ceb7 cebdcf8ccf83cebfcf82 cf84ceb7cf82 ceb1ceb4cf81ceaccebdceb5ceb9ceb1cf82 cebaceb1ceb9 ceaccebbcebbceb5cf82 ceb9cf83cf84cebfcf81ceaf

 

Η νόσος της αδράνειας

και άλλες ιστορίες

Κώστας Αρκουδέας

εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Κώστας Αρκουδέας: «Η νόσος της αδράνειας» (diastixo.gr)

 

%CE%95%CE%BE%CF%8E%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%BF



Μονάχα εδώ, ανάμεσα στις λέξεις, μπορείς να μεταμορφώνεσαι και να μεταμορφώνεις. Ο Κώστας Αρκουδέας συμπυκνώνει μέσα σε λίγες λέξεις όλη την ουσία της γραφής, τη σχέση ανάμεσα στον δημιουργό/αφηγητή και σε όσα τον περιβάλλουν αποτελώντας την πηγή για την αρχική ιδέα της γραφής. Μια σχέση που μπορεί να φαίνεται ικανή να διαμορφώσει τόσο την ίδια την ιστορία εν τη γενέσει της αλλά, όσο κι αν μοιάζει εξωπραγματικό, επιδρά και στην εικόνα του κόσμου, που πλέον αποκτά μια ακόμα υπόσταση, τη λογοτεχνικά επινοημένη. Ταυτόχρονα, όμως (και φυσικά αναπόφευκτα), διαφαίνεται και η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό μιας ιστορίας και στον αποδέκτη της, με τη συνθήκη της αλληλεπίδρασης πάλι να λειτουργεί. Ο δημιουργός στην απομόνωσή του μεγαλουργεί και ελπίζει στην αναγνωστική σύμπλευση, ακόμα κι όταν με την απομόνωσή του (εν πολλοίς προϋπόθεση δημιουργίας) φαίνεται να την καταργεί. Ποικίλες σχέσεις, απολύτως δημιουργικές, μαγικές.  

Μαγικές και οι ιστορίες της Νόσου της αδράνειας, καθώς χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες (Νερό, Φωτιά, Γη, Αέρας) με προμετωπίδα της κάθε μιας από αυτές τα λόγια του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Έτσι, αναδεικνύεται το αληθοφανές «ψεύδος» της λογοτεχνίας (σωτήριο όσο και η όντως αλήθεια των πραγμάτων), έννοια του μποχερσιανού σύμπαντος, κατευθυντήρια ιδέα και στο παρόν βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα. Γιατί, η αλήθεια και το ψέμα δεν είναι απολύτως διακριτές έννοιες μιλώντας για τη λογοτεχνική γραφή. Σπανίως λειτουργούν σε αντίστιξη, σχεδόν πάντα περιπλέκονται, προκειμένου να δομηθεί η πλοκή, να διαφανούν τα γεγονότα με την αναγκαία αληθοφάνεια.

 

Αργότερα, όταν η πόλη είχε βυθιστεί στο σκοτάδι, οι κάτοικοι του Κροτόνε είδαν να αντιφέγγει στη θάλασσα ένα ζαφειρένιο χρώμα, σαν να τη φώτιζε απ’ τον βυθό το μάτι ενός Κύκλωπα. Έλυσαν τα καΐκια τους και σάλπαραν για να δουν από κοντά την πηγή του φωτός. Σαν όμως ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, το φως έσβησε και απέμεινε ο αχός μια σιωπής παράξενης, σχεδόν αποτρόπαιης. Οι ψαράδες έκαναν  τον σταυρό τους και ξαναγύρισαν άπραγοι στο λιμάνι. («Το ρίγος», σ. 106).

 

Με ενσωματωμένη την ουσία των λόγων του Μπόρχες στη δική του σκέψη ο Αρκουδέας θα ορίσει στο Αντί Προλόγου (ένας τρόπος εισαγωγής στο βιβλίο αλλά και μια εξήγηση της αφορμής του) το πώς και το γιατί της δικής του γραφής, προχωρώντας κατόπιν στις ίδιες τις ιστορίες του.

Ως πλαίσιο για τις ιστορίες αυτές είναι κυρίως το αστικό τοπίο, ο σύγχρονος κόσμος με όλη την παθογένειά του, από τις εγγενείς λόγω κοινωνικής συμβίωσης «ασθένειες» έως τις απρόσμενες αντίξοες συνθήκες που συχνά προκύπτουν επιδρώντας καταλυτικά στους εγκλωβισμένους σε κοινωνικές συμβατικότητες ανθρώπους. Ιστορίες για τον αγχώδη ρυθμό της ζωής, για τη διάψευση των ελπίδων, για τη διαχρονική διχόνοια των Ελλήνων (γενετικά ίσως πλασμένων να μη βολεύονται στη συνεργασία και τη σύμπλευση) για την πολυπλοκότητα της σχέσης ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές (εδώ η σχέση γονιών και παιδιών), για τον έρωτα και το αδιέξοδο της συμβίωσης, για τη διαφορετικότητα και την τραυματική  συνειδητοποίησή της, για την ξενοφοβία και τις απαρχές της και τόσα άλλα.

 

Μην ξέροντας τι να κάνει, πηγαίνει στην κουζίνα και ανοίγει το ψυγείο. Το τέρας στο άλλο δωμάτιο τον ακούει. Δε λέει τίποτα, αλλά ο Μιχάλης ξέρει ότι τον παρακολουθεί. Στα μάτια του, με τα χρόνια, τη θέση της Αλίκης έχει πάρει ένα λαίμαργο τέρας.  Ένα βαμπίρ που απομυζεί τη ενέργεια των ανθρώπων γύρω του, τρέφεται απ’ αυτήν. Με ψυχραιμία και μεθοδικότητα, με πρωσικό κυνισμό, απογυμνώνει τον άλλον και βρίσκοντας τα τρωτά του σημεία βυθίζει τα πεινασμένα του δοντάκια στη σάρκα του. Του έχει μείνει πολύ λίγη ενέργεια. Δε θέλει να του την πάρει κι αυτήν. («Ο Πρώσος αξιωματικός», σ. 175).

 

1933


Η θεματική ποικιλία ξαφνιάζει, ωστόσο δικαιολογείται με την παρατήρηση πως τα διηγήματα του βιβλίου διατρέχουν μια συγγραφική πορεία σχεδόν σαράντα χρόνων, από το 1981 έως το 2020, με τη διαφοροποίηση του συγγραφικού ενδιαφέροντος αλλά και της οπτικής γωνίας, ως φυσική απόρροια του ρέοντος χρόνου και της ωρίμασης. Πέρα από την επιθυμία (δικαιολογημένη) να εκδοθούν διηγήματα παλαιότερα και πιο πρόσφατα από ένα συγγραφέα που μας έχει συνηθίσει στη μεγάλη αφήγηση (μυθιστόρημα), και μάλιστα με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής που τον χαρακτηρίζει, υπάρχει και μια ακόμη κοινή παράμετρος που ενώνει μεταξύ τους τις ιστορίες του βιβλίου, επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό που ο ίδιος επιλέγει αρχικά για τον  εαυτό του και κατ’ επέκταση για τον κάθε έναν εραστή της γραφής:

 

Αφηγητής αιώνιος κατοικεί μέσα σου, με κρυφή μελαγχολία στο βλέμμα και αόριστη λησμονιά, ισχνή σαν αρχαία λαβωματιά, στην κοψιά του προσώπου. (Αντί προλόγου, σ. 13).

 

Τα λόγια του Μπόρχες, όπως «προλογίζουν» τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου, αποκαλύπτουν τις κατευθυντήριες γραμμές της γραφής του Αρκουδέα: Η παρατήρηση των λεπτών αποχρώσεων της πραγματικότητας, όχι μόνο με τα στοιχεία που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις αλλά με την αρωγή της φαντασίας, που δημιουργεί μια δική της αλήθεια, η αποτύπωση με λέξεις της αρχικής εικόνας και της ιδέας που τη συνοδεύει συμπυκνώνοντας όλη την ουσία μέσα στο λιγοστό «σώμα» που συνιστούν οι απαραίτητες λέξεις, χωρίς περιττή μακρηγορία, ο εντοπισμός των αφορμών εκεί που οι άλλοι τίποτα δεν αντιλαμβάνονται, η σχέση με τους «αόρατους» φίλους, αποδέκτες της γραφής, μια αίσθηση πως δεν είσαι μόνος, τέλος το «γιατί» αυτής της γραφής, δηλαδή για ποιον γράφει κανείς και με ποιο σκοπό – γράφω για τον εαυτό μου και τους φίλους μου. Γράφω ακόμα για να κάνω ευκολότερο το πέρασμα του χρόνου, θα πει ο Μπόρχες.

Έτσι, στο φόντο της  θεματικής του ανακαλύπτουμε πέρα από το αληθοφανές «ψεύδος» της λογοτεχνίας (σωτήριο όσο και η όντως αλήθεια των πραγμάτων) στην ευφάνταστη μυθοπλασία, την περιεκτική αξία του σύντομου  αφηγήματος, τη δημιουργική μοναξιά του συγγραφέα καθώς και την ευθεία αυτοαναφορικότητα της γραφής, σωτήρια και αυτή, αληθινή ως το μεδούλι. Με όχημα, επομένως, τις ιστορίες του βιβλίου (με ενδιαφέρουσες τεχνικές αφήγησης, γλώσσα ανάλογη κάθε φορά των απαιτήσεων της κάθε μίας) προσφέρεται μια έμμεση θέα στη συγγραφική τέχνη, που καλείται να ανακαλύψει ο κάθε αναγνώστης, πέρα από τη γοητεία που ασκεί πάνω του αυτή καθεαυτή η συγκεκριμένη γραφή. Καλός μάστορας της αφήγησης, άλλωστε, ο Αρκουδέας.

 

Διώνη Δημητριάδου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *