ceb7 ceb3ceb5cf81cebcceb1cebdceb9cebaceae cebaceb1cf84cebfcf87ceae cf83cf84ceb7cebd ceb1ceafceb3ceb9cebdceb1 cf8ccf80cf89cf82 cf84ceb7

Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες το 31ο τεύχος του περιοδικού Η Αιγιναία. Το τεύχος περιέχει αφιέρωμα σε σύγχρονους κεραμίστες που ζουν στην Αίγινα, αλλά εμείς εδώ, που λεξιλογούμε, θα σταθούμε σήμερα σε ένα αφήγημα της Μαίρης Γαλάνη-Κρητικού, με αναμνήσεις από τη γερμανική Κατοχή στην Αίγινα.

Η Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού, από τις προσωπικότητες της πολιτιστικής ζωής του νησιού, δημοσιογράφος και με σημαντικό έργο στο κέντημα, περιγράφει όσα έζησε σαν μικρό παιδί σε μια ευκατάστατη, αστική οικογένεια, σε ένα νησί που δοκιμάστηκε από την πείνα, καθώς η ντόπια αγροτική παραγωγή δεν επαρκούσε, όπως άλλωστε τα περισσότερα ελληνικά νησιά. Έχει ενδιαφέρον η αναφορά στο έργο των Γερμανών κατασκόπων καθώς και σε γνωστά πρόσωπα, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, που πέρασε την Κατοχή στην Αίγινα.

Kαι μια περίεργη σύμπτωση: Θυμάμαι πως ο πατέρας μου έλεγε ότι και στη Μυτιλήνη είχαν ένα θείο δώρο μέσα στην Κατοχή, όταν μια χρονιά γέμισε το λιμάνι ψάρια που τα ψάρευαν με την απόχη -αλλά όχι μικροσκοπικά, παρά παλαμίδες, φερμένες από τη Μαύρη Θάλασσα σε κοπάδια.

Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου κι αν έγινε κανένα λάθος στο OCR να με συμπαθάτε.

Η γερμανική Κατοχή στην Αίγινα όπως τη θυμάμαι, όπως την έζησα

Λίγο πριν έρθουν οι Γερμανοί

Οι καθημερινές εικόνες στην τηλεόραση από τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι γέροι και τα παιδιά που κλαίνε, οι αλλόφρονες μάνες με τα μωρά που τρέχουν να προφυλαχτούν, μου φέρνουν έντονα στη μνήμη μία σκηνή που έζησα στα τέσσερά μου χρόνια. Είμαστε στο 1940, ο πατέρας μου, γιατρός, πολεμάει στην Αλβανία, και η μητέρα μου με πλένει σ’ ένα μικρό μπανάκι στο δωμάτιό μου. Ξαφνικά ηχούν oι σειρήνες! Συναγερμός. Η μητέρα μου με αρπάζει τυλιγμένη σε μία κουβέρτα, ενώ εγώ ουρλιάζω. Τρέχοντας με τη γιαγιά μου, με κουβαλούν στο —ο Θεός να το κάνει — «καταφύγιο» του θείου μου Ρόδη, του φαρμακοποιού. Και μπαίνουμε όλοι οι απελπισμένοι κά­τω από ένα τεράστιο τραπέζι, σκεπασμένο από δεκάδες κουβέρτες. Τέτοια απελπισία! Και μετά χάος…

Υπάρχουν δύο φωτογραφίες από την εποχή εκείνη. Στη μία εί­μαι ντυμένη ευζωνάκι στην αυλή του σπιτιού μας και, αφού η μητέ­ρα μου με βάζει να φιλήσω την άκρη της φωτογραφίας, την στέλνει στην Αλβανία, στον πατέρα μου, γράφοντας από πίσω: «Η Μαιρούλα στον μπαμπούλη της για ανάμνηση των κεχωρισμένων Απόκρεων που περνούμε εις Αίγιναν». Πάνω πάνω γράφει: «Εδώ φίλησε η Μαιρούλα».

mgk

Στην άλλη φωτογραφία απεικονίζονται εθελόντριες κυρίες και δεσποινίδες της Αίγινας, που φροντίζουν τραυματίες από την Αλβα­νία στο σημερινό ξενοδοχείο «Μιράντα», τότε πρόχειρο νοσοκομείο.

Η Γερμανική Κατοχή

Πρώτη ανάμνηση. Ο πατέρας μου έχει επιστρέψει από την Αλβα­νία και ασκεί την ιατρική του. Οι Γερμανοί παρελαύνουν κάτω από το σπίτι μας τραγουδώντας το «ολαρία ολαρά» και ο πατέρας μου βγαίνει έξαλλος στο μπαλκόνι και τους βρίζει, ενώ η μητέρα μου και η γιαγιά μου, κλαίγοντας έντρομες, τον τραβούν προς τα μέσα. Κι εγώ κλαίω από τον φόβο που μου προκαλεί η σκηνή.

Κι η ζωή τραβά το δρόμο της μέσα στην Κατοχή. Κι εγώ μεγαλώνω μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια. Πρέπει να έχω ξεχάσει πολλές λεπτομέρειες, ενώ άλλες τις θυμάμαι πολύ έντονα. Θυμάμαι να πασπατεύω το λαιμό μου και τα δάκτυλά μου να σκαλώνουν σε βόλους -αδένες- από την ασιτία!

Αλήθεια, τι τρώγαμε;

Κάποιες φορές θυμάμαι σαν όνειρο μία φέτα ψωμί, αμοιβή στον πατέρα μου από κάποιους χωρικούς για έναν ολόκληρο τοκετό!

Μετά, τα χόρτα που μάζευε η μητέρα μου από τα χωράφια. Και με τη βροχή, έπαιρνε μαθητές της — ήταν δασκάλα — και μάζευαν σαλιγκάρια! Εμείς, τα παιδιά, μπαίναμε στα καΐκια και παίρναμε χαρούπια και τα τρώγαμε.

Στη μεγάλη πείνα του ’41, οι θεοί έκαναν ένα σωτήριο δώρο στους Αιγινήτες!

Το λιμάνι του νησιού γέμισε από εκατομμύρια λιλιπούτεια ψαράκια, που τα ονόμασαν μαλεμπί και οι κάτοικοι τα ψάρευαν με απόχες κάθε μέρα. Και, βέβαια, τα βράζανε με νερό, γιατί δεν υπήρχε λάδι. Α! Ναι! Λάδι και όσπρια! Σιγά σιγά προμηθευτήκαμε λίγα από αυτά! Αλλά πώς; Πουλώντας σε μαυραγορίτες και στους κατοί­κους της Επιδαύρου ό,τι πολύτιμο είχαμε. Σερβίτσια, χρυσαφικά, κεντήματα, ακόμα και τα καλά μου παιχνίδια, φερμένα από φίλους από τη Δυτική Ευρώπη.

Θυμάμαι έντονα ένα κρυστάλλινο σερβίτσιο με πιατάκια σε σχήμα μαργαρίτας που αγαπούσα πολύ και που προσπάθησα, χωρίς επιτυχία, να εμποδίσω να φύγει από το σπίτι. Αυτά όλα πήγαιναν στα «Πίδαυρα», όπου ως αντάλλαγμα μας έστελναν λίγα όσπρια και κάτι μπουκαλάκια λάδι. Μόλις ερχόταν το λάδι, η γιαγιά μου άδειαζε το μισό σ’ ένα κατσαρολάκι και κατέβαινε στο στενό του σπιτιού μας και μ’ ένα κουτάλι τάιζε τα πεινασμένα παιδιά, που σέρνονταν έξω με πρησμένες κοιλιές από την πείνα. Αργότερα, η δυναμική κυρία Ελίκα Χιτζανίδου, γιαγιά της Ελίκας Βλαχάκη, κατάφερε κι έφερε στην Αίγινα γάλατα από την Ελβετία με τη βοήθεια του Ερυ­θρού Σταυρού. Mε τη μητέρα μου και μερικές άλλες κυρίες έκαναν διανομή κάθε πρωί στα παιδιά. Ήταν μία σωτήρια κίνηση. Θυμάμαι τη βροντερή φωνή της στην πόρτα μας! «Κυρία Γαλάνη, ελάτε γρήγορα, ήρθαν τα καινούργια γάλατα!»

Στο ιατρείο του πατέρα μου γινόταν παρέλαση από πεινασμένους αρρώστους. Την εποχή της Κατοχής οι δύο γιατροί της Αίγι­νας, ο Γαλανής και ο Ξυδέας, πάλεψαν, χωρίς αμοιβή, να σώσουν όσους μπορούσαν. Πήγαιναν στα σπίτια των αρρώστων με τα φαρμακα στην τσέπη και με όπλο την ασπιρίνη, το κινίνο και με καποια μαντζούνια και σιρόπια δικής τους κατασκευής, έδιναν τις ηρωικές μάχες τους.

Ο Γαλάνης, ο πατέρας μου, αναλάμβανε επίσης τους τοκετούς. Στο χολ μας υπήρχαν δύο τεράστια μπουκάλια με αντισηπτικά, με τα οποία καθάριζε τις εγκύους, που παρακολουθούσε στο ιατρείο του, το ένα το έλεγαν Λιζόλ το άλλο δεν το θυμάμαι, ίσως Ντετόλ; Με είχαν ορκίσει να μην τ’ αγγίξω. Ο πατέρας μου μάζευε πράσινα σαπούνια και έπλενε τις γυναίκες πριν τις ξεγεννήσει, για να μην μολυνθούν.

Θυμάμαι, επίσης, ότι η μητέρα μου μάζευε τα μεγάλα αγόρια που είχαν παρατήσει το σχολείο και τους έκανε μάθημα στο σπίτι — χωρίς βέβαια αμοιβή! Τους έλεγε ότι θα χρειαζόντουσαν το απολυ­τήριο του Δημοτικού, για να δουλέψουν. Και, πράγματι, το χρειά­στηκαν πολλοί, για να γίνουν οδηγοί λεωφορείων και γι’ άλλα πόστα.

 

Η ζωή μου στο σπίτι

ΦΌπως τα καλά μου παιχνίδια είχαν πάει στα «Πίδαυρα» για φασόλια, η γιαγιά μου μάζευε κουρέλια και μου έφτιαχνε τόπια. Ερχόταν κι η μοδίστρα, η Πελαγία, και μου έραβε φορέματα από παλιά που­κάμισα του πατέρα μου. Κι ό,τι περίσσευε μου έραβε φορεματάκια για τις πάνινες κούκλες μου.

Η μητέρα μου ξήλωνε τα παλιά τους πουλόβερ, έπλενε το μαλλί και μου έπλεκε φορέματα και ζακέτες. Όταν έπλενε τα μαλλιά, τα έκανε μαρέλλες και τα κρέμαγε σε σχοινιά στην πελώρια κουζίνα της παλαιοντολογικής χαρχάρας του προπάππου μου όπου μέναμε. Κι εκεί η καταπληκτική αυτή γυναίκα κατασκεύαζε με τα χρωματιστά νήματα σκηνικά και μου έπαιζε θέατρο. Κι έπαιρνε κοντά της και τη γιαγιά μου και τραγουδούσαν πρίμο — σεγόντο άριες από όπερες ..

Κάποια στιγμή αγόρασαν μία κατσίκα για να έχω γάλα! Η κατσίκα δεν έκανε ποτέ γάλα, απλά έφαγε όλα τα ωραία λουλούδια της αυ­λής και της βεράντας και γι’ αυτό τιμωρήθηκε! Κατέληξε στο τσουκά­λι, προσφέροντάς μας ένα σπάνιο λουκούλλειο γεύμα με συνδαιτυμόνα τον Νίκο Καζαντζάκη. Αλλά γι’ αυτόν θα μιλήσω παρακάτω.

Αργότερα άφησα τα κουρελιασμένα τόπια και κατέβηκα στους λασπωμένους δρόμους της Αίγινας, όπου γνώρισα τη μαγεία των ομαδικών παιχνιδιών: Ο «κουτσός», «Τα σκατά σου χάμω», με τα ντενεκεδάκια και τη σηματοπορεία, το κρυφτό και το κυνηγητό…

Οι Γερμανοί περνούσαν ανάμεσά μας. Καμιά φορά έδιναν καραμέλες στους φίλους μου. Εγώ έφευγα, γιατί ο πατέρας μου είχε πει πως θα μου έκοβε τα πόδια αν δεχόμουν κάτι από Γερμανό! Γι’ αυτό και απορούσα βλέποντας δύο γνωστές μου νεαρές να γράφουν μη­νύματα πάνω στα μαρμάρινα τραπεζάκια του καφενείου του Καραγιάννη, όπου πηγαίναμε με τους γονείς μας… Και κατόπιν, να τους συναντούν στις ακρογιαλιές…

Μέσα στην καρδιά της Κατοχής γεννήθηκε ο αδερφός μου ο Κώστας. Οι Γερμανοί δεν έδωσαν άδεια στους γονείς μου να πάνε στην Αθήνα και ο πατέρας μου αναγκάστηκε να ξεγεννήσει ο ίδιος τη μητέρα μου. Μέχρι τα τρία του χρόνια ο Κώστας έμεινε αβάπτι­στος, γιατί η μητέρα μου δεν είχε κάποιο ρούχο σωστό να τον ντύσει για την τελετή. Τελικά, η Σοφία Ρωκ-Μελά, φίλη της οικογένειας, έδωσε σε μοδίστρα ένα ωραίο μεταξωτό φόρεμά της κι έγινε ένα μοναδικό κουστουμάκι για τον αδερφό μου, ο οποίος βούτηξε και τον παπά από τα γένια και την κοπάνησε από την κολυμπήθρα. Η βάπτιση, εννοείται, έγινε στη σάλα του σπιτιού μας…

 

Οι Γερμανοί στην Αίγινα

Πριν έρθουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, είχαν στείλει παντού κατασκόπους, οι οποίοι κατέγραψαν λεπτομερέστατα τον κάθε τόπο. τις συνήθειες και τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Ο φίλος μου Αλέ­ξανδρος Τσακαλώτος μού έδειξε κάποτε το φυλλάδιο που αφορούσε την Αίγινα. Έμεινα κατάπληκτη από τις λεπτομέρειες: χαρακτήρας των Αιγινητών, ήθη κι έθιμα, δυσκολίες κι ευκολίες πρόσβασης σε τόπους και ανθρώπους, μία απίθανη ακτινογραφία. Έμαθαν, λοιπόν, ότι οι Αιγινήτες ήταν φιλήσυχοι και καθόλου επαναστάτες. Κι έτσι η συμπεριφορά τους στο νησί μας δεν ήταν τόσο σκληρή όσο σε άλ­λα μέρη. Η Αίγινα, εντωμεταξύ, είχε παρακαλέσει τα τρία παιδιά της οικογένειας Φορτούνα, που ήταν γερμανομαθείς και που είχαν εξοχικό σπίτι στο νησί. να γίνουν οι διερμηνείς των Γερμανών. Έτσι ο Αργύρης, η Διονυσία και η Ελένη ανέλαβαν το πόστο τους στην Κομαντατούρ και στον Τούρλο.

Η συμπεριφορά τους ήταν άκρως πατριωτική. Έσωσαν κόσμο. Πρόλαβαν πολλές φορές να αποφύγουν καταστροφές πολλοί Αιγινήτες. Στο σπίτι άκουγα μισόλογα από τους γονείς μου. Αργότερα έμαθα όλες τις λεπτομέρειες, π.χ. όταν η Διονυσία που ήταν στην Κομαντατούρ μάθαινε ότι επρόκειτο να συλλάβουν έναν Αιγινήτη, καλούσε τον χωροφύλακα Γιάννη Αρχιμαντρίτη, του έλεγε τι συμ­βαίνει κι εκείνος ειδοποιούσε το άτομο που επρόκειτο να συλληφθεί, το οποίο βέβαια φρόντιζε να κρυφτεί. Δυστυχώς, δεν μπορώ να μην αναφέρω και την αισχρή συμπεριφορά μερικών ανέντιμων προσώ­πων, που από κακία και ζήλεια έστελναν ανώνυμα γράμματα στη γραμματεία των Γερμανών, καταγγέλλοντας τους συμπατριώτες τους. Τα γράμματα αυτά τα εξαφάνιζε η Διονυσία αντί να τα μετα­φράσει και να τα παραδώσει στον εχθρό!

Από τον Αργύρη Φορτούνα, που είχαμε μιλήσει ώρες πάνω σε αυτά και του οποίου παρουσίασα τα βιβλία για την Κατοχή, έμαθα ότι αυτοί οι προδότες, βλέποντας ότι δεν είχαν συλληφθεί οι άνθρωποι που είχαν ανώνυμα κατηγορήσει, επανέρχονταν γράφοντας καινούργια γράμματα.

Όταν οι Αιγινήτες παραβίαζαν την ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, τιμωρούντο. Αναγκάζονταν να σκουπίσουν όλη την παραλία της Αίγινας. Η θεία μου η Ζηνοβία, που χαρτόπαιζε κι επέστρεφε πάντοτε αργά στο σπίτι της, ήταν από εκείνους που καθάριζε συχνά πυκνά την παραλία… Αλλά δεν έβαζε μυαλό! Η μητέρα κι η γιαγιά μου μιλούσαν κρυφά από εμένα για το γεγονός και λυπόντουσαν τους γονείς της, ενώ τ’ αυτιά μου τεντώνονταν κι άρπαζα ό,τι μπορούσα στον αέρα.

Κάποτε προς το τέλος της Κατοχής οι Γερμανοί μάς απαγόρευσαν την έξοδο από τα σπίτια μας για όλο το 24ωρο… Ήταν τότε που ο Βέλτερ με τα τσιράκια του φόρτωσαν δύο καΐκια με τις αρχαιότη­τες του νησιού μας και τις μπαρκάρανε για Γερμανία!

Α! ο κύριος Βέλτερ! Είχε έρθει στην Αίγινα πριν από τον πό­λεμο. Ήταν αρχαιολόγος, πλησίασε όλο τον κόσμο, μέχρι και την ιστορία της Αίγινας έγραψε με τη Γωγώ Κουλικούρδη, που ήταν αγνή πατριώτισσα. Πού να ήξερε! Ο μόνος που τον υποψιάστηκε ήταν ο πατέρας μου, ο οποίος από την αρχή είχε πει ότι ο Βέλτερ ήταν κατάσκοπος. Και, βέβαια, στην Κατοχή πέταξε τη «μάσκα». Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι, όπου έκανε έλεγχο στους Αιγινήτες, που πήγαιναν στον Πειραιά ή έστελναν ό,τι μπορούσαν στα παιδιά τους, και κρατούσε ό,τι καλύτερο έβρισκε!

Προς το τέλος της Κατοχής οι Γερμανοί γκρέμισαν το αρχοντικό μας που ήταν απέναντι από τις Φυλακές και πήραν τις πέ­τρες για να κτίσουν νοσοκομείο μέσα στις Φυλακές. Το σπίτι αυτό φιγουράρει σε πολλά ιστορικά βιβλία της Ελλάδος σε γκραβούρα του Κραντσάιζεν (Αίγινα και Αιγινήτες), φέτος μάλιστα είναι εξώ­φυλλο στον οδηγό της Αίγινας. Το είχε αγοράσει ο παππούς μου ο Πελεκάνος. Στο σπίτι αυτό υπήρχαν υπόγεια πατητήρια και γύρω περιβόλι με φιστικιές, απ’ όπου μάλιστα μία ομάδα εγκληματιών είχε αποδράσει πριν από τον πόλεμο, κάνοντας σήραγγα.

Στην Κατοχή οι Γερμανοί εκτόπισαν εκτός Αθηνών τους έξι με­γάλους Έλληνες στρατηγούς, στέλνοντάς τους χωριστά σε σπίτια στην επαρχία. Έτσι ο στρατηγός Βασίλης Μελάς ήλθε στην Αίγινα στο σπίτι του προγόνου της γυναίκας του, του Μαυροκορδάτου, στο περίφημο «Κόκκινο Κάστρο» στο τέλος της ανηφόρας της οδού Αφαίας. Οι γονείς μου ήταν πολύ δεμένοι μαζί τους κι εγώ με τον εγγονό τους τον Νίκο Ρωκ-Μελά. Ο πατέρας του ήταν ο Φωκίων Ρωκ, ο γλύπτης, στον οποίον οφείλουμε και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων. Εκεί πηγαίνα­με 2-3 φορές την εβδομάδα.

Ο Καζαντζάκης ερχόταν σπίτι μας το μεσημέρι, έτρωγε μαζί μας κι ενώ ό πατέρας μου έκανε το ιατρείο του, ο Καζαντζάκης με τη μητέρα μου έπαιζαν τάβλι στην πίσω βεράντα. Γύρω στις 5 οι γονείς μου με τον Καζαντζάκη κι εμένα ανηφορίζαμε στο σπίτι του Μελά. Καμιά φορά ο στρατηγός με τη γαϊδούρα του, τη Ντίνα, με κουβαλούσε στα καπούλια της και με πήγαινε να παίξω με τον Νίκο.

Στην παρέα ήταν η οικογένεια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ένας παππάς παλαιοημερολογίτης, ο πατήρ Ιερώνυμος, που έμαθα πως τον αγιοποίησαν. Ήταν πολύ έξυπνος και φιλοσοφημένος. Οι οικογένειες Χιτζανίδου, Δεκαβάλλα και Πελεκάνου, (φίλοι που κα­τοικούσαν τότε στην Αίγινα), έρχονταν, επίσης, συχνά. Εμείς τα παιδιά παίζαμε στον κήπο και οι μεγάλοι συνδιαλέγονταν μέσα. Μου έκανε εντύπωση ότι σταματούσαν να μιλούν, όταν μπαίναμε εμείς μέσα. Μετά έμαθα ότι μιλούσαν για τους Γερμανούς. Και κάτι ακόμα. Στις Φυλακές της Αίγινας κρατούσαν σημαντικούς Έλληνες ομήρους, που οι Γερμανοί σκότωναν σαν αντίποινα, όταν οι Έλληνες τους έκαναν σαμποτάζ.

Αργότερα έμαθα ότι ο στρατηγός Μελάς με τον πατέρα μου και τον διευθυντή των Φυλακών κατάφεραν και έσωσαν κάποιους από αυτούς. Όταν γινόταν εμπορικό μπαζάρ των φυλακισμένων — η Ελίκα Βλαχάκη έχει εκθέσει αρκετά αντικείμενα των φυλακισμένων — ο στρατηγός Μελάς έστελνε σημειώματα, δίνοντας κουράγιο στους ομήρους. Τα έκρυβε κάτω από τη σέλα της γαϊδούρας Ντίνας, έβαζε τον μικρό Νίκο καβάλα επάνω της κι ο επιστάτης τον πήγαινε στις Φυλακές δήθεν για ν’ αγοράσει παιχνίδια. Αμέσως η νοσοκό­μα το>ν Φυλακών, ονόματι Πετσανγκουράκη, κατέβαζε τον Νίκο, έπαιρνε τα σημειώματα και τα έδινε κρυφά στους ομήρους.

Θυμάμαι τις τελευταίες μέρες της Κατοχής, οι Γερμανοί μου­διασμένοι έφευγαν κατά ομάδες. Είχαν διαταγή φεύγοντας να ανα­τινάξουν το λιμάνι. Το γλυτώσαμε χάρη στην επέμβαση του Φορτούνα, του Κουμπανιού (λιμενάρχη) και μερικών Αιγινητών που είχαν σχέση με τον Γερμανό διοικητή.

Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει ότι οι Άγγλοι είχαν έλθει ήδη στην Ελλάδα και ότι ο Βασίλης ο Μαΐης έκρυβε έναν Άγγλο αξιωματικό σπίτι του. Και ήταν αλήθεια.

Θυμάμαι το πρώτο κανονικό φαγητό που έφαγα, όταν έληξε η Κατοχή! Κρέας με αρακά και ψωμί άσπρο σαν σεντόνι.

Όπως θυμάμαι με θλίψη, το θλιβερό καθήκον, που η κυβέρνηση ανέθεσε στον πατέρα μου -αστίατρο- και στον στρατηγό Πετρίτη, να συγκεντρώσουν τις Αιγινήτισες που είχαν σχέση με τους Γερμα­νούς, τις οποίες εξόρισαν για ένα διάστημα, νομίζω στην Σπάρτη.

Πριν από μερικά χρόνια είχα μιλήσει με τον φίλο μου Αργύρη Φορτούνα για την Κατοχή στην Αίγινα. Είχαμε εξομολογηθεί πολλές λεπτομέρειες ο ένας στον άλλον, εκείνος που τις είχε ζήσει κι εγώ που τις είχα μάθει, όταν μεγάλωσα, από τους γονείς μου. Είχαμε συμφωνήσει ότι ορισμένα συμβάντα δεν θα τα επαναλαμβάναμε ποτέ σε τρίτους, γιατί ξέραμε πως έπρεπε να μείνουν θαμμένα, για να μην λεκιάσουν αθώους απογόνους. Σκέπτομαι πόσο δύσκολο εί­ναι να κρατάς κλειστό το κουτί της Πανδώρας και να συγχωρείς αν­θρώπους που σ’ εκείνα τα καταραμένα χρόνια πρόδωσαν γνωστούς και φίλους και χάιδεψαν τ’ αυτιά των κατακτητών.

Γαληνεύω με τη σκέψη ότι οι περισσότεροι στάθηκαν στο ύψος τους κι επιβίωσαν με αξιοπρέπεια.

Νόμιζα ότι εκείνος ο πόλεμος θα ήταν ο τελευταίος στην πολιτι­σμένη Ευρώπη, δυστυχώς τα τωρινά γεγονότα με διέψευσαν…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *