της Αγάθης Γεωργιάδου
Μισός αιώνας συσσωρευμένου πόνου και οργής είναι αρκετός για να μετασχηματιστεί το τραύμα σε σημαντική λογοτεχνική παραγωγή, όχι μόνο από τους ανθρώπους που το βίωσαν αλλά κι απ’ όσους νεότερους ακούνε μέσα τους «φωνή πατρίδας» κι έχουν στόφα λογοτεχνική. Αυτή είναι η περίπτωση της Δήμητρας Δημητρίου, της Κύπριας ποιήτριας που είναι συνάμα και Διδάκτορας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Τα οδυνηρά βιώματα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, που ήδη μετρά 50 χρόνια βάρβαρης κατοχής, αλλά και η τραγικότητα του σύγχρονου κόσμου, στον οποίο μαίνονται οι πόλεμοι, οι βιασμοί, οι γυναικοκτονίες κι η αδυσώπητη βία γενικότερα, γέννησαν τις Αγωνίες της Δημητρίου.
Με εμφανείς και αφανείς διακειμενικές αναφορές σε γνωστούς λογοτέχνες, παλαιούς και νεότερους, όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο Παπαδιαμάντης, ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Λόρκα, ο Έλιοτ, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Μόντης, ο Χαραλαμπίδης, και σε διακειμενικό διάλογο με τους εφτά πίνακες ζωγραφικής του Κύπριου καλλιτέχνη Αδαμάντιου Διαμαντή (1900-1994) με τον ομώνυμο τίτλο «Αγωνίες», τους οποίους ο ζωγράφος δημιούργησε μεταξύ του 1963 και 1977 με θέμα τη γυναίκα και τη βία, η Δημητρίου ξεδιπλώνει τον δικό της ποιητικό καμβά και «ζωγραφίζει» με δεξιοτεχνία τις προσωπικές αγωνίες της, που είναι και πανανθρώπινες, για τον τόπο της, το Κυπριακό, τις άδικες πολιτικές και τους πολέμους, σε ένα ογκώδες βιβλίο που απεικονίζει και το μέγεθος του τραύματος.
Μόνο που η Δημητρίου δεν μιλά «με παραμύθια και παραβολές», ώστε ν’ ακούμε τη φρίκη γλυκότερα, αλλά την κουβεντιάζει όπως είναι, αφτιασίδωτη. Ο «μνησιπήμων πόνος» σταλάζει μέσα της πένθος και σπαραγμό για την κυπριακή τραγωδία, τη βία και τη βαναυσότητα, που δεν έχει τέλος αλλά θα διαιωνίζεται όσο η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει, όπως έγραφε ο Θουκυδίδης.
Στα τέσσερα μέρη της ποιητικής της συλλογής (Αγωνίες Ι, Μπαλάντες, Στιγμές, Αγωνίες ΙΙ) η Δημητρίου πειραματίζεται με πολλούς καινοφανείς λογοτεχνικούς τρόπους και μεικτά είδη, πεζοποιήματα, λυρικά και δραματικά ποιήματα (μπαλάντες), θέατρο, πρόζα, αλλά και με ποιητική απόδοση «μαρτυριών». Πράγματι, πολλά (πεζο)ποιήματα από το πρώτο μέρος της συλλογής με τίτλο Αγωνίες Ι , με προμετωπίδα από τη συγγραφέα Κωνσταντία Σωτηρίου, αποτελούν αυτούσιες μαρτυρίες που άντλησε η ποιήτρια, σύμφωνα με συνέντευξή της, με μόχθο και έρευνα από βιβλία, από το διαδίκτυο κι εφημερίδες, με επίκεντρο γυναίκες που έσπασαν τη σιωπή τους και μίλησαν για τις θηριωδίες που υπέστησαν κατά την εισβολή.
Η Άννα, η Σοφία, η Ηρούλα, η Αγνή, η Βασιλική, η Τασία, η Μηλιά, η Μαρία, η Μυροφόρα, η Φυλλιώ, η Ανδρούλα, η Ανθή, η Δώρα, η Ελένη, η Εμινέ και πολλές άλλες γυναίκες που έγιναν ολοκαύτωμα τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, μεταπλάθονται σε 31 τραγικές φιγούρες αρχαίου δράματος, που καταγγέλλουν τον βιασμό και τη κτηνωδία. Το θέμα της σεξουαλικής βίας που υπέστησαν από τους στρατιώτες του Αττίλα, δοσμένο à la manière de Δημητρίου, παρά τη σκληρότητά του, αποτελεί και ηθική δικαίωση για τις γυναίκες που τη βίωσαν.
Με γλώσσα γλαφυρή, στην οποία ενσωματώνονται με τρόπο δημιουργικό λέξεις από τους ποιητικούς προγόνους καθώς και από την αυθεντική κυπριακή ντοπιολαλιά, η ποιήτρια ιστορεί με δραματικότητα τον καημό της Κύπρου. Όπως υπέδειξε σε παρουσίαση του βιβλίου ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, το βιβλίο της Δημητρίου «είναι μια ηχηρή πράξη πολιτική, και τούτο συντελείται ως έκφραση ανάγκης θεληματικής. Και θέλει δηλαδή και είναι πολιτικό, δοξαστικό για το θαύμα που ήταν ο τόπος, και συνάμα καταγγελτικό για τα πάθια και τη μεγάλη αδικία που επέφερε η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου περιέχονται οκτώ μπαλάντες, είδος ποιημάτων που αφηγούνται μια σύντομη δραματική ιστορία. Οι μπαλάντες της Δημητρίου, όπως άλλωστε εμμέσως δηλώνει και η προμετωπίδα από τον Λόρκα, είναι βαθιά επηρεασμένες από την ποίηση του σπουδαίου αυτού Ισπανού ποιητή και δραματουργού, αρδεύονται όμως και από πολλές άλλες λογοτεχνικές πηγές. Οι στίχοι των δύο πρώτων ποιημάτων έχουν επιδράσεις από το δημοτικό τραγούδι αλλά και από τον αισθησιασμό της ποίησης του Καββαδία:
Κορίτσι,
Με τα στήθια στον αέρα
Ποια είσαι και πούθ’ έρχεσαι,
Τι έχεις στο στόμα
Που σε πυρπολεί;
-Δράχνω νερό θαλασσινό
Πηγής που αιμοστάζει
Σαν έπεσε φωτιά καυτή μια μέρα τ΄αλωνάρη
Ήλιος που λιάζει τη σπορά κι έκαιγέ μου το στήθος. […]
(«Η μπαλάντα του θαλασσινού νερού, παραλλαγή»)
Οι δύο επόμενες μπαλάντες είναι εμφανώς επηρεασμένες από την ποίηση του Λόρκα, καθώς ενσωματώνουν μοτίβα και σύμβολα του ποιητή στους στίχους τους, όπως είναι η ανθισμένη λεμονιά, η ακροποταμιά, ο θάνατος από έρωτα, οι ταυρομάχοι κ.ά.:
Κάτω στην ακροποταμιά κορίτσι περπατάει
κρατώντας βέργα λεμονιάς και προς τον κάμπο πάει.
Κόβει λεμόνια στρογγυλά
(Άι μέρα δίχως στήθος!)
και πλένει τα μπαμπακερά
τορέρο στην καρδια της.
(στην ανθισμένη λεμονιά από κάτω
πληγώνει με ο αγέρας) […]
(«Μπαλάντα μιας μέρας τ’ αλωνάρη»)
Υπάρχουν βέβαια και άλλες σκόπιμες διασυνδέσεις με στίχους του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, του ποιητή που μετακένωσε την οδύνη, την οργή και τον πόνο του για το τραγικό καλοκαίρι του 1974 σε πολλές και έξοχες ποιητικές συλλογές (Αχαιών ακτή, Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Θόλος, Μεθιστορία κ.ά.), όπως π.χ. το στοιχείο του νερού, οι λεπίδες του καλοκαιριού, τ’ άστρα της Αμμοχώστου κ.ά., αλλά και με την ποίηση του Ελύτη (Προσανατολισμοί, Άξιον Εστί κτ.λ.), όπως ο ήλιος, το θέρος, το κρίνο του καλοκαιριού, τα τζιτζίκια κ.ά. (βλ. «Μπαλάντα των τζιτζικιών που αγάλλονται»), επιρροές διαμεσολαβημένες, ωστόσο, με την προσωπική ευαισθησία της ποιήτριας, ενσωματωμένες δημιουργικά στους δικούς της στίχους και σκέψεις.
Η παραπάνω τάση της Δημητρίου γίνεται αισθητή και στην τρίτη ενότητα της συλλογής της με τον τίτλο «Στιγμές», οι οποίες ανακαλούν τις Στιγμές του Κώστα Μόντη και υλοποιούν, έτσι, τους στίχους του Σεφέρη στα Τρία κρυφά ποιήματα: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. / Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη ριζώνουν / θρέφουνται με το αίμα» («Επί σκηνής», Στ΄). Πενήντα οκτώ ολιγόστιχες, πολλές και μονόστιχες, «Στιγμές», πυκνές, πικρές, καυστικές και καθηλωτικές, μας αποκαλύπτουν τη στοχαστική ματιά της ποιήτριας στην ιστορία του τόπου μας και στην ίδια τη ζωή μας: «Πήγα να δω το σπίτι μου»: Βγάλτε τα παπούτσια σας, παρακαλώ».
Στο τέταρτο μέρος της συλλογής («Αγωνίες ΙΙ) η Δημητρίου διευρύνει τη ματιά της για να συμπεριλάβει στον θρήνο της για την Αμμόχωστο και την Κερύνεια και την ποιητική αποδοκιμασία της όχι μόνο για την τύχη των γυναικών της Κύπρου από τον Αττίλα αλλά και τη βία που ασκείται στις γυναίκες της σύγχρονης Τουρκίας και στις Κούρδισσες, καθώς και ένα ρέκβιεμ για την Ουκρανία και την Αρμενία.
Συνολικά, η ποιητική συλλογή της Δήμητρας Δημητρίου έχει άρωμα γυναίκας, εμποτισμένο με δάκρυ για όσα υπέφεραν και υποφέρουν οι γυναίκες τον 20ο και 21ο αιώνα στον δήθεν πολιτισμένο κόσμο. Η τύχη τους διαπλέκεται με την τραγική μοίρα της κατεχόμενης Κύπρου και εξακτινώνεται στον παγκόσμιο ιστό, για να διαφανεί, έτσι, η οργή και η αποδοκιμασία της συγγραφέως για τη διαχρονική βαρβαρότητα και τα εγκλήματα που συντελούνται σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ντροπιάζουν την ανθρωπότητα.
Ωστόσο, θα αδικούσαμε τη συλλογή αν σταθούμε μόνο στη θεματική της και στη στιβαρή και αφομοιωμένη λογοτεχνική γνώση και άνεση με την οποία η ποιήτρια κινείται σε όλο το εύρος της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, αγνοώντας την ποιητική της αύρα, την αυθόρμητη γραφή της, τον στοχαστικό λόγο της, που ανοίγει στον αναγνώστη έναν κόσμο πλούσιο σε συναισθήματα και σκέψεις και στον οποίο η ποιητικότητα και η ευαισθησία συνυπάρχουν εναρμονισμένες. Και μπορεί η ποίησή της να αρδεύεται από πλήθος λογοτεχνικά κανάλια, η Δήμητρα Δημητρίου, ωστόσο, διαθέτει και τη δική της ποιητική αισθητική, η οποία συνίσταται στη γλωσσική γλαφυρότητα των στίχων της, στον ευφυή σπινθήρα των στοχασμών της, στη σκηνική δομή των ποιημάτων της και στην πηγαία έμπνευσή της, που αντλείται ακόμα και από αναρτήσεις στο διαδίκτυο. Τα ποιήματά της πλαισιώνονται με άφθονο φωτογραφικό υλικό από την προ της εισβολής Αμμόχωστο, το οποίο συμβάλλει στην καλαισθησία της έκδοσης, σταλάζει όμως μέσα μας άπειρη θλίψη για την κατεχόμενη πατρίδα.
Δήμητρα Δημητρίου, Αγωνίες, Σμίλη