Θα πείτε ότι, επειδή έχω ταξίδια αυτές τις μέρες, τα έχω φορτώσει στον κόκορα οπότε, για να μη σπάσω το καθημερινό σερί (που, να θυμίσω, βαστάει από τον Γενάρη του 2014) επαφίεμαι σε επαναλήψεις ή συνεργασίες.
Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά το σημερινό μού άρεσε πολύ όταν το είδα, πριν από καμιά δεκαριά μέρες, στη σελίδα του Ρογήρου στο Φέισμπουκ, και τον προειδοποίησα ότι θα το κλέψω. Μου έδωσε όμως την άδεια, οπότε δεν λογαριάζεται για κλοπή.
Ποια να είναι άραγε αυτά τα ζώα που σέρνουν τα άρματα μάχης των Σουμερίων, όπως απεικονίζονται στο αρχαιολογικό εύρημα το οποίο αποκαλείται, μάλλον εντελώς παραπλανητικά, «Λάβαρο της Ουρ»*;
Η κορμοστασιά τους θυμίζει άλογο, η ουρά κι η χαίτη, όμως, γαϊδούρι. Επιγραφές σφηνοειδούς γραφής που βρέθηκαν στην Έμπλα, στη βόρειο Συρία, κι ανάγονται στα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ. μας πληροφορούν για το όνομα του ζώου: κούνγκα.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, στην Ουμ-ελ-Μάρρα της βορειοδυτικής Συρίας, ανάμεσα στο Χαλέπι και την κοιλάδα του Ευφράτη, οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν σε έναν αρχαίο χώρο ταφής τούς σκελετούς 44 ιππιδών, πιθανολογώντας ότι πρόκειται για τα μυστηριώδη κούνγκα. Τα ζώα θα πρέπει να είχαν θυσιαστεί για να συνοδέψουν κάποιον ηγεμόνα στην τελευταία του κατοικία.
Η ανακάλυψη θα αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας, διότι θα δώσει στους επιστήμονες τη δυνατότητα να μελετήσουν το γενετικό υλικό του ζώου. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής δημοσιεύθηκαν στις αρχές του χρόνου. (E. Andrew Bennett, Jill Weber, Wejden Bendhafer, Sophie Chaplot, Joris Peters, Glenn M. Schwartz, Thierry Grange και Eva-Maria Geigl, “The genetic identity of the earliest human-made hybrid animals, the kungas of Syro-Mesopotamia”, Science Advances, τόμος 8, αριθ. 2, 2022).
Όπως υποψιάζονταν οι ειδικοί, το κούνγκα είναι ένα υβρίδιο που δημιούργησε ο άνθρωπος. Ήταν διασταύρωση ανάμεσα σε αρσενικό άγριο γάιδαρο της Συρίας και θηλυκό εξημερωμένο γαϊδούρι. Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται μάλιστα για το παλαιότερο, μια και όσον αφορά τον έτερο διεκδικητή του τίτλου, δηλαδή το μουλάρι, το αρχαιότερο εύρημα (ένας σκελετός από την κεντρική Τουρκία) ανάγεται περίπου στα 1.000 π.Χ. Το κούνγκα συνδύαζε την αντοχή και την υπομονή του εξημερωμένου γαϊδάρου με τη δύναμη και την ταχύτητα του άγριου. Φυσικά, ήταν και πολύ πιο εύκολα χειραγωγήσιμο από τον ουσιαστικά αδάμαστο άγριο γάιδαρο.
Το σημαντικότερο κέντρο «παραγωγής» και εκτροφής κούνγκα ήταν το Νάγκαρ, στο βορειοανατολικό άκρο της σημερινής Συρίας. Το αγοραστικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν βρισκόταν στις πόλεις της σουμεριακής Μεσοποταμίας και της Συρίας. Ουσιαστικά, το κοινό αυτό αποτελούνταν από τους ηγεμόνες και τους ευγενείς, καθώς η τιμή αγοράς του ζώου ήταν εξαιρετικά υψηλή. Τα θηλυκά και τα πιο μικρόσωμα αρσενικά χρησιμοποιούνταν ως υποζύγια για τη μεταφορά φορτίων, ενώ τα πλέον μεγαλόσωμα αρσενικά έσερναν άρματα μάχης ή τελετών. Αποτελούσαν σύμβολα κύρους και εξουσίας.
(Προσθέτω εδώ ότι τα κούνγκα ήταν πανάκριβα και επειδή δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν μεταξύ τους).
Η «βασιλεία» των κούνγκα διήρκεσε μέχρι το τέλος της τρίτης χιλιετίας π.Χ. και την αυγή της δεύτερης, όταν δηλαδή έφτασαν στη Μεσοποταμία τα πρώτα εξημερωμένα άλογα.
* Το «Λάβαρο της Ουρ» είναι… ένα ξύλινο κιβώτιο, το οποίο βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στη βασιλική νεκρόπολη της αρχαίας σουμεριακής πόλης Ουρ. Οι πλευρές του καλύπτονται από ψηφιδωτό, φιλοτεχνημένο πάνω σε φόντο από λάπις λαζούλι. Στις δύο μεγαλύτερες πλευρές απεικονίζονται, στη μεν πρώτη, σκηνές από μια νικηφόρα μάχη που έδωσε ο στρατός της Ουρ, στη δε δεύτερη το συμπόσιο που προφανώς διοργανώθηκε από τον βασιλιά (πιθανότατα τον Ουρ-Παμπιλσάγκ, περ. – 2.550) μετά τον θρίαμβό του. Η παράδοξη ονομασία οφείλεται στον Λ. Γούλλυ (Leonard Woolley), τον Βρετανό αρχαιολόγο που το ανακάλυψε το 1928. Ο Γούλλυ πίστευε ότι το κιβώτιο αυτό συνόδευε τον στρατό της πόλης στις εκστρατείες του, όπως ένα λάβαρο προπορεύεται του στρατεύματος και το «οδηγεί» στη μάχη -αλλά οι σημερινοί μελετητές έχουν απορρίψει αυτή την εικασία.