του Παναγιώτη Νικολαΐδη
Με την τέταρτη, καλαίσθητη εκδοτικά ποιητική του συλλογή Περίμετρος (Σμίλη, 2023), ο ποιητής και φιλόλογος Γιάννης Στρούμπας αποτυπώνει ξανά το κυρίαρχο στην ποίηση και στα δοκίμιά του αίσθημα του αδιεξόδου και του εγκλωβισμού της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρατηρούμε, ωστόσο, μια σημαντική μετακίνηση στο ποιητικό σκηνικό της συλλογής, που φωτίζει τα πράγματα με ένα φως ειρωνικό, κυνικό μα και συνάμα δραματικό κι επικίνδυνο. Ενώ, δηλαδή, στην προηγούμενή του συλλογή Γραφείον ενικού τουρισμού (Καλλιγράφος 2016) η διαβρωτική αίσθηση του κοινωνικοπολιτικού και υπαρξιακού αδιεξόδου και του πολιτιστικού τέλματος αποδομεί την αίσθηση του ελπιδοφόρου ταξιδιού των καλοκαιρινών διακοπών στη θάλασσα του Αιγαίου,[1] στην εν λόγω συλλογή η αγχώδης μετακίνηση στο τσιμεντένιο άστυ με τις υπόγειες αποβάθρες του μετρό και τις καταβόθρες του αποτελεί τον κατεξοχήν γκρίζο ποιητικό χώρο ενός κόσμου στατικού και αδιέξοδου, βυθισμένου στο διαβρωτικό σκοτάδι της επαναληπτικής καθημερινότητας.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι και στις δύο ενότητες της συλλογής («Προς Αποβάθρες», «Προς Καταβόθρες») οι «κυλιόμενες σκάλες» του Ηράκλειτου δεν οδηγούν τον αναγνώστη προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις (φως ή σκοτάδι). Αντίθετα, είτε πάνω κατευθυνθούμε είτε κάτω, ο δρόμος είναι ένας και οδηγεί πάντα σε μιαν αρρωστημένη, σκοτεινή και αδιέξοδη πολιτική, κοινωνική, πνευματική και υπαρξιακή περιοχή, όπου δεσπόζει η κοινωνική αδικία, η πανδημία, η δυστυχία, ο ανθρώπινος πόνος, η εκμετάλλευση, η βία, η πολιτική διαφθορά, η αλλοτρίωση, η έλλειψη οράματος και η καταστροφή της φύσης. Αυτός ο αδιέξοδος δρόμος, όπως δηλώνεται με σαφήνεια στα ποιήματα «Μέσα απ’ το συρματόπλεγμα» (σ. 51) και «Ράγες» (σ. 46), είναι ο δρόμος που ξεκίνησε από Γυάρο, Μακρόνησο, Αϊ-Στράτη και Άουσβιτς, ο οποίος αντί να φέρει την πολιτική, κοινωνική και πνευματική ανοικοδόμηση, οδήγησε πάλι στη διάψευση και στη ματαίωση των ονείρων της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αλλά και του κόσμου. Για τούτο, εξάλλου, είτε στα υπόγεια («Το φως βουλιάζει στις στοές/ γκρίζο χλωμό μαύρο») είτε στην επιφάνεια «Το σκότος ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός» και οδηγεί ξανά «στο ίδιο άγχος της πηχτής,/ απόκοσμης ροής», μα και στο πικρά ειρωνικό διακειμενικό σχόλιο του δήθεν αλλοτριωμένου ποιητικού υποκειμένου που παραλλάσσει τον γνωστό σολωμικό στίχο: «Πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άρρωστα/ τα φώτα της στοάς μου».
Ο ευφυής τίτλος του βιβλίου Περίμετρος, επομένως, πέρα από το ότι αναδεικνύει το αδιέξοδο τέλμα του σύγχρονου Έλληνα, αλλά και του εγκλωβισμένου σύγχρονου ανθρώπου μέσα σε μιαν ασφυκτική «μέγγενη περίμετρο», μέσα σε μιαν αστική ζωή, μίζερη και τετριμμένη, χωρίς κάτι ουσιαστικό και βαθύτερο,[2] εστιάζει ταυτόχρονα ωσάν ποιητική πραγματεία στο μετρό, το περίκλειστο σκηνικό του επαναλαμβανόμενου δράματος: «περί-μετρό». Εύλογα, λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, παρά την παρουσία ξεχωριστών ποιημάτων, η στενή τους αλληλουχία και ενδοδιακειμενικότητα, η οργανική κλιμάκωση και ενορχήστρωση των θεμάτων, καθώς και το ενιαίο βιωματικό υπόστρωμα, καταδεικνύουν ότι έχουμε ενώπιόν μας μια ποιητική σύνθεση που φωτίζει τα σκοτεινά σημεία της πατρίδας (οικονομική κρίση, αλλοτρίωση, καιροσκοπισμός, ασφυκτική γιγάντωση του άστεως, κοινωνική απάθεια, αρπαχτή). Ας δούμε, όμως, κάποια ποιήματα πιο προσεκτικά.
Στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Μυρμηγκοφωλιά» (σ. 11), το ποιητικό υποκείμενο-παιδί εκφράζει την απορία του για το «τι κρύβει μέσα της/ μια μυρμηγκοφωλιά», καθώς μέσα στο «πολυδαίδαλο σκοτάδι» της ζει με αρμονία μια ολόκληρη πολιτεία μυρμηγκιών. Η εναγώνια προσπάθεια, ωστόσο, του ποιητικού υποκειμένου να ανοίξει «λεωφόρο» στη φωλιά σαν «ανασκαφέας» με ένα κλαδί και να γνωρίσει το μυστήριο της εκπαιδευμένης, πειθαρχημένης και ακούραστης κοινωνίας των μυρμηγκιών, είχε ως αποτέλεσμα μια «Απλή μετάθεση του σκότους». Με την υπαινικτική αναφορά, επομένως, στην εργατικότητα και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας των μυρμηγκιών, επιτυγχάνεται η αλληγορική μετατόπιση του παιδικού ενδιαφέροντος από την κοινωνία των μυρμηγκιών στον αντίστοιχο τρόπο λειτουργίας της ανθρώπινης κοινότητας (μερμήγκια-άνθρωποι). Οι καταληκτικοί στίχοι, ωστόσο, του ποιήματος «Τώρα πια ξέρω/ Υπάρχει κι άλλος τρόπος» υποδηλώνουν ότι το ενήλικο πια ποιητικό υποκείμενο, αφού δεν μπόρεσε να γνωρίσει τη μυρμηγκοφωλιά-ανθρώπινη κοινωνία, ανοίγοντάς τη με το κλαδί, θα τη γνωρίσει κατεβαίνοντας ως ενήλικας στο υπόγειο μετρό. Αυτή η διαφορετική προσέγγιση των ανθρώπων θα γίνει ορατή στα ποιήματα που ακολουθούν και θα οριστικοποιηθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Σφηκοφωλιά» και τελειώνει με ακριβώς τους ίδιους στίχους: «Τώρα το ξέρω/ Υπάρχει κι άλλος τρόπος».
Στο ποίημα «Είναι σκηνή» (σ. 12), το οποίο διαλέγεται με προγενέστερο ποίημα της ποιήτριας Τασούλας Καραγεωργίου, οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που συνεχώς αναχωρούν στο μετρό αποτελούν στην ουσία τους κομπάρσους-“υποκριτές” μιας ανούσιας και εξαντλητικής καθημερινότητας και μεταφέρουν κρυμμένα ή φανερά σύνδρομα ματαιοδοξίας και επίδειξης, τις κακίες και τις πνευματικές τους αγκυλώσεις. Εδώ η κάθοδος στις αποβάθρες, αλλά και η ατελείωτη άφιξη και αναχώρηση ανθρώπων και ψυχών αποτελεί το αέναο θεατρικό σκηνικό ενός κόσμου υποκριτικού και ασφυκτικού, ενός κόσμου επαναληπτικής ματαίωσης και αδιεξόδου. Και με αυτούς τους όρους, το προσφιλές στον ποιητή μοτίβο του ταξιδιού-μετακίνησης –που εδώ ορίζεται ως σύγχρονη νέκυια– υπονομεύεται ειρωνικά και αντικαθίσταται μελαγχολικά από τη βεβαιότητα της οδυνηρής αυτοπαγίδευσης και του αυτοεγκλεισμού των ανθρώπων στο υπόγειο αδιέξοδο μιας ψεύτικης, χωρίς νόημα ζωής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος «Οι αποβάθρες τούτες δω/ δεν είναι αποβάθρες./ Είναι σκηνή θεατρική. Μ’ αυλαία που δεν πέφτει» δεν καταδεικνύουν μόνο την ανθρώπινη υποκρισία, αλλά παράλληλα καλούν τον αναγνώστη να σκεφτεί την τραγική φύση της πραγματικότητας και τη θεατρικότητα των δεδομένων ρόλων στη ζωή.
Στο ποίημα «Κυλιόμενες σκάλες» (σ. 14) οι «δαιμονισμένες» κυλιόμενες σκάλες του μετρό οδηγούν (ομηρικώ τω τρόπω) τους ανθρώπους σε «ανήλιαγα επίπεδα». Το όλο τρομακτικό σκηνικό παραπέμπει στην ομηρική νέκυια και στην κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη. Η περιγραφή των ανθρώπων και των αντικειμένων τους «Τσάντες, σακούλες, χαρτοφύλακες, παιδιά» δεν αποκαλύπτει μόνο το άγχος της καθημερινότητας, αλλά και τον αδιέξοδο σύγχρονο υλισμό. Κοιτάζοντας αυτό το τέλμα, το ποιητικό υποκείμενο που κατεβαίνει ορμητικά βιώνει προς στιγμήν το τρομακτικό αίσθημα του προσωπικού και συλλογικού ναυαγίου, γι’ αυτό αρπάζεται σωτήρια από την κουπαστή. Έτσι, στο τέλος του ποιήματος η παιγνιώδης αναφορά στις «Κυλιόμενες καταβάσεις/ Κυλιόμενα αισθήματα» αποτυπώνει την απελπισία και την κάθοδο των ανθρώπινων σωμάτων και συναισθημάτων μέσα στη σκοτεινή χοάνη μιας απέλπιδας ζωής.
Στο επόμενο ποίημα «Καταβύθιση» (σ. 15), αναδεικνύεται η δεσπόζουσα αντίθεση ανάμεσα στον αθέατο, εσωτερικό κόσμο και στην εξωτερική εικόνα των ανθρώπων στα υπόγεια μετρό. Με την αισθητικά λειτουργική χρήση του ασύνδετου σχήματος, ο ποιητής περιγράφει τον ασθματικό και διασπασμένο εσωτερικό ψυχισμό του σύγχρονου ατόμου «έγνοιες/ ζυμώσεις/ πάθη/ απωθημένα/ απομόνωση/ περίσκεψη/ ενδοσκόπηση», καθώς οι άνθρωποι είτε απλά μεταφέρουν είτε πολλές φορές επιδεικνύουν τα υλικά τους αγαθά: «σακούλες/ σακούλες/ ύλη/ φίρμες/ επωνυμία/ ευμάρεια/ εξωστρέφεια». Υλικά τα οποία αντανακλούν από τη μια πλευρά την απελπισία ή τη φτώχεια κι από την άλλη την επιδερμικότητα ή την προσπάθειά τους να επιδείξουν την επιτυχία τους και να επιβληθούν κοινωνικά. Ο καταληκτικός και καταπληκτικός θρυμματισμένος στίχος «Εδώ/ η καταβύθιση/ επιδεικνύεται» δεν αποκαλύπτει μόνο τη δομική αντίθεση του ποιήματος ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων και την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα φωτίζει την αντανάκλαση του συλλογικού αδιεξόδου στην εξωτερική τους εμφάνιση.
Στο ποίημα «Απ’ το παράθυρο», το οποίο αφιερώνεται στη μητέρα του ποιητή, το κουρασμένο ποιητικό υποκείμενο κολλά το πρόσωπό του στο τζάμι του υπόγειου τρένου. Μέσα στο τρένο, τα στατικά στοιχεία όπως οι αδιάφοροι συνεπιβάτες, τα καθίσματα, οι οθόνες και οι ηλεκτρικές σκάλες απεικονίζουν έναν κόσμο που δείχνει να μην έχει κίνηση ή ζωή γύρω του. Έξω από το παράθυρο, το ποιητικό υποκείμενο βλέπει πάλι ένα τοπίο όπου κυριαρχεί η γκρίζα επανάληψη και η ισοπεδωτική ομοιομορφία: «μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα/ μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα». Η επανάληψη, μάλιστα, του συγκεκριμένου στίχου, αλλά και του στίχου «Νέο φως, νέα στάση, νέα εκκίνηση», λειτουργεί σαν ένα μονότονο και ειρωνικό μοτίβο που υποδεικνύει την αδιέξοδη επανάληψη της καθημερινότητας. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι αυτό το κυρίαρχο συναίσθημα ανυπαρξίας, στατικότητας, ματαιότητας και έλλειψης προοπτικής αποτυπώνεται ευφυώς στην απεγνωσμένη και αποπροσωποποιημένη καταληκτική φράση του ποιήματος: «Απ’ το παράθυρό μου τρέχουν/ Τα σκυροδέματα».
Στο ποίημα «Του πιο μουντού φωτός», το ηλεκτρισμένο περιβάλλον των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών φορτίζεται με φόβο και βία, καθώς δίπλα στον απλό κοσμάκη κινούνται απειλητικά οι «Στρατιές των χούλιγκαν», για να φτάσουν εγκαίρως σε «Ραντεβού θανάτου» οπλισμένοι σαν αστακοί με «Στιλέτα και σιδερογροθιές». Μέσα σε αυτό το τρομοκρατικό σκηνικό, που παραπέμπει υπαινικτικά στην άνοδο του νεοναζισμού, το ποιητικό υποκείμενο-επιβάτης νιώθει να απειλείται από τις «ροές του σκότους/ υπό το φως του ηλίου». Το σκοτάδι-βία-θάνατος που κουβαλούν μέσα και πάνω τους αυτές οι στρατιές είναι τόσο πολύ που «Ανταπόκριση με το μετρό/ Δεν σηκώνει», γιατί εκεί η αυξημένη ασφάλεια δεν το επιτρέπει: «Το κάτω σκότος καθαρό/ οπλισμένος αστακός». Ο θάνατος, επομένως, συνεχίζει να κινείται ανενόχλητος στην επιφάνεια «εξορισμένος/ από σκότος πολυτελείας/ στη σκονισμένη επικράτεια/ του πιο μουντού φωτός».
Το ποίημα «Έστω το έξω» εστιάζει στην εμπειρία μετακίνησης στο μετρό κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ενώ, λοιπόν, «Το βαγόνι μας φέρνει πιο κοντά» από τη μια, η χρήση της μάσκας προσώπου από την άλλη και, μάλιστα, «Εσχάτως και διπλή/ Ελέω κορονοπανδημίας» διατηρεί τις αποστάσεις. Η μάσκα, με άλλα λόγια, αντιπροσωπεύει τον φόβο, την απόσταση και την απομόνωση που έχει προκαλέσει η πανδημία και δυσκολεύει το ποιητικό υποκείμενο να αναγνωρίσει τα πρόσωπα, αλλά και τις πραγματικές συναισθηματικές αντιδράσεις των συνεπιβατών του: «Στα μάτια να μαντέψω προσπαθώ/ Του στόματος το σχήμα/ Της στιγμής τις αντιδράσεις/ Το γέλιο, την ανία, τη μανία». Απέναντι στο δυσάρεστο συμπέρασμα του ποιητικού υποκειμένου ότι η προσωρινή χρήση της μάσκας «τις ψυχές αποξενώνει», υψώνεται η ευχή-ελπίδα ότι στο εγγύς μέλλον θα επιστρέψουμε ξανά σε συνθήκες κανονικότητας: «Θ’ αφαιρεθεί ξανά μετά την πανδημία», «Οι μάσκες θα πέσουν./ Πάλι θ’ ανθίσει στα μάγουλα το χρώμα». Η ελπίδα αυτή, ωστόσο, ανατρέπεται με κυνισμό ευθύς αμέσως, καθώς το ποιητικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα «οι μάσκες δεν θα πέσουν ποτέ». Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να αποκρύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο-εαυτό, φορώντας κάθε φορά την ανάλογη κοινωνική μάσκα. Επομένως, ακόμη και χωρίς ιατρική μάσκα αυτό που θα βλέπουμε είναι: «Το πρόσωπο θα φαίνεται ξανά/ Έστω το έξω».
Όπως έχω προαναφέρει, το τελευταίο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Σφηκοφωλιά» διαλέγεται έντονα με το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Μυρμηγκοφωλιά». Έτσι, ενώ στο ποίημα «Μυρμηγκοφωλιά» το ποιητικό υποκείμενο-παιδί ελκύεται από την εργατικότητα και τη συλλογικότητα των μυρμηγκιών κι επιχειρεί να ανοίξει με ένα κλαδί τη φωλιά τους, στο ποίημα «Σφηκοφωλιά» το ποιητικό υποκείμενο-παιδί τρέχει να κρυφτεί από τις σφήκες «πίσω απ’ τον πατέρα», ο οποίος είχε έναν δικό του τρόπο «ν’ αρπάζει τη φωλιά, να την τσακίζει». Η συνδυαστική ανάγνωση των δύο ποιημάτων εντείνεται στη συνέχεια. Όπως στο εναρκτήριο ποίημα το παιδί-ποιητικό υποκείμενο απέτυχε να μάθει για τη μυρμηγκοφωλιά-ανθρώπινη κοινωνία, έτσι και το παιδί του ποιήματος «Σφηκοφωλιά» δεν έμαθε ποτέ τον τρόπο του πατέρα να τσακίζει τις σφηκοφωλιές.
Και τα δύο, επίσης, ποιητικά υποκείμενα ακολουθούν ως ενήλικες έναν «άλλο τρόπο», για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ο ενήλικας του πρώτου ποιήματος επιχειρεί να γνωρίσει τα μυστικά της ανθρώπινης μυρμηγκοφωλιάς καταδυόμενος στο μετρό, ενώ ο ενήλικας της σφηκοφωλιάς συμβιβάζεται στην πορεία και συμπλέει με το κηφηναριό· έμαθε με άλλα λόγια «με τα χρόνια/ να μπαίνω αδέλφι με τις σφήκες» και να ληστεύει «των μελισσών τον έτοιμο τον μόχθο». Ενώ, λοιπόν, στο πρώτο ποίημα το ενήλικο ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί μια νέκυια στις υπόγειες αποβάθρες της σύγχρονης ματαιότητας, μετουσιώνοντας σε ποίηση το σύγχρονό του υπαρξιακό και κοινωνικό αδιέξοδο, στο τελευταίο ποίημα παύει να παλεύει για τη δικαιοσύνη, το ήθος, και την εντιμότητα, παραιτείται και, τελικά, αλλοτριώνεται.
Συνοψίζοντας, στο βιωματικό υπόστρωμα του πρόσφατου ποιητικού βιβλίου του Γιάννη Στρούμπα Περίμετρος φωλιάζει ο εθνικός καημός, η πίκρα, η απογοήτευση και η αγανάκτηση· στοιχεία τα οποία προσδιόρισαν και, εν πολλοίς, καθόρισαν τις εκφραστικές του επιλογές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επίταση του λεκτικού παιχνιδιού, η ειρωνεία, η χρήση μορφολογικών στοιχείων της παραδοσιακής φόρμας, οι ομοιοκαταληξίες καλαμπούρι, η έντονη διακειμενικότητα (Όμηρος, Δάντης, Βιργίλιος, δημοτικό τραγούδι, Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης κ.ά.), η ρυθμική αγωγή του λόγου και ο μελαγχολικός κυνισμός αποκαλύπτουν ένα ποιητικό σύμπαν αδιέξοδο, διαποτισμένο από μια πικρή έγνοια, βίαια καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Την ίδια έγνοια για το εθνικό και παγκόσμιο αδιέξοδο εκφράζουν και οι δύο τόμοι των δοκιμίων του Στρούμπα, οι οποίοι οτιδήποτε άλλο παρά αδιαφορία και σύμπλευση με το φαύλο διαλαλούν.[3] «Στοχαστικός, προκλητικός, πολέμιος κάθε ψευδαίσθησης, εκφραστικά τολμηρός, με γλώσσα παιγνιώδη και μοντέρνα, ο ποιητής Γιάννης Στρούμπας δραματοποιεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, δημιουργώντας έτσι μιαν επιφανειακά ειρωνική, κατά βάθος, όμως, τραγική περσόνα. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να πούμε πως τα ποιήματά του υψώνονται σαν αμφίπλευροι καθρέφτες, πάνω στους οποίους καθρεφτίζεται το ραγισμένο μας πρόσωπο».[4]
[1] Βλ. Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Ταξίδι ναυάγιο», κριτική για την ποιητική συλλογή Γραφείον Ενικού Τουρισμού (εκδ. Καλλιγράφος, Αθήνα 2016), περ. Poetix, τχ. 16 (Φθινόπωρο/Χειμώνας 2016).
[2] Βλ. το ποίημα «Σχεδία ψηλά στο κύμα», σ. 27.
[3] Βλ. Άσυλο ανιάτων, πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Καλλιγράφος, Αθήνα 2013 και Κλεφτοπόλεμος. Τα κείμενα της κρίσης, πρόλογος Κώστας Βεργόπουλος, Καλλιγράφος, Αθήνα 2018.
[4] Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Ταξίδι ναυάγιο», ό.π.