ceb7 cf81ceb5ceb6ceadcf81ceb2ceb1 cebcceb5 cf84cebfcebd ceb4cf8dcf84ceb7

Ταξίδευα χτες, οπότε σκέφτηκα να βάλω μιαν εκλεκτή αναδημοσίευση από άλλο ιστολόγιο. Ήδη, πριν από δύο μήνες είχα αναδημοσιεύσει εδώ το πρώτο άρθρο της θαυμάσιας Σαββοπουλιάδας, που έχει ξεκινήσει ο φίλος μας ο Δύτης των Νιπτήρων στο δικό του ιστολόγιο. 

Μια  και την Κυριακή έχουμε εκλογές, διάλεξα να αναδημοσιεύσω σήμερα την 7η συνέχεια της δυτικής Σαββοπουλιάδας, όπου παρουσιάζεται η Ρεζέρβα, ένας δίσκος που περιέχει τραγούδι αφιερωμένο σε Εκλογές (τις εκλογές του 1977, βέβαια) αλλά και κάμποσα άλλα τραγούδια με πολιτικές αναφορές. 

Όπως όλα τα άρθρα της Σαββοπουλιάδας,  έτσι και τούτο εδώ ο Δύτης (και εδώ είναι η πρωτοτυπία) το έγραψε πρώτα στο Τουίτερ. Θα έλεγε κανείς πως το μέσο αυτό, με τον εγγενή περιορισμό που έχει στην έκταση των αναρτήσεων (μόλις 280 χαρακτήρες για κάθε τουίτ) είναι το πλέον ακατάλληλο για εκτενή άρθρα. Όμως ο Δύτης παρουσίαζε τραγούδι προς τραγούδι τη Ρεζέρβα, αφιερώνοντας σε κάθε τραγούδι 4-5 ή και περισσότερα διαδοχικά τουίτ. Στο τέλος, αναδημοσίευσε το σύνολο στο ιστολόγιό του. 

Tη δημοσίευση, όπως είπα, την είχα προγραμματίσει εδώ και μέρες. Ξαφνικά, ο Σαββόπουλος έγινε κάπως επίκαιρος επειδή σε μια συνέντευξή του ανέφερε ότι θα ψηφίσει Νέα Δημοκρατία. Δεν ξέρω γιατί αυτό προκαλεί έκπληξη, τη στιγμή που ήδη πριν από 35 χρόνια είχε γράψει τραγούδι στο οποίο ευθαρσώς δήλωνε το ίδιο («Το Μητσοτάκ»). 

Δεν θα γράψω όμως  άλλα, επειδή το άρθρο είναι  πολύ μεγάλο, αφού κι ο δίσκος είναι διπλός. O λόγος στον Δύτη. 

Σαββοπουλιάδα Ζ’ – Η Ρεζέρβα

1979 και έχουν περάσει οχτώ χρόνια από τον τελευταίο κανονικό (όχι συλλογή, όχι παραγγελία) δίσκο! Παρότι όπως δείχνουν οι δύο δίδυμοι δίσκοι που προηγήθηκαν τα δυο προηγούμενα χρόνια, το Χάπι Ντέι και οι Αχαρνής, ο Σαββόπουλος δεν είχε μείνει άεργος και μάλιστα είχε προχωρήσει σε πολύ διαφορετικό στιλ, παραμένει το γεγονός ότι όσο και να μην είχε χρόνο έγραφε μεν τραγούδια, όχι όμως τόσα που να βγάλει δίσκο, ή που δεν ήθελε για κάποιο λόγο να τα βγάλει σε δίσκο. Το Πρωινό είναι μισογραμμένο το ’75, ο Πολιτευτής το ’74, η Κύπρος και τα Παιδιά που είναι στο Κόμμα το ’75 (!), η μελωδία από το Κανονάκι είναι από τους Αχαρνής και οι Εκλογές μαντινάδα είναι του ’77 (το ’77 αναφέρεται -στον δίσκο από τις συναυλίες στο Zoom- ότι γράφτηκε και η Πρωτομαγιά, έχει πει σε μια εκπομπή ότι δεν χωρούσε στο δίσκο). Για να μη γκρινιάζουμε, βέβαια, ο δίσκος είναι διπλός. Α – είναι η πρώτη φορά που μπαίνουν κανονικότατα δεύτερες φωνές και μάλιστα γυναικείες (δεν μετράω τους Αχαρνής που είναι παράσταση, ας πούμε).

Είναι φανερό ότι σα να ένιωθε ότι, μετά τον ροκ οργασμό της περιόδου ’68-’72 κάτι δεν πήγαινε καλά, κάπου είχε χάσει την ορμή του, κάπου, δηλαδή, το Φορτηγό είχε μείνει από λάστιχο και χρειαζόταν, βέβαια, μια ρεζέρβα. Ο Σαββόπουλος είναι τριανταπέντε χρονών, too old to rock and roll, too young to die: το ροκ δεν τον καλύπτει πια, μπάζει, ψάχνει όπως είχε πει άλλο σπίτι. Υπάρχει ακόμα βέβαια το ροκ στοιχείο, σε κομμάτια όπως ο Πειρατής, ωστόσο κυριαρχεί ένα άλλο, νέο στιλ, εντελώς προσωπικό και ιδιόρρυθμο, δύσκολο να περιγραφεί: πνευστά (όπως και στους παλιότερους δίσκους, αλλά εδώ με πιο στοχαστική ας πούμε χρήση), παραδοσιακά όργανα, εναρμόνιση και ενορχήστρωση πάντα με έμφαση σε διαφωνίες και ιδιότυπα ακόρντα, μελωδικές γραμμές που μοιάζουν να έχουν γραφτεί με πολύ κόπο και που δύσκολα θα τραγουδηθούν από μια παρέα π.χ. Ήδη με την πρώτη εκδοχή του Πρωινού, του ’75, είχε φανεί αυτή η στροφή προς κάτι πιο προσωπικό και πιο λυρικό. Η Ρεζέρβα είναι αυτή η χρυσή ισορροπία, όπου δεν θέλει να μιλήσει στο όνομα κανενός, θέλει να μιλήσει σχεδόν πρώτη φορά (μετά το Περιβόλι, ίσως) για τον εαυτό του, όχι μόνο όμως, και για τον τόπο του και τους ανθρώπους του με λιγότερο θυμό και περισσότερη αγάπη (ισορροπία, η μαγική λέξη). Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα είναι παρόντα όσο ποτέ, και φέρνουν τα μηνύματα από κόσμους χαοτικούς και διαλυμένους, σε έναν άνθρωπο που αρχίζει να νιώθει κατασταλαγμένος και κάπως σίγουρος – όχι πολύ: περισσότερο από τότε που δεν είχε ήχο και υλικό, λιγότερο από τότε που (στο κοντινό μέλλον) θα αποφάσιζε να ταυτιστεί με κάτι. Ένας δίσκος με επαγγελματίες μουσικούς και ωράριο εργασίας, αλλά όμως και με ψυχή, και με πάθος. Ισορροπία – νομίζω αυτή είναι η λέξη κλειδί για τη Ρεζέρβα.

Πρωινό

Ξαναδουλεμένο το κομμάτι που κλείνει τα Δέκα χρόνια κομμάτια: σκηνές από ένα γάμο, που διατηρεί την ορμή του παρά τις δυσκολίες, την πλήξη, την καθημερινή τριβή χάρη σε μια θέληση για ξαναρχίνισμα («θα ξαναβρούμε τους φίλους μας…»). Η ανδρική και η γυναικεία φωνή διαλέγονται, ενώ μια ηλεκτρική κιθάρα σα να σολάρει από πίσω δημιουργώντας ένα χάος φωνών μέσα από το οποίο ανυψώνεται η γαλήνια μελωδία του ρεφρέν. Προσωπικά προτιμώ την πρώτη εκδοχή, ωστόσο, σα να είναι κάπως μπαρόκ αυτή η πολυφωνία μου φαίνεται.

Για την Κύπρο

«Και γιατί δεν μας το λες», τραγουδούσαν λέει παλιά οι ζητιάνοι. Ξεκινά με μια από τις παράξενες μελωδίες που αφθονούν στο δίσκο, συνεχίζει με ροκ κορμό, παραδοσιακό ούτι στη γέφυρα· αυτό είναι το στιλ της Ρεζέρβας (όπως στο «Για το σοσιαλισμό» ή τη «Μικρή Ελλάδα») που προοιωνίζεται και τη συνέχεια. Δεν συνειδητοποιούμε εύκολα ότι μόλις πέντε χρόνια έχουν περάσει από τον Αττίλα (το τραγούδι είχε κυκλοφορήσει σε σαρανταπεντάρι το ’75 στο μεταξύ), και ότι αυτή η γενιά (ή η αμέσως προηγούμενη) κατέβαινε στους δρόμους και έτρωγε ξύλο για την Κύπρο (σε ένα αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο παρά την «Ένωση» – «δεν είναι μούρλα εθνική που επιστρέφει»). Έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός με τη ζητιανιά, ο Σαββόπουλος ξέρει ότι ασχολείται με κάτι που μάλλον δεν ενδιαφέρει κανέναν στο κοινό του και έχει αυτή την περηφάνεια του ζητιάνου για την οποία, όπως και να το κάνουμε, μόνο εκείνος μπορεί να μιλήσει.

Ο πολιτευτής

Άλλο ένα τραγούδι της Μεταπολίτευσης: πρωτοκυκλοφόρησε το ’75, μαζί με τον Καθρέφτη του Μπαγιαντέρα, και στην πρώτη εκδοχή του ο σοσιαλισμός ήταν αριστεροχουντισμός (μια επινόηση του Καραμανλή, που μοιάζει με τωρινές θεωρίες των δύο άκρ

ων, και την οποία φαίνεται είχαν υιοθετήσει τα κόμματα της αριστεράς εναντίον των εξωκοινοβουλευτικών αριστεριστών – περισσότερα εδώ). Είναι η εποχή που ο Σαββόπουλος προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την αριστερά: την ίδια χρονιά έγραψε τα Παιδιά που είναι στο Κόμμα. Και στα δύο μοιάζει να συντάσσεται με τα παιδιά με τα μαλλιά της Μαύρης Θάλασσας, που γεμίζουν τα αμφιθέατρα και τους δρόμους στις πορείες, παρότι δεν λείπει και η αγάπη στη φτερούγα του ποντικού. Το κομμάτι είναι κοντά στον Καραγκιόζη μουσικά (αλλά, κατά βάθος, και στιχουργικά αν έχουμε υπόψη την πλήρη εκδοχή του), μαζί βγήκαν εξάλλου. Να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι η εκδοχή του ’75 με το μπουζουκάκι της (λείπει και το μισό ρεφρέν εκτός από την τελευταία φορά) είναι πιο κοντά στις εκτελέσεις των συναυλιών του ’83 με την Οπισθοδρομική Κομπανία και την Αρβανιτάκη. Εδώ μια εκτέλεση πριν το δίσκο:

