοῦντο ὅτι δούρειος ἵππος τῶν κομμουνιστῶν θά ἦτο τό ΠΑΣΟΚ, ἀλλά συνέβη τό ἀντίθετον. Τούς ἔφερεν εἰς τήν ἐξουσίαν ἡ ἐθνικόφρων παράταξις. Ἕβλεπον ἀπό τηλεοράσεως, μή πιστεύοντες εἰς τούς ὀφθαλμούς των, τόν διάδοχον ἑνός Τσαλδάρη, ἑνός Παπάγου, ἑνός Καραμανλῆ ἐναγκαλιζόμενον ἐγκαρδίως τόν Κύρκον καί τόν Καπετάν Γιώτην. Ὁ δέ Καραμανλῆς ἐσιώπα συναινῶν.

Τά ἔσχατα τοῦ κόσμου!

Αὐτά ἔλεγεν ὁ συνταγματάρχης ἀγορεύων καθημερινῶς εἰς τό καφφενεῖον, ὑποστηρίζων ἀναφανδόν τόν Ἀνδρέαν. Συνεφώνουν δέ μαζί του οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνδρῶν, ἰδίως οἱ ἡλικιωμένοι, ὄχι διά πολιτικούς λόγους, ἀλλά λόγῳ θαυμασμοῦ, μακαρίζοντες, ἀλλά καί φθονοῦντες τόν Ἀνδρέαν διά τήν προικισμένην μέ πλούσια θέλγητρα ὁμόκλινόν του.

Ὡς στρατιωτικός, τά ἔλεγεν «τσεκουρᾶτα»13 μόνον εἰς τό καφφενεῖον. Παρουσίᾳ τῆς συζύγου του, ὅμως, «ἐποίει τήν νῆσσαν», φοβούμενος μήπως τόν προστάξῃ «νά ῥοφήσῃ τό ὠόν του»14.

 

13 Ρῆσις στρατιωτικοῦ εἰς τήν κινηματογραφικήν ταινίαν « Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα», σκηνοθετηθεῖσαν ὑπό Γεωργίου Τζαβέλλα

14 Ρῆσις τῆς συζύγου τοῦ ὡς ἄνω στρατιωτικοῦ εἰς τήν αὐτήν ταινίαν

 

Αὕτη, ὡς καί πλεῖσται τῶν ἐγγάμων γυναικῶν, ἔπνεε μένεα κατά τοῦ Ἀνδρέου: «Δέν βλέπει τά χάλια του! Μέ τό ἑνάμισυ ποδάρι στόν τάφο, θέλει καί γκόμενες τό χούφταλο!»

Τό ἀπόγευμα τῆς 26ης Αὐγούστου 1989 οἱ δύο φίλοι δέν μετέβησαν εἰς τό καφφενεῖον. Ὁ μέν συνταγματάρχης εἶχε κοινωνικήν τινα ὑποχρέωσιν, ὁ δέ Τζίμης δέν εἶχε διάθεσιν νά μεταβῇ μόνος. Ὁλίγον πρό τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἐξῆλθεν εἰς τόν ἐξώστην τῆς οἰκίας του διά ν᾿ ἀπολαύσῃ τήν θέαν.

Τό θέαμα ἦτο ἐξαίσιον· μιά ἐρυθρόχρυσος λαμπυρίζουσα λεωφόρος ἐσχηματίζετο ἐπί τῆς θαλάσσης ἀπό τάς τελευταίας ἀκτίνας τοῦ ἡλίου, πρίν αὐτός βασιλεύσῃ ὄπισθεν τῶν λόφων τοῦ νοτιοδυτικοῦ ἄκρου τῆς νήσου. Εἰς μικράν ἀπόστασιν ἀπό τῆς οἰκίας, ἐπί τῆς βραχώδους ἀκτῆς, ἔκειτο καλλίπυγος κόρη τοῦ Βορρᾶ, ἐν ἀδαμιαίᾳ περιβολῇ, ἀπολαμβάνουσα τάς θωπείας τοῦ ἡλίου. Ὁ Τζίμης ἀπέμεινε θαυμάζων τό σφριγηλόν νεανικόν σῶμα, ὑποκύπτων εἰς τόν πειρασμόν τῆς ὀφθαλμολαγνίας. Ὁ ἥλιος ἔδυσε μετ᾿ ὀλίγον, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος παρέμενε αἰδοιορρεμβάζων, ὅσον τοῦ τό ἐπέτρεπεν τό ἐπερχόμενον λυκόφως. Τόν ρεμβασμόν του διέκοψεν ἡ φωνή τῆς Κατίνας:

«Νά ἑτοιμάσω οὐζάκι;»

Ἀπεδέχθη εὐχαρίστως τήν πρότασιν καί ἐντός ὀλίγου κατέφθασεν ἡ Κατίνα μέ τό οὖζον καί πλῆθος ἐδεσμάτων εἰς μικράς ποσότητας. Πλήν τῶν συνήθων ὑπῆρχεν καί εὐχάριστος ἔκπληξις· πεταλίδες, συλλεγεῖσαι ἀπό τόν Δημήτρην, τόν ἀναδεξιμιόν τῆς Κατίνας, ὅστις  ἦτο πλέον εἰκοσαετής.

Ἡ ἄφιξις τῆς Κατίνας μετά τῶν ἐδεσμάτων τόν ἀπέσπασεν ἐπ᾿ ὀλίγον καί δέν παρετήρησε τήν ἔξοδον εἰς τήν ἀκτήν εὐσταλοῦς, γενειοφόρου νέου φέροντος ψαροτούφεκον. Ἐξῆλθε τῆς θαλάσσης, ὡς ἄλλος Ποσειδῶν, κραδαίνων τρίαιναν μέ εὐμεγέθη ὀκτάποδα ἐπ᾿ αὐτῆς. Ἦτο ὁ σύντροφος τῆς γυμνῆς νεάνιδος.

Μετ᾿ ὀλίγον ἀντήχησαν αἱ κρούσεις τοῦ ὀκτάποδος ἐπί τῶν βράχων· παρά μίαν τεσσαράκοντα. Ὑπό τό λυκόφως, διεκρίνετο ἡ ρυθμική κίνησις τοῦ νέου ἐκσφενδονίζοντος κατά γῆς τόν ὀκτάποδα καί, ἐν συνεχείᾳ, κύπτοντος καί ἀποσπῶντος αὐτόν ἀπό τοῦ βράχου, ἐπαναλαμβάνοντος τάς κινήσεις μέ ἀκρίβειαν καί δύναμιν σφυρηλατοῦντος σιδηρουργοῦ.

Ἡ Κατίνα τόν ἀνεγνώρισεν· ἧτο ὁ Δημήτρης, ὁ ἀναδεξιμιός της.

Ἠκολούθησε τό «παραγούλιασμα», ἡ τριβή τοῦ ὀκτάποδος ἐπί τῶν βράχων. Ἡ νεαρά, προσεγγίσασα τόν Δημήτρην, ἤρχισε νά τόν θωπεύῃ μετά μεγίστης τρυφερότητος καί αὐτός ἀνταπεκρίθη ἀσμένως. Τό σκότος, προελαῦνον βαθμιαίως, δέν ἐπέτρεπεν εἰς τό ζεῦγος τοῦ ἐξώστου νά διακρίνῃ τά ἐπί τῶν βράχων τεκταινόμενα. Τά ἤκουον, ὅμως. Ὡς ἀπεδείχθη, ἡ ὠτολαγνία ἔσχεν ἐρεθιστικά ἀποτελέσματα ἐπί τῶν ὠτακουστῶν. Εἰς τοῦτο συνέβαλεν καί ἡ προηγηθεῖσα κατανάλωσις οὔζου καί πεταλίδων.

Δέν περιγράφω ἄλλο15. Ὑπάρχει κίνδυνος νά ὑπερβῶ τά ὅρια τῆς κοσμιότητος.

 

15 Μνημειώδης ρῆσις τοῦ Γεωργίου Χελάκη, περιγράφοντος ῥαδιοφωνικῶς τό ἐν Πορτογαλίᾳ Ἔπος τῆς Ἐθνικῆς Ἑλλάδος, κατά τό Εὐρωπαϊκόν Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου τοῦ 2004, τοῦ πλήθους τῶν Βενέτων ᾄδοντος, βοῶντος, κεκραγότος καί λέγοντος:

«Ἆρον τό πεφιλημένον*!

Δέν δύναμαι νά ἵσταμαι ἀναμένων!»

* Παρεφράσθη διά λόγους εὐπρεπείας

 

 

Ἄφατος ἦτο ἡ χαρά τῆς Κατίνας τήν ἐπαύριον, ὅτε ἠγέρθη νωχελικῶς περί τήν ἐννάτην πρωϊνήν, ἐνῷ ὁ Τζίμης ἐκοιμᾶτο εἰσέτι. Παρεσκεύασε λουκουμᾶδες καί ἔσπευσε νά προσφέρῃ τό «κέρασμα» εἰς τήν σύζυγον τοῦ συνταγματάρχου. Αὐτό ἦτο πρόσχημα. Ἀσυγκράτητος ἐπιθυμία τήν διακατεῖχε νά καταστήσῃ τήν ἐπιστήθιον φίλην κοινωνόν τῆς ἀπροσδοκήτου καλοτυχίας της. Ἡ πρωϊνή ἐπίσκεψις, γεγονός ἀσύνηθες, ἐξῆψε τήν περιέργειαν τῶν περιοίκων, οἵτινες ἔτεινον ὦτα εὐήκοα. Ἡ Κατίνα, κατεχομένη ὑπό ἀκράτου ἐνθουσιασμοῦ, δέν κατώρθωσε νά διηγηθῇ τά διατρέξαντα χαμηλοφώνως. Τοιουτοτρόπως, ἐντός ὀλίγου ἡ εἴδησις διεδόθη καί ἔφθασεν εἰς τό καφφενεῖον, δικαίως προκαλέσασα τό προαναφερθέν σχόλιον τοῦ Πυρίλα, ἀνδρός νέου καί σφριγηλοῦ, θύοντος ἀνελλιπῶς εἰς τόν βωμόν τῆς Ἀφροδίτης: «Ἅμα τό κάνουμ᾿ ἔτσι κι ἐμεῖς, θά τίς κλωτσούμενε τίς λουκουμᾶδες!»16

 

16Τό ῥηθέν σημαίνει προφανῶς ὅτι ἂν ἡ ἑκάστοτε συνουσία συνωδεύετο ἀπό παρασκευήν λουκουμάδων, ἡ παρασκευή αὕτη θά ἦτο τόσον συχνή, ὥστε ἡ ἀφθονία τῶν παρασκευαζομένων λουκουμάδων νά ὁδηγήσῃ εἰς τόν περιφρονητικόν ἀπολακτισμόν τοῦ πολυτελοῦς ἐδέσματος

 

Ἡ σύζυγος τοῦ συνταγματάρχου ἐχάρη εἰλικρινῶς. Ἐν συνεχείᾳ, ὡς κάτι νά ἐνεθυμήθη, ἔστρεψε τούς ὀφθαλμούς εἰς τό ἡμερολόγιον καί ἐσταυροκοπήθη.

«Ξέρεις τί γιορτή εἶναι σήμερα, Κατίνα μου; Τοῦ Ἁγίου Φανουρίου, μεγάλη ἡ χάρη του. Δέν ἔπρεπε νά φτειάξῃς λουκουμᾶδες. Φανουρόπιτα ἔπρεπε νά φτειάξῃς, πού τόν εἶχες χαμένον καί σοῦ τόν φανέρωσε!»

 

Ὀνούφριος Θηράμνιος

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

1915: Γέννησις τοῦ Τζίμη.

1926: Γέννησις τοῦ συνταγματάρχου.

1930: Γέννησις τῆς Κατίνας.

1931: Πρώτη ἀναχώρησις τοῦ Τζίμη.

1933: Ἐπιστροφή τοῦ Τζίμη, θάνατος τῆς μητρός καί δευτέρα   ἀναχώρησίς του.

1936: Γέννησις τῆς συζύγου τοῦ συνταγματάρχου.

1940: Ναυάγιον, μετάβασις τοῦ Τζίμη εἰς τόν Καναδᾶν.

1947: Στράτευσις τοῦ συνταγματάρχου.

1950: Μετάβασις τοῦ συνταγματάρχου εἰς τήν Κορέαν.

1955: Ἀπόκτησις καναδικῆς ὑπηκοότητος, ἐπιστροφή τοῦ Τζίμη, γάμος του μετά τῆς Κατίνας, μετάβασις τοῦ ζεύγους εἰς τόν Καναδᾶν.

1963: Ἄνοιγμα τοῦ πρώτου ἑστιατορίου τοῦ ζεύγους.

1966: Ἄνοιγμα τοῦ δευτέρου ἑστιατορίου τοῦ ζεύγους.

1969: Γέννησις Δημητράκη, μέλλοντος ἀναδεξιμιοῦ τῆς Κατίνας.

1970: Ἐπιστροφή τοῦ ζεύγους εἰς τά πάτρια, βάπτισις τοῦ Δημητράκη, μετάβασις τοῦ ζεύγους εἰς τόν Καναδᾶν.

1975: Ἐπιστροφή τοῦ ζεύγους εἰς τά πάτρια, ἀγορά οἰκοπέδου, μετάβασις τοῦ ζεύγους εἰς τόν Καναδᾶν, δυσμενής μετάθεσις τοῦ συνταγματάρχου εἰς τήν νῆσον.

1976: Ἐπιστροφή τοῦ ζεύγους εἰς τά πάτρια, ἐγκαίνια οἰκίας, μετάβασις τοῦ ζεύγους εἰς τόν Καναδᾶν.

1981: Ἀποστρατεία τοῦ συνταγματάρχου, ὁριστική ἐπιστροφή τοῦ ζεύγους εἰς τά πάτρια, γνωριμία των μετά τοῦ συνταγματάρχου καί τῆς συζύγου του.

1989: «Θά τίς κλωτσούμενε τίς λουκουμᾶδες».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *