ceb8ceb1 cebcceb1cf82 ceb2ceb3ceb5ceb9 cf84cebf cebbceacceb4ceb9

elaiotrΤις τελευταίες μέρες διαβάζω συνεχώς άρθρα για την εκρηκτική άνοδο των τιμών του λαδιού -συγγνώμη, του  ελαιόλαδου, διότι σε κάποιον ελαιοπαραγωγικό ιστότοπο μόλις διάβασα ένα άρθρο που μεμφόταν «μερικούς» που λένε «λάδι» αντί για «ελαιόλαδο».

Φαίνεται πως η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή για το ελληνικό λάδι: στην Ισπανία η πρωτοφανής ξηρασία είχε ως αποτέλεσμα πολύ μικρή συγκομιδή, ενώ και η Ιταλία είχε παραγωγή μικρότερη από τις ανάγκες της -βλέπετε, το λάδι, συγγνώμη το ελαιόλαδο, είναι προϊόν κατά βάση μεσογειακό, οι βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες είναι όλες μεσογειακές (συν την  Πορτογαλία), ενώ η Ισπανία μόνη της αντιπροσωπεύει το 44% της παγκόσμιας παραγωγής.

Κι έτσι, Ισπανοί και Ιταλοί τυποποιητές αγοράζουν ελληνικό λάδι, συγγνώμη ελαιόλαδο, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η τιμή παραγωγού, αλλά και να εκτοξεύεται η τιμή του τυποποιημένου λαδιού, συγγνώμη ελαιόλαδου, στα σουπερμάρκετ, παρόλο που αυτό είχε αγοραπωληθεί με τις περσινές, όχι ανεβασμένες, τιμές.

Κι έτσι διάβασα πάνω από μία φορά την πρόβλεψη  ότι  «θα πούμε το λάδι λαδάκι», ενώ σε πελοποννησιακόν ιστότοπο ένας αρθρογράφος επέμενε ότι «τελείωσε η εποχή των τενεκέδων». Όχι, δεν πρόκειται για αισιόδοξη πολιτική πρόβλεψη, ο αρθρογράφος εννοούσε ότι τα νοικοκυριά δεν θα μπορούν να αγοράζουν το λάδι, το ελαιόλαδο εννοώ, σε 17κιλους τενεκέδες, αφού η τιμή του τενεκέ έχει  φτάσει τα 120 ευρώ, και θα αγοράζουν φιάλες ή πεντόκιλα δοχεία.

Βλέπετε, εμείς οι Έλληνες είμαστε λαδοφάγοι -έχουμε μακράν τη μεγαλύτερη ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση  λαδιού,  ελαιολάδου δηλαδή: 44 κιλά το χρόνο, ενώ οι Ιταλοί και οι Ισπανοί γύρω στα 15 και οι βορειοαμερικανοί μόλις 1 κιλό το χρόνο.

Αλλά εμείς εδώ δεν  λαδολογούμε (ελαιολαδολογούμε; ) αλλά λεξιλογούμε, οπότε σήμερα θα  λεξιλογήσουμε για το λάδι. Κι επειδή αρχή σοφίας ονομάτων  επίσκεψις (αν σας έρθει επίσκεψη κανένα όνομα, να του βγάλετε φοντανάκια) ξεκινάμε από την ίδια τη λέξη, το λάδι.

Το λάδι βγαίνει από την ελιά, αλλά ετυμολογικώς βγαίνει από το «έλαιον». Το αρχαίο έλαιον έδωσε  ήδη από τον 4ο αιώνα  π.Χ. το υποκοριστικό «ελάδιον» (το βρίσκω με και χωρίς υπογεγραμμένη). Σε απόσπασμα του κωμικού Σωτάδη γίνεται λόγος για ένα λαβράκι, που το μαγειρεύουν  με «χλόην, κύμινον, ἅλας, ὕδωρ, ἐλάδιον». Το ελάδιον έγινε αργότερα  ελάδιν και μετά το άτονο αρκτικό φωνήεν μαράθηκε  κι έπεσε, λάδιν, λάδι.

Το αρχαίο έλαιον,  να πούμε, είναι πανάρχαιο, ήδη μυκηναϊκό (e-ra-wo). Οι ετυμολόγοι υποθέτουν ότι προέρχεται από αμάρτυρο *έλαιFον, που αποτελεί δάνειο, όπως και η ομόρριζη  ελαία, από μεσογειακή γλώσσα. Από το έλαιον προήλθε το λατινικό  oleum και οι λέξεις για το λάδι στις νεότερες γλώσσες, γαλλ. huile, ισπ. oleio, ιταλ. olio, αγγλ. oil, γερμ. Öl κτλ. όπως και από την ελαία και το λατ. oliva τα διάφορα olive κτλ.

Το ελαιόλαδον είναι μεσαιωνικό. Στη διήγηση  Αλεξάνδρου και Σεμιράμιδος υπάρχει αναφορά σε «πενήντα καντάρια ελαιόλαδον». Με τον  καιρό εμφανίστηκαν και άλλα «έλαια» ή «λάδια», βρώσιμα ή μη, αλλά στην  καθημερινή χρήση επι αιώνες οι άνθρωποι όταν λένε «λάδι» εννοούν το «ελαιόλαδο», εκτός αν είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται ή μπορεί να πρόκειται για άλλο πράγμα  (π.χ. «το αμάξι χάνει λάδια» ή «με τι λάδι τηγανίζει τις πατάτες; με σπορέλαιο;»).

Μια και το λάδι, συγγνώμη το ελαιόλαδο, παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Έλληνα, έχει και καθοριστική θέση στη φρασεολογία μας. Να δούμε τις πιο βασικές εκφράσεις με το λάδι:

  • βγάζω το λάδι κάποιου: τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω, τον κουράζω. Η βασική εικόνα έρχεται από τη σύνθλιψη του ελαιόκαρπου στο ελαιοτριβείο, αλλά υπόκεινται και άλλες δύο εικόνες: το λάδι του βαφτίσματος, που βγαίνει υποτίθεται τελευταίο αφού βγει όλος ο ιδρώτας, καθώς και η αλλαξοπιστία ως σύμβολο της έσχατης ταλαιπωρίας (πρβλ. μου άλλαξε την πίστη).
    Και: μου βγήκε το λάδι: ταλαιπωρήθηκα, βασανίστηκα, κουράστηκα.
  • βγαίνω  λάδι: καταφέρνω να πείσω ότι είμαι αθώος, ανεύθυνος, καταφέρνω να αποφύγω την τιμωρία παρόλο που (μπορεί να) είμαι ένοχος. Από την εικόνα του λαδιού που επιπλέει στην επιφάνεια του νερού. Η παλιότερη έκφραση  βγήκε απανωλαδιά είναι ακόμα πιο διάφανη. Και «βγάζω κάποιον λάδι» δηλ. καταφέρνω να τον  παρουσιάσω αθώο, πετυχαίνω την απαλλαγή, αθώωσή του.
  • ρίχνω λάδι στη φωτιά: παροξύνω διένεξη, υποδαυλίζω υπάρχουσα εχθρότητα ή αντίθεση. Η φράση έχει αντίστοιχα σε πολλές άλλες γλώσσες, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα «πλάνητος ιδιωματισμού». Στα αρχαία «Ελαίω πυρ σβεννύεις».
  • τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδόξιδο: για λογαριασμούς σκόπιμα λαθεμένους και παραπλανητικούς, που αποσκοπούν στην εξαπάτηση.
  • σώθηκε το λάδι του (ή: το λαδάκι του), τελείωσε η ζωή του, πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. Και «δεν σώθηκε ακόμα το λάδι του’. Και «έχει ακόμα λάδι το καντήλι του», που δείχνει και πώς γεννήθηκε η  φράση.
  • η θάλασσα είναι λάδι: τελείως ήρεμη, γαλήνια. Ο Παπαδιαμάντης κάπου γράφει «μπονάτσα-λάδι».
  • φάε λάδι κι έλα βράδυ: υπαινιγμός για τις αφροδισιακές ιδιότητες του λαδιού -εννοώ του ελαιολάδου.
  • λάδι δεν τρώει και τον λαδά τον σκοτώνει: παλιά έκφραση για τον ψευτοευλαβή, που τηρεί τα τυπικά της θρησκείας αλλά είναι σκληρός και άκαρδος στις σχέσεις του. Ο Μακρυγιάννης κάπου γράφει, δεν έχω σημειώσει για ποιον, ότι «Αυτός ο καλός άνθρωπος λάδι την Τετράδη και Παρασκευή δεν έτρωγε, τους ανθρώπους τους ροκάναγε».
  • έφαγε η  φακή το λάδι: τα έξοδα μιας επιχείρησης ξεπερνάνε  τα έσοδα από αυτήν
  • χάνει λάδια: δεν είναι καλά στα μυαλά του. Είναι η μοναδική έκφραση που δεν αναφέρεται στο ελαιόλαδο αλλά σε λάδι μηχανής και προφανώς γεννήθηκε στον εικοστόν αιώνα.

Να σημειώσουμε ακόμα τη λαδιά, δηλαδή τη βρομοδουλειά που κάνει κάποιος, αναπάντεχα, εναντίον μας: δεν περίμενα να μου κάνει τέτοια λαδιά Κυριολεκτικά βέβαια λαδιά είναι ο λεκές από λάδι.

Σημειώνω  ακόμα ότι «λαδέμπορος» και «γερολαδάς» (από τον ήρωα του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη) επικράτησε να λέγεται όχι απλώς ο αισχροκερδής έμπορος, ο μαυραγορίτης, αλλά και ο δωσίλογος, ο ρουφιάνος κτλ.

Λοιπόν; Θα μας βγει το λάδι; Και θα βγουν λάδι;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *