Καθαροδευτέρα σήμερα, ή αλλιώς Κούλουμα, που το ιστολόγιο εύχεται να τα περάσετε ζεστά και όμορφα, με αγαπημένη παρέα και με άφθονο κρασί και μεζέδες. (Ο ιστολόγος δυστυχώς θα τα περάσει στα ξένα, επομένως ξενέρωτα).
Θα επαναλάβω σήμερα ένα άρθρο που το είχα βάλει το 2015, το οποίο, μια και εδώ λεξιλογούμε, περιστρέφεται γύρω από δύο λέξεις, τη μία λόγω της ημέρας και την άλλη από σπόντα.
Λόγω της ημέρας, για τα Κούλουμα. Από σπόντα, επειδή σε παλιότερο άρθρο είχα αναφέρει το ρήμα «γκουμουλώνω» ή «κουμουλώνω», που εμείς στην οικογένεια το χρησιμοποιούμε σαν σχετλιαστικό συνώνυμο του «τρώω», ιδίως όταν κανείς τρώει πολύ. Τη λέξη την έχω δυο-τρεις φορές χρησιμοποιήσει και στο ιστολόγιο, πχ κάποτε είχα γράψει:
Βέβαια, κάποιοι ξεπερνούν και τη χόρταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά: καταβροχθίζουν, χλαπακιάζουν, γουρουνιάζουν, σαβουρώνουν, γκουμουλώνουν, ντερλικώνουν, τρώνε τον αγλέουρα, τον αβλέμονα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, την κάνουν ταράτσα.
(Λείπει από τον παραπάνω κατάλογο και το «φαρμακώνω» που το έλεγε η γιαγιά μου η Αιγινήτισσα).
Ωστόσο, η λέξη αυτή δεν υπάρχει στα μεγάλα λεξικά, αλλά και ελάχιστα γκουγκλίζεται, ενώ σε προηγούμενο άρθρο που σας είχα ρωτήσει δεν νομίζω να την ήξερε κανείς. Βρίσκω όμως το «κουμουλώνω» σε κάποια τοπικά γλωσσάρια, με τη σημασία «σωρεύω, μαζεύω πολλά πράγματα το ένα πάνω στο άλλο», και αλλού «γεμίζω δοχείο ξέχειλο», ενώ το έχει χρησιμοποιήσει και ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια. Κι έτσι δεν πρόκειται για οικογενειακή μας λέξη, αν και ανανεώνω το ερώτημα, αν εσείς ξέρετε τη λέξη «(γ)κουμουλώνω».
Βέβαια, η ετυμολογία της είναι προφανής: από το κούμουλο = σωρός, ιδίως σωρός από χώμα ή πέτρες, δάνειο από το λατινικό cumulus. H λέξη έχει μπει από τον Μεσαίωνα τουλάχιστον στη γλώσσα: ο Μανουήλ Μαλαξός περιγράφει, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, τη σκηνή της αποπομπής ενός πρώην Πατριάρχη από το χριστεπώνυμον πλήθος:
καὶ ἔρρυπταν πέτραις ἀπὸ τῆς στράταις καὶ ἀπὸ τοὺς φόρους, καὶ ἔκαμναν κουμούλια μὲ ταῖς πέτραις, ἀναθεματίζοντες αὐτὸν…
Όσο για τα Κούλουμα, τα ενδιαφέροντα σημεία (πέρα από το τι κρασί θα πιούμε και με τι μεζέδες θα το συνοδέψουμε) είναι δύο, αφενός η εξάπλωση του όρου και αφετέρου η ετυμολογία του.
Πράγματι, στις προηγούμενες συζητήσεις πολλοί σχολιαστές επισήμαναν ότι στην παιδική τους ηλικία και στον τόπο καταγωγής τους η λέξη «Κούλουμα» ήταν άγνωστη και ότι την έμαθαν αργότερα, στην Αθήνα ή/και από την τηλεόραση. Φαίνεται ότι η λέξη δεν ήταν γνωστή στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ δεν θυμάμαι να την έλεγε κι η μυτιληνιά γιαγιά μου. Αλλού όμως ήταν γνωστή από παλιά, π.χ. στην Κέρκυρα και στην Κεφαλονιά, ή στο Γαλαξίδι, άρα δεν πρόκειται για αυστηρά αθηναϊκή λέξη.
Ότι τα Κούλουμα δεν είναι λέξη μόνο αθηναϊκή φαίνεται, ας πούμε, από το εξής ωραίο απόσπασμα από τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς, το αφορεσμένο βιβλίο του Λασκαράτου:
…Τέλος πάντων η Σαρακοστή μπαίνει. Η πρώτη της ημέρα είναι Δευτέρα, και λέγεται Καθαρή – Δευτέρα. Σήμερα σ’ όλα τα σπήτια παστρέβουνε τ’ αγγεία όλα με στάχτη, γιατί τα θεωρούνε ως μαγαρισμένα από τα πασκαλινά φαγητά της ψεσινής ημέρας! Σήμερα ούτε κριάτα, ούτε γάλατα. Από τα σημεία της χριστιανικής κοιλιάς της ανοίγεται νέο στάδιο• η σουπιές, τα χταπόδια, τ’ αυγοτάραχα, το χαυγιάρι, τα κρεμίδια, η πράσες, η αλιάδες, τα τσιγαρίδια… τέτοια είναι η ύλη και η έχταση του ορίζοντος της!… τέτοιο το πέλαγο που θα περάση και θα φθάση στο πάσκα!… σε τέτοιον αγώνα θε νάμπη και νάβγη νικήτρια!… Ας την πάρουμε ακόλουθα, κι ας πάμε κ’ εμείς μ’ εδαύτη στα Κούλουμα.
Σήμερα ο χριστιανός πανηγυρίζει τη σαρακοστή την ίδια, με ένα πανηγύρι που το λέει Κούλουμα. Χωριάτες και χωραΐτες βγαίνουν όξου στον κάμπο με το φαΐ τους, και λημεριάζουνε τρώγοντες και πίνοντες και χορέβοντες. Εκεί βιολιά και κιθάρες, εκεί ασκοτσάμπουνα και φλογέρες, εκεί μασκαράδες, εκεί τραγούδια, μ’ απάνου σ’ όλα, τα φαγητά δεν πάβουν ποτέ σ’ όλο το διάμερο, και η κανάτα πάντα γυρίζει και πάντα χύ-νει στην κούπα. Το βράδι οι χριστιανοί ξανάρχουνται σπήτι τους, (άλλοι ταν, και άλλοι επί ταν) και τότε πλέον κανείς δεν αμφιβάλλει πως ετούτη ήτανε η πρώτη ημέρα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής του Πάσχα! Έτσι την τρίτη οι χριστιανοί μπαίνουνε στην ειρηνική κατοχή της σαρακοστής τους, και τήνε μασουλίζουνε με όλην την ευλάβεια, ευρίσκοντες εις εδαύτη νέες νοστιμάδες έπειτα από Καρναβαλιού τα ξίγγια.
Όσο για την ετυμολογία της λέξης Κούλουμα, ο Πετρούνιας στο ΛΚΝ προκρίνει την προέλευση από το κούμουλο, που ήδη το αναφέραμε, με αντιμετάθεση. Ο Μπαμπινιώτης δίνει δύο εκδοχές: από το κούμουλο ή από το κούλουμος = γεμάτος < λατ. culmus < culmen «κορυφή, άκρη, χείλος».
Υπάρχουν και ορισμένες ακόμα θεωρίες. Έχει υποστηριχθεί ότι τα Κούλουμα προέρχονται από τις κολόνες δηλ. τις στήλες ή τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Αυτήν πρέπει να την απορρίψουμε, παρά το γεγονός ότι οι Αθηναίοι τον 19ο αιώνα όντως γιόρταζαν την Καθαρά Δευτέρα στις Κολόνες. Η λέξη δεν φαίνεται να είναι αθηναϊκή αποκλειστικά.
Ο Ανδριώτης είχε προτείνει αλβανική προέλευση από το kulluem = καθαρός, ενώ σε παλιότερο άρθρο φίλη είχε προτείνει την τουρκική λέξη kulleme (κιουλεμέ), που σημαίνει μουτζούρωμα με στάχτη, και που θυμίζει την Ash Wednesday και τα εορταστικά μουτζουρώματα.
Οπότε; Η αλβανική εκδοχή φαίνεται πολύ ελκυστική και για λόγους γεωγραφικής εξάπλωσης του όρου «Κούλουμα». Ωστόσο, αφενός η λέξη, όπως είπαμε, δεν επιχωριάζει μόνο στην Αττική και αφετέρου η προέλευση από το κούμουλο = σωρός κερδίζει σε πειστικότητα αν παρθούν υπόψη διάφορες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες σε πολλές περιοχές την Καθαρά Δευτέρα λεγόταν η φράση «να χαλάσουμε τα κούλουμα». Σε αυτό το άρθρο του 1920 αναφέρονται οι φράσεις «χαλάμε τα κούλουμα» ή «σπούμε τα κούλουμα» (Κρήτη) ή «βγάνουμε τα κούλουμα» (Λαύριο). Δίνονται διάφορες ερμηνείες, δηλ. ότι σημαίνει τη διάλυση της συνάθροισης και του γλεντιού ή το πιθανότερο ότι καταλύουμε τους σωρούς των φαγητών που συγκεντρώθηκαν από συγγενείς και φίλους.
Επίσης, φαίνεται ότι υπήρχαν παλιότερα και άλλες παραλλαγές της λέξης, όπως Μπούκλουβα στη Μεσσηνία
– εδώ και ένα παλιό δημοσίευμα εφημερίδας όπου υπάρχει η φράση Ο κόσμος θα πάη να «χαλάση τα μπούκλουβα» κατά την λαϊκήν έκφρασιν, κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα Πελοποννήσου), κούμουλα (Μύκονος, Πάρος) και κουμουλάδες (Κύθηρα).
Ακόμα, ο Βλαχογιάννης σε άρθρο του στη Νέα Εστία συσχετίζει τα Κούλουμα με την επίσκεψη στους τάφους και ο φίλος μας ο Στάζιμπο είχε σε σχόλιό του παρουσιάσει αποκομμα από παλιό άρθρο σύμφωνα με το οποίο, επί Ιουστινιανού, «η τελευταία ημέρα της καλανδικής πομπής εκαλείτο Απόθεσις, δηλ. Κούλουμα – Νεαρά 105).
Χωρίς να είναι καθαρές όλες οι λεπτομέρειες, φαίνεται πολύ πιθανό ότι στην απαρχή του εθίμου υπήρχε το τελετουργικό γκρέμισμα ενός σωρού από χώμα, που μπορεί να συνδεόταν και με απαραίτητες αγροτικές εργασίες (ο φίλος μας ο Spiridione είχε βρει προεπισκόπηση άρθρου της Νέας Εστίας, που δυστυχώς δεν υπάρχει ονλάιν στο ΕΚΕΒΙ, που προτείνει μια τέτοια σύνδεση), κάτι που ενισχύει καθοριστικά την προέλευση από το κούμουλο = σωρός (λατινικό δάνειο από cumulus).
Τη συσχέτιση με το κούμουλο = σωρός δέχεται και ο Χρίστος Δάλκος, που σχολίαζε παλιότερα εδώ, σε άρθρο του που έχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες, αν και δεν θα συμφωνήσω με την απόρριψη της λατινικής προέλευσης, που γίνεται με το (σαθρό, πιστεύω) επιχείρημα ότι υπάρχει «ἐμφανής ἀναντιστοιχία μεταξύ τοῦ πρωτογονισμοῦ τοῦ τελετουργικοῦ ἐθίμου, πού παραπέμπει σέ παμπάλαια δρώμενα, καί τοῦ λατινικῆς προελεύσεως θεωρουμένου ὀνόματος πού συνεπάγεται ἀναγωγή τοῦ ἐθίμου σέ νεώτερες ἐποχές». Σαθρό επειδή είναι αρκετά κοινό φαινόμενο ένα ορισμένο πράγμα να έχει ένα νεότερο όνομα -αλλά ο φίλος μας ο Χρήστος αρέσκεται να βρίσκει ή μάλλον να εφευρίσκει ελληνικές ετυμολογίες σε λέξεις που η κατεστημένη ετυμολογία θεωρεί δάνεια.
Έτσι κι αλλιώς όμως φέτος τα Κούλουμα αρκετοί θα φάμε και θα πιούμε πολύ -θα κουμουλώσουμε, έστω κι αν δεν το λέτε έτσι!