ceb7 ceb3ceb5cf81cebfcf85cf83ceafceb1 ceb4ceb9ceaeceb3ceb7cebcceb1 cf84cebfcf85 ceb3ceb9ceaccebdcebdceb7 cebcceb1cf81cf81cead

31111Λίγοι θα ξέρουν τον συγγραφέα του σημερινού διηγήματος. Ο Γιάννης Μαρρές (1925-2003) γεννήθηκε στο Πολύδροσο (Σουβάλα) Παρνασσίδας, όπου ζούσε και εργαζόταν μέχρι το τέλος της ζωής του, σύμφωνα με βιογραφικό σημείωμα στο Βιβλιονέτ. Όπως βλέπετε, έγραψε κυρίως μυθιστορηματικές βιογραφίες αγωνιστών του 1821.

Το σημερινό διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 67-68, Ιούλ-Αύγ. 1960.

Εκεί το βρήκε ο φίλος μας ο Γιάννης Π. και το αναδημοσίευσε, σε μονοτονικό και  με  εκσυγχρονισμένη ορθογραφία, στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο.

Μου το  έστειλε, επισημαίνοντας  δυο εκφράσεις που εμφανίζονται στο διήγημα και που δεν τις είχε συναντήσει ξανά:

Πιαστήκαμε φίλοι εξαιτίας που κάνα δυο – τρεις πελάτες του τα ‘χανε κοπανήσει «ασυλλόιστα» μια βραδιά, κι απάνω στο μεράκι τους άρχισαν να σπάζουνε πιάτα και ποτήρια, και να φοβερίζουν —μεράκι βλέπεις είναι αυτό!— πως θα τα κάνουν όλα, λέει, εκεί μέσα «Σερβία» —στραπάτσο δηλαδή.

Αυτή την έκφραση την εξηγεί  ο συγγραφέας,  αλλά από πού βγήκε; Έκανα την υπόθεση ότι ίσως είναι ανάμνηση του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν η Σερβία είχε πράγματι ερειπωθεί.

Η δεύτερη έκφραση:

κι έτσι γλίτωσαν, κείνοι το «ματσούκι» —και θα ‘τρωγαν, λέει «όσες τρώει ο τούμπανος  τη Λαμπρή»— κι ο μπαρμπα-Στέφος δεν τους έχασε από πελάτες του. Υπολογίσιμα πράγματα όλ’ αυτά κατά τον μπαρμπα-Στέφο! Α! βέβαια! Από τότε με είχε πια «περί πολλού» και βάλε...

Εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά, όποιος ξέρει μας διαφωτίζει -όπως και αν ξέρει κανείς την έκφραση με τη Σερβία.

Οπότε, σκέφτηκα να βάλω ολόκληρο το διήγημα, με την ιδιότυπη γλώσσα και το κάπως τσιφορέικο ύφος και να σας το παρουσιάσω σήμερα. Ο Γιάννης Π. εξηγεί μερικές λέξεις.

Η ΓΕΡΟΥΣΙΑ

Ο μπαρμπα-Στέφος, ο ιδιοκτήτης του καφεοινοπωλείου «Τα πουλιά», μας αγαπούσε όλους σαν τα μάτια του. Ήμασταν βλέπεις οι πελάτες του. Και λέω όλους γιατί καμπόσοι απ’ τους πελάτες του ήταν να πούμε τόσο ζόρικοι, «χουϊλήδες» (1) που, ο μπαρμπα-Στέφος, αν δεν υπήρχε βέβαια η γειτονική ταβέρνα, μόλις δυο βήματα μακριά απ’ τη δική του, «θα τους βουτούσε απ’ τον γιακά και θα τους έβγαζε όξω καροτσάκι»…
Προτιμούσε όμως το δεύτερο, ο μπαρμπα-Στέφος, να καταπίνει, να χωνεύει, δηλαδή, κάτι «χοντροκοτσάνες» μερικών «παλικαράδων» πελατών του, ένεκα… Κι ας όψεται… Κι ευτυχώς η φύσις τον προίκισε με μια πελώρια κοιλιά, σωστή καταβόθρα και μπορούσε ο έρμος να χωνεύει τ’ αχώνευτα…
«Τι να κάνει κανείς —μου ‘λεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας— ο πελάτης, βλέπεις, έχει πάντα δίκιο…» Ωστόσο καμιά φορά «το ‘δινε του διαόλου…»

Εμένα μου ‘χε εμπιστοσύνη, μ’ αγαπούσε κιόλας περισσότερο από τους άλλους γιατί ήμουνα, λέει, απ’ τους ανθρώπους «που φυσάνε, διάολε, νια στάλα το κρασί… δεν το κοπανάνε ασυλλόιστα, και δεν μπαίνουν στο ρουθούνι τ’ αλλουνού στα καλά καθούμενα…»
Ο μπαρμπα-Στέφος δεν είχε καταλάβει πως δεν πήγαινα στην ταβέρνα του —άσε που δεν ήταν δα καθαυτού ταβέρνα, αλλά και καφενείο, κι ό,τι άλλο— για το κρασί του, τέλος πάντων…
Ήθελε βέβαια να πίνουνε πολύ κρασί οι πελάτες του, το επεδίωκε αυτό μάλιστα, η δουλειά του βλέπεις, αλλά ήθελε και το «ρουθούνι» του ανενόχλητο —όπερ πράγμα αδύνατο. Ας είναι…
Πιαστήκαμε φίλοι εξαιτίας που κάνα δυο – τρεις πελάτες του τα ‘χανε κοπανήσει «ασυλλόιστα» μια βραδιά, κι απάνω στο μεράκι τους άρχισαν να σπάζουνε πιάτα και ποτήρια, και να φοβερίζουν —μεράκι βλέπεις είναι αυτό!— πως θα τα κάνουν όλα, λέει, εκεί μέσα «Σερβία» —στραπάτσο δηλαδή.
Ο μπαρμπα-Στέφος κείνη τη στιγμή είχε φτάσει στο «νυν και αεί» —όπως μου είπε αργότερα— κι ήταν έτοιμος…
Μπήκα στη μέση τότε εγώ, και μ’ ένα δικό μου τρόπο, κατάφερα να σταματήσουν τα σπασίματα, να μην «επέμβει άσκημα» ο μπαρμπα-Στέφος κι έτσι γλίτωσαν, κείνοι το «ματσούκι» (2) —και θα ‘τρωγαν, λέει «όσες τρώει ο τούμπανος (3) τη Λαμπρή»— κι ο μπαρμπα-Στέφος δεν τους έχασε από πελάτες του. Υπολογίσιμα πράγματα όλ’ αυτά κατά τον μπαρμπα-Στέφο! Α! βέβαια! Από τότε με είχε πια «περί πολλού» και βάλε…
Μου το ‘δειχνε λοιπόν με χίλιους τρόπους πως μ’ αγαπούσε περσότερο απ’ τους άλλους. Κι εγώ δεν θα ‘χα λόγους να μην τον πιστεύω, αν δεν υπήρχαν κάμποσα γεροντάκια, η «γερουσία» όπως τους φωνάζουν όλοι μέσα κει, χρόνια πελάτες του μπαρμπα-Στέφου, που, για να πω την αλήθεια, αυτούς, κι ας μη μου το ‘δειχνε, τους αγαπούσε περισσότερο. Μα δεν πειράζει, αξίζαν την αγάπη του…
Τα γεροντάκια εξάλλου τ’ αγαπούσαμε όλοι μας, καθένας με τον τρόπο του. Το σωστό, σωστό. Κι ήταν έξι τον αριθμό. Φίλοι γκαρδιακοί, αχώριστοι. «Βλαμάδες», λέει, απ’ τον καιρό που κατάλαβαν τον εαυτό τους…». Κι ο ένας μεγαλύτερος από τον άλλο. Αχαμνοί, ωχροί, τσακισμένοι απ’ τη σκληρή δουλειά, τα βάσανα και τα γεράματα, φουκαράδες…
Όλοι φορούσανε τα ίδια σχεδόν ρούχα: ντρίλινα παντελόνια, υφαντά χωριάτικα πουκάμισα, χοντρές, και μακριές ίσαμε κάτου, μάλλινες φανέλες, και κάτι τραγιάσκες που είχαν χάσει από καιρό το σχήμα και το χρώμα τους…
Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς μόλις κατάφερναν να σέρνουν τα ποδάρα τους, λες κι είχαν σιδερόκλαπες (4) από τα γόνατα και κάτου. Μ’ ένα λόγο ήταν «πρώτης γραμμής σαράβαλα», όπως λέγαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους…
Ωστόσο δεν «σιγουριένανε σε νια μεριά στο σπίτι τους» και ντούκου – ντουκ, τραβούσαν, κάθε απόγευμα, για την πλατεία. Καθημερινό δρομολόγιο. Τους είχαμε συνηθίσει μάλιστα και τους περιμέναμε. Έτσι κι αργούσαν, κάμποσοι βάζαν τις φωνές:
— Έι, τι έγινε απόψε η γερουσία!…
Φτάνανε, κάποτε, κουρασμένοι στο στέκι τους, πέφταν του «ψόφου» στην πρώτη καρέκλα που βρισκότανε μπροστά τους, ρίχνανε τα σαγόνια τους απάνω στα ραβδιά τους, κι απέ αρχίζαν τα δικά τους:
— Ουφ! Άει στον διάολο, λέω, για ζωή…
— Άιντε πάλε…
— Βγήκε η ψυχή μ’ ορ’ αδερφέ, ώσπου να βγω απάνου.
— Ε, καλά! Μη σκας… Θα πεθάνεις κι εσύ, κι εγώ, κι ούλοι μας, και θα συχάσουμε… Σώπα…
— Αμ αν ξέραμε πως θαλά το βρούμε καλύτερα εκεί που θα πάμε —ποιος το βλαστημάει; —να ‘ρχόταν τώρα δα ο κερατάς ο χάρος…
— Ε, καλά, τώρα! Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι…
Χαιρόσουν να τους βλέπεις καθισμένους στη γωνιά τους. Χαιρόσουν να τους ακούς. Τραβούσαν την κουβέντα τους σερί κορδόνι, μιλώντας δυνατά, γιατί ο γερο-Σπύρος, ο μεγαλύτερος της παρέας τους, όλο τους κοίταζε στα χείλια σαν μιλούσανε, και κάθε τόσο έφερνε την απαλάμη του στ’ αυτί του:
— Τι ‘πες, ορ’ Αντριά;… φώναζε δυνατά.
— Ωωωωωχ! Βρ’ αδερφέ κι εσύ…
— Ε;
Έσκυβε ο άλλος τότε μες στ’ αυτί του:
— Ο άνθρωπος, λέω, άμα γεράζει ένα μπούφο αγοράζει, να… Τ’ άκουσες τώρα;…
— Ορέ, ντιπ, τσουμέλιασε ο έρμος!.., κάναν κι οι άλλοι τότες δα, κουνώντας τα κεφάλια τους με σημασία…
Ψηλός, αδύνατος κι ίσος σαν κυπαρίσσι ο γερο-Αντρέας, ξεχώριζε απ’ όλους τους. Παρόλα τα εβδομήντα πέντε του χρόνια, στεκότανε πολύ καλά στα πόδια του. Το ‘λεγε η «περδικούλα του», έπινε τον «περίδρομο», δούλευε σαν «παλικαράκι» και «τούτο το φεγγάρι ακόμα γυρόφερνε, λέει, και τη γριά του».
Με την τραγιάσκα του στραβά και το πουκάμισο ανοιχτό στο μαλλιαρό του στήθος, καθόταν πάντα στη μέση της παρέας τους, γιατί κάθε φορά τον βάζανε —μια κι έβλεπε καλύτερα, κι ήξερε και «πέντε αγκούτσες (5) γράμματα περσότερα απ’ τους άλλους— να τους διαβάζει εφημερίδα…
Τους έλεγε τα νέα «απόξου κι ανακατουτά», και πότε – πότε τους «κοπάναγε και κανιά χαζομάρα δική του απανάμεσα» έτσι για να γελάνε. Έξυπνος όπως ήταν τα καταλάβαινε καλά τα νέα, και τους τα εξηγούσε μια χαρά. Κι αρχίζαν τότε το «τροπάρι» τους οι άλλοι:
— Τι λες, μωρέ! Το λέει αυτό;…
— Ε, πάει, δεν είμαστε καλά…
— Αλλάξαν τώρα, βρε, οι καιροί… Διαόλεψε ο κόσμος! Τι περιμένεις μαθές!…
— Ορέ, θα βγάλετε τον σκασμό να πάω παρακάτου… Μπαα!… φώναζε δυνατά ο γερο-Αντρέας, κι άρχιζε να ξαναδιαβάζει…
Ωστόσο είχε τον νου του πάντα και στα χωρατά. Κάθε, να πούμε, που ‘βλεπε μισόγυμνη γυναίκα σε καμιά φωτογραφία, απ’ αυτές που βάζουν δα συχνά στα φύλλα τους οι εφημερίδες, γύριζε κατά τον γερο-Πέτρο, που γινότανε «μπαρούτι από κάτι τέτοια» και του ‘λεγε εμπιστευτικά:
— Τήρα ‘δώ συ μωρέ…
— Σάματι έχω δω και τα γυαλιά μου…
— Εδώ, ντε, άνοιξ’ τα στραβά σου…
— Ιιιι! γούρλωνε τα μάτια του ο γερο-Πέτρος —ορ’ δεν το ‘χουνε σε τίποτα οι παλιοσκρόφες να ξεβρακώνουντι μπροστά σου! Τι ‘ναι τούτο;
— Έλα, ντε!… έκανε μια στα σοβαρά ο γερο-Αντρέας, κι ύστερα το ‘βαζε στα γέλια:
— Ε, άει, στον διάτανο κι εσύ από κει… πετούσε κείθε την εφημερίδα, κι έβαζε τις φωνές:
— Που ‘σαι, ρε Στέφο! Φέρε μας δω νια ρέγγα, γιόμισε και το κατοστάρι… Πάντα με το χαμόγελο στα χείλια του, τους κέρναγε ο μπαρμπα-Στέφος και πάντα ‘ρχότανε κοντά μου μια κι έβλεπε να τους κοιτάω χαμογελώντας.
— Λεβεντιές, ε …. μου ‘λεγε σιγανά.
Ύστερα καθότανε σε μια καρέκλα δίπλα μου με χτύπαγε στην πλάτη κι άρχιζε: Τέτοιοι πελάτες μάλιστα! Σιωπηλοί κι αθόρυβοι σαν το στεκούμενο νερό, πίνουνε το κρασάκι τους και δεν πειράζουνε κανέναν. Λίγα λεφτά, θα πεις, σ’ αφήνουν. Δεν λέω, ναι. Μα δεν σου βγάζουν, βρ’ αδερφέ, και την ψυχή ανάποδα με τα καμώματά τους. Τι ναν τους κάμω ‘γώ τους άλλους π’ αφήνουν μια δεκάρα παραπάνου, και μου κολλάνε κάθε τόσο σα τσιμπούρια; Άσε που απ’ αυτούς βρίσκεις συχνά τον διάολό σου. Έρχονται δω, να πούμε, πίνουνε όσα λεφτά έχουνε στην τσέπη τους, σου βάζουν κι άλλα τόσα φέσι κι απέ σου λεν ν’ ανοίξεις διάπλατα τις πόρτες, γιατί δεν λέπουν, λέει, να βγούνε όξω… Ύστερα σκας ή δεν σκας; Καλά, βρε κερατά, αυτό να σου το συγχωρέσω, αμ τα ποτήρια μου, μωρέ, γιατί τα σπας; Τα ‘χει η δουλειά, θα πεις, αυτά… Καλά: να καταπιώ το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο απ’ τα μαστράφια (6) σου —σωστό το βλέπω. Μα μην το παρακάνεις κιόλας κακομοίρη μου… Είναι, να πούμε, τότε σαν τον κόμπο με το χτένι. «Για ο κόμπος θα περάσει, για το χτένι θα χαλάσει». Άνθρωπος είμαι κι εγώ, αίμα τρέχει στις φλέβες μου, νευριάζω και, φραπ, πέφτει η σφαλιάρα… Κι άει τρέχα γύρευε μετά. «Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο —που λεν— και τι να πρωτοκλάψω». Δεν φτάνει δηλαδή που τον χάνεις σαν πελάτη, χάνεις κι αυτά που σου ‘χει βάλει φέσι ως τώρα, και πας καλλιά σου… Ετούτοι δω…
— Πού ‘σαι, ρέ Στέφο…
— Χτύ-ποος!…
— Γιόμισ’ το κατοστάρι, ντε… φωνάζανε τα γεροντάκια που τ’ αγαπούσαν «το κρασάκι σαν τα μάτια τους»…
Κι όταν συχνοσηκώναν τα ποτήρια τους το βάζανε και στο «καραντουζένι» (7):
«Κάτου στα πέντε μάρμαρα, στα δυο μαύρα λιθάρια
εκεί ‘ναι η Ρούσα γι’ άρρωστη, βαριά για ν’ αποθάνει…»
.
Κι ήταν χαρά να τους ακούς, και να τους καμαρώνεις καθώς σήκωναν τα κορμιά και το βεργολυγίζαν:
«Με τα διολιά την κλαίγανε, και με τους ταμπουράδες!
Σηκώσου απάνου Ρούσα μου, και μη βαριοκοιμάσαι…».

— Ούιντεε!… χτύπαγε τη χερούκλα του απάνου στο τραπέζι ο γερο-Αντρέας, που αγαπούσε τα παλιά λεβέντικα τραγούδια.
— Δεν ξαναπάω στη μάνα μου!…
— Δώσε μισή στη γερουσία!… φωνάζαν τότε από παντού μες στη φτωχή ταβέρνα… Χαλασμός…
Κι έτρεχε ο μπαρμπα-Στέφος με την παραγγελιά στο χέρι, και κάθε τόσο μου ‘λεγαν τα μάτια του:
— Σου το ‘πα: Τέτοιοι πελάτες μάλιστα!…
Μα κείνη τη βραδιά, ο μπαρμπα-Στέφος, τα «χρειάστηκε»… Καθόταν, σαν όπως πάντα, δίπλα μου, και μου ‘λεγε για τα γερόντια του τα πιο καλά του λόγια:
—… Στα νιάτα τους να δεις τ’ ήταν αυτοί!.. Θεριά, σου λέω, ανήμερα!.. Αμ τι να πρωτοπώ για κείνον κει τον γερο-Σπύρο, που χάθηκε τώρα μες στα τσόλια (8) του!… Ήταν ο πιο καλός απ’ όλους τους… μπεσαλής άντρας, μορφάνθρωπος, γερός σαν ταύρος, να κάτι πλάτες, άντρας βουνό και ιδές τον…
Κούνησε το κεφάλι του ο μπαρμπα-Στέφος κι έκαμε έτσι τις παλάμες του:
— Χμ! Τι να σου κάμει ο έρμος! Φτωχός άνθρωπος ήταν, φτωχότερος από μας κι ανάστησε παιδιά, πάντρεψε παιδιά, έθαψε παιδιά —δεν θα τη θυμάσαι εσύ τη Λουκία, τη θυγατέρα του, κορίτσι σαν τα κρύο νερό, να την κοιτάς και να δακρύζουνε τα μάτια σου, και πάει, την έχασε απάνου που ‘λεγε να την παντρέψει… Άει στον διάτανο από κει, ε, όχι κι έτσι… Τι να σου κάμει! Βάσανα, φτώχεια με το τσουβάλι, σκατοζωή, φαρμάκια… Και πάαλε καλά ‘ναι, γιατί δεν είναι και μικρός, προχτές τα πάτησε, μου ‘πε τα ογδόντα! Για σκέψου το καλά: ο γ δ ό ν τ α χρόνια είναι αυτά!…
Τα λέω κι έτσι, μαθές, τα λέω κι αλλιώς, εμείς σαν φτάσουμε στα χρόνια του, άσε, που τέτοια σαπίμια (9) που ‘μαστε, δεν θα το δούμε αυτό στα μάτια μας, θα κωλοσερνόμαστε, πανάθεμά μας, σαν σκουληκαντέρες. Ας είναι…
— Αμ κείνος κει ο Αντρέας! Τι να πω; Πλασματάκ’ τ’ θεού! Καλός, γλεντζές, χορευταράς, εργατικός και φιλότιμος μέχρι χαζομάρας. Για να σ’ ευχαριστήσει δεν το ‘χει σε τίποτα να βάλει φωτιά στο σπίτι του… Χρυσάνθρωπος! Λόγο κακό από το στόμα τ’ Αντριά ποτέ δεν άκουσε κανένας…
Κι απάνου εκεί την έπαθε, ο μπαρμπα-Στέφος…
— Ρε μένα θα μου πεις…
Φωνές ακούστηκαν απ’ τη γωνιά της «γερουσίας»! Κάτι στριγγλιάρικες φωνές γιομάτες πείσμα και κακία. Βρε τ’ ήταν αυτό.
Στρίψαμε ξαφνιασμένοι…
Γιομάτος φούρκα κι αναστατωμένος όσο καμιά φορά ο γερο-Αντρέας, κουνούσε αδιάκοπα το χέρι του κοντά στα μούτρα του Ζανιά:
— Δεν είσαι καλός άνθρωπος, μωρέ! Εγώ σ’ το λέω, και να το ξέρς…
— Εγώ, ρε Αντριά;
— Ξέρω τι λέω…
— Στέκα, ντε, να σου πω…
Μα ο γερο-Αντρέας, ο καλός, ο ειρηνικός, το «πλασματάκ’ τ’ θεού», δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα:
— Αν ήσουνα καλός, θα ‘ρχόσουν να ξηγιόμασταν απ’ την αρχή. Το και το, ρε Αντριά, θα μου ‘λεγες, πράματα είναι τα μαγκούφια, μου φύγανε και σου ‘καμα ζημιά… Κι εγώ, τι θάρρεψες μαθές, άνθρωπος είμαι. Τόσα απάνου, τόσα κάτου, δεν θα σ’ έκοβα, θαν τα συβάζαμε… Αλλά πού εσύ… Τώρα που ‘μαθες πως θα σε καταγγείλω, τσουπ, μου ‘ρθες και: «Φτωχός άνθρωπος είμ’ ορ’ Αντριά —μου κοπανάς αράδα— μη με τζερεμετάς (10), θα σε πλερώσω». Φτωχός άνθρωπος! Το ξέρω… Αμ εγώ πλούσιος είμαι, ορέ Ζανιά, που δεν με λογάριασες καθόλου; Κρίνε, ντε…
— Βρε! Πώς ήταν αυτό!… έκαμε ο μπαρμπα-Στέφος σαστισμένος.
— Μα σ’ το παράγγειλα, μωρ’ Αντριά, να εχτιμήσεις τη ζημιά, να ξέρω τι θα σε πλερώσω… έλεγε ο δόλιος ο Ζανιάς κι επέμενε:
— Σ’ το παράγγειλα με τον Βασίλη της Θυμιάς…
— Μένα δεν μου ‘παν τίποτα…
— Να, ορέ —έκανε τον σταυρό του ο Ζανιάς— να μη σώσω να πάω σπίτι μου αν δου σου λέω την αλήθεια…
— Για στέκ’ αγάλια, ορ’ Αντριά —μπήκε στη μέση τότε κι η παρέα του— Κάτσε καταή, κι εσύ Ζανιά, να δούμε, διάολε, τι τρέχει. Άνθρωπος είναι κι ο Βασίλης, ρε Αντριά, μπορεί ναν τ’ αστόισε να σ’ το πει —τι σκύλεψες έτσι; Ντροπή μας να πνιγόμαστε σε μια χλιαριά (11) νερό, καθίστε καταή…
Όλοι τους ήταν ταραγμένοι, και προσπαθούσαν να συβάσουνε τα πράγματα.
Μονάχα ο γέρο Σπύρος ο κουφός, δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε, κι όλο τους κοίταζε στα μάτια σαν χαμένος. Για μια στιγμή, καθώς σιώπησε η παρέα του, του φάνηκε σαν κάτι ν’ άκουσε και ρώτησε τον διπλανό του:
— Είπες τίποτα;
— Εγώ; Όχι…
— Μου φάνηκε σαν κάποιος να ‘κρινε, γι’ αυτό…
— Είναι το ρολόι.
— Ποιο κομπολόι;
— Το ρο-λό-ι, είπα, βαράει, και του ‘δειξε ψηλά κατά το καμπαναριό.
— Α! Το ρολόι…
— Εδώ, αδερφέ, χανόμαστε, κι ο Σπύρος το ‘χ’ σιουφά!, είπε ο γερο-Πέτρος, και γύρισε κατά τον γερο-Αντρέα:
Πόσο στάρι έχεις δικάσει τον άνθρωπο; Εγώ λέω να σου δώκει είκοσι οκάδες —έστριψε προς τους άλλους— τι λέτε ‘σείς, δεν είναι καλά;
— Δεν είναι τόσο για το στάρι —πετάχτηκε ο γερο-Αντρέας. Δεν το χωνεύω που με κορόιδεψε…
— Ε, να χέσω μέσα τώρα… αφού σ’ ορκίστηκε ο άνθρωπος…
Κείνη την ώρα, κοιτώντας τον Ζανιά, κάτι θυμήθηκα κι είπα στον μπαρμπα-Στέφο να σκύψει να του πω. Με άκουσε προσεχτικά, κι ύστερα γούρλωσε τα μάτια του.
— Λες!… χμ! Μπορεί να γίνει κι έτσι —είπε— για να δούμε, και τράβηξε χαμογελώντας προς τον πάγκο του.
Γιόμισε μια οκά κρασί και σε λιγάκι βρέθηκε κοντά τους.
— Τι πάθατε ‘σείς , μωρέ —έκαμε ξαφνιασμένος και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα τους. Αυτό ‘ναι από μένα, είπε κι έδειξε το κρασί. Για πέστε μου λοιπόν γιατί μαλώνετε…
Του δώσανε να καταλάβει…
— Ε, ορέ, παιδί —έκαμε ο μπαρμπα-Στέφος — πράματα έχουμε θα κάνουμε και ζημιές, μα δεν θα σκοτωθούμε κιόλα, διάολε, γι’ αυτές… Άιντε, κερνάω είπα… Γεια σου, ρε Αντρίκο!… και σήκωσε το ποτήρι του.
— Αυτό ματαπέστο! Στη γεια σου Στέφο! Εβίβα!… είπαν μεμιάς οι άλλοι, κοιτώντας τον γερο-Αντρέα που ήταν ακόμα μουτρωμένος…
— Ακούς δικαστήρια! Τίποτα, θα τα συβάσουμε τα πράγματα…
— Αυτό λέω κι εγώ…
— Ρε, Αντριά!
— Για όνομα τ’ θεού! Περσότερο θες ακόμα;…
— Δεν θέλω τόσο στάρι, είπα, γιατί ‘ναι πολύ.. Άμα μου δώκει δεκαπέντε οκάδες…
— Τι! κάναν και κοιταχτήκανε στα μάτια. Ε, φέρε μας, μωρέ Στέφο, να πιούμε…
— Γεια σου, Αντριά, γεια μας!… και σήκωσαν χαμογελώντας τα ποτήρια τους…
— Έτσι, ντε!… Εβίβα!…
… Το ένα ποτήρι έφερνε το άλλο, και σε λιγάκι, όλα μαζί φέρανε το μεράκι. Κοκκίνησαν τα πρόσωπά τους και γλάρωσαν τα μάτια τους. Πρώτος άρχισε το τραγούδι ο γερο-Πέτρος, και:
— Αχ! Δεν μπορώ, μωρέ, ο έρμος να το πω —έκαμε αναστενάζοντας. Πες το συ, ορ’ Αντριά, που το λες καλύτερα…
— Όσο μπορούμε δα… τον δικαιολόγησαν οι άλλοι…
Kι άρχισε τότε ο Ζανιάς, όλο παράπονο και γλύκα, ένα τραγούδι:
«Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα, ποτέ μην τραγουδήσω.
Μα τώρα για τους φίλους μου, τους αδερφοποιτούς μου,
θα πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο…»

Σταμάτησαν οι θόρυβοι, κι αντιλαλούσε το τραγούδι βροντερό μες στην ταβέρνα. Κι όλοι κοιτούσαν τον Ζανιά, που με τα μάτια χαμηλά και το παράπονο στα χείλια, βήμα το βήμα τράβαγε του τραγουδιού τη στράτα:
«Θα κάμω τα βουνά να κλαιν, τους κάμπους να ραΐσουν,
και τα πουλιά να βουβαθούν….»

Όλοι κοιτούσαν τον Ζανιά, κι εγώ τον γέρο-Αντρέα, γιατί ήξερα πως αγαπάει, πως εχτιμάει αυτούς που τραγουδάν καλά τα παλιά λεβέντικα τραγούδια…
Σιγά – σιγά το πρόσωπό του ημέρευε, σιγόσφιγγε τα χέρια του, άρχισε να χαμογελάει, και με το ζόρι κράταγε κάποια κουβέντα που έφτανε ως τα χείλια του… Κι όπως τραβούσε το τραγούδι του, ο Ζανιάς, δεν το βάσταξε, έμπηξε τις φωνές σηκώνοντας ψηλά το χέρι του:
— Πες το, μωρέ, Ζανιά!
Όλοι τον κοίταξαν με απορία…
— Πες το!… και λάμπανε τα μάπα του σαν δυο κομμάτια από ήλιο… Ανακαθόταν στην καρέκλα του, χτυπούσε με τα χέρια του τα γόνατά του, τον ξαναφουγγραζότανε προσεχτικά και ξαναφώναζε:
— Ουίντεε! Γεια στο στόμα σου Ζανιά!…
Κι απάνου κει, πικρά μετανιωμένος για το φέρσιμό του, φασκέλωσε τα μούτρα του.
— Να μου του κερατά, τι έκανα… Ακούς εκεί… Πες το, μωρέ, Ζανιά!… Και πού ‘σαι, ορέ —πετάχτηκε απάνου— σου το χαρίζω το σιτάρι, ακούς; ούτε σπυρί δεν θέλω να μου δώκεις…
Κι έγινε τότε χαλασμός…
— Με τα σωστά το λες αυτό, ορ’ Αντριά;
— Το λέω, μωρέ, και θα το κάμω…
Ο μπαρμπα-Στέφος με κοίταζε με θαυμασμό, τι θέλεις και δεν μου ‘λεγαν τα μάτια του… Τον καληνύχτισα, από την πόρτα της ταβέρνας του, χαμογελώντας…
Πίσω μου ο γερο-Αντρέας φώναζε δυνατά:
— Πες το, μωρέ, Ζανιά… Απόψε θα πεθάνει ο χάρος!

Λεξιλόγιο

1 χουϊλήδες· από τη λ. χούι = συνήθεια
2 ματσούκι· μεγάλο και χοντρό ραβδί
3 τούμπανος· άγνωστη η σημασία του, ίσως πάντως να συνδέεται με τη φράση «θα σε κάνω τούμπανο στο ξύλο», με τη σημασία του πρησμένος.
4 κλάπα· κομμάτι ξύλου ή έλασμα το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε ξυλοσυνδέσεις
5 αγκούτσα· μπαστούνι βοσκού με τη λαβή σε σχήμα s
6 μαστράφια· έξοδα, δαπάνη
7 καραντουζένι· (στη γλώσσα της αργκό) το κούρδισμα έγχορδου μουσικού οργάνου, ιδίως του μπουζουκιού για να δώσει πολύ εύθυμο ήχο [έχω μια επιφύλαξη για τον  ορισμό -Ν.Σ.]
8 τσόλι· παλιό ρούχο, φτηνό ή παλιό στρωσίδι
9 σαπίμι· σάπιο, σαράβαλο
10 τζερεμετάω· ζημιώνω
11 χλιαριά· κουταλιά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *