ceb7 cebcceaccf83cebaceb1 cf84cebfcf85 cf81ceb9ceb3cebfcebbceadcf84cebfcf85

Για κάποιο λόγο, ο Ριγολέτος του Βέρντι είναι η όπερα που έχω παρακολουθήσει περισσότερες φορές -εννοώ σε ζωντανή παράσταση. Είναι βέβαια από τις πιο πολυπαιγμένες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου, συχνά στην πρώτη δεκάδα των πιο πολυπαιγμένων έργων παγκοσμίως, οπότε δεν είναι και τόσο περίεργο. Προχτές πρόσθεσα άλλον έναν Ριγολέτο στον κατάλογό μου, καθώς πήγα στο Ηρώδειο και είδα την καινούργια παραγωγή της Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, με ελληνική διανομή εκτός από τον Δούκα της Μάντοβας που τον τραγούδησε ο Ιταλός Φραντσέσκο Ντεμούρο (αλλά στην αυριανή, τελευταία, παράσταση θα τραγουδήσει Έλληνας τενόρος).

Ο Ριγολέτος ανέβηκε στο Φενίτσε της Βενετίας το 1851, αφού ο Βέρντι και οι άνθρωποι του θεάτρου μπόρεσαν να κάμψουν τις αντιρρήσεις των Αυστριακών λογοκριτών (η Βόρεια Ιταλία ανήκε στην Αυστροουγγαρία). Οι λογοκριτές διαφωνούσαν επειδή το λιμπρέτο της όπερας (από τον Πιάβε, βασικό συνεργάτη του Βέρντι) βασιζόταν σε ένα ανατρεπτικό θεατρικό έργο του Βίκτωρα Ουγκό, Le Roi s’amuse, Ο βασιλιάς διασκεδάζει, το οποίο είχε απαγορευτεί στη Γαλλία μετά την πρεμιέρα του, είκοσι χρόνια νωρίτερα. Όμως ο Βέρντι επέμεινε, διότι διέκρινε στον χαρακτήρα του Ριγολέτου ένα από τα μεγαλύτερα δημιουργήματα του θεάτρου όλων των χωρών και όλων των εποχών -και με κάποιες δευτερεύουσες παραχωρήσεις (π.χ. ο βασιλιάς υποβιβάζεται σε Δούκα, και μάλιστα σε ένα δουκάτο, της Μάντοβας, που είχε πάψει να υπάρχει) οι λογοκριτές έδωσαν την άδεια. Τότε ήταν που άλλαξε όνομα και ο κεντρικός ήρωας, από Triboulet στον Ουγκό σε Rigoletto, από το γαλλ. ρήμα rigoler, διασκεδάζω, αστειεύομαι, γελάω δυνατά.

Ταιριάζει, διότι ο Ριγολέτος, καμπούρης και δύσμορφος, είναι ο γελωτοποιός στην αυλή του Δούκα. Κοροϊδεύει τους πάντες, ανάμεσά τους και τους συζύγους ή τους πατεράδες των γυναικών που έχει ξεπλανέψει ο αφέντης του, γυναικάς περιωπής. Έχει την άδεια να λέει πράγματα που κανείς άλλος δεν θα τολμούσε, όπως όλοι οι γελωτοποιοί, και βέβαια όλοι οι αυλικοί τον αντιπαθούν, αίσθημα αμοιβαίο. Όταν περιγελά έναν γέρο ευγενή, που του ατίμασε την κόρη ο Δούκας, ο γέρος τον καταριέται -αυτό συγκλονίζει τον Ριγολέτο αλλά από τότε μπαίνει μπροστά και αρχίζει να λειτουργεί αδυσώπητα ο μηχανισμός της κατάρας, που τελικά θα του στερήσει όλα όσα έχει πολύτιμα στη ζωή -δηλαδή ένα, την κόρη του τη Τζίλντα.

Μάλιστα, το τραγικό στον Ριγολέτο ειναι ότι κάθε κίνηση που κάνει τον βυθίζει ακόμα πιο βαθιά -αν ας πούμε δεν είχε επιμείνει στην εκδίκηση ή αν δεν ήθελε να δείξει έμπρακτα στη Τζίλντα ότι ο Δούκας την κοροϊδεύει και φλερτάρει ασύστολα όποιαν βρει μπροστά του, η κόρη του θα ζούσε.

Στα σύγχρονα ανεβάσματα της όπερας συνηθίζεται η υπόθεση να μεταφέρεται σε άλλες περιοχές και χρονικές περιόδους. Έχω δει μεταφορά στη φασιστική Ιταλία της δεκαετίας του 1920 (πριν από μερικά χρόνια στη Λυρική) αλλά και στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, κι άλλα που δεν τα θυμάμαι τώρα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είχε την ιδέα να μεταφέρει την πλοκή στην Ιταλία της δεκαετίας του 80, σε μια επαρχία που ελέγχεται από τη Μαφία, με σαφείς αναφορές στον Νονό του Κόπολα, όπως θα δείτε. Ο Ριγολέτος του Δημήτρη Τηλιακού δεν είναι καμπούρης όπως θέλει το κείμενο, όμως κουτσαίνει. Επίσης, στο ανέβασμα τονίζεται ιδιαίτερα το στοιχείο της κατάρας -που είναι ταιριαστό αν σκεφτούμε ότι ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν La Maledizione, η κατάρα.

Σε μια κομβική σκηνή για το έργο, από θεατρική άποψη εννοώ αν και όχι από μουσική, οι αυλικοί μασκαρεμένοι πηγαίνουν, νύχτα, στο σπίτι του Ριγολέτου, για να απαγάγουν την κόρη του (υποθέτοντας ότι είναι γυναίκα ή ερωμένη του). Φοράνε στο κεφάλι τεράστιες μάσκες με το ψεύτικο κεφάλι του Μάρλον Μπράντο από τον νονό.

rigoletto

(το έχω σκανάρει από το πρόγραμμα της παράστασης, όπως δείχνει η γραμμή στη μέση)

Εκείνη τη στιγμή, εμφανίζεται ο Ριγολέτος. Ανησυχεί όταν τους βλέπει κοντά στο σπίτι του. Τον καθησυχάζουν, ότι τάχα πρόκειται ν’ απαγάγουν τη γυναίκα του κόμη Τσεπράνο. «Να πάρω μέρος κι εγώ στο κόλπο», λέει ο Ριγολέτος. «Ναι, αλλά πρέπει να μασκαρευτείς κι εσύ», του λένε. Και του φοράνε μια μάσκα, αλλά του τη δένουν στο κεφάλι έτσι που να μη μπορεί να τη βγάλει. Τον βάζουν μάλιστα να κρατάει τη σκάλα απ’ όπου ανεβαίνουν στο μπαλκόνι της κόρης. Ο Ριγολέτος γελάει για τα τεκταινόμενα, ξαφνικά όμως ακούει την κόρη του να φωνάζει «Βοήθεια, πατέρα» και, προσπαθώντας να βγάλει τη μάσκα, συνειδητοποιεί ότι του την έχουν δέσει.

Στην προχτεσινή παράσταση, η μάσκα του Ριγολέτου δεν ήταν ίδια με των άλλων, ήταν μια μάσκα Ντόναλντ Ντακ. Αλλά βέβαια μάσκες δεν φορούσαν μόνο οι αυλικοί στο θέατρο αλλά και πολλοί θεατές στις κερκίδες, όπως και όλο το προσωπικό του θεάτρου, ταξιθέτες και λοιποί. Παρόλο που για τους θεατές η μάσκα ήταν προαιρετική, και παρόλο που ο χώρος ήταν φυσικά ανοιχτός, οι περισσότεροι γύρω μου φορούσαν μάσκα. Κι εγώ φόρεσα, αν και την περισσότερη ώρα την είχα ξώμυτη, επειδή ήθελα να φοράω και τα γυαλιά.

(Πήγα και σε δυο άλλες παραστάσεις αυτές τις μέρες, σε κλειστό χώρο εκείνες. Στην πρώτη φορούσαν μάσκα οι περισσότεροι, στη δεύτερη μάλλον λίγοι -και παρασύρθηκα κι εγώ και την έβγαλα. Επιστρέφω όμως στον Ριγολέτο).

Το κοινό του Ηρωδείου φέρθηκε λοιπόν πολύ υπεύθυνα σχετικά με τις μάσκες, αλλά στην πλειοψηφία του δεν τήρησε τις οδηγίες για την ώρα προσέλευσης, διότι στις 9 που υποτίθεται ότι άρχιζε η παράσταση έμπαινε κόσμος ποτάμια. Μόλις στις 9.20 έγινε μπορετό να αρχίσει ο μαέστρος, αλλά και πάλι συνέχισαν να μπαίνουν αργοπορημένοι θεατές. Ακόμα και τη στιγμή που ο Μοντερόνε καταριόταν τον Ριγολέτο (δηλαδή κανα εικοσάλεπτο μετά την έναρξη) έμπαιναν κάποιοι. Έγινε κι ένα διάλειμμα στις 11, μετά τη 2η πράξη, όπου αναπόφευκτα όσοι βγήκαν δεν ξαναμπήκαν εγκαίρως και κράτησε σχεδόν μισή ώρα η ανάπαυλα, οπότε η παράσταση τελείωσε λίγο μετά τις 12, ίσως σε συνεννόηση με το συνδικάτο ταξί.

Δεν μπορώ να κρίνω και να συγκρίνω την απόδοση της ορχήστρας και των μονωδών, βέβαια, αλλά χάρηκα την παράσταση, έστω κι αν σε δυο-τρία σημεία κάτι με ξένισε. Εδώ λεξιλογούμε οπότε θα παρατηρήσω ότι με ξένισε επίσης το παλιομοδίτικο Ριγολέττος, εννοώ το διπλό ταυ. Από την άλλη, να παινέψουμε τουλάχιστον το γεγονός ότι έκλιναν το όνομα, σε αντίθεση με το πνεύμα ημιμαθούς συντηρητισμού που επιβάλλει να μένουν άκλιτα τα προσαρμοσμένα στο ελληνικό τυπικό δάνεια (τα παλτό, τα καζίνο!).

Μου άρεσε η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, που προβαλλόταν σε οθόνες μαζί με την αγγλική μετάφραση -έτσι κι αλλιώς το ιταλικό λιμπρέτο σχεδόν το ξέρω απέξω. (Δεν έχω προλάβει όπερα τραγουδισμένη στα ελληνικά, η πρακτική αυτή έχει εγκαταλειφθεί εδώ και σαράντα και βάλε χρόνια, θα ήθελα όμως κάποτε να άκουγα τον Δούκα να τραγουδάει «Φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει»). Με παραξένεψε πάντως ότι στο σημείο που ο Mαρούλο ρωτάει τον Ριγολέτο, που κάνει τον αδιάφορο και τον χαρούμενο ενώ μέσα του σπαράζει από τη θλίψη και την αγωνία για την κόρη του, «Τι νέα, μπουφόνε;» κι εκείνος απαντάει αγέρωχα «Che dell’usato piu noioso voi siete», «ότι είστε πιο βαρετός απ’ ό,τι συνήθως», η μεταφράστρια διάλεξε ένα εντελώς άλλο, άστοχο κατα τη γνώμη μου επίθετο, που όμως το ξέχασα.

Όσοι είστε στην Αθήνα, ίσως προλαβαίνετε να πάτε στην αυριανή παράσταση, αν βέβαια έχουν απομείνει τίποτα θέσεις στις εσχατιές του άνω διαζώματος -εδώ που τα λέμε, και πάλι τσουχτερές είναι προς 25 ευρώ (η φτηνότερη τιμή για κανονικό εισιτήριο), χώρια που θα πρέπει να υπολογίσετε και το ταξί μετά τις 12.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *