Στο χτεσινό άρθρο, τα μεζεδάκια, πήραμε παρεμπιπτόντως μια γεύση από τη μετάφραση της Ιλιάδας από τον Αλέξανδρο Πάλλη, και είπα ότι αξίζει κάποτε να αφιερώσουμε ένα άρθρο σε αυτό το σημαντικό μεταφραστικό (και όχι μόνο) εγχείρημα.
Ξέρουμε βέβαια πως όχι μονάχα ο Πάλλης παρά και πολλοί επιφανείς λόγιοι, συχνά με πολύ αξιόλογο λογοτεχνικό έργο, θέλησαν να αναμετρηθούν με τον Όλυμπο της αρχαίας γραμματείας: ο Πολυλάς, ο Εφταλιώτης, ο Ζ. Σιδερης, ο Καζαντζάκης με τον Κακριδή, ο Μαρωνίτης -και παραλείπω πολλούς ακόμα. Σε κάποιο προσεχές άρθρο (ελπίζω να μην το ξεχάσω) σκέφτομαι να παραθέσω παράλληλες μεταφράσεις του ίδιου χωρίου από όσο περισσότερες νεοελληνικές μεταφράσεις βρω. Αλλά πρώτα προηγείται το σημερινό άρθρο.
Σήμερα, βλέπετε, παρακινημένος από το χτεσινό και ενόψει του συγκριτικού άρθρου, θα παρουσιάσω μιαν άλλη μετάφραση των ομηρικών επών, που έγινε όχι από κάποιον επιφανή λογοτέχνη παρά από έναν απλό άνθρωπο, έναν βοσκό με μικρή εγκύκλια μόρφωση -αλλά πολύ ξεχωριστόν.
Ο Γιώργης Ψυχουντάκης (1920-2006) γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια στο χωριό Ασή Γωνιά των Χανίων. Μεγαλώνοντας έβοσκε τα γιδοπρόβατα της οικογένειας. Στη γερμανική κατοχή συνδέθηκε με τους Βρετανούς αξιωματικούς της SOE που δρούσαν στο νησί (ανάμεσά τους ο Πάτρικ Λη Φέρμορ) και υπηρέτησε ως μαντατοφόρος, διανύοντας απίστευτες αποστάσεις στη Δυτική Κρήτη.
Μετά την απελευθέρωση, αντί για παράσημο φυλακίστηκε (κατά λάθος, λέει) ως λιποτάκτης και στη φυλακή κατάγραψε τις αναμνήσεις του, στο βιβλίο «Ο Κρητικός μαντατοφόρος», που μεταφράστηκε από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ στα αγγλικά (The Cretan Runner) και γνώρισε μεγάλη αποδοχή.
Ως εδώ θα αρκούσε για να μείνει ο Ψυχουντάκης στην ιστορία.
Όμως, με έμφυτο μεγάλο ταλέντο ποιητάρη, που αβίαστα σκάρωνε στιχάκια όπου σχολίαζε περιστατικά του χωριού του, και με την ενθάρρυνση φίλων του, καταπιάστηκε με το αδιανόητο, να μεταφράσει τα ομηρικά έπη στην κρητική διάλεκτο, πρώτα την Οδύσσεια και μετά την Ιλιάδα.
Ο Στυλιανός Αλεξίου αναγνώρισε την αξία της δουλειάς του Ψυχουντάκη και μερίμνησε για την έκδοσή τους από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Να βάλουμε την αρχή της Οδύσσειας:
Άρχισε, Μούσα, να μιλείς, να βγάνεις μελωδία.
Ψάλε τον άντρα που ‘ριξε την ιερή την Τροία.
Ψάλε τον πολυμήχανο, που κι ύστερα πλανήθη
σε θάλασσες και σε στεριές, πολλά ταλαιπωρήθη
κι ανθρώπων έμαθε πολλών τις χώρες και τη γνώμη.
Άρχισε, Μούσα, να μιλείς, να μου τα λες ακόμη
που βάσανά ‘παθε πολλά στα πέλαγα ζητώντας,
άβλαφτος στην πατρίδα του να φτάσει προσπαθώντας,
με τους συντρόφους του μαζί. Μα δεν τα κατορθώνει
να σώσει τους συντρόφους του και τούτο τον πληγώνει,
γιατί χαθήκαν μόνοι τους με τ’ ανομήματά τους,
όλοι χαθήκαν, οι μωροί, με τ’ αμαρτήματά τους.
Πήγαν του κοσμογυριστή Ήλιου τα βόδια φάγαν
και την πατρίδα και δικούς ποτές δεν εξανάδαν.
Εκείνος των αφαίρεσε τσ’ επιστροφής τη μέρα.
Κάποτε πες μας τα, θεά, του Δία θυγατέρα.
Όσοι γλιτώσαν τοτεσάς και δεν εσκοτωθήκαν,
όλοι γυρίσαν και ξανά τα σπίτια τους ευρήκαν
σωσμέν’ από τον πόλεμο κι από τα τόσα πάθη
κι απ’ τη μαύρη θάλασσα και του γιαλού τα βάθη.
Μόνον αυτόν που του ‘λειπε γυναίκα και πατρίδα
και χρόνους αναστέναζε σε μια μικρή νησίδα,
η Καλυψώ, τρανή θεά, εκείνη τον κρατούσε
μέσα σε σπήλια θολωτά και γι’ άντρα τον ποθούσε.
Να βάλουμε και την αρχή της Ιλιάδας, που την είδαμε και χτες στον Πάλλη:
Τραγούδα το θυμό, θεά, του γόνου του Πηλέα,
τον ερημοκατάρατο, που μπήκε τ’ Αχιλλέα,
που μύρια τσ’ Αχαιούς κακά τους φόρτωσεν ομάδι
και που ‘πεψε πολλές ψυχές λεβέντικες στον Άδη
ηρώων, και παράδωκεν αυτούς στους σκύλους λεία
κι όλων των όρνιων, κι η βουλή τελέστηκε του Δία
ως τ’ όρισεν ,απ την αρχή που μπήκε ο γιός τ’ Ατρέα
σ’ έχθρητα με τον ξακουστό το θείον Αχιλλέα.
Και σ΄έριδα ποιος των Θεών τσ’ έριξε τούτους τάχα;
Του Δία και Λητώς ο γιός, κι η γι αφορμή μονάχα
που με το ρήγα εχόλιασε· λοιμό κακό σκορπίζει,
μες στο στρατό, και τους λαούς θανατικό θερίζει,
γιατι του καταφρόνεψε τον ιερέα Χρύση.
Ατρείδης, που ‘ρθεν εις αυτόν την κόρη του ν’ αφήσει
μες στα γοργά των Αχαιών καράβια, και να δώσει
λύτρα πολλά που κουβαλεί και πλούσια να πλερώσει,
και τα στεφάνια μάλιστα τ΄Απόλλωνα κι εκράτει
επάνω στο χρυσόφτιαχτο ραβδί του, κι επερπάτει,
κι όλους εκεί τους Αχαιούς τους θερμοπαρακάλει,
τ’ Ατρέα ξέχωρα τους γιούς τους δυο, σαν πλιά μεγάλοι.
Αλλά σήμερα θα μείνουμε στην Οδύσσεια, αφού αυτήν έβαλα στον τίτλο.
Να δούμε ένα ακόμα απόσπασμα, που το εξαίρει ο Αλεξίου στον πρόλογό του, την περιγραφή του Κύκλωπα στη ραψωδία ι:
Kι ένας αντρούκλακας εκειά θεόρατος πλαγιάζει,
βόσκει κοπάδια μοναχός, ποτές δε συντροφιάζει
με άλλους, μα παράμερα στη μοναξιάν απ’ έχει
πάντα γυρεύει το κακό και τ’ άδικο ξετρέχει.
Τέρας θεόρατό ‘τανε στην όψη και στο μπόι
κι ουδέ και μ’ άνθρωπό ‘μοιαζε κι ουδέ ψωμί να τρώει,
μόνον με δασερή κορφή βουνών που ξετρουλίζει
και μέσα στα ψηλά βουνά μονάχη ξεχωρίζει.
Και τότες στους συντρόφους μου, τους μπιστεμένους τούτους,
είπα στο πλοίο να σταθούν και να’χουνε το νου τους.
Και απ’ όλους εξεδιάλεξα δώδεκα και τους παίρνω
κι ασκί τραΐσιο με κρασί το πήρα γεμισμένο
μαύρο, γλυκόπιοτο κρασί, που το’χε φιλεμένα
του Ευανθέα ακριβογιός, ο Μάρωνας, σε μένα.
Και η αρχή της ραψωδίας χ, της μνηστηροφονίας:
Μεμιάς ο πολυμήχανος Δυσσέας τότες βγάνει
τα κούρελά του και πηδά και το κατώφλι πιάνει.
Κι είχε το τόξο του μαζί, και τη φαρέτρα εκράτει,
με τις σαΐτες τις γοργές που’ταν κι αυτή γεμάτη·
κι εκειά στα πόδια του μπροστά τσ’ αδειάζει σ’ ένα γύρο,
γυρίζει και μιλεί μετά και λέει των μνηστήρω:
«Τ’ αγώνισμα το φοβερό τούτο σε τέλος βγήκε
και ρίχνω σ’ άλλο στόχο εδά. π’ άντρας κανείς δε βρήκε.
Αν με δοξάσει Απόλλωνας να δούμε και σ’ εκείνο».
Είπε κι απόστειλε πικρή σαΐτα στον Αντίνο,
π’ ώριο ποτήρι δίχερο σήκωνε που’χε πιάσει,
χρυσό, γεμάτο με κρασί, να της το κατεβάσει.
Κι ουδ’ είχε για το σκοτωμό στο νου του πράμα βάλει.
και ποιος θα το’χε φανταστεί μέσα σε τόσους πάλι
συντράπεζους γείς μοναχός, μ’ όσην αντρειά και πείρα,
θα’φερνε θάνατο κακό κεινού και μαύρη μοίρα;
Και η σκηνή που ο Οδυσσέας ετοιμάζεται να παρουσιαστεί στη Ναυσικά και τις φίλες της (ραψωδία ζ):
Με τη χερούκλα ντου κλαδί πλατύφυλλο και σπάζει
και βάζει στο κορμί μπροστά, τη γδύμια να σκεπάζει.
Κι ωσάν λιοντάρι στα βουνά που μένει στη ζωή του
και δε θαρρεύεται ποθές παρά στη δύναμή του,
κι ανεμοβρόχια δε δειλιά, μα χύνεται και σώνει,
με μάθια που πετούν φωθιές, βούγια κι αρνιά ζυγώνει
κι άγρια λάφια κυνηγά· στην πείνα σαν λιμάξει
όσο γερό κι αν βρει μαντρί, σ’ οζά θα μπει ν’ αρπάξει·
σαν έτσι κάνει κι ο Δυσσιάς ‘ς τσι κοπελιές τσ’ αφράτες
κι ολόγυμνος πηαίνει κοντά στις καλοπλεξουδάτες.
Δεν είχε πώς κι αλλιώς γενεί, γυμνός, μα πώς να κάνει;
Σ’ τούτο η ανάγκη τον κινά κι η χρεία τόνε βάνει.
Αυτά για σήμερα από τον Ψυχουντάκη. Ευελπιστώ σε επόμενο άρθρο να βάλω κάποιο ομηρικό απόσπασμα να δούμε πώς το έχουν αποδώσει διάφοροι μεταφραστές του Ομήρου.