Γεννήθηκα στη Σαλονίκη

Νομίζω (με την εξαίρεση ενός κλίματος περισσότερο παρά συγκεκριμένων αναφορών στο Περιβόλι) εδώ είναι η πρώτη φορά που ο Σαββόπουλος αρχίζει να μιλά για τον εαυτό του. Θέλω να πω, υπάρχει πάντα το πρώτο πρόσωπο, εδώ όμως υπάρχει προσωπική ιστορία και βιώματα: όχι κάτι πολύ ιδιαίτερο, όχι ιστορίες απ’ τη ζωή του, αλλά το πώς κάνει έναν απολογισμό θεωρώντας πως ό,τι είναι ανάγεται στο πού μεγάλωσε. Δεν υπάρχουν εθνικές συνδηλώσεις εδώ: υπάρχει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί, υπάρχει ένα τραμ, τα Κάστρα, η μπάντα του Ορφανοτροφείου, ο πατέρας στο ράδιο… τα παιδικά χρόνια είναι η πατρίδα, ακόμα – με μια κρυφή εκ γενετής αιμοραγία. Κλασικά η συνοδεία πυκνώνει στο γνωστό στιλ από το Βρώμικο Ψωμί (μέχρι και χορωδία μπαίνει στο τέλος!), η μελωδία είναι από εκείνες τις μελωδίες της Ρεζέρβας που φωνάζουν από μακριά τον πατέρα τους, τα πνευστά και ιδίως δηλαδή η τούμπα του Ζουγανέλη δίνουν τον τόνο, αγνώριστη η φωνή της Πρωτοψάλτη παίζει το ρόλο ενός παντογνώστη αφηγητή.

Για τα παιδιά που ‘ναι στο Κόμμα

Κι αυτό του ’75, αλλά θα μπορούσε να είχε γραφτεί άνετα πέντε ή και δέκα χρόνια αργότερα. Ξέρουμε σε ποιους απευθύνεται (ένα είναι το Κόμμα!) και το κλίμα είναι παρόμοιο με τον Πολιτευτή, αλλά βέβαια έχει κάτι πιο ανάλαφρο: πιο αγαπησιάρικο προς το οργανωμένο κομμάτι της Αριστεράς, πιο επιπόλαιο στο ζητούμενο (το μπαρ που ξενυχτάει) – εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά, κατά το γνωστό σύνθημα του «εσωτερικού», το οποίο σε κάποια συνέντευξη ο Σαββόπουλος ευχαρίστησε για τη φιλοξενία (προσωρινή λέει, αν θυμάμαι καλά) του κοινού του. Βέβαια η τελευταία εικόνα με το δικαστήριο είναι πιο ζοφερή, και φέρνει στο νου το Τραγούδι από το «Βρώμικο Ψωμί» – που τελικά λέει κάτι παρόμοιο. Μουσικά φέρνει στα άλλα της εποχής, Για την Κύπρο ή Για τον σοσιαλισμό, αλλά έχει και κάτι από τον Πειρατή που είναι νομίζω μεταγενέστερο: πυκνή ενορχήστρωση, ρεφρέν που θες να το τραγουδήσεις δυνατά – και για κάποιο λόγο τελειώνει με μια απλή, μικρή, ταπεινή κιθαρίτσα σαν τη φλογέρα της Ωδής.

Για τον σοσιαλισμό

Οι τίτλοι αυτής της σειράς πολιτικών τραγουδιών (Για την Κύπρο, Για τα παιδιά…) θυμίζουν κάπως ειρωνικά διάφορες μπροσούρες και εκδόσεις της εποχής. Εδώ οι στίχοι είναι από τους πιο κρυπτικούς που έχει γράψει ο Σαββόπουλος, σε αντίθεση με τον τίτλο που σα να προσπαθεί να εξηγήσει με τον απλούστερο τρόπο. Λέει περίπου, θαρρώ, το εξής απλό: καλός ο σοσιαλισμός αλλά το θέμα δεν είναι μόνο η κατάργηση της φτώχειας, είναι να βρούμε τι είναι εκείνο που κάνει τη φτώχεια να γεννά αριστουργήματα ώστε να μην το χάσουμε – κι αυτό είναι η αγάπη. Η αγάπη δουλεύει για τον σοσιαλισμό. Ξεκινά σαν παιδικό παιχνιδάκι, συνεχίζει με ένα συνδυασμό παράξενης, πολύπλοκης μελωδίας (έχει ακόμα και κάτι σαν φούγκα με τη γυναικεία φωνή), χορωδίας και πλούσιας ενορχήστρωσης. Δύσκολο και όμως χαρούμενο κι αισιόδοξο κομμάτι.

Μικρή Ελλάδα

Όπως και το Πρωινό, ένα κομμάτι που πρέπει να δει κανείς τους στίχους στο χαρτί για να συλλάβει το ποιητικό στοιχείο τους. Ομοιοκαταληξία δεν υπάρχει, οι δύο φωνές σε διάλογο παίζουν ουσιαστικά ένα μονόπρακτο, όπου η Ελλάδα (αυτός ο τόπος, θα έλεγε παλιότερα – ενδιαφέρον ότι η λέξη Ελλάδα υπάρχει σε τόσα κομμάτια αυτού του δίσκου, πρώτη φορά) είναι η νοσοκόμα, ταλαίπωρη και σιδεροκέφαλη. Ενδεικτικό της μετέωρης αυτής στιγμής του Σαββόπουλου, τη στιγμή που πιστεύει ότι από υπόγειες στοές και σκοτεινές διαδρομές κοντεύει επιτέλους -προσωπικά- να βγει σε τόπο φωτισμένο και γαλήνιο. Τώρα που το ξανακούω, είναι εντυπωσιακό πώς η περίπλοκη μουσική κάνει αυτούς τους στίχους να τραγουδιούνται!

Κανονάκι

Η θριαμβευτική αυτή μουσική προέρχεται από τους Αχαρνής (τα κουπλέ είναι μακεδονίτικος σκοπός), και πρέπει να πούμε ότι ο τρόπος που τραγουδάει ο Σαββόπουλος είναι μοναδικός (και) εδώ. Πιο κοντά στη στροφή του ’80 παρά στη σκοτεινιά του ’70, αυτή τη φορά προσπαθεί να μιλήσει (νομίζω) για την παράδοση, για αυτό το πράγμα που ψάχνει ο Σαββόπουλος από τη στιγμή που αποφασίζει ότι δεν είναι το ροκ το σπίτι του. Μεσ’ από το ρεύμα και το χρόνο, αλλά και μεσ’ απ’ τη συνήθεια και το νόμο πηγάζει αυτό το πράγμα, αυτή η χάρη που ξεχειλίζει και που με την κρυμμένη της αιτία προσφέρει τη ρεζέρβα, δίνει τη νέα ώθηση σε όποιον (λέει) καταλαβαίνει ότι πρέπει απλά να της παραδοθεί. Μαζί και η περίφημη ιστορία του κότσυφα του Σταύρου, που ποτέ δεν την κατάλαβα τελείως (πρόσφατα δε, έμαθα ότι είναι λαϊκό παραμυθάκι του Κιλκίς!) αλλά τώρα, σ’ αυτό το πλαίσιο, νομίζω την καταλαβαίνω: μια παραβολή για την ταπεινότητα που απαιτεί αυτό το δόσιμο για να δώσει καρπούς και να μην το πάρουν οι βροχές και το χαλάζι.

Τι έπαιξα στο Λαύριο

Αυτό το κομμάτι ίσως θα ταίριαζε περισσότερο στα «Τραπεζάκια έξω». Τρυφερή μπαλάντα που μοιάζει να έρχεται από παλιά αλλά, στην πραγματικότητα, δείχνει προς την κατεύθυνση όπου πήγαινε ο Σαββόπουλος. Λίγο φαίνεται η αμηχανία της Ρεζέρβας, αυτό το μετέωρο βήμα – προσέξτε όμως την διακριτική αλλά τόσο πλούσια ενορχήστρωση, σε ένα κομμάτι που συνήθως το ακούμε λάιβ μόνο με κιθάρα. Ο χρόνος ο αληθινός σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος – δύσκολος στίχος που ίσως χτυπά ένα καμπανάκι σε όποιον είναι γονιός, και ξέρει ή ψυλλιάζεται ότι το παιδί είναι ο χρόνος. Τον άκουσα πρόσφατα να εξηγεί (σε μια εκδήλωση για τα γηρατειά!) ότι υπάρχει ο χρόνος που μετράμε με το ρολόι, που περνάει, και υπάρχει και ο χρόνος που νιώθουμε ας πούμε, που διαστέλλεται ή συστέλλεται κατά τα συναισθήματά μας, και αυτός είναι ο αληθινός χρόνος, με τον οποίο συνδεόμαστε σε κάποιες σπάνιες στιγμές.

Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο

Το συμβάν είναι γνωστό, γνωστότατο, και άλλωστε το περιγράφει αναλυτικότατα ο Σαββόπουλος και η οπτική του είναι ασυνήθιστα καθαρή για την περίοδο αυτή. Τυπικά το κομμάτι γράφτηκε το ’78, ωστόσο στιχουργικά τουλάχιστον ανήκει περισσότερο στο ίδιο το συμβάν, το ’73 δηλαδή: οι «σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί» παραπέμπουν στον Καραγκιόζη, που φωτίζεται από τις τρύπες του, και η ιδέα με την υπαρξιακή τρύπα επανέρχεται: «τσουλώντας της τρύπας του τη ρόδα»· ακόμα και «η αρρώστια που μας σώζει» είναι κοντά σε εκείνη την περίοδο. Μόνο που πια, βαρέθηκε να ξεγελά τη λογοκρισία και προτίμησε να την ξεμπροστιάσει βάζοντας την μπομπίνα στο γρήγορο («καθώς διηγόταν τη ζωή του σε κουφούς… το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα κει, μα η δικαιοσύνη ήταν απέξω»):

Και πράγματι, η ιστορία του Κοεμτζή όπως τη διηγείται με επικό τρόπο ο Σαββόπουλος (αδιάφορο πόσο ήταν πράγματι έτσι) είναι ακριβώς αυτό το πράγμα, μια θεότητα που λύει τον πανικό της στων μπουζουξήδικων το γκέτο – και είναι άξιο θαυμασμού ότι προσεγγίζει αυτό τον σκοτεινό κόσμο, το σκυλάδικο, σε μια εποχή που το κοινό του μάλλον τον εχθρεύεται. Η ποίηση εισχωρεί στα ρεφρέν (αγγίζω το στοιχειό σας, χωριό συσκοτισμένο, σόι αλλοπαρμένο…) και φέρνει ανατριχίλες στο τέλος (η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει…). Το είχα μάθει απ’ έξω, και θα το θυμάμαι πάντα.

Πειρατής

Ραδιοπειρατής δηλαδή, κάτι που έχουμε ξεχάσει πια (αλλά μέχρι και όλη τη δεκαετία του ’80 διάβαζες όλο ειδήσεις για ραδιογωνιόμετρα και συλλήψεις). Το διακύβευμα για τον Σαββόπουλο, εδώ όπως και σε όλη σχεδόν τη Ρεζέρβα, δεν είναι η ύπαρξη πια αλλά η έκφραση: και αυτό βλέπει στον πειρατή, το τραύλισμα εκείνου που δεν μπορεί να πει κάτι άμεσα αλλά θα μπορέσει αν οικειοποιηθεί το μέσο κάποιου άλλου, τις ραδιοσυχνότητες εν προκειμένω και τη συσκευή του ραδιοφώνου (αντί για την πρόσωπο με πρόσωπο εξομολόγηση, για την οποία κολλάει και τραυλίζει…) – θυμηθείτε τι έλεγε για το ροκ, την κραυγή αυτού που δεν έχει λόγο απτό να κραυγάσει γιαυτό δανείζεται την έκφραση εκείνου που έχει λόγο. Μουσικά, θυμίζει κάπως τους Χουλιγκάνους από αργότερα – διόλου τυχαία, τραυλίσματα κάποιου που ρόκαρε αλλά έχει αρχίσει να ξεχνάει το πώς (δεν το λέω για κακό).

Οι εκλογές μαντινάδα

Και τον «Σαν τον Καραγκιόζη» είναι γραμμένο για κάποιες εκλογές, αλλά εδώ πρώτη φορά το παράθυρο της επικαιρότητας είναι τόσο στενό. Κάτι που το ’90 δεν θα είχε τόσο καλά αποτελέσματα στην επανάληψη, αλλά εδώ παραδόξως λειτουργεί. Πάρα πολλές αναφορές σήμερα δύσκολα γίνονται κατανοητές, η Συμμαχία, ο Τσάτσος, ο Φλωράκης κι ο Κύρκος, ακόμα και η αναφορά στην Ευρώπη και την επικείμενη ένταξη στην ΕΟΚ («κι αν ταΐσεις του απαντώ κακάο τη γελάδα, δεν θάναι πάλι πιθανό ν’ αρμέξεις σοκολάδα» – μάλλον δεν θα συμφωνούσε τώρα!). Ωστόσο εκφράζει με κέφι τη γενική θέση του Σαββόπουλου εν έτει 1977 (υπάρχει μια συνέντευξη: «-Τελικά θα ψηφίσεις; -Όχι, αφού σου είπα δεν προλαβαίνω, εγώ ψηφίζω στη Σαλονίκη και έχω δουλειά τώρα, ετοιμάζω αυτό το τραγούδι»), όπως φαίνεται άλλωστε σε όλο το δίσκο, και προσφέρει μερικούς αξιομνημόνευτους στίχους με κορυφαίους τους δύο πρώτους: Τα όνειρά σου μην τα λες, γιατί μια μέρα κρύα / μπορεί και οι φροϋδιστές να ‘ρθούν στην εξουσία.

Άσπα

Μετά τη Σαλονίκη, ακόμα ένα πολύ προσωπικό τραγούδι (με την έννοια ότι το πρώτο πρόσωπο υψώνεται πολύ πάνω από συλλογικές ταυτότητες, κάτι σχετικά σπάνιο στον Σαββόπουλο), στο στιλ του Πρωινού – κάπως στο τέλος το εγώ διαλύεται σε ένα όραμα υπέροχων, παραμυθένιων βαλκανικών τόπων. Σχετικά απλή μελωδία αλλά με πολύπλοκη συνοδεία της κιθάρας και μετά της τούμπας, η ανεβαστική γέφυρα σα να έρχεται από τις ηχογραφήσεις των αρχών της δεκαετίας – ένα ωραίο τραγούδι που αδιαφορεί για το κοινό του και έτσι εντυπωσιάζει κατά λάθος.

Αουντουαντάρια

Η Ρεζέρβα είναι ο πρώτος δίσκος που χρησιμοποιεί επαγγελματίες μουσικούς («έβαλα ωράριο εργασίας…»), και συχνά-πυκνά εκείνη την εποχή ο Σαββόπουλος εκφράζει την έκπληξη και την ευγνωμοσύνη του για το πώς συνέβαλαν στο όραμά του. Έτσι τελειώνει το δίσκο με μια ονομαστική αναφορά, εν είδει κλεισίματος συναυλίας, που γυρίζει στο δεύτερο μισό σε μια προσπάθεια κλεισίματος του δίσκου που ανοίγει και το δρόμο στη μελλοντική ιδέα του Σαββόπουλου για το κοινό του: τη γενιά του, όσους κρατούν φιλίες από το ’65, την οποία σε λίγα χρόνια θα θεωρήσει σχεδόν την τελευταία αγνή, ιδεατή γενιά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *