Εννοείται ότι αφιερώνουμε το σημερινό σημείωμα στον καλό μας φίλο το Χτήνος, που είχε τα γενέθλιά του τις προάλλες. Και οι τρεις λέξεις του τίτλου, που δηλώνουν ζωντανά πλάσματα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταφορικά και για τον άνθρωπο -στις δύο πρώτες περιπτώσεις σχεδόν πάντα υποτιμητικά, στην τρίτη με θετικές αποχρώσεις, αφού συχνά τα άγρια ζώα κερδίζουν τον σεβασμό της φρασεολογίας μας περισσότερο από τα εξημερωμένα (έχουμε γράψει άρθρο).
Ζώο είναι, βέβαια, ο γενικός όρος, και έτσι ήταν από την αρχαιότητα. Δεν είναι ομηρική λέξη, αλλά τη βρίσκουμε πριν από την κλασική αρχαιότητα, στον Σημωνίδη. Ετυμολογείται, βέβαια, από το ρήμα ζω.
Το ζῷον έπαιρνε περισπωμένη και υπογεγραμμένη, που κάποτε προσγραφόταν, π.χ. ζώιων (ζώων). Με τον ορισμό του Πλάτωνα «πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν ζῷον ἂν λέγοιτο», ένας ορισμός που δεν αποκλείει τον άνθρωπο. Όταν όμως ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπο ως «ζώον δίπουν άπτερον» ο κυνικός Διογένης μάδησε έναν κόκορα και τον έφερε στη σχολή του Πλάτωνα φωνάζοντας «να ο άνθρωπος του Πλάτωνα» -και τότε, αυτός πρόσθεσε στον ορισμό «και πλατυώνυχον» (έτσι το έχει ο Διογένης Λαέρτιος -αλλού έχω δει «και γελαστικόν»).
Στα αρχαία ελληνικά το ζώον είναι αυτό που έχει μέσα του ζωή, ενώ στα λατινικά το animale είναι το πλάσμα που αναπνέει, από το anima, αναπνοή, ψυχή -από εκεί και οι λέξεις σε πολλές νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Η λέξη ζωγράφος ετυμολογείται από το ζώον + γράφω, αλλά στην κλασική αρχαιότητα, προκειμένου για τις τέχνες, ο όρος «ζώα» μπορούσε να σημαίνει οποιεσδήποτε εικόνες, όχι απαραίτητα ζώων. Ζώδιον, πάλι στα αρχαία, ήταν η μικρή εικόνα (ζώου) και επειδή πολλοί αστερισμοί συμβολίζονταν από εικόνες ζώων, τελικά ζώδια ονομάστηκαν οι αστερισμοί και οι αναπαραστάσεις τους.
Το κτήνος, πάλι, ετυμολογείται από το θέμα κτη- του ρήματος κτώμαι, απ’ όπου και το κτήμα. Η λέξη είναι ομηρική και εμφανιζόταν κυρίως στον πληθυντικό, δηλώνοντας τα ζώα που είχε κάποιος στην ιδιοκτησία του, τα κοπάδια του. Ο Ηρόδοτος μας λέει πως ο Κροίσος «κτήνεά τε γὰρ τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε». Στον ενικό χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ένα μεμονωμένο ζώο π.χ. στον Ξενοφώντα «ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κτῆνος». Έτσι, από τα ελληνιστικά χρόνια κιόλας, η λέξη περιορίστηκε αποκλειστικά στα κατοικίδια ζώα, αφού τα άλλα, τα άγρια, δηλώνονταν ειδικά με τη λέξη θηρίον.
Το θηρίον είναι υποκοριστικό της λ. θηρ, θηρός, λέξης ομηρικής. Ετυμολογείται βεβαίως από τη θήρα, το κυνήγι. Συχνά, η λέξη χρησιμοποιείται αντί της «λέων», πχ «ο Νέμειος θηρ», άλλοτε όμως για άλλα επίφοβα άγρια ζώα, πχ Ἐρυμάνθιόν τε θῆρα στον Σοφοκλή. Το θηρίον στα αρχαία ήταν οπωσδήποτε μη οικόσιτο ζώο, άγριο και απειλητικό για τον άνθρωπο.
Στα λατινικά το άγριο ζώο ήταν bestia, λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, για τα θηρία με τα οποία πάλευαν οι μονομάχοι στις αρένες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από εκεί το παλαιογαλλικό beste απ’ όπου το σημερινό bête, όπως και το αγγλ. beast, λέξεις που σημαίνουν άγριο ζώο, θηρίο, αλλά και κτήνος, και άνθρωπος σκληρός ή βλάκας κτλ.
Στον Μεσαίωνα ήταν πολύ της μόδας βιβλία με τον τίτλο bestiarium, που περιείχαν εντυπωσιακές ιστορίες για άγρια, εξωτικά ακόμα και ανύπαρκτα ζώα (μονόκερους και τέτοια), διηγημένες με τρόπο ώστε να αντλείται κάποιο ψυχωφελές δίδαγμα. Το πρώτο του είδους είναι ο Φυσιολόγος, γραμμένο στα ελληνικά. Από ένα τέτοιο μπεστιάριο (δεν είναι δική μου επινόηση η λέξη, γράφεται αν και σπανίως, και δεν πρέπει να τη μπερδεύουμε με το βεστιάριο) είναι η εικόνα που κοσμεί το άρθρο μας.
Να πούμε εδώ ότι η παλιότερη αγγλική λέξη για το άγριο ζώο, που εκτοπίστηκε από το beast, ήταν deor, που ανάγεται σε παλαιογερμανική ρίζα, από την οποία το σημερινό γερμανικό Tier, για τα ζώα. Αλλά και η αγγλική deer, για το ελάφι, είναι μετεξέλιξη του παλαιοαγγλικού deor, που όταν έπαψε να σημαίνει γενικώς ζώο εξειδικεύτηκε στη σημασία του ελαφιού, που ήταν, φαίνεται, το ευγενέστερο θήραμα.
Παρεμπιπτόντως, στα αρχαία ελληνικά μια πολύ συχνή συνεκφορά ήταν «τα άλογα ζώα», σε αντιδιαστολή με τον άνθρωπο, πχ στον Ξενοφώντα » ἡ δὲ φιλοτιμία οὔτ’ ἐν τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ἐμφύεται οὔτ’ ἐν ἅπασιν ἀνθρώποις». Όπως συχνά συμβαινει (ναι, χρωστάω άρθρο) το ουσιαστικό μαράθηκε κι έπεσε και το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε, οπότε «τα άλογα» -και όπως ο ίππος ήταν το άλογο εκείνο ζώο που είχε συχνότατη παρουσία πλάι στον άνθρωπο, τόσο στη στρατιωτική ζωή όσο και στις μεταφορές, ήδη από την ύστερη αρχαιότητα η λέξη «άλογον» παίρνει τη σημασία που ξέρουμε σήμερα, του ίππου.
Στη σημερινή γλώσσα, χρησιμοποιούμε τη λέξη «ζώο» μεταφορικά για να χαρακτηρίσουμε μειωτικά μια συμπεριφορά ή έναν τρόπο ζωής που θεωρούμε πως δεν ταιριάζει, δεν αξίζει σε ανθρώπους, π.χ. αυτοί εκεί ζούνε σαν τα ζώα ή έφαγε σαν ζώο ή κοιμάται σαν ζώο (βαριά και πολύ). Ακόμα περισσότερο, ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου: ρε ζώο ή, πολύ συχνά, «είσαι ζώον», σαν το τελικό νι να προσθέτει κύρος, για να πούμε ότι κάποιος είναι βλάκας, αναίσθητος, άξεστος, αγενής. Ούτε ένα ευχαριστώ δεν μου είπε το ζώον! Κάποτε και για τα ζωώδη ένστικτα: Ξυπνάς μέσα μου το ζώο, που είχε γράψει ο Αρκάς πριν του χακάρουν τον λογαριασμό.
Και το κτήνος, ή χτήνος όπως προτιμάει ο φίλος μας, παρόμοιες σημασίες και χρήσεις έχει, αλλά προς το χειρότερο. Όταν κάποιος χαρακτηρίζεται κτήνος δεν έχει καν το ελαφρυντικό της βλακείας, που έχει το ζώον, είναι σκληρός, ανάλγητος, βάρβαρος. Κοντά και η κτηνωδία, όπως και η κτηνώδης δύναμη ογκώδης άγνοια, που ακριβώς γι’ αυτό γράφεται ΚΔΩΑ.
Αντίθετα το θηρίο, ενώ έχει βεβαίως και αρνητική χροιά αφού σημαίνει κάποιον πολύ σκληρό και αιμοβόρο, ή ένα πολύ άταχτο παιδί (σωστό θηρίο ο γιος του) ή χρησιμοποιείται για κάποιον που θύμωσε πολύ (μόλις άκουσε την πρότασή μου, έγινε θηρίο ανήμερο), μπορεί να πάρει, και πολύ συχνά παίρνει και θετικές αποχρώσεις, με υπόρρητο ή πρόδηλο θαυμασμό. Λέγεται για κάποιον που έχει πολύ εντυπωσιακές επιδόσεις (Πάλι πρώτος βγήκε στο διαγώνισμα, το θηρίο!), για μηχάνημα που έχει μεγάλη αντοχή (είναι θηρίο το αμάξι μου, δεν σπάει δεν χαλάει), για άνθρωπο με πολύ μεγάλη αντοχή επίσης (δεν αρρωσταίνει ποτέ, είναι θηρίο) ή για κάποιον πολύ μεγαλόσωμο. Παρεμπιπτόντως, το θερίο ήταν ο παλιός σιδηρόδρομος της Κηφισιάς, ίσως και του Λαυρίου, επειδή αγκομαχούσε και έβγαζε καπνούς.
Και πάλι, δηλαδή, τους δυνατούς και επίφοβους τούς θαυμάζουμε ενώ τους αδύνατους και ήμερους τούς κακολογούμε. Πόσο ανθρώπινο…!