ceb7 cf83cebfcf86ceafceb1 cebacf8ccebacebaceb9cebdcebfcf85 ceb3cf81ceaccf86ceb5ceb9 ceb3ceb9ceb1 cf84ceb7cebd cf80cebfceb9ceb7cf84ceb9

 

 

 

Η
Σοφία Κόκκινου

γράφει
για την ποιητική συλλογή

της
Ελένης Αλεξίου

Επτά
ανάσες πριν

εκδόσεις
Σαιξπηρικόν 2022

 

%CE%95%CE%BE%CF%8E%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%BF


Η
τρίτη, κατά σειρά, ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου Επτά ανάσες πριν (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2022)
αποτελείται από εφτά ολιγόστιχες ποιητικές ενότητες, οι οποίες μοιάζουν
αυτόνομες και συνάμα δεμένες με ένα λεπτό νήμα που τις διατρέχει. Οι ενότητες
αυτές αποτελούν τη θέαση της πραγματικότητας, από τις απλές καθημερινές στιγμές
μέχρι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής μας, ιδωμένα μέσα από το πρίσμα
της ποιήτριας, που αφουγκράζεται τη ζωή και τη μετουσιώνει σε στίχους.  Ο τίτλος της συλλογής προέρχεται από την
ομότιτλη ποιητική ενότητα που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου.

Η
συλλογή ξεκινά με τις τρεις λέξεις «μάνα πατέρα θάλασσα» γραμμένες τη μία κάτω
από την άλλη ως μότο της συλλογής. Τρεις έννοιες που συμβολίζουν την αρχή της
ζωής (μάνα, πατέρας) και υποδηλώνουν την αρχέγονη σύνδεση των Ελλήνων, συνεπώς
και της ποιήτριας, με τη θάλασσα. Η παρουσία τους στην αρχή της συλλογής μας καθοδηγούν,
χωρίς ωστόσο να μας υποχρεώνουν, στην αποκρυπτογράφηση των ποιημάτων που
ακολουθούν. 

Η
πρώτη ενότητα «Βηματισμοί σε ένα ξερό ρυάκι» επιβεβαιώνει πλήρως τον τίτλο της
και μας εξοικειώνει με τον ποιητικό κόσμο της Αλεξίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται
από τη δημιουργία παραστατικών οπτικών (και όχι μόνο) εικόνων. Από τους πρώτους
στίχους οι αναγνώστες/τριες βιώνουν την αίσθηση της ξηρότητας και της
λειψυδρίας, με λέξεις όπως «κρούστα της γης», «χωμάτινο», «αγκάθια», αλλά και
με τη φράση «ξερό ρυάκι», που επανέρχεται στην αρχή αρκετών στροφικών ενοτήτων
εν είδει leitmotif. Κι ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή της Αλεξίου να
τοποθετήσει αμέσως μετά την ποιητική ενότητα «Γραμματική του καλοκαιριού», που
έρχεται να δροσίσει το διψασμένο αναγνωστικό κοινό μετά από τη δύσβατη πορεία
στην ξερή φύση. Η ενότητα αυτή ξεκινάει με τη λήξη του σχολικού έτους και
φέρνει στο νου μας στιγμές ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς. Καλοκαίρι στην πόλη ή
στην εξοχή, εικόνες που απηχούν κάτι από τα ποιητικά καλοκαίρια του Ελύτη
συνθέτουν την ενότητα αυτή, που ολοκληρώνεται με τα πρωτοβρόχια. Αξίζει εδώ να
σημειωθεί η προσεκτική επιλογή λέξεων που δημιουργούν ένα συγκεκριμένο ηχητικό
αποτέλεσμα, όπως οι στίχοι «εγώ εσύ εγώ εσύ», που παραπέμπουν στον ήχο των
κυμάτων, αλλά και η απόπειρα της Αλεξίου να δημιουργήσει ένα μικρό
calligramme, τοποθετώντας τα
γράμματα των λέξεων «δάκρυ δάκρυ» το ένα κάτω από το άλλο, αποδίδοντας οπτικά
τα δάκρυα του μαστιχόδεντρου. Ακολουθεί η «Δήλωσις πίστεως», το πιστεύω του
ποιητικού υποκειμένου, γήινο και ανθρώπινο, γεμάτο κατανόηση για την ανθρώπινη
φύση. Στο κέντρο τίθεται ο άνθρωπος και ιδιαίτερα το παιδί, η αγάπη και η φύση,
η κατανόηση της ανθρώπινης αδυναμίας και η συγχώρεση, η τέχνη και τα γράμματα,
διαχρονικές και οικουμενικές αξίες πάνω στις οποίες στηρίζεται ο ανθρώπινος
πολιτισμός. Κι ύστερα έρχεται η «Ακίνητη νύχτα», η «νύχτα λίμνη» όπως
διαβάζουμε σε κάποιον στίχο, όπου κυριαρχούν οι συνηθισμένοι βραδινοί ήχοι, η
δίψα και η ακινησία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η σύζευξη δύο διαφορετικών και
τόσο μακρινών χρονικά κόσμων. Έτσι, οι «βραχνές εξατμίσεις» και το
«κλιματιστικό» συνυπάρχουν με τον «Νόστο», την «Πηνελόπη» και την «Τυφλή
ποιήτρια», κατ’ αναλογία του τυφλού Ομήρου, που αναζητά τη Μούσα της,
δημιουργώντας ένα ξεχωριστό μωσαϊκό ετερόκλητων – κι όμως τόσο όμοιων, χάρη στη
νύχτα που τα σκεπάζει κάτω από το σκοτάδι της – στοιχείων.

Αν
οι τέσσερις πρώτες ποιητικές ενότητες φαίνεται – τουλάχιστον σε ένα πρώτο
αναγνωστικό επίπεδο –  να περιστρέφονται
κυρίως γύρω από εικόνες της καθημερινότητας και το προσωπικό βίωμα, οι επόμενες
τρεις πραγματεύονται κοινωνικά ζητήματα της σύγχρονης εποχής και ασχολούνται με
το συλλογικό. Έτσι, ο «Προσφυγικός καταυλισμός» προσεγγίζει με ανθρωπιά το
προσφυγικό δράμα, εστιάζοντας στις μητέρες, τους συζύγους τους και τα παιδιά
τους, που αναγκάζονται να περάσουν τα θαλάσσια σύνορα και να ζήσουν επ’
αόριστον στα κοντέινερ, παίζοντας το μόνο παιχνίδι που ξέρουν, τον πόλεμο. Ιδιαίτερα
συγκινητικές είναι οι σκηνές με την εικόνα της Παναγίας στην οποία προσεύχεται
η ετοιμόγεννη μουσουλμάνα προσφύγισσα, αλλά και η γάτα του νεκρού Ομέρ, που
παραμένει φίλη του ακόμα και μετά τον θάνατό του. Και κάπως έτσι η Αλεξίου
περνάει στην επόμενη ενότητα, το «Θέμα ανατομίας», που πραγματεύεται τον πόλεμο
από μια άλλη σκοπιά. Είναι η σκοπιά των μανάδων που είδαν τα παιδιά τους, αυτά
που κυοφόρησαν, γέννησαν, θήλασαν και μεγάλωσαν, να πεθαίνουν στα πεδία της
μάχης και να δοξάζονται μετά θάνατον ακολουθώντας παράλογες διαταγές, σε έναν πόλεμο
που ποτέ δεν διάλεξαν. Αλλά οι ανθρώπινες ζωές δεν χάνονται μόνο εξαιτίας του
πολέμου. Η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας του κορωνοϊού απέδειξε ακριβώς το
αντίθετο. Το ισχυρό και νωπό ακόμα βίωμα τροφοδότησε την πένα της Αλεξίου με
μία ακόμα ποιητική ενότητα, τις «Επτά ανάσες πριν», που έδωσε το όνομά της και
σε ολόκληρη συλλογή. Η ενότητα αφιερώνεται στους ανθρώπους που έγιναν αριθμοί
κρουσμάτων, που κατέληξαν στην εντατική και που τελικά έφυγαν από τη ζωή επειδή
απλώς ζούσαν την απλή καθημερινότητά τους ως όντα κοινωνικά σε μια εποχή που
έπρεπε να μείνουν στο σπίτι τους απομονωμένοι, για να προστατευτούν από τον
άγνωστο ιό.

Το πρόσωπο που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο μέρος της
συλλογής είναι το α’ ενικό και πληθυντικό, διαμορφώνοντας ένα ύφος οικείο, εξομολογητικό
και άμεσο, ιδανικό για να αποτυπωθεί το βίωμα του ποιητικού υποκειμένου και να
οδηγήσει στην ταύτιση των αναγνωστ(ρι)ών με αυτό. Σε άλλες περιπτώσεις
επιλέγεται η αποστασιοποίηση και η αντικειμενική θέαση των πραγμάτων, που
αποτυπώνεται με το γ’ ενικό πρόσωπο. Εδώ το ποιητικό υποκείμενο αποτραβιέται
από το προσκήνιο και αφήνει το αναγνωστικό κοινό να νιώσει όσα απλώς
αποδίδονται με λέξεις και εικόνες, χωρίς καμία συναισθηματική καθοδήγηση. Στη
δημιουργία αυτού ύφους συνεισφέρει και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται. Δεν
υπάρχουν λεκτικές υπερβολές ή επιτήδευση στα όσα διαβάζουμε, τα επίθετα
επιλέγονται με φειδώ αφήνοντας να κυριαρχήσουν τα ρήματα και τα ουσιαστικά, ενώ
τα σχήματα λόγου προκύπτουν εντελώς αβίαστα κατά τη διαδικασία της γραφής,
χωρίς να φορτώνουν τα ποιήματα με μελοδραματικούς συναισθηματισμούς. Κι ακόμα
κι αν στο ποίημα υπάρχουν λέξεις που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν «αντιποιητικές»,
με την κλασική έννοια του όρου, στην πραγματικότητα είναι απαραίτητες για τη
δημιουργία παραστατικών και οικείων εικόνων της εποχής μας. Γι’ αυτό και θα
συναντήσουμε τη λαμαρίνα με τον κισσό, το γκαράζ με τις πεταλούδες και τα
air conditions με
τα τζιτζίκια. Όλα αυτά τα στοιχεία των ποιημάτων της συλλογής, με τους
ολιγοσύλλαβους, ως επί το πλείστον, στίχους και τη λιτή μα συνάμα δυνατή γραφή
της Αλεξίου, διαμορφώνουν τελικά όχι επτά, αλλά πολύ περισσότερες ποιητικές
ανάσες, που αναζωογονούν τη διψασμένη για τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης, ψυχή
μας.

Σοφία Κόκκινου 

(καθηγήτρια φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, με μεταπτυχιακό
στη Νεοελληνική Φιλολογία)

%CE%95%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B7%20%CE%A7%CF%81.%20%CE%91%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%AF%CE%BF%CF%85


H
Eλένη Χρ. Αλεξίου (Τρίκαλα, 1980) είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκδώσει δύο
ποιητικές συλλογές, Το Φλας (Λογείον, 2009) και Ποιήματα που γράψαμε μαζί
(Μελάνι, 2015). Ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε ανθολογίες και
λογοτεχνικά περιοδικά. Το Επτά ανάσες
πριν
είναι το τρίτο της βιβλίο ποίησης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *