ceb7 cebacebfcf85cebbcebfcf85cf81ceb9cf8ecf84ceb9cebaceb7 cebdcf84cebfcf80ceb9cebfcebbceb1cebbceb9ceac cebcceb9ceb1 cf83cf85cebdceb5

Στο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (πλήρης κατάλογος, στο τέλος του άρθρου). Σήμερα δημοσιεύω μια ακόμα εργασία της σειράς αυτής, μια από τις πληρέστερες που έχουμε δημοσιεύσει, εξαιρετικά τεκμηριωμένη και πλουσιότατη, ακόμα και με εικονογράφηση, από τη  φίλη μας Μαρία Κορμπίλα, μια μελέτη αφιερωμένη στη ντοπιολαλιά της Σαλαμίνας. Eιλικρινά, πρόκειται για υποδειγματική δουλειά. 

Χωρίς άλλα εισαγωγικά, δίνω αμέσως τον λόγο στη φίλη μας

Η κουλουριώτικη ντοπιολαλιά

Εκ Σαλαμίνος ορμώμενη -νησί ένδοξο για την ιστορική ναυμαχία του 480 π.Χ. και γνωστό για τη φράση «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη»- άδραξα την προτροπή προς τους φίλους του ιστολογίου να στείλουν άρθρα με το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας τους, ώστε να παραθέσω λέξεις και φράσεις του τόπου μου.

Αν και η Σαλαμίνα εντάσσεται γεωγραφικά από τους γλωσσολόγους σε αυτό που λέμε «ζώνη του -ίντα», δεν έχει καμία ομοιότητα με τα γλωσσικά ιδιώματα των νησιών του νοτίου Αιγαίου και της Κρήτης. Είναι πολύ κοντά στην Αθήνα γεωγραφικά και περιβάλλεται από την Ελευσίνα, τη Μάνδρα, τον Ασπρόπυργο και τα Βίλια, δηλαδή από πόλεις και χωριά με αρβανιτόφωνους πληθυσμούς, αλλά και από την πόλη των Μεγάρων, που έχει ομιλητές της Κοινής Νέας Ελληνικής.

Τα αρβανίτικα είχαν μεγάλη απήχηση στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Σαλαμίνας, τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα. Η διαδικασία όμως αυτή σίγουρα θα είχε αρχίσει νωρίτερα. Πάντως η γλωσσική ταυτότητα των Σαλαμινίων κατά τους χρόνους του 18ου αιώνα ήταν ελληνική και η καταγωγή των περισσοτέρων αθηναϊκή, όπως αποδεικνύεται από δικαιοπρακτικά έγγραφα (βλ. Π. Βελτανισιάν, «Η γλωσσική ταυτότητα των Σαλαμινίων μέσα από στοιχεία λαϊκού λόγου και φωνολογικά φαινόμενα που απαντούν σε δικαιοπρακτικά έγγραφα από τη Σαλαμίνα, 18ος αι.-μέσα 19ου αι.» στο academia.edu)

Από την προαναφερθείσα εργασία του Π. Βελτανισιάν μαθαίνουμε ότι κατά τον 17ο και 18ο αιώνα επικρατούσαν τα ελληνικά, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα τα αρβανίτικα απέκτησαν μεγάλη απήχηση στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Σαλαμίνας και τελικά υπερίσχυσαν στον προφορικό λόγο -μέχρι την σταδιακή εξαφάνισή τους από τα χρόνια περί το 1960 και έως σήμερα. Τα ελληνικά της Σαλαμίνας ήταν συγγενικά με το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα, το οποίο στην Αθήνα κατά τον 19ο αιώνα υποχώρησε έναντι των λεγομένων Νέων Αθηναϊκών.

Οπωσδήποτε και κατά τον 20ό αιώνα οι ντόπιοι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν έντονα το αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα στον προφορικό τους λόγο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, η οποία απεβίωσε το 1973, να δυσκολεύεται να ομιλεί τη νεοελληνική και συχνά είχα ανάγκη διερμηνέα για να καταλάβω τι μου έλεγε. Η επόμενη γενιά απέφευγε να ομιλεί τα αρβανίτικα, ενώ κατανοούσε τα λεγόμενα και απαντούσε στη νεοελληνική. Εκεί είχαμε ανάμειξη των δύο γλωσσικών μορφών και τότε παρήχθησαν νέες λέξεις ή και φράσεις προερχόμενες από ένωση αυτών. Και οι μεγαλύτεροι, όπου δεν ήξεραν την αρβανίτικη λέξη, χρησιμοποιούσαν τη νεοελληνική με αρβανίτικη κατάληξη. Μετά έχουμε παράλληλη χρήση νεοελληνικού και αρβανίτικου λεξιλογίου, ενώ στη συνέχεια το αρβανίτικο στοιχείο χάθηκε. Αξίζει να σημειωθεί πως οι παλιοί Κουλουριώτες τονίζουν μετ’ επιτάσεως πως δεν μιλούν αλβανικά αλλά αρβανίτικα!

Οι νεότεροι δεν ξέρουν πια σχεδόν καθόλου αρβανίτικα. Όμως, μέχρι τις μέρες μας, έχουν παραμείνει λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται ακόμα κι από νέα παιδιά που συχνά συνδυάζουν αρβανίτικα με νεοελληνικά, όπως το «άντε γκρού» (=άντε σήκω) ή ακόμα και με αγγλικά ως λογοπαίγνια, όπως π.χ. «Lets βέμι!» (=Lets go!). Επίσης, συχνά ακούγονται ανάμεσα σε νέους, αλλά και σε μεγαλύτερους σε ηλικία, κάποιες φράσεις όχι και τόσο σεμνές που όμως γίνονται αποδεκτές με κάποιο πονηρό μειδίαμα και σχεδόν πάντα χωρίς παρεξήγηση. Οι πλέον συνήθεις είναι: «άνα μούνου» (=φάε μου το σκ@τό) και το «φάε μου το μούτι» (=φάε μου το σκ@τό). Κοινολεκτούμενη είναι σε όλες τις ηλικίες άνω των 15 η προσφώνηση «μο». Ακούγονται δηλαδή φράσεις όπως: «Μο, έλα έδω!» ή «Μο νάααα, λιψρ!» (=Βρε, άντε να χαθείς!).

Εκτός από τα αρβανίτικα στοιχεία, η ελληνική γλώσσα της Σαλαμίνας διατηρεί ακόμα ορισμένους ιδιωματισμούς. Κάποιες λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς προέρχονται από την ορολογία των ναυτικών και των ψαράδων, γεγονός αναμενόμενο καθώς η αλιευτική δραστηριότητα του νησιού μέχρι και τον 20ό αιώνα ήταν σημαντική και ευρύτερα γνωστή, ώστε μάλιστα εξυμνήθηκε σε παλιά αστικά λαϊκά τραγούδια (όπως «Τα κουλουριώτικα γριγριά» του Μανώλη Χρυσαφάκη, ηχογραφημένο το 1937, η «Ψαροπούλα» ή «Καπετάν Ανδρέας Ζέππος» του Γιάννη Παπαϊωάννου, ηχογραφημένο το 1946, «Του γριγρί τα ψαραδάκια» του Τούντα, ηχογραφημένο με τον Νούρο το 1930 και με τον Παπασίδερη το 1931, όπως και άλλα παρεμφερή). Επισημαίνεται ότι οι λέξεις της ναυτικής ορολογίας χρησιμοποιούνται με μεταφορική σημασία και στον καθημερινό λόγο των Κουλουριωτών. Παρομοίως με μεταφορική έννοια χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις που προέρχονται από τοπικούς θρύλους. Μία άλλη κατηγορία λέξεων σχετίζεται με στοιχεία της ντόπιας λαογραφίας (θρησκευτικές εορτές, τοπική αρχιτεκτονική, μαγειρική κλπ). Τέλος στο ιδίωμα του νησιού παρατηρούνται επίσης και μερικές γραμματικές διαφοροποιήσεις από την κοινή νέα ελληνική, κυρίως ως προς την κλίση κάποιων ρημάτων και ουσιαστικών.

Θα παραθέσω λοιπόν κάποιες λέξεις και φράσεις που έχω ακούσει να χρησιμοποιούνται ακόμα στις μέρες μας  -μερικές ίσως σπανιότερα- ελπίζοντας να κεντρίσω όποιον γνωρίζει περισσότερα να συνεισφέρει στον εμπλουτισμό της ντοπιολαλιάς της Κούλουρης. Όσα παραθέτω προέρχονται από δικά μου ακούσματα, συζητήσεις και διάφορες διηγήσεις παλαιοτέρων γνωστών και συγγενών, ενώ συγχρόνως έγινε και διασταύρωση της σημασίας τους από γραπτά κείμενα. Όπου κατέστη δυνατόν, δίνεται η ετυμολογία, ενώ η επεξήγηση των λέξεων ή των φράσεων συνοδεύεται από φωτογραφίες ή από σχετικά αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων και γραπτών πηγών.

Συμβουλεύτηκα επίσης την, εξαντλημένη σήμερα, λεξικογραφική δουλειά του συντοπίτη μου Τάσου Καραντή, Το Κουλουριώτικο γλωσσάρι (2001), που αποτέλεσε μια πρώτη καλή προσπάθεια συλλογής και παρουσίασης του σχετικού υλικού. Ας αναφερθεί ακόμη ότι στοιχεία του τοπικού ιδιώματος παρουσιάζονται και σε λογοτεχνικά έργα συγγραφέων κουλουριώτικης καταγωγής, όπως οι Δημήτρης Μπόγρης, Γιάννης Μαγιάτης και Χρήστος Σ. Μυλωνάς, καθώς και στο βιβλίο «Σαλαμινίων συνταγές από τους μαθητές μας» που εξέδωσε η Ένωση Συλλόγων Γονέων Σαλαμίνας το 2007.

αγάντα – βόγα: κίνηση βάρκας με κουπιά.

Αγάντα: βάλε δύναμη

Βόγα: κίνηση προς τα εμπρός

(α)κλατσάδες (οι): τσακιστές πράσινες ελιές. Ηχοποίηση. Η λέξη προήλθε από τον ήχο «κλατς» που έκαναν καθώς τις τσάκιζαν ανάμεσα  σε δυο πέτρες ή με μια πέτρα ή βότσαλο πάνω σε μάρμαρο. (Προφορική μαρτυρία των Κ.Ζ και Κ.Ρ.)

απάωρος -η: κάποιος που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, κουτός ή αφελής.

«Μην του δίνεις σημασία –είναι απάωρος».

άτρα – βίτρα: από πολύ παλιά, εδώ και πολλά χρόνια. Παλαιόθεν. Για παράδειγμα:

Πόσα χρόνια είστε εδώ;

-Ουουου, άτρα -βίτρα.

αχιουβάδες: αχιβάδες

βένια: δοκάρι από κέδρο (βλέπε λιακωτό).

γιαλέγκα (τα) ή γιαλέγκοι (οι): γυάλινοι βόλοι, γκαζάκια, μπίλιες. «Το σκοτάδι, που ήρθε γρήγορα, δεν βοήθαγε να συνεχίσουνε το παιχνίδι με τους βώλους και τα γιαλέγκα στις μικρές επίπεδες και στεγνές επιφάνειες του χωμάτινου γιαλού» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης, Σαλαμίνα, Νοέμβριος 2015).

gkagklesγκόγκλες (οι): χειροποίητο ζυμαρικό με νερό, αλεύρι σαν μικροί σβώλοι που περιχύνονται με καυτό λάδι ή και μυζήθρα.

ζάφτι: εξουσία, υποταγή. Κάνω ζάφτι: ελέγχω, υποτάσσω.

ζάφτι (τό) δημ. (τουρκ.) κ. ζάπι μ. ἐν τῇ φρ. κάμνω ζάφτι, καταβάλλω, δαμάζω, ἐπιβάλλομαι χειραγωγώ, ἔχω τινὰ ὑποχείριον : μεγάλωσαν τὰ παιδιά μου καὶ δὲν τὰ κάνω ζάφτι. (Μέγα Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ, Τόμ. Δ’.)

κακατσίθρες (οι): καυκαλίθρες. Προφανής τσιτακισμός.

καραβίνα (η): βόλτα των παιδιών, κρεμασμένων στα πλαϊνά των φορτηγών (στη ζούλα).

Ρήμα : καραβίνω= κρέμομαι.

καρκαλέτσι (το): ακρίδα. Υπάρχει και επώνυμο Καρκαλέτσης.

καρτεράδες (οι):  ψάρεμα με δίχτυα σε περάσματα ψαριών. Ετυμ.: < καρτέρι<  αρχ. καρτερώ(-έω).

κατσάρι (το): παντόφλα που έχει προέλθει από παλιό παπούτσι, του οποίου έχουμε πατήσει το πίσω μέρος (φτέρνα) και έχει γίνει παντόφλα. Ετυμ: ίσως από το  τσόκαρο< τσάκαρο < κάτσαρο (κατά προληπτικήν αφομοίωσιν και αντιμετάθεσιν συλλαβών < κατσάρι (υποκορ. του κάτσαρο με την κατάληξ. -ιον) (Γ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, 1955).

κατσινουράδες ή κατσουλουράδες (οι): ανεμοστρόβιλος.

κατσούλι (το): το γατάκι. Ετυμ: <ουσ. κατσί + κατάλ. ‑ούλι. Η λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. κρητ] (Ε. Κριαρά, Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669).  «Ήρθα και τις βρήκα σαν ζαρωμένα κατσούλια» (Δ. Μπόγρη, Φουσκοθαλασσιές, 1938).

κατσούμπλες (οι): οι λουκουμάδες

κιούλι (το): χυλός από αλεύρι και νερό που βράζουμε σαν κρέμα και σερβίρουμε με πετιμέζι. Ετυμ.: <αλβ. qull-i: ο χυλός, το κουρκούτι, η αλευριά (Ν. Γκίνης, Λεξικό αλβανοελληνικό, 1971).

κοκόσι (το): η γλύφα. Πηγή στα όρια στεριάς και θάλασσας κι επομένως με γλυφό νερό.

κουβούσι ή καβούκι (το): εμπρόσθιος κλειστός χώρος βάρκας.

«Η κουβέρτα του ήταν εντελώς επίπεδη, με ένα μικρό  μόνο κουβούσι κοντά στην πλώρη, που συνηθίζαμε πάντα, καλού κακού, να το κλείνουμε όταν ήταν να διασχίσουμε το Στρομ, μήπως και πέσουμε σε θαλασσοταραχή. Αν ήτανε σε τούτη την περίπτωση ανοιχτό, θα είχαμε βουλιάξει στη στιγμή» (Έντγκαρ Άλαν Πόε: 21 Ιστορίες και «Το κοράκι» μετ. Κατερίνα Σχινά , Μεταίχμιο, 2013).

κουγκουλούαρι (το): κολοκυθόπιτα ατομική από κόκκινη κολοκύθα μέσα σε φύλλο χειροποίητο με σταφίδες, ζάχαρη και καρύδια. Ετυμ. <kungull-i: το κολοκύθι και η κολοκυθιά (Ν. Γκίνης, Λεξικό αλβανοελληνικό, 1971).

κουταλίτα (η) (συνήθως πληθυντικό: κουταλίτες): τηγανίτες μικρές από χυλό με νερό και αλεύρι που ρίχνεται με το κουτάλι, κουταλιά-κουταλιά, στο τηγάνι και σερβίρονται με πετιμέζι.

κόφα (η): ειδικό εργαλείο για το τύλιγμα της κερωμένης κλωστής για την κατασκευή του «παππού» (βλ. κατωτέρω).

κρικιστάρικο χράμι(το): σεντόνια και κλινοσκεπάσματα πυκνής και υψηλής αντοχής με σταυρωτή ή διαγώνια ύφανση με ανάγλυφα σχέδια με λευκό ή χρωματιστό νήμα. «Εκεί με το κρικιστάρικο θα κοιμάσαι κατάσαρκα. Να σε τσιμπάει και να λες κι ένα τραγούδι» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης, Σαλαμίνα, Νοέμβριος 2015).

κλησάρα ή κρησάρα (η): πολύ λεπτό κόσκινο [ αρχ. κρησέρα]. Λέμε σε κάποιον που ντρέπεται: « Ελα, μη ντρέπεσαι! Θα σου βάλω την κρησάρα!»

κωλογιούρης(ο): αυτός που κάνει μια δουλειά πολύ αργά, χασομεράει.

λαγκότσι (το): (όστρακο) πορφύρα. Υπήρχε σε αφθονία στα νερά του νησιού πριν λίγα χρόνια, αλλά σήμερα είναι δυσεύρετο. Είναι νοστιμότατος μεζές για ούζο. Πρόκειται για τη γνωστή πορφύρα που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο στην παρασκευή χρωστικής ουσίας για βαφή υφασμάτων. Ίσως η ακριβότερη χρωστική ουσία.

λαδούδα (η): < λαδούσα. Μεγάλο δοχείο για λάδι μετά την παραγωγή από το λιοτρίβι.

λιακωτό ή λιακό (το): είδος ταράτσας. Δεν πρόκειται για το χαγιάτι. Πάνω στα πάτερα από βένιες τοποθετούσαν πευκοβελόνες και ψιλά κλαριά και κληματόβεργες. Τα υλικά αυτά  εν συνεχεία καλύπτονταν από ένα στρώμα από μείγμα χώματος και νερού, ύψους 50 εκατοστών. Ακολούθως στρωνόταν ένα μείγμα σκόνης από ασβέστη και νερό, προφανώς για λόγους μόνωσης και καθαριότητας. Στις άκρες γύρω-γύρω κατασκευαζόταν υπερυψωμένο τοιχίο και στις 4 άκρες έβαζαν ένα κεραμίδι για αποστράγγιση. Η ταράτσα δεν ήταν προσβάσιμη, καθώς δεν άντεχε βάρος. Εκεί άπλωναν τραχανά και μουσταλευριές να στεγνώσουν.

liak3

liak2

liak1
(Φωτογραφίες δικές μου, Φεβρουάριος 2024)

λουγκάτης (ο): βρικόλακας. Για κάποιον που δεν κοιμάται σχεδόν ποτέ, που ξαγρυπνά.  «Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.»

μαλίτσα (η): < Αμαλίτσα < Αμαλία. Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Αν και δεν απεικονίζεται η Αμαλία, σύμφωνα με μαρτυρία του κ. Φάνη Καπαραλιώτη, ονομάζονται έτσι στο νησί μας αφενός προς τιμήν της βασίλισσας η οποία άσκησε καθήκοντα Αντιβασιλέα όταν ο Όθωνας έλειψε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Μόναχο και αφετέρου λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας στην ελεύθερη πια χώρα.

Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.

mali1

mali2

Τάσι με μαλίτσες και μαλίτσες του Όθωνα και του Γεωργίου Α΄

(προσωπική φορεσιά της γιαγιάς μου)

mali3

mali4

(φωτογραφίες δικές μου, Φεβρουάριος 2024)

 

μονονάτε: μονονυχτίς

μπαϊντός:  Ετυμ.: από το τουρκικό paydos: παύσις ή διακοπή εργασίας, ανάπαυσις (Ι. Χλωρού, Λεξικόν τουρκοελληνικόν, α΄ τόμος, 1899). Στη Σαλαμίνα σημαίνει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παύει το ψάρεμα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η αλιεία με γρι-γρι σταματάει δύο μέρες πριν και δύο μέρες μετά την πανσέληνο και φυσικά όσο διαρκεί η πανσέληνος. Δηλαδή το ψάρεμα γίνεται 26 μέρες κάθε μήνα. Κατά τη διάρκεια αυτών των μίνι διακοπών οι ψαράδες παλαιότερα σύχναζαν στα καφενεία και τις ταβέρνες -ίσως ο μόνος τρόπος διασκέδασης που διέθεταν- και έρχονταν στα κέφια. Εκεί λοιπόν, όσο είχε μπαϊντός, επιδίδονταν στον χορό, που ήταν και παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Κουλουριωτών, οπότε ανέπτυξαν τον «κουλουριώτικο χασάπικο». Ο ιδιαίτερος αυτός χορός εντάχθηκε στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

https://youtu.be/seBN7VKynW0?si=kwsNbtbowp-LoKdh

[ Το παϊντός/μπαϊντός, επομένως, είναι αντιδάνειο. Θυμάμαι κι ένα διήγημα του Αζίζ Νεσίν  «Μάστορα, παϊντός» στη μετάφραση του Έρμου Αργαίου – Ν.Σ.]

μπόσκα: αγριοκρεμμύδα. Ετυμ.: Ο Κ. Καραποτόσογλου στα «Γλωσσικά Μυκόνου» (περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΑ, τόμος 55, τχ. 1, 2005,) αναφέρει: «Η λ. μπόσκα, ὄσκα, ἡ = ἀσφόδελος, προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρβανίτικο boshkë, διαφορετικό τύπο τῆς λ. boçkë = Σκίλλα ἢ Οὐργινέα ἡ παραλιακὴ (Scilla [Urginea]) maritima), κοινῶς σκυλλοκρομμύδα, ἀσκυλοκάρα, βότσικας, μπότσικας […]». Βλ. και «boçkë-a, ουσ. θ. πληθ. -a, Β ο τ. (Scilla maritima) σκίλλα η παράλιος κοιν. σκιλλοκρομμύδα, κρομμυδόσκιλλα, κρεμμυδασκέλλα, άσκίλλα, άσκιλλητούρα» (Ν. Γκίνης, Λεξικό αλβανοελληνικό, 1971).

Πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων την κρεμάνε στα εξώθυρα των σπιτιών τους, για να φέρει την ευημερία στο σπιτικό και για να διώξει τους καλικάντζαρους στην καμινάδα. «Έστειλε ειδοποίηση ο πατέρας σου να πάρεις το σκεπάρνι, ν’ ανέβεις στο βουνό και να φέρεις δυο μπόσκες» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης, Σαλαμίνα, Νοέμβριος 2015 ).

μποτίλεζα ή ποντίλεζα: εσοχή σε εσωτερικό τοίχο σπιτιού που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος για τρόφιμα, κανάτες για δροσερό νερό  και έκρυβαν τα κεράσματα για να μην τα φτάνουν τα παιδιά. Συνήθως την κάλυπταν με κεντημένο ύφασμα σαν κουρτίνα. « … σιγούρεψε το σανό στην ποντίλεζα, για να μη το βρει η μάνα του …»  (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης ).

mponti2

mponti1

(φωτογραφίες δικές μου, Φεβρουάριος 2024)

 

νετάρω: τελειώνω, φέρω εις πέρας. νέτα, επίρρ. 1) Καθαρά· (προκ. για χρηματικό ποσό μετά την αφαίρεση εξόδων, εξόφληση οφειλών, κ.τ.ό.)2) Χωρίς εκκρεμότητες, υποχρεώσεις: νέτα είναι τα … χωράφια του άνωθεν άρχων (Βαρούχ. 31110). 3) (Ναυτ.) α) (προκ. για θάλασσα) χωρίς ξέρες ή άλλα εμπόδια: όπου θέλεις … ‘ράξε και είναι νέτα (Πορτολ. Β 228)· β) (συνεκδ.) με ασφάλεια: αν θέλεις να έμπεις μέσα (ενν. στο νησίν) … έμπα νέτα (Πορτολ. Β 2223). [<επίθ. νέτος. Η λ. και σήμ. στην έκφρ. νέτα-σκέτα]

νετάρω. Τελειώνω κ.· τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, διατυπώνω οριστικά: (Σεβήρ., Σημειώμ. 21). [<βεν. netar. Η λ. και σήμ. λαϊκ.] (Ε. Κριαρά, Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669).

Η λέξη αυτή μάλιστα έχει διασωθεί στη λαϊκή ναυτική ορολογία της Σαλαμίνας -συγκεκριμένα οι αλιείς όταν καθαρίζουν ή επισκευάζουν τα δίχτυα λένε νεταίρνω ή νετάρω τα δίχτυα.

« -Γιατί άργησες; Έχω μια ώρα που σε περιμένω.

-Μα πέρασα από τον τελώνη για να νετάρουμε με τα φυλλάδια»

(Δ. Μπόγρη, Φουσκοθαλασσιές, 1938).

ντάλια (η): μέτρο όγκου ή βάρους του μούστου στα πατητήρια. «Ντάλια πρώτη» ακουγόταν ως τυπική φράση κατά τη μέτρηση του μούστου. (Προφορική μαρτυρία του Κ.Ζ και Κ.Ρ.)

ntzigkντζίγκλες (οι): ζευγάρι πιατίνια από μπρούτζο, μικρά σε μέγεθος σαν το πιατάκι του καφέ με τρύπα στη μέση ενωμένα με σπάγκο. Τις γυάλιζαν και τις έτριβαν με BRASSO και ψιλό σύρμα ώστε να απομακρυνθεί η γάνα και να αστράφτουν για να πουν τα κάλαντα πριν έρθουν τα τρίγωνα. Είχα κι εγώ τέτοια και τα χτυπούσα όλο τον χρόνο προς εκνευρισμό των γονιών στο σπίτι. «“Εμένα ο πατέρας μου μου έφερε ντζίγκλες από τον Ναύσταθμο”, πέταξε έτσι, για κόντρα, ο Θανασάκης. Ντζίγκλες είχαν σχεδόν όλα τα παιδιά της Κούλουρης, και όλες φτιαγμένες στον Ναύσταθμο» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης, Σαλαμίνα, Νοέμβριος 2015 ).

ντρόμισες (οι): ζυμαρικό σαν μικρές μπαλίτσες από τριφτό αλεύρι με νερό που βράζουν σε νερό με λάδι ή γάλα, το καίμε με λάδι και σερβίρεται με κεφαλοτύρι τριμμένο. [«είδος ζυμαρικού παρασκευαζόμενο από αλεύρι, λάδι και νερό <dromca» (Δ. Κυριαζής, «Γεωγραφική κατανομή των αλβανικών-αρβανίτικων στοιχείων στα νεοελληνικά ιδιώματα», Online Proceedings of MGDLT5-2012: Modern Greek Dialects and Linguistic Theory)]. Η λέξη dromca σημαίνει «τρίμμα, θρύμμα, ψίχουλο» (Κ. Παπαφίλη, Λεξικό αλβανοελληνικό, 1992)

παλαφουμάδα (η): πυρσός φτιαγμένος με καλάμι και στουπί βουτηγμένο σε πίσσα και τυλιγμένο στην κορυφή για νυχτερινό ψάρεμα με καμάκι στα ρηχά.

πανακοτιά (η): πινακωτή

pappπαππούς (ο): ψυχοκέρι. Γίνεται με σπάγκο βουτηγμένο σε κερί, που τυλίγεται με ειδικό τρόπο σε σχήμα κυλίνδρου και καίγεται στην εκκλησία όλη τη μεγάλη Σαρακοστή του Πάσχα για τις ψυχές.

πεντεβούλης (ο): χαρακτηριστικό του Μαρτίου. Ο έχων πέντε βουλές -άστατος. «Η γιαγιά μου έλεγε πως ο Μάρτης είναι πεντεβούλης -δεν ξέρεις τι να φορέσεις. Επίσης και για κάποιον που δεν ξέρει τι θέλει και δεν αποφασίζει εύκολα έλεγε πως είναι πεντεβούλης». (Προφορική μαρτυρία του Τ.Δ.)

Υπάρχει προς επίρρωσιν και το ποίημα της Ρίτας Μπούμη «Ο Μάρτης και η μάνα του»:

Τον γνωρίζετε το Μάρτη,

τον τρελό και τον αντάρτη;

Ξημερώνει και βραδιάζει

κι εκατό γνώμες αλλάζει.

πιθώνω: τοποθετώ στο πιθάρι «-Μα πίθωνα το λάδι» (Δ. Μπόγρη, Αρραβωνιάσματα, 1925).

πισιμίσι (το): η κιμωλία.

πατατρές (το): μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου. Παραφθορά εκ του «Battle dress».

Πέρσες (οι): περιπαιχτικά οι Αμπελακιώτες, οι κάτοικοι του οικισμού Αμπελάκι. Οι υπόλοιποι Κουλουριώτες θεωρούν και αποκαλούν τους κάτοικους του Αμπελακίου απόγονους των Περσών οι οποίοι επέζησαν από την ναυμαχία του 480 π.Χ. και έμειναν στο νησί. Το εξηγούν μάλιστα λέγοντας πως παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά τους ουδεμία σχέση διακρίνουν με τα των Ελλήνων –πολύ δε μοιάζουν με τα των Περσών, ειδικά το μεγάλο κεφάλι των Αμπελακιωτών είναι κάτι που το αποδεικνύει.

πλατέτσι (το): πίτα μικρή, ατομική, από αλεύρι, λάδι και αλάτι που διπλώνεται σαν σφολιάτα αλλά με λάδι αντί για βούτυρο και ψήνεται στον φούρνο.

platets

πουπέκι (το): κάτι σαν γαλατόπιτα και γαλακτομπούρεκο χωρίς σιρόπι, με επικάλυψη κανέλας και ζάχαρης.

πουρλάκι (το): στέρνα όπου ρίχνουν τον μούστο από το πατητήρι. «Κατώγι με καμάραν, πατητήρι με πουρλάκι καὶ λάκκον … ». «Πουρλάκι» ἀπεκάλουν τὸ κτιστὸν δοχεῖον, ὅπου ἐχύνετο τὸ γλεύκος ἐκ τοῦ «πατητηριού» (Δ. Γέροντα, Περί του εθιμικού δικαίου των Αθηνών της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, 1964).

πρεκαλίδες (οι): πικραλίδες (χόρτα).

σάτσι (το): επίπεδο σιδερένιο τηγάνι, χωρίς χείλος γύρω-γύρω, με χερούλι, όπου έψηναν τις πίτες πάνω στη φωτιά. Στις μέρες μας το βλέπουμε μόνο στο έθιμο του ΣιρΜελέτη και τη Μ. Παρασκευή λόγω της αυστηρής νηστείας (ούτε λάδι) ). Ετυμ.: από το τουρκ. sac: λαμαρίνα (Τουρκοελληνικό λεξικό, Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού 2000).

satsi

σιδρωστιά (η): πυροστιά.

σκόρσα (η): κουρελού. Υφαντό σε όρθιο αργαλειό. Αξίζει να σημειωθεί πως η κουλουριώτικη σκόρσα της υφάντρας Όρσας Σοφρά έχει βραβευθεί με αργυρό μετάλλιο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό το 1889 και λίγο αργότερα βραβεύθηκε επίσης στην Μεγάλη Έκθεση της Τεργέστης (επί βασιλείας του Γεωργίου Α΄).

skorsa

[ Σκέφτομαι ότι στο γνωστό τραγούδι «Η βάρκα μου η κουρελού», η λέξη που ακούγεται ως τσάκισμα είναι, ακριβώς, σκόρσα -Ν.Σ.]

στραπακιάρης (ο): αλλήθωρος, αδέξιος. «Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).

στριφίλι (το): ξύλινος συναρμολογούμενος κάδος όπου έβαζαν τα πατημένα σταφύλια και τσάμπουρα για επιπλέον έκθλιψη.

τζούτζουλα: ξέχειλα γεμάτο. Συχνά χρησιμοποιείται περιπαικτικά για τους Μεγαρίτες (Τζουτζούληδες). «Μη γεμίζεις το ποτήρι με κρασί τζούτζουλα –τι είσαι; Μεγαρίτης;», καθώς, ως γνωστόν, το σωστό είναι να μην ξεχειλίζουμε το ποτήρι του κρασιού. «Και ολοκλήρωσε τα χριστουγεννιάτικα ψώνια γεμίζοντας τζούτζουλα το δίχτυ και τη μουσαμαδένια τσάντα» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης).

τραταραίος (ο): συνήθως στον πληθ. τραταραίοι: όσοι ψάρευαν με τις τράτες.

τρούαλι (το): μείγμα από χώμα και νερό με το οποίο έστρωναν το δάπεδο μέσα στα σπίτια και μετά το άσπριζαν με ασβέστη για να είναι καθαρό. Φυσικά ήταν απαραίτητη η συχνή επανάληψη της επίστρωσης.

φ’τσες (οι): αερικά

φρούτουλα (τα): φρουφρού, στολίδια.

χουνί (το): χωνί

Φράσεις κουλουριώτικες

άι στο διάτανο: άντε στο διάβολο. Θέλοντας να αποφύγουν να αναφέρουν τον σατανά: «Του πέταξε ένα  “άι στο διάτανο, τύραννε!” και της κόπηκε η φόρα για παραπέρα δούλεμα.» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης).

ανεμοστανέμου < άνεμος του ανέμου: για κάποιον που είναι εκτός τόπου, χρόνου και πραγματικότητας. « Ε! σου μιλάω σοβαρά κι εσύ ανεμοστανέμου!».

ιζί ντουνιά με φρούτουλα: μάταιος κόσμος. Κόσμος με στολίδια ψεύτικα, απατηλός.

ρε τύραννε –που να μη σώσεις νάσαι: συνηθισμένη φράση αγανάκτησης μάνας προς παιδί όταν το παιδί έχει κάνει κάποια αταξία ή ζημιά ή σκανταλιά.

ρουμπουλιάστηκε εδώ πέρα και δε λέει να φύγει: για κάποιον ανεπιθύμητο επισκέπτη που παρατείνει την επίσκεψή του.

σιπαντίλια: πάρα πολύ γρήγορα. Για κάποιον που πηγαίνει κάπου και γυρίζει τάχιστα. Βασίζεται σε παραμύθι της Σαλαμίνας ή αληθινή ιστορία κατά μερικούς, στο οποίο τρεις γυναίκες-μάγισσες, μία εκ των οποίων η Πάντενα, σύζυγος του Πάντη, κάνοντας τα μάγια τους πήγαν κι ήρθαν στην Αίγυπτο ( Μισίρι) σε μια νύκτα.

στορόντο: στον διάολο. Ευπρεπέστερη εκφορά προς αποφυγήν του αμαρτήματος να επικαλεστεί κανείς τον διάβολο. «Ρε τύραννε! Άι στορόντο, χρονιάρες μέρες, που θα μου βγάλεις την ψυχή!» / «Ρε μάνα! Τι στορόντο σ’ έπιασε τώρα;» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης).

Σιρ Μελέτη < Όσιος Μελέτιος. Έθιμο, κατά το οποίο, στις 31 Αυγούστου, παραμονή της εορτής του Οσίου Μελετίου, στις γειτονιές μαζεύουν ξύλα και ανάβουν μεγάλες φωτιές, τις οποίες πηδάνε με γλέντια και χορό και ψήνοντας πίτες στο σάτσι. Έχει προταθεί για ένταξη στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Εδώ μπορείτε να παρακολουθήσετε το έθιμο σε ζωντανή περιγραφή: https://archive.istorima.org/interviews/13693

 

Ονόματα

Αντρέγιας < Ανδρέας

Βίτα< Αφροδίτη

Κόλιας < Νίκος

Λιάκος< Ισίδωρος

Μήλα – Μηλίτσα Μιράντα < Καλομοίρα

Νιόκα – Βγενιά < Ευγενία

Ορσία ΟρσήΌρσα < Ενετ. Ορσαλία ή Ούρσουλα . Αρσεν. Orso Ipato (Ursus), ο οποίος επιβεβαιώθηκε από το Βυζάντιο με τους τίτλους hypatus και dux. Ιστορικά, ο Όρσο είναι ο πρώτος κυρίαρχος Δόγης της Βενετίας (ο τρίτος σύμφωνα με τον θρυλικό κατάλογο που ξεκίνησε το 697), έχοντας λάβει τον τίτλο «Ipato» ή Πρόξενος από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα.

Σημερούδα < Σεμίραμις

Τσάκος< Κυριάκος

Τσεβή / Τζεβή < Παρασκευή. «Βλέπετε αυτές τις τρεις; Την Κατίγκω, την Τσεβή και την Σημερούδα;» (Γιάννη Μαγιάτη, Τα Αμφιθεατρικά, εκδ. Δωδώνη 1989) / «Είναι παιδιά με τον ίδιο πατέρα με την Τζεβή» (Δ. Μπόγρη, Αρραβωνιάσματα, 1925).

Φανούργος < Φανούριος

 

Γραμματικά παράδοξα

 

ερχόσανε: ερχόσουν. «Γιατί αν δεν ερχόσανε την Λαμπρή στο σπίτι του Δημάρχου -του Μπάρμπα μου- κι αν δεν έσερνες τον χορό »/ «Εσύ δεν θα ’ρχόσανε φιρί φιρί, την άλλη μέρα στο καΐκι….» (Δ. Μπόγρη, Φουσκοθαλασσιές,1938).

ήμανε: ήμουν. «Πώς πέθανε μωρέ; Αυτός πρόπερσυ, που είμανε εδώ, είτανε ζωντανός»/ «Στα νειάτα μου ήμανε κι εγώ ό,τι έπρεπε νάμουνα» (Δ. Μπόγρη, Φουσκοθαλασσιές,1938).

ήντουσαν: Ακούγεται ως σήμερα. Αναφέρεται και στις Φουσκοθαλασσιές του Δ.  Μπόγρη: «Προχθές σαν ήντουσαν ο κύριος –πώς τον λένε με την κυρά π’ έχει  κότερο…»/ «Δεν ήτανε φουρτούνα γυναίκα. Φουσκοθαλασσιές ήντουσαν …».

ήσανε: ήσουν. «Tο ξέρω πως σ’ όλη σου τη ζωή ήσανε τρελλός» (Δ. Μπόγρη, Αρραβωνιάσματα, 1925 ).

ξυριζόσανε: ξυριζόσουν. «Γιατί ξυριζόσανε, μωρέ, κάθε απόγευμα;» (Δ. Μπόγρη, Φουσκοθαλασσιές,1938)

τα γριγριά: παράξενος πληθυντικός από τη λέξη «γριγρί». Ετυμ.: εκ του τουρκ. gir gir=δίκτυον αλιείας (Ιστορικόν Λεξικόν της Ακαδημίας Αθηνών). «Τα γριγριά ήσανε ανοιχτά γιατί είχε πολύ ψάρι στον κάβο» (Δ. Μπόγρη, Αρραβωνιάσματα, 1925). Από εδώ έχουμε και τους γριγριτζήδες όπως ακούγεται και στο άσμα του Τούντα με τον Γιώργο Παπασίδερη «Του γριγρί τα ψαραδάκια» (1932).

-Αυτοί που έβγαιναν με τα γριγριά τους λέμε γριγριτζήδες. Και ξέρεις γιατί τα λέμε «γριγρί»;

-Όχι, απαντάω.

-Από το «γιρ-γιρ» επειδή έρχονται γύρω-γύρω και καλάρουν κυκλώνοντας τα ψάρια! (Προφορική μαρτυρία του Κ.Π)

της ημερός: αντί «της ημέρας», κατά το «της νυκτός». Συνήθης φράση, ειδικά ανάμεσα στους ψαράδες όταν αναφέρονταν στα ψαροκάικα, καθώς υπάρχουν αυτά που ψαρεύουν νύκτα και αυτά που ψαρεύουν την ημέρα. «Η κίνηση στη Σκάλα τη μεγάλη ξεθύμαινε, καθώς τα καΐκια της “ημερός” είχαν γυρίσει όλα και τώρα ξεφορτώνανε τα τελευταία τελάρα με ψάρια.» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης, Σαλαμίνα, Νοέμβριος 2015 )

φοβόσανε: φοβόσουν

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους δύο φίλους του ιστολογίου χωρίς την βοήθεια και αρωγή των οποίων τούτη εδώ η προσπάθεια δεν θα είχε ευοδωθεί!

Εγώ με τη σειρά μου ευχαριστώ τη Μαρία για το μνημειώδες, έτσι πρέπει να το πω, άρθρο.

Κλείνω με μιαν αναφορά όλων των προηγούμενων άρθρων του ιστολογίου με ανάλογο περιεχόμενο, δηλ. με λέξεις από έναν τόπο -λεξιλογικές περιηγήσεις, όπως τις λέω κάποτε. Σε χρονολογική σειρά, λοιπόν:

Παλιές λιμνιώτικες λέξεις και φράσεις, 3/2012

Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό (συνεργασία του Αρκεσινέα), 4/2012

Λέξεις από το Ρουμλούκι, 5/2012

Από τον αγκίνιο στο κούσουλο, και άλλες αμοργιανές λέξεις (συνεργασία του Αρκεσινέα), 5/2012

Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο (συνεργασία του Αρκεσινέα), 3/2013

Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα (το βιβλίο του Βασίλη Ορφανού), 11/2014

Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται κι αλλού, 1/2015

Τα παράξενα κρητικά επιρρήματα, 2/2015

Η θερμιώτικη ντοπιολαλιά (μια συνεργασία του Δημήτρη Μαρτίνου), 7/2017

Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι), 8/2017

30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο (μια συνεργασία του Αλέξη), 10/2017

Πλωμαρίτικα (μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού), 10/2017

Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017

40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά), 10/2017

Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα), 11/2017

21 πατινιώτικες λέξεις (μια συνεργασία του Raf), 5/2018

Λέξεις του Τυρνάβου από το Μαράν Αθά του Θωμά Ψύρρα, 9/2018

Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα (μια συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 2/2019

20 λέξεις της Κυπριακής, 07/2019

Το γλωσσικό ιδίωμα της Αίγινας (συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 12/2019

Δυο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν… (συνεργασία του Γιάννη Ρέντζου για τα βόρεια ιδιώματα), 10/2020

Γαλαξιδιώτικες λέξεις και μια ιστορία (μια συνεργασία του gpointofview), 1/2021

Η Λευκάδα και το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις (μια συνεργασία του Βασίλη Φίλιππα), 4/2021

Λέξεις από τον Κάλαμο, 11/2022

Λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από τον Ιω. Καρτάνο (Μια συνεργασία του Spiridione), 11/2022

45 λέξεις από τη Γορτυνία (μια συνεργασία του Λάμπα), 11/2022

Μανιάτικες λέξεις (μια συνεργασία του Δημήτρη Ραπτάκη), 12/2022

Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία (μια  ακόμα συνεργασία του Λάμπα), 6/2023

Τριάντα κορφιάτικες λέξεις σχετικά με το ψάρεμα (μια συνεργασία του Κώστα Χ.), 6/2023

Πλωμαρίτικα 2, μια ακόμα συνεργασία του Γιάννη  Μαλλιαρού 7/2023

Το Ουργιόλεξον, μνημειώδες λεξικό της Χίου από τον Dryhammer, 7/2023

Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί; Κρητικές λέξεις με σημασία διαφορετική από την  κοινή ελληνική, συνεργασία του Μικ-ιού.
1η συνέχεια2η συνέχεια3η συνέχεια4η συνέχεια, 10-11/2023

Είκοσι τσοπάνικες λέξεις από τα Τζουμέρκα, από το βιβλίο του Νίκου Καρατζένη, 12/2023.

Δέκα λέξεις της κερκυραϊκής μαγειρικής, μια συνεργασία του Σπύρου Γρίμμα, 1/2024.

Ο καταλογος περιλαμβάνει αφενός άρθρα που έχω γράψει εγώ, συνήθως αντλώντας υλικό από κάποιο βιβλίο, και αφετέρου δικές σας συνεργασίες, που οι περισσότερες ήταν δική σας πρωτοβουλία, αν και κάποιες αποτέλεσαν απάντηση σε κάποιο άρθρο του ιστολογίου ή βιβλίο δικό μου.

Βλέπουμε ότι τα νησιά υπεραντιπροσωπεύονται στον κατάλογο, αν και κάθε άλλο παρά τα έχουμε εξαντλήσει -δεν έχουμε τίποτε από Κεφαλονιά, ας πούμε,  (ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα) ενώ βέβαια απουσιάζουν και πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι Σέρρες ας πούμε ή η Θράκη. Η Κρήτη και η Κύπρος, επίσης, δεν εξαντλούνται με τα άρθρα που έχουν ήδη δημοσιευτεί.

Πολύ θα χαρώ, αν ο κατάλογος σάς παρακινήσει να γράψετε κι εσείς για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας σας!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *