ceb7 ceb1cf86ceb9cf83cebfcebacf8ccebbcebbceb7cf83ceb7 ceb4ceb9ceaeceb3ceb7cebcceb1 cf84ceb7cf82 cebacebfcf8dcebbceb1cf82 ceb1ceb4ceb1

adaloΤο διήγημα αυτό το αναφέραμε σε ένα προεκλογικό άρθρο που είχε αντικείμενο τις αφίσες. Ζήτησα από τον φίλο μας τον Κώστα Παπαθανασίου να μου στείλει τις  σχετικές σελίδες για να το βάλω κάποια Κυριακή, αλλά εκείνος έκανε κάτι καλύτερο, το πληκτρολόγησε κιόλας ή το πέρασε από οσιάρ -τον  ευχαριστώ θερμά.

Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή «Βγήκε ένας ήλιος χλωμός» της Κούλας Αδαλόγλου (Ταξιδευτής, 2012). Θυμίζω ότι πρόσφατα είδαμε ένα ακόμα διήγημα  της ίδιας συλλογής, το Αφρόλουτρο, μαζί με άλλα δύο αφηγήματα για προσφυγόπουλα.

Η Κούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953, σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ, απ’ όπου απέκτησε και διδακτορικό, εργάστηκε ως φιλόλογος και σχολική σύμβουλος και έχει γράψει βιβλία για την εκπαίδευση αλλά και λογοτεχνικά.

Η αφισοκόλληση

Δεν είμαι σίγουρη, αλλά μου φαίνεται ότι ήταν δική μου ιδέα να δούμε τον περιπτερά, να τον ευχαριστήσουμε, βρε αδερφέ! Είχε βραδιάσει, μόλις τελειώσαμε το μάθημα, πήραμε το λεωφορείο και κατεβήκαμε στην Εγνατία, στο ύψος περίπου που βρισκόταν το περίπτερο και που έγινε το επεισόδιο. «Εδώ είναι», είπε ο Αλέξης. Το πρόσωπο που βρισκόταν στο περίπτερο ήταν ένα νέο παιδί, με μέτρια σωματική διάπλαση, μάλλον αδύνατο, και, περιέργως, φαινόταν να γνωρίζει τον Αλέξη. Όχι, δεν υπήρχε κανένας ευτραφής κύριος που να δουλεύει το περίπτερο. Ο νεαρός που μας μιλούσε, ο Γιώργης, πήγαινε τα βράδια, το πρωί συνήθως έκανε άλλη δουλειά, περιστασιακά μεροκάματα, ξεκουραζόταν το απόγευμα και πήγαινε εκεί στη συνέχεια, όπου έμενε ως το πρωί. Ένα ζευγάρι, ο κύριος είχε κάποια αναπηρία, είχαν την άδεια του περιπτέρου. Ο άντρας αναλάμβανε το πρωί, η γυναίκα παραλάμβανε το μεσημέρι, ώσπου να ΄ρθει αυτός. «Εσύ δεν είσαι που σου επιτέθηκαν προχτές; Συγγνώμη, δεν μπορούσα να βοηθήσω, τι να λέμε τώρα, μόλις τους είδα κώλωσα, ώρα είναι να μου σπάσουν και το περίπτερο, σκέφτηκα, και σχεδόν κρύφτηκα, να μη δώσω στόχο ούτε για μάρτυρας. Με μισό μάτι είδα τη σκηνή. Συγγνώμη, ρε φίλε, χαίρομαι που τελικά είσαι καλά, αλλά ποιος τα βάζει με τα θηρία;»

Είναι αλήθεια ότι είχαν αργήσει. Αλλά ήξερα ότι τις διακοσμούσαν τις αφίσες. Ο Σώτος ήθελε να μη γέρνουν, να είναι όμορφα κολλημένες, και ο Αλέξης τις αλφάδιαζε γελώντας. Το απολάμβαναν. Έτσι κι αλλιώς ο Αλέξης έκανε πάντα ό,τι καταπιανόταν με τόσο κέφι!. Είχαμε μιλήσει κιόλας λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, στο κινητό. Τελείωναν, μου είπαν, και θα έφευγαν. Από τη στιγμή που μιλήσαμε πέρασε αρκετή ώρα, αλλά πάλι είπα πως θα το πήραν με τα πόδια,  έπρεπε να αφήσουν και τον κουβά στα γραφεία της Νεολαίας… Άκουσα το κλειδί στην πόρτα και πετάχτηκα. Ήρθε. Εδώ και ενάμιση χρόνο που αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε, όταν επιστρέφουμε στο σπίτι, ύστερα από μαθήματα και άλλες υποχρεώσεις, ανταλλάσσαμε όλες τις εμπειρίες της ημέρας. Στον Αλέξη ειδικά αρέσει πολύ να αφηγείται αστεία περιστατικά, που με εξαιρετική παρατηρητικότητα απομονώνει. Να αφηγείται και να γελάει. Και εγώ κουλουριάζομαι δίπλα του και ακούω, ευτυχισμένη.  Ήρθε και δεν άκουσα εκείνο το τρανταχτό «Χαιρετώ» με το οποίο έμπαινε στο διάδρομο. Κι έπεσα πάνω σε έναν Αλέξη σκυθρωπό, μου φάνηκε στην αρχή, τρομαγμένο, κατάλαβα στη συνέχεια. Ύστερα πρόσεξα το σημάδι με το αίμα στο μέτωπό του, που το μισόκρυβαν τα μαλλιά του. Μετά είδα το λερωμένο του παντελόνι. Τα άλλα μου τα είπε ο ίδιος. Δεν θέλησε να πάμε σε νοσοκομείο. Δεν του άρεσαν καθόλου οι αλλεπάλληλες εξετάσεις και τα τραβήγματα με τους γιατρούς. Εγώ ανησυχούσα, αλλά από την άλλη τον έβλεπα αρκετά καλά, αποφάσισα να μείνω άγρυπνη δίπλα του να τον προσέχω και, αν εμφάνιζε κάτι ανησυχητικό, να τον τρέξω στο διανυκτερεύον με το ζόρι. Περάσαμε μια δύσκολη νύχτα.

***

 Πήγαινα στην πρώτη Γυμνασίου. Η θεία μου, καθηγήτρια των Αγγλικών, με πήρε μια μέρα στο σχολείο που δούλευε. Ήταν άνοιξη, εγώ είχα μάθημα το απόγευμα, ετοίμαζαν ένα περιοδικό με τη Α’ τάξη και μου ζήτησε να βοηθήσω. Δέχθηκα, η θεία αγαπούσε πολύ τη δουλειά της, ανύπαντρη, είχε αφοσιωθεί στα παιδιά του σχολείου. Καλά δουλέψαμε δύο ώρες, οργανώθηκε η ύλη, μετά χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, η θεία είπε να συνεχίσουμε και την επόμενη ώρα και ανέβηκε στο γραφείο. Βγήκα στην αυλή, είχα βαρεθεί λιγάκι, κοίταζα κάποια παιδιά που έπαιζαν μπάσκετ. «Της Παυλίδου ανιψιός είσαι;», με ρώτησε ο ένας. Είχαν μαθευτεί τα νέα. Απάντησα καταφατικά, τους είδα να σπρώχνονται και να γελούν, δεν άκουσα όμως τι έλεγαν, ίσως κάτι κακό για τη θεία; Αυτό δεν μου άρεσε. Είχαν αφήσει τη μπάλα και με πλησίασαν. «Πώς σε λένε;» «Αλέξη». «Κι εσύ αγγλικά θα σπουδάσεις;» «Όχι, εγώ θα σπουδάσω αστρονομία!» «Α, ωραία, θα μας λες τα ζώδια», χαχάνισαν. «Δεν είναι αυτό αστρονομία, θα μελετώ τις κινήσεις των πλανητών, θα πλησιάσω το αστρικό σύμπαν». «Τι λέει ο μαλάκας; Το αστρικό σύμπαν. Βρε το μαλάκα!» Γελούσαν, χτυπούσαν τα μπούτια τους, για να δώσουν έμφαση, με κοίταζαν κοροϊδευτικά, τα έχασα. Τότε ο ένας έκανε πως ρίχνει πάσα σε έναν άλλον και έριξε την μπάλα επάνω μου. Με πέτυχε στο κεφάλι. Ζαλίστηκα.

 «Ποιος ήταν;» ρωτούσε η θεία μου. «Δεν θυμάμαι», απαντούσα. «Πάμε στη γραμμή, θα τους αναγνωρίσεις». «Δεν χρειάζεται». «Να τον μάθετε να αμύνεται», είπε ανήσυχη στην αδερφή της, στη μάνα μου.

 

***

 

Περάσαμε μια δύσκολη νύχτα. Από τη μια να ζυγίζουμε τους πόνους του Αλέξη κι από την άλλη να προσπαθώ να τον καθησυχάσω. Πότε από τον εφιάλτη της σκηνής που επανερχόταν στη μνήμη του, και πότε από τις ενοχές του, ότι δεν κατάφερε να τους αντιμετωπίσει. Ο έντονα ενδοσκοπούμενος Αλέξης ασκούσε αυτή τη φορά μια άδικη αυτοκριτική, λες και ήταν εφικτό να τα βάλει μαζί τους ή να αποτρέψει το συμβάν, ίσως επειδή πληγώθηκε ο εγωισμός του, καταλάβαινα εγώ. Το πρωί έσπασαν τα τηλέφωνα από τη Νεολαία. Το έμαθαν από κάποια τηλέφωνα του Σώτου. Εμείς δεν είχαμε επικοινωνήσει με κανέναν ακόμη. Ρωτούσσν για την υγεία του Αλέξη και ήθελαν να το ανακοινώσουν στις εφημερίδες, να δώσουν συνεντεύξεις ο Σώτος και ο Αλέξης, να υποβάλουν μηνύσεις.Ο Αλέξης το ξέκοψε. Καμιά δημοσιότητα. Ό,τι έγινε έγινε. «Δεν θα κάνουν φιέστα με αυτή τη θλιβερή ιστορία», μονολογούσε, «και η δική μας Νεολαία πρέπει να οργανωθεί καλύτερα, δύο μόνο άτομα σε σκοτεινή περιοχή και σε προχωρημένη ώρα;» Στους γονείς του τηλεφωνήσαμε προς το μεσημέρι, όταν τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει αρκετά, ως προς την κατάσταση της υγείας του. Ούτε ο Σώτος είχε επιπλοκές. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν αμέσως μόλις έφυγαν από τη δουλειά τους, το απόγευμα ήταν εδώ. Τρελαμένοι, ησύχασαν μόλις τον είδαν, τον ψηλάφισαν, φοβόντουσαν πως τους κρύβαμε πράγματα. Μας μάλωσαν που πήραμε το ρίσκο να χειριστούμε την κατάσταση μόνοι μας, χωρίς και τη δική τους συμπαράσταση. Άνθρωποι ήπιοι και με δημοκρατική παράδοση στις οικογένειές τους, δεν μπορούσαν να μας πουν να μην ανακατευόμαστε, αλλά μας επανέλαβαν πολλές φορές να προσέχουμε. Να προσέχουμε τα ρίσκα που παίρνουμε. Η μητέρα του Αλέξη, την ώρα που μας φιλούσε και ένιωθα υγρά τα μάγουλά της, ήξερα πως άφηνε το μεγαλύτερο μέρος της σκέψης της σε μας.

 

Στεκόμασταν βουβοί μετά τη συνομιλία με τον νεαρό περιπτερά. Ο Αλέξης πήρε την πρωτοβουλία να το ψάξει περισσότερο το θέμα. Μήπως πριν από το ζευγάρι ήταν άλλοι οι ιδιοκτήτες; «Ναι», απάντησε ο Γιώργης, «τώρα που το λες ήταν ένας άντρας ψηλός και μπρατσωμένος, σαν bodyguard, αλλά αυτός έχει χρόνια που έφυγε, θα ΄ναι και εφτά χρόνια, πήγε στη Γερμανία και δουλεύει ταξί. Έσερνε λίγο το ένα πόδι, αρθρίτιδα, πρόβλημα στη μέση, κάτι τέτοιο. Έτσι είχε πάρει και το περίπτερο. Δεν τον έχω δει ποτέ, η κυρία Ρίτσα μου τα είπε, της αρέσει να μου λέει ιστορίες, όταν έρχομαι, δεν βιάζεται να φύγει, μου κρατάει κάμποση ώρα παρέα».

Το επόμενο πρωί  τα γράψαμε τα μαθήματα και πήγαμε κατευθείαν στην κυρία Ρίτσα. Δεν πολυσχολιάσαμε τα λεγόμενα του νεαρού, «τι μυστήριο είναι αυτό», είπε μόνο ο Αλέξης, ενώ εγώ είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως το χτύπημα στο κεφάλι του ηταν πιο σοβαρό από ό,τι το αξιολογήσαμε. Η κυρία Ρίτσα σχεδόν μας περίμενε. Λαλίστατη. «Ναι, ναι, μου μίλησε ο Γιώργης για σας. Αυτός που λέτε, ο παλιός περιπτεράς, ο κυρ-Φώτης, τότε με τα συλλαλητήρια για τα Σκόπια, για το όνομα -το ’93 ήταν;- ανακατεύτηκε σε μια προσυγκέντρωση, κάτι τους είπε ενάντια, κατέβασε και μια αφίσα, βλακεία του, τον έσπασαν στο ξύλο. Έμεινε στο νοσοκομείο κάμποσο καιρό, δεν έγινε γνωστό το επεισόδιο, το λαϊκό αίσθημα άλλωστε, όπως λέει και η κυρία Ρίτσα, ήταν με τους διαδηλωτές, δεν έβρισκε ο δόλιος εύκολα συμπαράσταση. Έμεινε στο περίπτερο άλλα τρία χρόνια, αλλά η ψυχή του είχε φουσκώσει. Τον είχαν αδικήσει και κανείς δεν νοιάστηκε, έλεγε. «Τον είχε πειράξει κιόλας, αν και δεν το πολυέλεγε, που τον έβαλαν κάτω δυο μέτρα άντρα, με τέτοια δύναμη. Αφού ήταν πολλοί; Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Μόλις πάντρεψε την κόρη του, η κυρά του είχε πεθάνει πριν από χρόνια, τα μάζεψε κι έφυγε. έτυχε ένας παλιός φίλος του, που δούλευε κάποτε στο Βανκούβερ, να πάρει σύνταξη, γύρισε στην Ελλάδα, ξεκουράστηκε μερικά χρόνια, αλλά θα ξανάφευγε λόγω υποχρεώσεων, ο γιος του και οι δύο κόρες του χωρίς μόνιμη δουλειά, επιπλέον η μία κόρη ανύπαντρη, και του πρότεινε να δουλέψουν μαζί το ταξί, τις νυχτερινές ώρες. Το είδε σαν σανίδα σωτηρίας και δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αυτά. Δεν νομίζω να έχουμε νέα του από τότε. Στο Βανκούβερ». Η κυρία Ρίτσα αναρωτιέται κάποιες φορές πώς να τα βγάζει πέρα εκεί με τα κρύα και με το πρόβλημά του, με το πόδι του, με την αρθρίτιδα ντε, θα τον ενοχλεί, άσχετα που ο ίδιος το υπολόγιζε.

 

***

Έχουμε τελειώσει. Τα μαζεύουμε. Πάμε να φύγουμε. Καλή δουλειά. Οι δυο μας, με τον Σώτο. «Θα τους πούμε να βάζουν μεγαλύτερες ομάδες», μουρμουρίζει. «Δεν είναι μέρος για δυο άτομα». Περιοχή Βαρδάρη, προς την Αντιγονιδών. Σχεδόν μεσάνυχτα πια. Όμορφα κολλημένες οι αφίσες μας. «Λίγοι είμαστε και πρέπει να σκορπίζουμε», απαντώ. «Οι εκλογές είναι κρίσιμες, πρέπει να μπουν όσο το δυνατόν περισσότερα μικρά κόμματα στη Βουλή. Κι αν δεν μπουν, να δείξουν την παρουσία τους». Μαζεύουμε το υλικό, παίρνουμε τον κουβά και κάνουμε μερικά βήματα, για να βγούμε στην Εγνατία. Δεν προλαβαίνουμε. Ίσα-ίσα που προλάβαμε να δούμε τις σκιές τους. Τέσσερις, με ξυρισμένα κεφάλια και κράνη. Σε κλάσματα δευτερολέπτου. Βλέπω τον Σώτο να πέφτει κάτω χτυπημένος στο κεφάλι από ένα κράνος. Ύστερα νιώθω έναν πόνο στο πόδι, λυγίζω και πέφτω. Δεύτερος πόνος στο στομάχι, διπλώνομαι. Μια κλωτσιά στο κεφάλι και χτυπώ στο πεζοδρόμιο. Δεν σκεφτόμαστε, οι σκέψεις θα ‘ρθουν μετά. Το ένστικτο άγρυπνο, προσπαθούμε να φυλαχτούμε, αλλά δεν μπορούμε να αντεπιτεθούμε. Εμφανίζεται σαν από μηχανής θεός. Βάζει τις φωνές. «Πίσω, βρε αλήτες. Σας είδα, τους βγήκατε μπαμπέσικα. Πίσω, έχω καλέσει την αστυνομία», θηριώδης φαίνεται, τα ‘χει τα χρονάκια του, πλησιάζει με κίνδυνο να τον χτυπήσουν αλλά, άγνωστο γιατί, οι δήμιοι μας εξαφανίζονται, στρίβοντας σε κάποιο στενό. Να ήταν η απροσδόκητη εμφάνιση του άντρα; Και κάποια αυτοκίνητα που περνούσαν από εκεί και κόρναραν, χωρίς να σταματήσουν όμως; «Παλικαράκια μου, αυτή η δουλειά θέλει ρέγουλα. Θα σας φάνε λάχανο. Αυτοί είναι αδίστακτοι. Τα γνωστά σουλούπια. Μπαμ κάνετε από τι χώρο προέρχεστε, με τα μαλλάκια σας, τα γένια, τα γυαλάκια σας. Δεν είστε εσείς για να παίζετε ξύλο. Πείτε σ’  αυτούς που σας στέλνουν σε αποστολές να οργανωθούν καλύτερα. Πώς θα αλλάξετε τον κόσμο, αν δεν προλάβετε; Πρέπει να μάθετε να αμύνεστε. Και η άμυνα για σας είναι η καλή οργάνωση. Η αυτοπροστασία. Με εννοείτε; Πονάς εσύ, μικρέ, που ‘φαγες την κρανιά; Εσένα, πώς πάει το στομάχι σου; Έχεις αναγούλα; Για να δω το κεφάλι σου, μια γρατζουνιά είναι. Ζαλίζεσαι; Σηκωθείτε, να σας δω. Τι λέει; Φτηνά τη γλιτώσαμε; Το πόδι λίγο; Το πατάς; Οκέι μου φαίνεστε. Άντε στο καλό, και με ρέγουλα, σας λέω. Ξέρω εγώ απ’ αυτά».

 

[Κούλα Αδαλόγλου, «Η αφισοκόλληση» σελ. 53-61/ “Βγήκε ένας ήλιος χλωμός”, Εκδόσεις «Ταξιδευτής», Αθήνα,  Απρίλιος 2012 ]

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *