ceb7 cf80ceb1ceb9ceb4ceb9cf8ccf86cf81ceb1cf83cf84cebfcf82 ceb4ceb9ceaeceb3ceb7cf83ceb9cf82 cf84cf89cebd ceb6cf8ecf89cebd cf84cf89cebd

Η Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων είναι ένα  δημώδες βυζαντινό ποίημα του 14ου αιώνα. Σε 1082 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους αφηγείται ένα συνέδριο που συγκαλεί ο λέοντας, ο βασιλιάς των ζωων, στο οποίο συμμετέχουν  όλα τα ζώα, φυτοφάγα και σαρκοφάγα. Το κάθε ζώο παινεύει τα καλά του και κατηγορεί το προηγούμενο ζώο, και τελικά το συνέδριο καταλήγει σε σύρραξη, από την οποία νικητές βγαίνουν, παραδόξως, τα ήμερα ζώα, τα φυτοφάγα.

paidioΟ φίλος μας ο Γιώργος Μπαλόγλου, που είναι ο πιο παλιός φίλος που έχω  κάνει στον κυβερνοχώρο, αφού γνωριζόμαστε σχεδόν  είκοσι χρόνια, έχει αφιερώσει χρόνια από τη  ζωή του στο έργο αυτό -το έχει μεταφράσει στα αγγλικά μαζί με τον φίλο μας  τον  Νικ Νίκολας, σε  μια μνημειώδη (και εδώ το λέω κυριολεκτικά) έκδοση, με εξαντλητική ανάλυση και συζήτηση για κάθε ενδιαφέρον σημείο και κάθε αμφίσημη λέξη.

Είχα πάρει μέρος στη συζητηση  αυτή με μέιλ, και ίσως κάποτε γράψω κάποιο σημείωμα για την οφρύ που θα έκοβαν ή για το φράγκικο σαρσαρόλι. Το περίεργο είναι  που τόσα χρόνια δεν έχω γράψει κάτι για την  Παιδιόφραστο, αν και την έχω αναφέρει παρεμπιπτόντως σε κάποια άρθρα. 

Τις προάλλες, σε άσχετη  συζήτηση, πρότρεψα  τον φίλο μας τον  Γιώργο Μπαλόγλου να  γράψει εκείνος μια παρουσίαση της Παιδιόφραστης και  χτες, σαν δώρο στη γιορτή μου, μου έστειλε το κείμενο που ακολουθεί, που το αναδημοσιεύω με πολλή χαρά.

Πριν εξήμισι αιώνες περίπου ο ευρέως εννοούμενος Ελληνισμός παρήγαγε ένα ποίημα πολύ μπροστά από την εποχή του, την Παιδιόφραστο — ή ίσως Πεζόφραστο — Διήγηση των Ζώων των Τετραπόδων. Είτε εγράφη χάριν παιδιάς είτε εγράφη σε λόγο πεζό (δημώδη), η ανώνυμη αυτή Διήγηση των 1082 δεκαπεντασύλλαβων ανομοιοκατάληκτων στίχων χαρακτηρίζεται από φανερό σαρκασμό και κρυφή επαναστατικότητα, καθώς τα φυτοφάγα ζώα κατατροπώνουν τους σαρκοφάγους θύτες τους. Ίσως αυτό το αποτέλεσμα την έριξε σε σχετική αφάνεια, ίσως η έλλειψη έρωτα, θρησκευτικότητας και ιστορικότητας. Ευτύχησε πάντως να εκδοθεί από τον Wagner το 1874 (Carmina Graeca Medii Aevi, σελ. 159-196) και από την Βασιλική Τσιούνη (μαθήτρια του Robert Browning) ακριβώς έναν αιώνα αργότερα, επίσης στον παρόντα αιώνα από τους Μανόλη Παπαθωμόπουλο (2010, κύκνειο άσμα) και Hans Eideneier (2016, μαζί και ο Πουλολόγος – αποσπάσματα εδώ). Προ εικοσαετίας την μεταφράσαμε έμμετρα στα Αγγλικά — από το ανέκδοτο ως τότε κείμενο του Παπαθωμόπουλου — και την σχολιάσαμε εκτενώς (Nick Nicholas & George Baloglou, «An Entertaining Tale of Quadrupeds», Columbia University Press, 2003). Ευτύχησε επίσης να απαγγελθεί (1997)


Υπάρχει λοιπόν στα Τετράποδα ένα μεγάλο συνέδριο σαρκοφάγων και φυτοφάγων, όπου οι περισσότεροι διαξιφισμοί είναι ενδοπαραταξιακοί. Σκοπός του συνεδρίου ήταν, υποτίθεται, η ειρήνευση και η ανταλλαγή επαίνων και ψόγων («ενός εκάστου έπαινον και καθενός τον ψόγον»), αν και εξ αρχής τα φυτοφάγα αμφέβαλαν, «ημείς εκείνων βρώματα εσμέν εις ευωχίαν, και πως γαρ ένι δυνατόν ομού να μαδευθούμεν;», και βεβαίως είχαν δίκαιο, καθώς λίγο πριν το απρόσμενο τέλος ο ίδιος ο βασιλεύς λέων ρίχνει τις μάσκες και κηρύσσει την έναρξη της μάχης διατάσσοντας «και πάντα τα τετράποδα, τα αιμοβόρα ζώα, να τρώγουσιν τα καθαρά, ώσπερ ήτον και πάντα, οποίον και καταπονεί και έναι εθισμένον.»!Δόθηκε φυσικά και πρόσχημα στον βασιλέα λέοντα να κηρύξει το τέλος του συνεδρίου, καθώς η «μυσεροκακομούτζουνος» και «ψειροκονιδοφάγος» μαϊμού προσέβαλε τον συγκάθεδρο του λέοντα, τον μέγα έλεφα, παντοιοτρόπως, ακόμη και μέσω μιας ιδιοφυούς σύγκρισης: «καβούρου τάξιν κέκτησαι μεγαλοχαχαλάτου· έχεις αλλού το στόμα σου και αλλού την προμυτίδα, αλλού συνάγεις βρώματα και αλλαχού τα τρώγεις.»

Πριν βέβαια από την μνημειώδη επίθεση της μαϊμούς στον ελέφαντα είχαμε πάμπολλους διαξιφισμούς, ενδοπαραταξιακούς πάντοτε, με εξαίρεση την εκδίωξη εκ της σκηνής της αλεπούς από τον λαγό (πέρασμα από τα μικρότερα σαρκοφάγα στα φυτοφάγα) και του αλόγου από τον λύκο (πέρασμα από τα φυτοφάγα στα μεγαλύτερα σαρκοφάγα). Οι σχετικοί διάλογοι χαρακτηρίζονται από φαντασία και (αυτο)σαρκασμό, αλλά και από αρκετές αναφορές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και φυσικά στις σχέσεις τους με τα ζώα.

Ο κάτης είναι ήδη οικόσιτος και εκλεκτός της εξουσίας, αποδομείται όμως από τον «ακολάκευτο» ποντικό ως «αλευροκαταχέστης» — έχει δηλαδή αόρατο κόστος η φύλαξη της σοδειάς — που «χέζει και την παραγωνίαν [τζάκι] και χώνει με την στάκτην». Ομοίως ο κύων («και βάνουν με τραχηλικόν χαντρατοκουδουνάτον») αποδομείται από την αλώπεκα, η οποία εκδιώκεται από τον λαγό, ο οποίος εκδιώκεται, μαζί με την έλαφο (που κατηγορεί τον λαγό ότι «την νύκταν μόνον περπατεί, δαιμόνων τάξιν έχει»), από τον χοίρο (που θεωρεί ότι τα κρέατα των άλλων δύο «χωρίς εμού ουδεμιάν έχουσι μυρωδίαν»), ο οποίος εκδιώκεται από το πρόβατο που διαπληκτίζεται με την αίγα («εσένα τι σε ήθελα να είσαι εις εντροπήν μου, δια να σηκώνης την ουράν, να δείχνεις το μουνίν σου»), κλπ κλπ

Περνώντας στα μεγαλύτερα ζώα έχουμε την σύγκρουση βοδιού και βουβαλιού: το πρώτο κατηγορεί το δεύτερο ως «βορβοροπηλοκύλιστο» — ή ίσως και «βορβοροκωλοκύλιστο», ανάλογα με το χειρόγραφο — και «λιμνοαναθρεμμένο» όταν αυτό τολμά να πει ότι τα καταφέρνει εξ ίσου καλά σε όλες τις δουλειές, «και δυνατόν και μέγιστον όπου και αν με γυρεύσουν, εις άμαξαν, εις άλωναν και εις την αροτρίαν¨. Καίρια είναι η αναφορά στην θρυλική, ως τις μέρες μας σχεδόν, βοϊδόπουτσα («έχω και νεύρον δυνατόν, μακρύν και πυρωδάτον, οπού το έχουν το οι κριταί και μαγκλαβοκοπούσιν τους κλέπτας και τους υβριστάς και πάντας κακεργάτας»), καθώς φέρνει στην σκηνή τον γάδαρο να παινέψει το δικό του ‘νεύρο’ («παχύν, μεγαλοματζουκάτον, μακρύν, παχύν και στιβαρόν, ρουθουνοκεφαλάτον») και να συγκρουστεί με το άλογο: έχουμε και εδώ μία ‘ταξική’ σύγκρουση και σύγκριση ανάμεσα στον προνομιούχο ίππο («και ώσπερ τας γυναίκας των ούτως με αγαπούσιν») και στα ζώα φορτίου, καμήλα («παράσημον των ζώων») και γάϊδαρο (τον «λυκοφαγωμένο»).

Η αναφορά του αλόγου στον λύκο είναι μοιραία για την εξέλιξη του ποιήματος, καθώς φέρνει στην σκηνή λύκο και αρκούδα, και, ακόμη χειρότερα, πάρδο και λεοντόπαρδο: η άστοχη αναφορά του τελευταίου στον βασιλέα λέοντα και ασεβής σύγκριση μαζί του («ακμήν και ο κατόπαρδος και βασιλεύς ο λέων») τον αναγκάζει να καλέσει τον συγκάθεδρο ελέφαντα στην σκηνή με ορατό πλέον το τέλος του συνεδρίου («Και όταν εκπληρώσουσιν και αποπούν οι πάντες, τότε να είπω και εγώ, να ορίσω ει τι θέλω και ό,τι πράγμα βούλομαι ως βασιλεύς και λέων.»).

Δεν έχουν βεβαίως χρόνο, αλλά και κίνητρο, τα μεγάλα σαρκοφάγα ζώα να παινέψουν τις χρήσεις τους από τους ανθρώπους. Παρ΄ όλα αυτά, και η άρκος παινεύει το αξούγγιν της με το οποίο «ποιούν σκευήν πανέχρηστον εις τας πληγάς και πάθη», και ο λύκος παινεύει το δερμάτιν του «εκεί γαρ όπου ευρεθή, ψύλλος ουδέν καθίζει». Ας πούμε εδώ ότι η αναφορά του λύκου στο δέρμα του («έχουν το οι σουλτάνοι, οι άρχοντες, οι ευγενείς, μεγάλοι αμιράδες») είναι πολύτιμη: είναι η μοναδική μαρτυρία για το αντίπαλον δέος, για την επερχόμενη μουσουλμανική κυριαρχία, πέραν της αναφοράς του προβάτου, πολύ νωρίτερα, στο μαλλί του με το οποίο «Ποιούσιν σάκτια [χαλιά] ψηλά και μεγαλοπλουμάτα και ο σουλτάνος κάθεται και όλοι οι αμιράδες· απλώς και πάσα γενεά, Ρωμαίοι τε και Φράγκοι, χρώνται τα εις κλινάρια και εις στρωμνάς ετέρας.»

Αν στο πρόβατο οφείλουμε την μόνη αναφορά σε Ρωμαίους, διάβαζε Βυζαντινούς, οι Φράγκοι αναφέρονται επίσης, και μάλιστα εκτενώς και ενδεχομένως ειρωνικώς, από τον χοίρο: «Ακόμη και αι τρίχες μου χρείαν αποπληρούσιν μεγάλην, αξιόλογον εις Φράγκων εκκλησίαν^ και γαρ εις το αγίασμα τα φραγκοπαπαδούρια μετά της τρίχας της εμής τους πάντας αγιάζουν και την βορβοροκύλισιν ποσώς ουδέν θυμούνται.»

Αυτές είναι και οι μόνες αναφορές σε άλλες φυλές και πίστεις πλην των ‘ημετέρων’ Ρωμαίων: δεν θα τις αποκαλούσαμε  εχθρικές, εκτός και αν τολμηρά θεωρήσουμε την σχετικά εκτενή αναφορά του ανώνυμου ποιητή στο χοιρινό κρέας ως κρυφή επίθεση κατά της μουσουλμανικής απαγόρευσης του. Γενικότερα δεν υπάρχει καμμία αναφορά σε ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, κάτι που δυσκολεύει την χρονολόγηση του ποιήματος: η εντύπωση που δημιουργεί το ποίημα ότι οι Τούρκοι δεν είναι ακόμη πολύ κοντά — και μικρός σχετικά αριθμός τουρκογενών λέξεων (όπως μας επισήμανε και ο αείμνηστος Τάσος Καραναστάσης) — καθώς και άλλες λεπτομέρειες μάλλον υποδεικνύουν ύστερο 14ο αιώνα (ενώ η γλώσσα υποδεικνύει προέλευση από Κρήτη ή Νότιο Αιγαίο).

Αν λείπουν οι ιστορικές και γεωγραφικές αναφορές, δεν απουσιάζει ο Αίσωπος (που έναν μύθο του περί ατυχών εργατικών διεκδικήσεων των όνων επιστρατεύει εκτενώς ο ίππος) αλλά και ο «υμνογράφος» (Ψαλμός 33:16), που μας δίνει μάλιστα και τον επίλογο του ποιήματος: «Ο βασιλεύς ου σώζεται εν πολλή τη δυνάμει και γίγας ου σωθήσεται εν πλήθει της ισχύος.».

O βασιλεύς λέων εξεντερίσθη τελικώς υπό του βοός, ο βούβαλος «κλότζον τον κλότζον έκρουεν τον πάρδον με τους πόδας», ενώ ο ποιητική αδεία χορτοφάγος χοίρος «κρούει τον λεοντόπαρδον και εξεκοιλίασεν τον» … πιθανώς με εκείνο το δόντι που, πέραν των ειρηνικών του χρήσεων («στιλβώνουν και τας σκούφιας, στιλβώνουν τα χαρτία») ο χοίρος «έχει το ως άρμα δυνατόν εις τον καιρόν της μάχης» (προειδοποιώντας ίσως από νωρίς τον αναγνώστη για τα επερχόμενα). Βεβαίως, λίγο πριν το τέλος του, ο πάρδος τα λέει όλα: «Πόθεν να ζη ο βασιλεύς, πόθεν οι άρχοντες του, εάν ου φάγη από σεν και από τους ετέρους;»

Εις τον καιρόν της μάχης, λοιπόν, πολλά και διάφορα συνέβησαν, τόσο που «έμεινεν και διέμεινεν εις πάντας τους αιώνας»! Ξεχωρίζουν βέβαια οι υπαινιγμοί του συγγραφέα για κάποιες πιθανές αποστασίες και διπροσωπίες, όπως του ποντικού και ενδεχομένως του σκύλου και της αλεπούς. Εντύπωση προκαλεί επίσης η πλήρης απουσία του συγκάθεδρου ελέφαντα από τα τεκταινόμενα.

Γράφτηκε όντως η Διήγησή μας ως κείμενο υπόγειας διαμαρτυρίας, ή απλώς για να απαγγέλεται σε τσιμπούσια; Δυστυχώς ή ευτυχώς το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί, με βάση τις ως τώρα πρωτογενείς πηγές τουλάχιστον. (Ας σημειωθεί εδώ ότι έχει αμφισβητηθεί έντονα ο δέκα σειρών πρόλογος της, άρα και ο ισχυρισμός ότι «γέγραπται γαρ εις έλκυσιν μαθήσεως και πόθον» ή ίσως «γέγραπται γαρ εις ένωσιν μαθήσεως και πόθου».) Ιδιαίτερα δημοφιλής δεν φαίνεται να υπήρξε, αν και ο αριθμός των 5 χειρογράφων όπου διασώζεται δεν είναι ευκαταφρόνητος. Στις μέρες μας, πέραν της αρχικής της έκδοσης (1874) που ήδη αναφέραμε, δεν φαίνεται να είναι διαδικτυακά διαθέσιμη. Υπάρχει επίσης στο διαδίκτυο η μετάφραση που είχα ολοκληρώσει (με σημαντική ώθηση και βοήθεια από τον Τάσο Καραναστάση) ακριβώς πριν αρχίσει η συνεργασία μου με τον Νίκο (1995-2003), καθώς και κάποια δίγλωσσα αποσπάσματα</A>. Σε περιπτώσεις πιο σοβαρού ενδιαφέροντος (δοκιμάστε εδώ) … διαθέτω αντίτυπα του βιβλίου μας δωρεάν 🙂

[αφιερώνω τα παραπάνω στην μνήμη των φίλων Τάσου Καραναστάση (1955-2010) και Λουκά Κανάκη (1956-2012): ο δεύτερος όχι μόνον με σύστησε στον πρώτο (1991), αλλά είχε και το προνόμιο να έχει διαβάσει την Παιδιόφραστο στα 15 του (του την βρήκε — από τον Wagner προφανώς — ο καθηγητής του στο Πειραματικό Χρίστος Τσολάκης (1935-2012) όταν έδειξε αυξημένη περιέργεια γι’ αυτήν)]

Γιώργος Μπαλόγλου

Ως  επιστέγασμα, ένα απόσπασμα από το έργο,  ο αυτοέπαινος του ελέφαντα

Ώσπερ τις πύργος ασφαλής και κατωχυρωμένος,
φρούριον απολέμητον και δυνατόν εις άκρον,
ούτως υπάρχω και εγώ, σφόδρα στερεωμένος·
ποιούσιν γαρ απάνω μου κάστρη με τας σανίδας
και ξυλοπύργους δυνατούς, πολλά ωχυρωμένους,
και στέκουσιν οι άνθρωποι μέσα στερεωμένοι
και πολεμούσιν ισχυρώς πάντας τους εναντίους
και πάντας καταβάνουσιν, πάντας καταπονούσιν.

Ακόμη τα οστέα μου ποιούν μεγάλας χρείας,
βασιλικά κλινάρια, πατριαρχών σελία,
καθίσματα βασιλικά, θρονία δεσποινάτα
και δοκανίκια γλυπτά, τορνοεμφωλευμένα.
Κρατούν τα οι επίσκοποι και οι μητροπολίται
και οι μεγαλοηγούμενοι με τας μακράς γενειάδας·
ακόμη και οι άρχοντες και οι πραγματευτάδες
έχουσιν τα παιγνίδια, τετορνευμένους σκάκους,
ταβλία και ζατρίκια και όσα τα τοιαύτα.
Ποιούν μαχαιρομάνικα μεγάλων μαχαιρίων,
ομοίως και εις τα μικρά ωραιωμένα σφόδρα,
κτένια εύμορφα πολλά, τα δένουν με χρυσάφιν,
ακόμη με ασήμιον, σμαραγδοπλουμισμένα,
και έχουν τα οι άρχοντες, οι γέροντες και νέοι.
Αλλ’ έχουσιν και κάτοπτρα τα λέγουσιν καθρίπτες
και βλέπουσιν το σκίος τους αι νέες κορασίδες.

Αυτά μου έστειλε ο Γιώργος, προσθέτω  όμως και την  απάντηση της μαϊμούς, που ονειδίζει τον  κραταιό ελέφαντα:

Ὠς ἤκουσεν ἡ μαϊμοὺ ἐλέφαντος τοὺς λόγους,
ὅλοι γὰρ ἐσυντύχασιν καὶ ἅπαντες ἀπεῖπον,
οὐδένας δὲν ἀπόμεινε εἰ μὴ αὐτὴ καὶ μόνη,
ἐκρύπτετο δὲ ὡς πονηρή, μέσον τοῦ συνεδρίου.
Πολλὰ γὰρ ἔνι πονηρή, πλέον τῆς ἀλωπούτζας.
Ἐπήδησεν δὲ καὶ αὐτὴ καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον
καὶ ταῦτα ἐπεμφθέγξατο καὶ τῷ ἐλέφᾳ λέγει:

«Ἦλθες καὶ ἐσύ, μακρόμυτε, μετὰ τῆς προμυτίδος,
νὰ καυχισθῆς καὶ νὰ εἰπῆς, παρασημιὰ τῶν ζώων;
Ἔξω ἀπὸ τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας εἶσαι·
τοῦ καβούρου τάξιν ἐχεις μεγαλοχαχαλάτου·
ἔχεις ἀλλοῦ τὸ στόμαν σου καὶ ἀλλοῦ τὴν προμυτίδα,
ἀλλοῦ συνάγεις βρώματα καὶ ἀλλαχοῦ τὰ τρώγεις.
Ὀξύποδε, παράσημε καὶ κάθαρμα τῶν ζώων,
δίχα γονάτων γέγονας καὶ δίχα ἁρμονίας,
καὶ στέκεις μονοστέλεχος νύκταν τε καὶ ἡμέρα,
καὶ οὐ πίπτεις νὰ ἀναπαυθῆς ὥσπερ τὰ ἄλλα ζῶα,
οὔτε ἀνάπαυσιν μικρὰν ὡς πάντας τοὺς ἀνθρώπους,
ἀλλ’ ὅτε θέλης νὰ ὑπνοῖς ἐστέκεσαι ὁλόρθος
καὶ ἀκουμπίζεις εἰς δενδρὸν ἢ εἰς μεγάλην πέτραν,
καὶ μετὰ φόβου στέκεσαι καὶ τρόμου καὶ κοιμᾶσαι,
καὶ ἂν νυστάξης πάμπολλα ἢ κοιμηθῆς βαρέα,
ἀιλὶ σὲ σέν, κακότυχε, πῶς θέλεις ἐξηστρέψει,
νὰ ἐγερθῆς, κακότυχε, νὰ πέσης ἄνω κάτω,
οἱ πόδες σου νὰ στέκουνται ἀπάνου ὥσπερ ξύλα,
ποσῶς δὲ νὰ μὴ δύνασαι νὰ ἐγερθῆς ὁλόρθος.
Καὶ ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ σὲ κυνηγοῦσιν,
εὑρίσκουν σε, σκοτώνουν σε καὶ παίρνουν τὰ ὀστᾶ σου
ὡς ἄνανδρον, ὡς ἀσθενῆν, μὴ ἔχοντα τί δρᾶσαι.
Καὶ σὺ ληρεῖς μὲ τὰ πολλὰ τὰ ψεματα τὰ λέγεις,
πὼς εἶσαι ζῶον μέγιστον, πάνυ ἀνδρειωμένον·

(….)

Απορίες για άγνωστες λέξεις, στα σχόλιά σας!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *